ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΑΡΜΕΝΟΧΩΡΙΟΥ. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Σπύρος Παπουτσής |
Οι μεγάλες δόξες του Αρμενοχωρίου!!!
|
ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΑΡΜΕΝΟΧΩΡΙΟΥ. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Σπύρος Παπουτσής |
Οι μεγάλες δόξες του Αρμενοχωρίου!!!
|
Αρχείο Μυρτώς Δούμτση |
Σπύρος Παπουτσής- Συνταξιούχος Δάσκαλος
Εκεί στην δυτική μεριά της στενόμακρης πόλης μας ήταν κάποτε ένα τούρκικο τζαμί. Βρισκόταν απέναντι από την σημερινή ταβέρνα «Ευκλείδης» και ονομαζόταν «Κιατίπ Αλή τζαμί». Ήταν στο κέντρο του τουρκομαχαλά, που κάποτε ήταν σαν χωριό ξεκομμένο από το κέντρο της πόλης. Ήταν ο συνοικισμός, που κατά την παράδοση λέγεται, ότι όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν την Φλώρινα και υποδούλωσαν όλη την περιοχή, εκεί πήγαν και κατοίκησαν οι Τούρκοι στρατιώτες με τις οικογένειες τους. «Κιατίπ Αλή» σημαίνει ο σοφός, ο μορφωμένος Αλή. Ποιος άραγε ήταν αυτός ο Αλή, που για χάρη του χτίστηκε το τζαμί και όλη η γειτονιά πήρε το όνομά του;
Σε αυτήν την γειτονιά δεν κατοικούσαν χριστιανοί. Κατοικούσαν όμως πιο πάνω πέρα από τον σημερινό ναού του Αγίου Νικολάου, στην παλιά Μοτέσνιτσα, όπου ήταν και οι νερόμυλοι της πόλης. Εκεί κατοικούσαν και οι Φλωρινιώτες που εκδιώχτηκαν από την πόλη αμέσως μετά την τουρκική κατάκτηση.
Η περιοχή όπου σήμερα είναι τα έπιπλα «Σινάνη» και ο δρόμος που οδηγεί στην ταβέρνα «Καραγκιόζης», ήταν μια μεγάλη αλάνα. Υπήρχαν και μερικά κτίσματα που ανήκαν στο τζαμί. Όλη αυτή η περιοχή ήταν βακούφικη. Στη σειρά λοιπόν ήταν το τζαμί, η αλάνα και μετά το πανδοχείο. Η αλάνα και τα κτίσματα γύρω από αυτή ήταν γνωστά με το όνομα «Ντεβέανι», που στα τούρκικα σημαίνει «μέρος για τις καμήλες», κάτι σαν στάβλος.
Εκεί στάθμευαν τα καραβάνια που ερχόταν από την Κωνσταντινούπολη. Ήταν παλιό τζαμί, ίσως και οι στάβλοι χτίστηκαν στα πρώτα χρόνια των οθωμανικών κατακτήσεων, από κάποιους μουσουλμάνους αγωγιάτες, που έρχονταν από την Ανατολή για να φέρουν προϊόντα φορτωμένα σε καμήλες. Προϊόντα της Ανατολής, όπως τα μπαχαρικά, που εδώ δεν υπήρχαν. Από το Ντεβέανι έπαιρναν τα εμπορεύματα οι αγωγιάτες της περιοχής μας και τα πήγαιναν μέχρι την Αλβανία και την Καστοριά. Οι μουσουλμάνοι αγωγιάτες με τις καμήλες ακολουθούσαν την παλιά Εγνατία οδό, κάτι που δηλώνει ότι το δρομολόγιο αυτό γινόταν και παλαιότερα, κατά την ρωμαϊκή εποχή, και ίσως ήταν γνωστό από τους αλεξανδρινούς χρόνους. Αξιοσημείωτο είναι ότι πρώτος ο Αρχέλαος, βασιλιάς της Μακεδονίας, κατασκεύασε καλούς και ίσιους δρόμους, το 450 π.Χ. περίπου, γεγονός που βοήθησε πολύ το εμπόριο στο εσωτερικό της Μακεδονίας.
Η ιστορία των καραβανιών είναι παλιά και χάνεται στα βάθη των αιώνων. Το συγκεκριμένο καραβάνι όμως έκαμνε την διαδρομή Κωνσταντινούπολη – Φλώρινα μέχρι το 1912. Λίγο νωρίτερα όμως, το 1893, ο σιδηρόδρομος είχε φτάσει στη Φλώρινα και πολλά εμπορεύματα διακινούνταν με το τρένο. Τα νέα σύνορα κυρίως, αλλά και ο σιδηρόδρομος σήμαναν το τέλος του συγκεκριμένου καραβανιού.
Ένα άλλο καραβάνι όμως, συνέχισε να έρχεται στη Φλώρινα, μετά το 1912. Ήταν μουσουλμάνοι αγωγιάτες, που κατάγονταν από την περιοχή της Κομοτηνής. Το δρομολόγιο τους ήταν Κομοτηνή – Φλώρινα. Όχι όμως με προϊόντα της Ανατολής, αλλά με ζώα φορτωμένα με σακιά γεμάτα στραγάλια. Στραγάλια από την περιοχή της ελληνικής Θράκης. Πολλοί τους θυμόνταν που περνούσαν από το κεντρικό δρόμο και σταματούσαν στο Κιατίπ Αλή τζαμί, όπου προσκυνούσαν τον Αλλάχ, που τους βοήθησε στο δύσκολο ταξίδι τους. Μετά ξεφόρτωναν τα ζώα και τα ελευθέρωναν μέσα στο Ντεβέανι για να ξεκουραστούν, να φάνε και να πιουν νερό από το ποτάμι. Οι μουσουλμάνοι αγωγιάτες παρέδιδαν τα στραγάλια στους μεγαλέμπορους της Φλώρινας. Έπαιρναν την πληρωμή τους για το αγώγι, και μετά από ξεκούραση μερικών ημερών γύριζαν στην Θράκη.
Οι Τούρκοι ανταλλάχτηκαν, το 1923, και στην συνοικία του τζαμιού του Κιατίπ Αλή κατοίκησαν Έλληνες πρόσφυγες από την Μικρά Ασία, Πόντο και Θράκη. Οι πρόσφυγες έλεγαν το «τζαμί της Ανατολής», επειδή τα καραβάνια από την Ανατολή είχαν τελικό προορισμό το Ντεβέανι. Αλλά και οι Τριβουνιώτες που κατοίκησαν εκεί το έλεγαν «βακούφκο» δηλαδή βακούφικο και προέτρεπαν τα παιδιά τους να μην παίζουν εκεί και τα φοβέριζαν με διάφορες ιστορίες.
Το καραβάνι αυτό με τις καμήλες διαλύθηκε το 1928, επειδή πολλά μικρά φορτηγά αυτοκίνητα έκαναν την εμφάνισή τους και έκαμναν τις διαδρομές των καραβανιών γρηγορότερα και με μεγαλύτερο φορτίο.
Το «τζαμί του Κιατίπ Αλή» ή «τζαμί της Ανατολής» ή «βακούφκο» κατεδαφίστηκε, με απόφαση του Δήμου Φλώρινας, το 1927, καθώς οι μουσουλμάνοι της Φλώρινας είχαν ανταλλαχτεί. Οι Τούρκοι του Κεμάλ κατέστρεφαν τους χριστιανικούς ναούς στην Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Θράκη. Τότε η ελληνική κυβέρνηση έπραξε το ίδιο και κατεδάφισε τα τζαμιά. Η ανατολίτικη εμφάνιση της πόλης χάθηκε. Η Φλώρινα χωρίς τζαμιά και με τα νεοκλασικά σπίτια πήρε άλλη μορφή, την μορφή μιας ευρωπαϊκής πόλης.
Δημήτρης Μεκάσης
Ο Μεσοπόλεμος (1920 – 1940) χαρακτηρίζεται ως περίοδος του κομψού κουστουμιού και της ρεπούμπλικας. Μονόπετα και σταυρωτά, ριγέ και μονόχρωμα κουστούμια κυκλοφορούσαν στην βόλτα, όπου γινόταν ένας άτυπος διαγωνισμός του κομψότερου κουστουμιού. Περήφανοι και σοβαροί άνδρες, καλοντυμένοι «στην τρίχα» περπατούσαν στους παραποτάμιους δρόμους και στον Κεντρικό δρόμο.
Την περίοδο του Μεσοπολέμου, οι ράφτες και οι μοδίστρες έραβαν με γούστο μοντέρνα ρούχα. Οι άνδρες φορούσαν παλτό, κοστούμια, γραβάτες και ρεπούμπλικα και τα αγόρια γκολφ παντελόνια και μεσάτα σακάκια. Οι εργαζόμενοι νεαροί έραβαν ένα μπλε και ένα γκρι κουστούμι και έκαμναν συνδυασμούς. Τότε άρχισαν και οι γυναίκες να ασπάζονται την ευρωπαϊκή μόδα. Οι μοδίστρες έραβαν παλτό, μαντό, ταγιέρ, φούστες και φουστάνια. Τότε οι νέες γυναίκες ξέφυγαν από τα μουντά χρώματα και ντύθηκαν με ρούχα που είχαν χαρούμενα και ζωηρά χρώματα. Οι γριές γυναίκες όμως, παρέμειναν στα μαύρα ρούχα και στη μαύρη μαντίλα, από συνήθεια ή από πένθος. Αντίθετα οι νέες μοντέρνες γυναίκες φόρεσαν και καπελάκια και πολλές το βέλο. Αυτή την περίοδο οι γυναίκες άρχισαν να φορούν γούνες, που τις έραβαν Καστοριανοί γουναράδες που είχαν εγκατασταθεί στη Φλώρινα. Οι νέες γυναίκες φορούσαν καφέ γούνες και καπέλα, ενώ οι γεροντότερες μαύρες και την μαντίλα σκέπα στηριγμένη στο κρόταφο με χρυσή καρφίτσα.
Τα εσώρουχα των γυναικών άρχισαν και αυτά να αλλάζουν. Τα γυναικεία βρακιά που ήταν μακριά μέχρι το γόνατο και δενόταν με κορδόνια στη μέση και στα γόνατα, αντικατέστησαν το κορδόνι με λάστιχο. Τα βρακιά αυτά τα προτιμούσαν οι γεροντότερες. Αντίθετα οι νέες γυναίκες και τα κορίτσια άρχισαν να φορούν κιλότες, τις οποίες αγόραζαν στα ψιλικατζίδικα. Ο στηθόδεσμος που ήταν ένα πανί με τιράντες, αντικαταστάθηκε από το σουτιέν, και το λευκό μισοφόρι που έφτιαχναν οι μοδίστρες αντικαταστάθηκε από τα κομπινεζόν που κυκλοφορούσαν σε αρκετά χρώματα στα ψιλικατζίδικα. Τότε κυκλοφόρησαν και οι μεταξωτές κάλτσες που τις φορούσαν με τα καλά τους ρούχα οι νέες γυναίκες. Φορούσαν όμως και λεπτές βαμβακερές ή μάλλινες κάλτσες, που τις συγκρατούσαν πάνω από το γόνατο με την καλτσοδέτα. Αυτή αρχικά ήταν ένα κορδόνι και μετά αντικαταστάθηκε από ελαστική φαρδιά ταινία. Αργότερα, μετά το 1945, έκαναν την εμφάνισή τους οι πρώτες νάιλον κάλτσες με την ραφή στο πίσω μέρος που έδιναν στις κοπέλες πιο ελκυστική εμφάνιση. Και για τις νάιλον κάλτσες χρησιμοποιούσαν τις ελαστικές καλτσοδέτες και πολύ αργότερα τις ζαρτιέρες. Στην δεκαετία του 1950 οι νάιλον κάλτσες φοριόνταν από όλες τις νέες γυναίκες σε συνδυασμό με τα καλά τους ρούχα. Στην δεκαετία του 1960 κυκλοφόρησαν και οι νάιλον κάλτσες χωρίς ραφή και τα καλσόν, τα οποία κατήργησαν και τις καλτσοδέτες και τις ζαρτιέρες.
Αλλά και οι κάλτσες των ανδρών άλλαξαν και γινόταν από συνθετικές ίνες και σε ποικίλα ανεξίτηλα χρώματα. Και τα εσώρουχα των ανδρών άλλαξαν. Οι άνδρες φορούσαν λευκά σώβρακα και τα παιδιά άσπρα βρακιά. Μικροί και μεγάλοι τότε φορούσαν την λεπτή μάλλινη φανέλα από άβαφο μαλλί. Μετά το 1950 οι περισσότεροι δεν φορούσαν μάλλινη φανέλα, αλλά μακό βαμβακερά λευκά φανελάκια και οι πιο νέοι κασκορσέ. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 κυκλοφόρησαν τα σλιπάκια που τότε τα έλεγαν σλιπ. Στην αρχή φορέθηκαν από τους έφηβους, αργότερα όμως από όλους, εκτός τους γέρους που προτιμούσαν τα παλιά σώβρακα.
Οι Φλωρινιώτες παλιά φορούσαν νυχτικιές και με αυτές κοιμόταν. Οι γυναίκες και τα κορίτσια φορούσαν τις γυναικείες ανοιχτόχρωμες νυχτικιές, ενώ οι άνδρες και τα αγόρια φορούσαν παρόμοιες νυχτικιές που τις ονόμαζαν ρόμπες. Συνήθιζαν μάλιστα, όταν επέστρεφαν στο σπίτι από την εργασία τους να πλένουν τα χέρια, το πρόσωπο και τα πόδια τους και να φορούν τις ρόμπες, που έμοιαζαν με τα αντερί που φορούσαν εκτός σπιτιού. Το ύφασμα της ρόμπας και της νυχτικιάς ήταν βαμβακερό υφαντό και το ονόμαζαν φανέλα – μπασμά. Αυτό το ύφαιναν οι γυναίκες στο σπίτι και οι ίδιες έραβαν τις νυχτικιές και τις ρόμπες για όλα τα μέλη της οικογένειας. Στη δεκαετία του 1920 που ήρθαν οι πρόσφυγες από την ανατολική Θράκη, έφεραν νέα σχέδια ρόμπας και νυχτικιάς. Οι Θρακιώτισσες ασχολήθηκαν επαγγελματικά με την ύφανση ενός λεπτού βαμβακερού υφάσματος, με το οποίο έκαμναν πολύ εμφανίσιμες και άνετες καλοκαιρινές ρόμπες και νυχτικιές, με διάφορα κεντητά διακοσμητικά σχέδια. Αυτές τις νυχτικιές και τις ρόμπες τις προτιμούσαν και τις φορούσαν οι Φλωρινιώτες το καλοκαίρι. Μετά το 1940 εμφανίστηκαν οι πιζάμες στα ψιλικατζίδικα. Τότε φόρεσαν οι άνδρες για πρώτη φορά πιζάμες και οι γυναίκες λεπτές και σε πολλά χρώματα νυχτικιές. Οι παλιές ρόμπες και νυχτικιές είχαν περάσει στο παρελθόν. Πολλοί Φλωρινιώτες που είχαν συγγενείς ξενιτεμένους στην Αμερική, λάμβαναν δέματα με πιζάμες και νυχτικιές. Κάποιος νεαρός μάλιστα, λίγο μετά την Κατοχή, έλαβε μια πιζάμα από την Αμερική, την οποία φόρεσε με πουκάμισο και γραβάτα και βγήκε στην βόλτα. Νόμισε ότι η πιζάμα ήταν λεπτό καλοκαιρινό κουστούμι.
Μετά τον πόλεμο και σε όλη την δεκαετία του 1950 η παρδεσού, έτσι έλεγαν τότε τις καμπαρτίνες, ήταν το πιο μοντέρνο ντύσιμο των ανδρών. Τις φορούσαν με μονόπετα και σταυρωτά σακάκια στις αρχές του χειμώνα και της άνοιξης. Το παλτό όμως παρέμενε ως χειμωνιάτικο ένδυμα. Τότε εμφανίστηκε και το φουρό που φορούσαν οι νέες γυναίκες κάτω από το φουστάνι τους και γινόταν πιο φουσκωτό, σε αντίθεση με την λεπτή μέση τους. Το φουρό έδινε περισσότερη θηλυκότητα στις κοπέλες και θαυμάστηκε και τραγουδήθηκε από τους άνδρες της δεκαετίας του 1950.
Οι μαθητές του γυμνασίου ήταν υποχρεωμένοι να κουρεύονται γουλί και να φορούν σακάκι, παντελόνι και πηλίκιο στο κεφάλι που είχε σαν εθνόσημο την χρυσοκεντημένη κουκουβάγια, σύμβολο της σοφίας, και δίπλα μερικούς χάλκινους αριθμούς που ήταν το νούμερο του μαθητή. Οι μαθήτριες φορούσαν μπλε ή γαλάζια ποδιά και στο μέρος της καρδιάς το σήμα του γυμνασίου. Τα μαλλιά παλιά τα έκαμναν κοτσίδες και αργότερα τα έπιαναν με μια λευκή κορδέλα, σαν στεφάνι γύρω από το κεφάλι. Κανένα άλλο ένδυμα δεν επιτρεπόταν να φορούν σε όλη την διάρκεια της σχολικής χρονιάς, εκτός τα παλτό τους, όταν έκαμνε κρύο. Μόνο στις διακοπές φορούσαν άλλα ρούχα. Το μαθητικό πηλίκιο καταργήθηκε το 1964 και η σχολική ποδιά το 1982.
Από τα σχολεία και από τις ποδοσφαιρικές ομάδες ξεκίνησε η αθλητική περιβολή, που για τους μαθητές ήταν το μπλε σκούρο σορτσάκι, κάτι σαν σώβρακο, και το λευκό κασκορσέ. Οι μαθητές του γυμνασίου, όταν ο καιρός το επέτρεπε, έκαμναν το μάθημα της γυμναστικής με σορτσάκι, κασκορσέ και λευκά πάνινα παπούτσια. Με την ίδια περιβολή γινόταν και οι γυμναστικές επιδείξεις. Το 1968 όμως όλοι οι μαθητές των γυμνασίων υποχρεωτικά προμηθεύτηκαν ομοιόμορφες φόρμες γυμναστικής, που είχαν μπλε χρώμα. Οι φόρμες είχαν κυκλοφορήσει λίγο νωρίτερα και οι πρώτοι που προμηθεύτηκαν ήταν οι ποδοσφαιριστές. Εξάλλου αυτοί, από την εμφάνιση του ποδοσφαίρου στη Φλώρινα, φορούσαν φανέλες με τα χρώματα της ομάδας τους, ευρύχωρο λευκό σορτσάκι και κάλτσες μέχρι το γόνατο.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 εμφανίστηκαν τα μπουφάν τα οποία πρωτοφορέθηκαν από τα παιδιά. Το μπουφάν δεν επιτρεπόταν στους μαθητές των γυμνασίων. Επίσης τότε εμφανίστηκαν τα παντελόνια μπλουτζίν που με την εμφάνισή τους απαγορεύτηκαν να τα φορούν οι μαθητές. Η μεγάλη αλλαγή όμως άρχισε από τα μέσα αυτής της δεκαετίας. Τότε εμφανίστηκαν τα παντελόνια καμπάνα, τα μεσάτα υποκάμισα με τους μεγάλους γιακάδες και οι μίνι φούστες. Το Πάσχα του 1968 θα μείνει αξέχαστο, επειδή όλες οι φοιτήτριες και οι μαθήτριες της Φλώρινας κυκλοφορούσαν με μίνι φούστες. Το θέαμα ήταν τελείως διαφορετικό και δήλωνε την υποχώρηση της συντηρητικής νοοτροπίας στη Φλώρινα. Άγνωστο πως, οι αυστηροί γονείς δέχτηκαν να φορέσουν οι κόρες τους μίνι φούστα. Το ύψος της φούστας έφτανε λίγα εκατοστά πάνω από το γόνατο. Το Πάσχα εκείνο όλοι οι νεαροί φορούσαν κουστούμια που τα σακάκια ήταν μεσάτα, τα παντελόνια καμπάνα και οι γραβάτες πολύχρωμες. Ίσως να ήταν από τις τελευταίες πασχαλιές που οι Φλωρινιώτες ήταν τόσο καλά ντυμένοι, σαν μοντέλα, σύμφωνα με την παράδοση της πόλης. Μετά η μόδα άλλαξε και μαζί της χάθηκε και το σινιέ ντύσιμο των Φλωρινιωτών στις ημέρες του Πάσχα. Στο τέλος αυτής της δεκαετίας κυκλοφόρησαν και τα κοτλέ παντελόνια που στην αρχή τα έλεγαν βελούδινα.
Από το 1970 και μετά, τα παντελόνια, το σύμβολο του ανδρισμού, άρχισαν να φοριούνται και από τις κοπέλες. Λίγα χρόνια πριν, ελάχιστες φορούσαν εκείνα τα χαρακτηριστικά γυναικεία παντελόνια που ήταν ελαστικά με λωρίδες που περνούσαν κάτω από το πέλμα για να το συγκρατούν τεντωμένο. Μετά το 1970 τα γυναικεία και τα ανδρικά παντελόνια δεν διέφεραν πολύ, και η καμπάνα κάθε χρόνο γινόταν και μεγαλύτερη. Το ίδιο συνέβαινε και με τις μίνι φούστες που κάθε καλοκαίρι γινόταν και κοντύτερες. Και καθώς το μίνι ανέβαινε προς τα πάνω, αλλά και όλο περισσότερες κοπέλες και γυναίκες φορούσαν παντελόνια, οι επιθέσεις του Μητροπολίτη Αυγουστίνου Καντιώτη από τον άμβωνα γινόταν πιο συχνές. Αλλά ούτε τα κηρύγματα ούτε οι εγκύκλιοι απέτρεψαν τα κορίτσια να φορούν μίνι και τις γυναίκες παντελόνια, επειδή από την μια μεριά η μόδα και από την άλλη το ψύχος έκαμαν τις γυναίκες να τα προτιμούν.
Τα εφηβικά ρούχα γίνονταν όλο και πιο unisex, δηλαδή δεν διέφεραν ως προς το φύλο, όπως παλιά. Ακόμη και οι νεαροί κυκλοφορούσαν με μακριά μαλλιά και είχαν ξεπεράσει τον παραδοσιακό τρόπο εμφάνισης. Οι αλλαγές αυτές στην εμφάνιση επηρέασαν και τους άνδρες, οι οποίοι μετά την Μεταπολίτευση του 1974 άρχισαν να αλλάζουν εμφάνιση. Τα μαλλιά τους μάκραιναν λίγο περισσότερο, άφησαν φαβορίτες και τα μουστάκια έγιναν παχιά και προς τα κάτω. Πολλοί άφησαν και τα γένια τους για να αλλάξουν ακόμη πιο πολύ την εμφάνισή τους μια και η μόδα τους το επέτρεπε. Έτσι το μούσι δεν ήταν πλέον σύμβολο των καλλιτεχνών. Οι δημόσιοι υπάλληλοι που ήταν υποχρεωμένοι να φορούν κουστούμι και γραβάτα και να έχουν τα μάγουλα και το σβέρκο τους ξυρισμένο, φόρεσαν μπουφάν και καμπάνα παντελόνι, αλλά άφησαν και λίγο το μαλλί τους και μάκραιναν τις φαβορίτες τους. Το ίδιο και οι καταστηματάρχες. Το κουστούμι που εμφανίστηκε στα μέσα του 19ου αιώνα άρχισε να υποχωρεί στο τέλος της δεκαετίας του 1970 και μετά. Στη δεκαετία του 1980 παραμερίστηκε η γραβάτα εξ αιτίας των πολιτικών ιδεολογιών και φοριόταν μόνο από τους γαμπρούς. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ξεπεράστηκε το παντελόνι καμπάνα και αντικαταστάθηκε από άλλα παντελόνια που ήταν φαρδιά πάνω και στενά κάτω. Στη δεκαετία του 1990 υπήρχαν όλα τα ρεύματα της μόδας και ο καθένας έκαμνε την επιλογή του.
Αυτή ήταν η εξέλιξη των ευρωπαϊκών ρούχων στη Φλώρινα, από την εμφάνισή τους μέχρι το 2000 περίπου.
Δημήτρης Μεκάσης
Πριν την εμφάνιση των ευρωπαϊκών ρούχων, οι άνδρες στη Φλώρινα φορούσαν τα αντερί που ήταν σαν ράσα. Το ένδυμα αυτό ήταν των εμπόρων και των τεχνιτών, των χαντζήδων και γενικά των χριστιανών της πόλης. Υπήρχαν τα αντερί της εργασίας και τα επίσημα αντερί. Τον χειμώνα φορούσαν το χειμωνιάτικο αντερί, που ήταν από λεπτό ύφασμα σαγιάκι. Κάτω από το αντερί, φορούσαν το γούνινο κουζούφι, που ήταν γιλέκο από προβιά με την γούνα προς τα μέσα και το δέρμα από έξω. Υπήρχε και το θερινό αντερί. Το βαμβακερό αυτό ένδυμα ήταν ριγέ σε καφέ σκούρο ή μπλε σκούρο χρώμα, και φοδραρισμένο με μεταξωτό ύφασμα. Ήταν μακρύ μέχρι τους αστραγάλους και σχιστό στα πλάγια για να διευκολύνει το βάδισμα. Όποιος φορούσε αντερί φορούσε και «τζίβρες» που ήταν μάλλινο πλεκτό ανδρικό καλσόν. Τα παπούτσια που ταίριαζαν με το αντερί ήταν τα «παπαδίστικα», που ήταν ημίμποτα και αντί για κορδόνια είχαν λάστιχο στα πλάγια, ώστε να φοριούνται εύκολα. Στο κεφάλι φορούσαν φέσι με φούντα. Το αντερί ήταν αστικό ντύσιμο άλλων παλαιότερων εποχών. Έμοιαζε με ράσο, αλλά η λέξη αντερί προέρχεται από την τουρκική λέξη «enteri» που σημαίνει ποδήρης χιτώνας. Αυτό το ντύσιμο ήταν το επίσημο και το καθημερινό αστικό ντύσιμο για παιδιά, άνδρες και γέρους πριν την εμφάνιση των ευρωπαϊκών ενδυμάτων.
Τα αντερί φτιάχνονταν από ειδικούς ράφτες, που δεν έραβαν άλλα ρούχα εκτός από αντερί. Αυτοί ονομαζόταν αντεριτζήδες και είχαν τα εργαστήρια τους σε μικρά μαγαζιά στο κέντρο της πόλης ή στα σπίτια τους. Ο τελευταίος αντεριτζής ήταν κάποιος Μιχαηλίδης που είχε το εργαστήριο στο σπίτι του στη γειτονιά Ρετζί και έκλεισε στην δεκαετία του 1920.
Πολλοί Φλωρινιώτες φορούσαν τις τοπικές ενδυμασίες των χωριών, από τα οποία κατάγονταν και τις άλλαζαν μόνο, όταν προσαρμοζόταν στον τρόπο ζωής της πόλης. Οι Τούρκοι φορούσαν τα δικά τους ρούχα και οι περισσότεροι δεν τα άλλαξαν ούτε και μετά την εμφάνιση των παντελονιών. Η τουρκική εξουσία ήθελε από τα ρούχα να ξεχωρίζουν οι φυλές, έτσι που ο ραγιάς να φαίνεται από τα ρούχα του, και ο κατακτητής από τα δικά του. Τα ρούχα των χριστιανών ήταν σκούρα και μελανά. Αντίθετα των τούρκων τα ρούχα είχαν ζωηρά χρώματα. Όποιος χριστιανός τολμούσε να προσθέσει κάτι φανταχτερό στα ρούχα του είχε να αντιμετωπίσει την τουρκική δικαιοσύνη, αλλά και τον τουρκικό όχλο. Κανείς δεν τολμούσε να αλλάξει κάτι στην ενδυμασία του, ούτε στη πόλη, ούτε στα χωριά. Η εξουσία ασκούσε ψυχολογική πίεση στους χριστιανούς με τα μελανά ρούχα, και υπεροχή στους Τούρκους με τα χαρούμενα και φωτεινά χρώματα. Και στην νότια Ελλάδα επικρατούσε ή δια κατάσταση. Η λέξη «τσολιάς» στα τούρκικα σημαίνει κουρελιασμένος.
Οι Φλωρινιώτες είδαν για πρώτη φορά την ευρωπαϊκή ένδυση, όταν εμφανίστηκαν οι πρώτοι Ευρωπαίοι περιηγητές, οι οποίοι πέρασαν από την πόλη και τα χωριά αναζητώντας αρχαία ερείπια και καταγράφοντας τοπωνύμια και συνήθειες. Δεν φαντάστηκαν όμως ποτέ ότι κάποτε θα φορούσαν και αυτοί τέτοια ρούχα, επειδή η αφόρητη καταπίεση δεν άφηνε περιθώρια να φανταστούν τους εαυτούς, χωρίς τα μελανά ρούχα που τους επέβαλε η τουρκική εξουσία.
Κάποτε όμως, στις αρχές του 19ου αιώνα, ο σουλτάνος Μαχμούτ ο Β’, ο Μεταρρυθμιστής, επέτρεψε στους χριστιανούς να φορούν ευρωπαϊκά ρούχα, και τους χωρικούς να φτιάξουν τοπικές ενδυμασίες με πιο φανταχτερά χρώματα.
Κάποιοι χριστιανοί γιατροί που εργάστηκαν στη Φλώρινα στα μέσα του 19ου αιώνα ήταν οι μόνοι που φορούσαν ευρωπαϊκά ρούχα σε μια πόλη που τα αντερί, οι τοπικές ενδυμασίες και τα σαλβάρια, ήταν τα μόνα ενδύματα. Οι γιατροί αυτοί ήταν σπουδαγμένοι στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και είχαν αποκτήσει ευρωπαϊκές συνήθειες, οι οποίες δεν ήταν αποδεκτές από τον τουρκικό πληθυσμό της πόλης. Δεν αντιδρούσαν όμως, και φαινομενικά αποδέχονταν τον εκάστοτε γιατρό, επειδή αυτός είχε την εύνοια των τοπικών Μπέηδων.
Την ίδια εποχή, οι περιπλανώμενοι ραφτάδες, που τότε τους ονόμαζαν «τερζήδες», πήγαιναν στα σπίτια και έραβαν για όλη την οικογένεια, άρχισαν να ράβουν και παντελόνια. Οι ραφτάδες αυτοί που βρίσκονταν σε συνεχή μετακίνηση για το μεροκάματο, είχαν μάθει από τους φραγκοράφτες των μεγάλων πόλεων τα βασικά κοπτικής και ραπτικής του παντελονιού. Το μόνο ύφασμα που χρησιμοποιούσαν ήταν το λεπτό σαγιάκι σε χρώμα μαύρο ή μπλε σκούρο, χρώματα τα οποία είχε συνηθίσει και προτιμούσε ο χριστιανικός πληθυσμός της πόλης. Αργότερα άρχισαν να φορούν και σακάκια από σαγιάκι και χοντρά βαμβακερά υποκάμισα. Πάντα όμως κάτω από το υποκάμισο φορούσαν μια λεπτή μάλλινη φανέλα.
Πρώτοι οι νέοι άνδρες φόρεσαν παντελόνια, ενώ οι γεροντότεροι εξακολουθούσαν να φορούν τα αντερί. Τα παντελόνια τότε ήταν αποκλειστικά μόνο για τους άνδρες, τους οποίους έκαμναν πιο αρρενωπούς, απ’ ότι τα αντερί, και γι αυτό έγιναν το σύμβολο του ανδρισμού. Οι φράσεις όπως «άνδρας με παντελόνια», «παντελόνια φοράς» δείχνουν ότι η ανδρική υπεροχή και δύναμη ήταν συνυφασμένη με τα παντελόνια. Επίσης την δειλία των ανδρών την αποδοκίμαζαν με την φράση: «βγάλε τα παντελόνια και βάλε φουστάνια».
Τα παντελόνια όμως έφεραν και τα νέα εσώρουχα, τα σώβρακα. Μέχρι τότε φορούσαν πλεχτά εσώρουχα, όπως την τζίβρα που ήταν ένα μάλλινο πλεκτό καλσόν και το φορούσαν κάτω από το αντερί. Η τζίβρα όμως κάτω από το παντελόνι από σαγιάκι ήταν πολύ ζεστή και δεν άντεχαν να την φορούν. Έτσι πολλοί φορούσαν τα παντελόνια τους χωρίς να φορούν τίποτε άλλο από μέσα, γεγονός που δημιουργούσε προβλήματα καθαριότητας. Οι περιπλανώμενοι ραφτάδες όμως έλυσαν το πρόβλημα, καθώς άρχισαν να ράβουν σώβρακα από λεπτό λευκό ύφασμα, για όλους όσους φορούσαν παντελόνια. Έτσι μετά το παντελόνι φορέθηκε και το σώβρακο από τους άνδρες της Φλώρινας. Συνήθιζαν όμως οι παλιοί Φλωρινιώτες να φορούν, χειμώνα καλοκαίρι, μια λεπτή μάλλινη φανέλα ως εσώρουχο.
Αργότερα κυκλοφόρησαν και τα ευρωπαϊκά υφάσματα και με αυτά έραβαν τα καλά τους κοστούμια για τις Κυριακές και τις γιορτές, καθώς το παντελόνι και το σακάκι από σαγιάκι ήταν τα καθημερινά ρούχα, τα ρούχα της δουλειάς. Τότε εμφανίστηκαν και οι πρώτοι γαμπροί με κοστούμι και γραβάτα, και οι νύφες με λευκό νυφικό. Μέχρι τότε οι γαμπροί φορούσαν αντερί και οι νύφες σκούρο μακρύ φόρεμα με λευκό πέπλο στο κεφάλι. Στα χωριά όμως συνέχιζαν να παντρεύονται με τοπικές ενδυμασίες. Γενικά οι κάτοικοι των χωριών ελάχιστα ενδιαφέρονταν για τις αλλαγές που γινόταν στην ένδυση στη Φλώρινα. Οι χωρικοί δεν άλλαζαν με τίποτε τις τοπικές τους ενδυμασίες. Αναγκάστηκαν όμως να ράψουν παντελόνια και σακάκια από σαγιάκι οι πρώτοι μετανάστες από τα χωριά για να ταξιδέψουν στην Αμερική. Αυτό γινόταν με προτροπή των ταξιδιωτικών πρακτόρων, επειδή όσοι νωρίτερα ταξίδεψαν με τοπική ενδυμασία αποδοκιμάστηκαν από τους Ευρωπαίους και τους Αμερικάνους. Οι δυτικοί εκδήλωναν ρατσιστική συμπεριφορά σε όσους φορούσαν τοπικές ενδυμασίες, όχι όμως σε όσους φορούσαν τα χοντροκομμένα κουστούμια από σαγιάκι. Οι μετανάστες κατά την παραμονή τους στην Αμερική συνήθιζαν το αμερικανικό ντύσιμο και όταν μετά από πολλά χρόνια επέστρεφαν στα χωριά τους εξακολουθούσαν να φορούν τα χαρακτηριστικά αμερικάνικα κοστούμια. Πολλοί από αυτούς έβοσκαν τα πρόβατα φορώντας γραβάτα.
Στο τέλος του 19ου αιώνα οι περισσότεροι νέοι άνδρες της Φλώρινας φορούσαν παντελόνια, αλλά και αντερί, ενώ οι γέροι συνέχιζαν να φορούν μόνο τα αντερί. Ακόμη και τα αγόρια άρχισαν να φορούν παντελόνια και σακάκια από σαγιάκι. Αλλά εκτός τα μακριά παντελόνια, τα αγόρια φορούσαν και κοντά παντελόνια που κάλυπταν το γόνατο και μάλλινες πλεκτές κάλτσες που τις συγκρατούσαν με καλτσοδέτες πάνω από το γόνατο. Το κοντό παντελόνι των αγοριών επινοήθηκε για λόγους οικονομίας, επειδή τα αγόρια γρήγορα έκαμναν γόνατα στα μακριά παντελόνια που στη συνέχεια ξέφτιζαν και κόβονταν. Έτσι τα αγόρια όλο τον χρόνο φορούσαν κοντά παντελόνια, τον χειμώνα με μακριές κάλτσες και το καλοκαίρι ξυπόλητα, και όταν τα παντελόνια μίκραιναν τα φορούσε ο μικρότερος αδελφός.
Όλοι οι άνδρες και οι έφηβοι αναγκαστικά φορούσαν το φέσι για να δηλώνουν ότι είναι ραγιάδες. Το φέσι παρέμεινε ως σύμβολο ραγιαδισμού, έτσι όπως το επέβαλε η τουρκική εξουσία, και καταργήθηκε τις πρώτες ημέρες μετά την απελευθέρωση του 1912, με απόφαση της Νομαρχίας Φλώρινας. Το φέσι αντικαταστάθηκε από την ρεπούμπλικα και κυρίως από το καπέλο τραγιάσκα που τότε το ονόμαζαν κασκέτο. Το κασκέτο και το αντερί όμως δεν ταίριαζαν. Η αστεία αυτή εμφάνιση ανάγκασε τους περισσότερους να φορέσουν κουστούμια από σαγιάκι και να παρατήσουν τα αντερί. Μόνο μερικοί γέροι φορούσαν αντερί με κασκέτο ή ασκεπείς μέχρι την δεκαετία του 1920.
Το καπέλο της Κυριακής ήταν η ρεπούμπλικα, που φοριόταν με το καλό κουστούμι και την γραβάτα. Η τραγιάσκα ή κασκέτο ήταν το καπέλο των καθημερινών και φοριόταν με φθηνά κουστούμια. Αργότερα έκαναν την εμφάνιση τους τα ψάθινα καπέλα σε στυλ ρεπούμπλικας, καθώς και τα ψαθάκια που τα φορούσαν τις Κυριακές με τα καλά τους ρούχα.
Αλλά και οι ανδρικές κάλτσες άρχισαν να γίνονται πιο λεπτές και πιο φιγουράτες. Παλιά οι μόνες κάλτσες που υπήρχαν ήταν οι μάλλινες που έπλεκαν οι γυναίκες στο σπίτι για όλη την οικογένεια. Όταν όμως φόρεσαν κουστούμια από ευρωπαϊκά υφάσματα οι μάλλινες κάλτσες αντικαταστάθηκαν από λεπτές βαμβακερές και μάλλινες κάλτσες που πουλιόταν στα ψιλικατζίδικα. Οι κάλτσες αυτές όμως ήταν μόνο για τις Κυριακές και τις γιορτές. Τις καθημερινές που φορούσαν παντελόνια από σαγιάκι, συνήθιζαν να φορούν τις μάλλινες σπιτικές χοντρές κάλτσες.
Οι γυναίκες εξακολουθούσαν να φορούν τα σκούρα μακριά φορέματά τους και τον χειμώνα τον σάκο που ήταν πανωφόρι. Στο κεφάλι φορούσαν, όλες τις εποχές, την σκέπα που ήταν μια σκουρόχρωμη μαντίλα. Άλλες γυναίκες φορούσαν τοπικές ενδυμασίες των χωριών, από τα οποία κατάγονταν. Το ευρωπαϊκό ντύσιμο δεν είχε περάσει στο γυναικείο πληθυσμό, επειδή η θέση της γυναίκας στη Φλωρινιώτικη κοινωνία τότε ήταν εξαρτημένη από τους άνδρες. Οι πρώτες γυναίκες που φόρεσαν ευρωπαϊκά ρούχα, πριν το 1900 περίπου, ήταν οι δασκάλες του ελληνικού σχολείου. Αυτές κατάγονταν από το Μοναστήρι και φορούσαν μακριά φορέματα μέχρι τον αστράγαλο, με μακριά μανίκια και κλειστά στο λαιμό. Τα μεσάτα αυτά φορέματα είχαν χαρούμενα χρώματα και τα έραβαν στα μοδιστράδικα του Μοναστηρίου. Οι δασκάλες δεν φορούσαν μαντίλες στο κεφάλι. Φορούσαν όμως μικρά και κομψά καπέλα.
Κατά την περίοδο του Α’ παγκοσμίου πολέμου οι Φλωρινιώτες ξέπεσαν οικονομικά και η φτώχεια περιόρισε την διάθεση για καλή εμφάνιση. Σε όλη την διάρκεια του πολέμου και λίγο μετά οι Φλωρινιώτες ήταν ντυμένοι με παρτάλια. Η περίοδος αυτή όμως ξεπεράστηκε και ανέτειλε η λαμπρή περίοδος του Μεσοπολέμου. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1920 όλοι επιδίωκαν το καλό ντύσιμο. Οι αστοί πρόσφυγες Μοναστηριώτες και οι πλούσιοι Θεσσαλονικείς παραθεριστές ήταν αυτοί που φορούσαν τα πιο μοντέρνα ρούχα και επηρέαζαν όλους τους άλλους. Οι παραθερίστριες από τη Θεσσαλονίκη έφεραν, το επαναστατικό για την εποχή εκείνη, γυναικείο ντύσιμο με τα κοντά φουστάνια. Τότε για πρώτη φορά είδαν οι Φλωρινιώτισσες φουστάνια πάνω από τον αστράγαλο, και μερικές μάλιστα τόλμησαν να ακολουθήσουν τη νέα μόδα. Και καθώς η φούστα ανέβαινε προς τα πάνω, ήρθε η Δικτατορία του Πάγκαλου και απαγόρευσε τις κοντές φούστες. Έτσι το μήκος της φούστα καθορίστηκε μέχρι τη γάμπα και πιο κάτω. Αυτήν την περίοδο όμως, παραμερίστηκε και η σκέπα και κάθε άλλη μαντίλα που φορούσαν στο κεφάλι οι γυναίκες, καθώς οι περισσότερες νέες γυναίκες φορούσαν καπελάκια, ενώ τα κορίτσια τίποτε. Και επειδή και τα καπέλα και οι μαντίλες παραμερίζονταν, οι γυναίκες έδωσαν περισσότερη προσοχή στο μαλλί τους και το χτένισμά τους.
Δημήτρης Μεκάσης
(Συνεχίζεται)
Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης
Μετά την κατάληψη της Φλώρινας από τους Τούρκους, το μεγαλύτερο τμήμα της γης μοιράστηκε στους αξιωματούχους, και σχηματίστηκε μια στρατιωτική αριστοκρατία γαιοκτημόνων. Αυτοί είχαν τον τίτλο του Μπέη, που ήταν κληρονομικός. Οι οικογένειες που έφεραν τον τίτλο του Μπέη ήταν πανίσχυρες. Οι Μπέηδες απολάμβαναν την εξουσία και κυβερνούσαν αυταρχικά τους κολίγους, που είχαν στα κτήματά τους, αλλά και όλους τους ραγιάδες. Μικρά κτήματα πήραν και οι Τούρκοι στρατιώτες που εγκαταστάθηκαν στην πόλη μας. Και αυτοί απολάμβαναν την εξουσία του κατακτητή.
Στα χρόνια όμως του Αλή Πασά το τουρκικό κατεστημένο της παλιά αριστοκρατίας των Μπέηδων άλλαξε, επειδή ο Αλή Πάσας φρόντισε να κάνει νέους Μπέηδες, που ήταν τουρκαλβανοί και τους έδωσε τσιφλίκια στον κάμπο της Φλώρινας. Η δυσαρέσκεια των Τούρκων Μπέηδων ήταν μεγάλη, αλλά μπρος στην δύναμη του Αλή Πασά δεν μπόρεσαν να αντισταθούν. Προτίμησαν μόνο να τους ειρωνεύονται και να αποκαλούν «Γιουφτομπέηδες» τους τουρκαλβανούς Μπέηδες, επειδή δεν ανήκαν στην παλιά αριστοκρατία. Με την πάροδο του χρόνου όμως οι παλιοί αριστοκράτες Τούρκοι Μπέηδες και οι νέοι Μπέηδες από την Αλβανία συμπεθέριασαν και δημιούργησαν ένα νέο κατεστημένο.
Πριν την κατάλυση του φεουδαλισμού, που είχε ως αφετηρία την απελευθέρωση του 1912, υπήρχαν οι παρακάτω Μπέηδες, που ήταν γαιοκτήμονες πολλών κτημάτων στο κάμπο και στα βουνά.
Ο Τεφίκ Μπέης έμενε σε ένα μεγάλο σπίτι με τεράστια αυλή στην σημερινή οδό Σαρανταπόρου, κοντά στο σημερινό Νέο Πάρκο. Είχε πολλά ακίνητα στην πόλη και κτήματα στον κάμπο. Ήταν και αυτός ισχυρός στην ευρύτερη περιοχή και ένας από τους γαμπρούς του ήταν ο Ιμπραΐμ Μπέης από το Τέτοβο.
Ο Ακίμ Μπέης ήταν Τουρκαλβανός και η οικογένεια του είχε τίτλους ευγενείας από τα χρόνια του Αλή Πασά. Έμενε σε ένα νεοκλασικό κτήριο στην σημερινή οδό Ταγματάρχου Σωτηρίου, και όλος ο χώρος, όπου χτίστηκε, το 1924, η Δημοτική Αγορά ήταν ο κήπος του σπιτιού του και των συγγενών του. Ο Ακίμ Μπέης ήταν πολύ ισχυρός, επειδή ήταν Διευθυντής της εταιρείας του μονοπωλίου του καπνού, που ονομαζόταν «Ρεζί» και είχε στην διάθεσή του ολόκληρο σώμα ενόπλων, τους «Κολτζήδες». Ο Ακίμ Μπέης ήταν δεινός κυνηγός, και μάλιστα μια χρονιά μετά το 1900 περίπου, που τα βουνά της Φλώρινας είχαν γεμίσει αγρίμια, κάλεσε όλους τους κυνηγούς και άλλους που δεν ήταν, για να βγουν στα βουνά και να σκοτώσουν τα αγρίμια. Η μεγάλη συγκέντρωση των κυνηγών έγινε στον κήπο του, όπου σήμερα βρίσκεται η Δημοτική Αγορά και ο Ακίμ Μπέης πάνω στο λαντόνι του έβγαλε λόγο για το κυνήγι και την προσφορά του τελειώνοντας με την φράση «γιουγκούν αμπά». Αυτό ήταν και το σύνθημα και ξεχύθηκαν στο κάμπο και στα βουνά εκατοντάδες κυνηγοί, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, για να σκοτώσουν τα άγρια θηρία. Ήταν η μεγαλύτερη συγκέντρωση κυνηγών, που έγινε ποτέ στην Φλώρινα και οφείλεται στην αγάπη του Ακίμ Μπέη για το κυνήγι.
Ο Ιζέτ Πασάς έμενε σε ένα μεγάλο σπίτι με τεράστια αυλή, το οποίο πούλησε το 1905 στην ελληνική κοινότητα Φλωρίνης και στεγάστηκε σε αυτό το ελληνικό σχολείο. Μαζί με τον αδελφό του Σακήρ Μπέη είχαν πολλά κτήματα στην περιοχή του χωριού Βεύη, και τα γύρω χωριά. Ο τίτλος του Πασά που κατείχε ήταν το στρατιωτικό αξίωμα του στρατηγού και ήταν διοικητής όλων των στρατιωτικών μονάδων του Καζά της Φλώρινας. Παράλληλα όμως ασχολιόταν με τα κτήματα του. Ο Ιζέτ Πασάς διατηρούσε και γραφείο δημοσίων σχέσεων, που ονομαζόταν «Σελάμλικ» και στεγαζόταν σε ένα μικρότερο οίκημα – το σπίτι αυτό υπάρχει – δίπλα από την κατοικία του. Γραμματέας του γραφείου του ήταν ο Λάζαρος Γούναρης, ο οποίος γνώριζε αρκετές γλώσσες και διευκόλυνε τον Πασά. Ο Ιζέτ Πασάς ήταν φιλέλληνας, όχι μόνο επειδή πούλησε το σπίτι του στην ελληνική κοινότητα, αλλά, όπως φημολογείται, πήγε κρυφά μέχρι τον χωριό Νυμφαίο για να συναντήσει τον Παύλο Μελά. Μετά το ξεπούλημα της ακίνητης περιουσίας του, ο Ιζέτ Πασάς, μετακόμισε σε άλλη μεγαλύτερη πόλη. Άλλοι έλεγαν ότι μετακόμισε στο Μοναστήρι, όπου έμενε ο αδελφός του, Σακήρ Μπέης, και άλλοι έλεγαν ότι πήγε την Κωνσταντινούπολη, όπου προήχθη σε ανώτερη θέση.
Ο Σεήτ Αλή Μπέης έμενε στο κέντρο της πόλης και όλα τα σπίτια και τα οικόπεδα των σημερινών οδών Μεγαρόβου και Τυρνόβου ήταν δικά του. Ο αδελφός του Ομέρ Μπέης έμενε στην σημερινή οδό Παύλου Μελά και ήταν ιδιοκτήτης πολλών οικημάτων και οικοπέδων στις σημερινές οδούς Σαρανταπόρου, Παύλου Μελά και πλατεία Αρχελάου.
Ο Σουκρή Μπέης και ο αδελφός του Ριζά Μπέης έμεναν στην σημερινή οδό Σαρανταπόρου κοντά στο τζαμί του Μεκτεπέ. Δικά τους ήταν όλα τα ακίνητα κοντά στο τζαμί και προς το ποτάμι.
Υπήρχαν και άλλοι αξιωματούχοι, όπως οι Αγάδες και οι Εφέντηδες, καθώς και οι Καδήδες, που δίκαζαν σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο και οι Μουφτήδες, που ήταν οι θρησκευτικοί ηγέτες των μουσουλμάνων.
Στην γειτονιά των αγγειοπλαστών έμενε ο Οσμάν Αγάς, που οι πρόγονοί του κατάγονταν από το χωριό Κορυφή και κατά άλλους από το χωριό Τρίβουνο της Φλώρινας, και εξισλαμίστηκαν στα χρόνια του Αλή Πασά. Τότε πήραν αξιώματα και κτήματα στον κάμπο της Φλώρινας. Ο Οσμάν Αγάς, που οι χριστιανοί τον αποκαλούσαν Γιούφτσε, από το όνομα Ιωσήφ, ήταν στρατιωτικός. Πάντα κυκλοφορούσε με την τουρκική στολή Συνταγματάρχη, επειδή ήταν Χιλίαρχος των Γκέγκηδων. Ο Οσμάν Γιούφτσε κατηγορούσε δημόσια το ελληνικό κράτος και προέτρεπε τους χριστιανούς αγγειοπλάστες να στηρίζουν την επανάσταση των Νεοτούρκων και όχι την Ελλάδα. Έκρυψε όμως τον Καπετάν Στέφο και τον γλύτωσε όταν τον καταζητούσε η τουρκική Αστυνομία, και κατά βάθος ήταν φιλέλληνας. Το 1912, την ημέρα που απελευθέρωνε ο ελληνικός στρατός την Φλώρινα, ο Χιλίαρχος Οσμάν Αγάς με του Γκέγκηδες ήταν οχυρωμένοι μεταξύ των χωριών Πέρασμα και Τροπαιούχου. Μετά την παράδοση της πόλης ο Οσμάν Γιούφτσε και οι Γκέγκηδες παραδόθηκαν στον ελληνικό στρατό. Φημολογείται ότι οι ελληνικές αρχές κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών του πρότειναν να βαπτιστεί χριστιανός και να μείνει στον τόπο του. Αυτός όμως προτίμησε να φύγει στην Τουρκία, επειδή πίστευε ότι ήταν θέλημα του Θεού.
Ο Ομέρ Αγάς ήταν πλούσιος, απόγονος εξισλαμισμένης οικογένειας Φλωρινιωτών. Τα ακίνητα της σημερινής οδού Κωνσταντίνου Παλαιολόγου ήταν δικά του. Δικό του ήταν και το αρχαίο λουτρό της αγοράς. Κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών, κάποιοι γνώριζαν ότι μετέφερε πλούτη και τον λήστεψαν στο τρένο. Ο Ομέρ Αγάς από τον καημό του πέθανε και για άλλους αυτοκτόνησε, αφού τα είχε χάσει όλα. Ο Ομέρ Αγάς πίστευε ότι θα γυρίσουν κάποτε στην Φλώρινα. Γι αυτόν τον λόγο είχε κρύψει ένα κιούπι με χρυσά νομίσματα στον βόθρο του σπιτιού του. Κάποιος Φλωρινιώτης όμως βρήκε το κιούπι και έγινε πλούσιος.
Ο Αβδη Γιουσούφ Έφεντη ήταν πλούσιος έμπορος και έμενε στην σημερινή οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το σπίτι του ήταν το σημερινό Δημαρχείο.
Ο Χουλασή Έφεντη ήταν ο τελευταίος Μουφτής της Φλώρινας. Ήταν ένας από τους αξιωματούχους που παρέδωσε την Φλώρινα στον ελληνικό στρατό, το 1912. Έμενε στην σημερινή οδό Θράκης, όπου ήταν και ο πύργος του (κουλάς). Η οικογένεια αυτή είχε κτήματα κοντά στο Τσιφλίκι. Ήταν αλβανικής καταγωγής και φιλέλληνες.
Ο Μεχμέτ Αγάς ήταν ο τσιφλικάς του Κάτω Τσιφλικίου.
Ήταν και άλλοι πολλοί για τους οποίους όμως δεν υπάρχουν πληροφορίες. Αφήσαμε για το τέλος τον πιο σημαντικό Μπέη, το Ριζά Μπέη.
Ο Ριζά Μπέης, ο τελευταίος Τούρκος Δήμαρχος, έμενε σε ένα μεγάλο σπίτι απέναντι από το σημερινό Δημαρχείο, στην άλλη μεριά του ποταμού, και από το όνομά του όλη η γειτονιά ονομαζόταν «γειτονιά του Ριζά». Η οικογένεια αυτή ήταν πανίσχυρη, με εξουσία και κτήματα. Ιδιοκτησία τους ήταν πολλά κτήματα στον κάμπο και πολλά στρέμματα του βουνού Καϊμακτσαλάν. Τα συμπεθεριά τους με τους άλλους Μπέηδες, όπως με τον Κενάν Μπέη της Βίγλιστας της Αλβανίας και άλλους τους καθιστούσε πανίσχυρους. Η οικογένεια του Ριζά Μπέη ήταν η πιο παλιά τουρκική οικογένεια, που οι πρόγονοί της, ως αξιωματούχοι κατέλαβαν την Φλώρινα. Ο Ριζά Μπέης είχε μεγάλο σπίτι και εικοσιτέσσερις γυναίκες στο χαρέμι του και άλλες τόσες υπηρέτριες. Είχε σωματοφύλακες, και εξοχικές κατοικίες. Μια εξοχική κατοικία ήταν απέναντι από τα Καβάκια και μια άλλη στο χωριό Αμμοχώρι, όπου ξεκουράζονταν οι χανούμισσες τους θερινούς μήνες. Ήταν ένας γνήσιος αριστοκράτης και γαιοκτήμονας, χαρακτηριστικό παράδειγμα του οθωμανικού φεουδαλικού συστήματος.
Ο Ριζά Μπέης ήταν ο τελευταίος τούρκος Δήμαρχος, ενώ ο Τέγος Σαπουντζής ήταν ο πρώτος έλληνας Δήμαρχος, που στις 8 Νοεμβρίου του 1912 ανέλαβε τα καθήκοντά του. Ο Τέγος (Στέργιος) Σαπουντζής καταγόταν από το χωριό Κέλλη, και οι γονείς του ήρθαν στην Φλώρινα για να σωθούν από τους βούλγαρους κομιτατζήδες. Η οικογένεια Σαπουντζή στην πόλη προόδευσε, επειδή το εμπόριο σιτηρών και αλεύρων, καθώς και ο υπερσύγχρονος μύλος τους, τους έφεραν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση, από αυτήν που είχαν στον χωριό. Ο Τέγος σπούδασε στο Ελληνικό Γυμνάσιο Μοναστηρίου και ήταν από τα πιο δραστήρια μέλη της ελληνικής οργάνωσης Φλώρινας, μέχρι την απελευθέρωση. Η δραστηριότητά του αυτή για την ελληνική ιδέα, αλλά και η μόρφωσή του και η εκτίμηση από τους συμπολίτες του, έκανε τις ελληνικές αρχές να τον διορίσουν Δήμαρχο, τον πρώτο έλληνα Δήμαρχο της Φλώρινας.
Ο Ριζά Μπέης και Τέγος Σαπουντζής ήταν επιστήθιοι φίλοι. Οι δυο τους περνούσαν πολλές ώρες παίζοντας χαρτιά και συζητώντας στο καφενείο «Μητρόπολις». Ο ένας αριστοκράτης και ο άλλος αστός. Ο πρώτος ήταν εκπρόσωπος ενός κοινωνικού και οικονομικού συστήματος που έφθινε από τους απελευθερωτικούς αγώνες των λαών των Βαλκανίων, ενώ ο άλλος ήταν εκπρόσωπος του αστισμού, της μεσαίας τάξης, που ο αγώνας της στα Βαλκάνια δεν ήταν μόνο εθνικοαπελευθερωτικός, αλλά και κοινωνικός.
Αυτή η φιλία των δυο ανδρών, που βοήθησε στην απελευθέρωση της πόλης, έχει μέσα της έναν συμβολισμό. Είναι ο συνδετικός κρίκος δυο συστημάτων, που διέφεραν εθνικά, πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά, και στις 8 Νοεμβρίου του 1912 ο άρχοντας του φεουδαλισμού παρέδωσε την εξουσία της πόλης στον άρχοντα του φιλελευθερισμού.
Τέλος, άξιον αναφοράς είναι το γεγονός, ότι όλες αυτές οι μεγάλες περιουσίες, σε σπίτια, οικόπεδα, χωράφια, λιβάδια, βοσκότοπους και δάση, καθώς και οι πιο μικρές περιουσίες, όλων των μουσουλμάνων, με την Ανταλλαγή των πληθυσμών πέρασαν στην Κτηματική Υπηρεσία της Εθνικής Τραπέζης. Μερικοί μουσουλμάνοι έφυγαν στην Αλβανία και στην Σερβία και κατάφεραν – άγνωστο με ποιόν νόμο – να κρατήσουν μέρος της ακίνητης περιουσίας τους. Από τις μουσουλμανικές περιουσίες ένα μέρος δόθηκε στους πρόσφυγες, από τον Πόντο, Μικρά Ασία και Ανατολική Θράκη. Οι εντόπιοι πληθυσμοί δεν πήραν τίποτε από αυτήν την μοιρασιά. Μεγάλη αδικία και μεγάλο σφάλμα των ελληνικών Κυβερνήσεων. Αντίθετα η Κτηματική Υπηρεσία πούλησε πολλά ακίνητα στους ενδιαφερόμενους μετά την Ανταλλαγή των πληθυσμών. Από αυτήν την υπηρεσία αγόρασαν οι εντόπιοι χωράφια, αμπέλια και σπίτια και αύξησαν ή απέκτησαν ακίνητη περιουσία. Τα χρήματα των εντοπίων ήταν κυρίως δολάρια. Ήταν οι κόποι τους στην Αμερική, στα χρόνια της μετανάστευσης.
Όλα άλλαξαν μέσα σε λίγα χρόνια. Η φεουδαρχία και η οθωμανική αριστοκρατία πέρασε στο παρελθόν. Η άνοδος της μεσαίας τάξης και οι ελληνικές δημοκρατίες άλλαξαν την Φλώρινα και από μια μουσουλμανική κωμόπολη του 19ου αιώνα, έγινε μια πόλη με αστικό πληθυσμό και ευρωπαϊκό προσανατολισμό, μέσα στον 20ο αιώνα.
Δημήτριος Μεκάσης
Από 1904-1949 η οικογένειά μας δεν έχει άνδρα από φυσικό θάνατο, όλο με σφαγμούς και σκοτωμούς.
Έχει στηθεί προτομή του παππού μου Παπαπέτρου εις Ξινό Νερό, του θείου μου συνταγματάρχη Ιωάννη Παπαπέτρου έχει προτομή του εις Αμύνταιο.
Εν Αμύνταιο τη 19-3-1971
Σταύρος Παπαπέτρου
Η Ιστορία της οικογένειας Παπαπέτρου Ξινού Νερού Φλωρίνης από το 1904-1949
Κατά τον Μακεδονικό αγώνα ο παππούς μου ιερεύς Πέτρος (Παπαπέτρος) ήτο εναντίον της βουλγαρικής προπαγάνδας δια αυτό οι Βούλγαροι κομιτατζήδες ήθελαν να τον ξεκάνουν.
Δια τούτο αναγκάστηκε να περιφράξει την αυλή του σπιτιού του με τοίχο ύψους 3 μέτρων γιοα να προφυλάγεται από τους κομιτατζήδες.
Μια μέρα, ημέρα Παρασκευή του 1904 λέει στη μητέρα μου:
-Νύφη εγώ θα πάω να φέρω ένα κάρο χώμα για τους μαστόρους, εσύ βάλε νερό να ζεσταθεί για να πλύνω τα πόδια για να πάω στον εσπερινό.
Πήγε φόρτωσε το καρό και στην επιστροφή οι κομιτατζήδες του είχαν στήσει ενέδρα έξω από το χωρίο, πίσω από ένα χαντάκι από βάτους και μόλις πλησίασε κοντά τους του επιτέθηκαν και τον έσφαξαν με τις μαχαίρες. Τη κεφαλί του ήτο κομμάτια κομμάτια, τα έντερά του όλα από έξω, η κοιλιά του σχισμένη εν όλο του είχαν μπήξει 40 μαχαιριές.
Άφησε οικογένεια τη σύζυγό του Μαρία(παπαδιά) τρεις υιούς, 1) Γεώργιος Παντελής και Ιωάννης. Την ίδια μέρα είχαν στήσει ενέδρα και του πατέρα μου Γεωργίου που ήτο φύλαξ της σιδηροδρομικής γραμμής Ξινού Νερού.
Επιστρέφοντας από την επίβλεψην της γραμμής από τη Φλώρινα-Ξινό Νερό-Θεσσαλονίκη και μόλις επέστρεφε από το τελευταίο σημείο της περιοχής του, κάπου 4 χιλιόμετρα βόρεια του Σιδηροδρομικού σταθμού Ξινού Νερού, άλλαξε κατεύθυνσην εκείνην την ημέρα θα πήγαινε μέχρι ενός σημείου να δει ένα αμπέλι μας. Περπατώντας έριχνε ματιές προς τη σιδηροδρομική γραμμή και ύποπτες κεφαλές να προβάλουν από την αντίθετη μεριά της σιδηροδρομικής γραμμής, τότε φοβήθηκε ο πατέρας μου και άρχισε να τρέχει προς το χωριό και τον ανταμώνει μια γυναίκα και του λέει:
-Γιώργο πηγαίνω σπίτι. Δεν του λέει το γιατί. Πήγε στο σπίτι και βλέπει τον πατέρα του σφαγμένο. Την ίδια μέρα έγινε η κηδεία. Ήρθε ο Μητροπολίτης Φλωρίνης Ιωακείμ* με φρουρά από πολίτας και παιδιά.
Το βράδυ ο πατέρας στο σπίτι δεν ήταν, πήγε στο σιδηροδρομικό σταθμό. Οι υπάλληλοι του σιδ. σταθμού ήταν Τούρκοι και μας προστάτευσαν, στο σπίτι ήσαν η γιαγιά μου με τα δύο μικρότερα παιδιά της και τη μητέρα μου που ήτο νεόνυμφη.
Το βράδυ εκείνο ήρθαν οι κομιτατζήδες και έβαλαν σε κύκλο όλους της οικογένειας και έβαλαν τα σπαθιά τους στα κεφάλια επάνω και να τα χτυπούν προς εκφοβισμό και να λένε:
-Παπαδιά απόψε να υπογράψεις στο χαρτί αυτό ότι γίνεσαι Βουλγάρα. Η γιαγιά μου τους απάντησε:
-Αυτό που μου κάνατε εσείς, όπως με άφησε ο παππάς έτσι θα με πάρει. Της λένε:
-Άφησε αυτά τα μυαλά που έχεις. Αφού επέμειναν και είδαν ότι δεν μπορούν να την (κά)νουν να υπογράψει της λένε:
-Σε αφήνουμε 5 λεπτά να σκεφτείς και αν δε θελήσεις πάλι να υπογράψεις, θα σας κόψουμε τα κεφάλια απ’ όλους σας, και βγήκαν στο διάδρομο για να πάρουν απόφαση τι πρέπει να κάνουν. Μετά 5 λεπτά γύρισαν πιο απειλητικοί πάλι της λένε:
-Παπαδιά μπρος, τι αποφάσισες; H γιαγιά δεν απάντησε. Όταν είδαν ότι πάλι δεν υπογράφει της λένε:
-Άκουσε παπαδιά αποφασίσαμε να σε αφήσουμε 24 ώρες να σκεφτείς, αύριον το βράδυ πάλι θα έρθουμε.
Την άλλη μέρα ήρθε ο πατέρας και μετέφερε την οικογένεια στο Αμύνταιον όπου δεν υπήρχε τόση προπαγάνδα και το 1907 γεννήθηκα εγώ και γυρίσαμε πάλι στο χωρίο το 1911.
Στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1912 φύγαμε όλοι από τους Τούρκους, προς Πτολεμαΐδα , Κοζάνη και καταλήξαμε στα Σέρβια. Όταν οπισθοχώρησαν οι Τούρκοι και τα κατέλαβεν οι Ελληνικός στρατός τα μέρη μας, τότε αναχωρήσαν από τα Σέρβια για το χωριό μας.
Το χωριό οι Τούρκοι το είχαν κάψει μόνο μερικά χαμηλά σπίτια είχαν αφήσει, μεταξύ αυτών ήτο και το δικό μας, όχι καμένο. Αλλά οι κομιτατζήδες έφτασαν πρώτοι για πλιάτσικο και όταν είδαν το σπίτι μας όχι καμένο έβαλαν φωτιά και το έκαψαν οι ίδιοι.
Το 1944 οι Ελασίτες εκατακρεούργησαν τον θείο μου συνταγματάρχη Ιωάννην Παπαπέτρου έξω των Σερρών.
Το 1947 25-26 Ιουλίου οι κουμουνιστές έκαψαν το σπίτι μας εις το Ξινό Νερό με όλα τα υπάρχοντά μας και ως εκ θαύματος εσώθημεν. Την άλλη μέρα φύγαμεν πάλι στο Αμύνταιο.
Το 1949Οκρώβριος μήνα εφονεύθηκε από νάρκη ο πατέρας (ως πρόεδρος εκτελών υπηρεσίας της κοινότητος) και ο μικρότερος αδελφός μου Στογιάννης ο οποίος άφησε κόρη και υιό και την σύζυγόν του.
Ο μνημονευόμενος ιερεύς απόλεσεν τη ζωήν του πολεμών δια την διατήρησιν του ελληνοθρησκευτικού πνεύματος εις την Μακεδονία και εν του χωριού του (29/30-10-1904) 3-10-1904 πιεσθείς υπό των κομιτατζήδων να αλλάξει θρήσκευμα και να προσχωρήσει είς την Βουλγαρική εξαρχία, όχι μόνον ηρνήθει, αλλά συνεβούλεψε και λοιπούς κατοίκους του χωριού του να πράξουν το ίδιον. Κατόπιν της επιμόνου αρνήσεώς του εσφάγην έξωθεν του χωριού του υπό των κομιτατζήδων και ήτανε 55 χρονών.
* Αυτή την περίοδο δεν ήταν Μητροπολίτης Φλώρινας ο Ιωακείμ. Πιθανός να πήγε κάποιος εκκλησιαστικός αξιωματούχος με αυτό το όνομα.