Λίγους μήνες πριν το τέλος του εμφυλίου πολέμου, έγινε η τρομερή εκείνη μάχη στα βουνά γύρω από την πόλη της Φλώρινας, την 11η προς 12η Φεβρουαρίου 1949, που έμεινε στην ιστορία ως «Η Μάχη της Φλωρίνης». Εκείνη την νύχτα γέμισαν τα βουνά με πτώματα ανταρτών και στρατιωτών. Το χιόνι σε πολλά σημεία στις πλαγιές των βουνών έγινε
κόκκινο από το αίμα των νεκρών και τα τραυματιών. Το πρωί όλα είχαν τελειώσει . Η νίκη έστεψε τα όπλα του εθνικού στρατού, και οι αντάρτες νικημένοι απεχώρησαν πέρα από την Βίγλα προς την Πρέσπα.
Εκείνη την νύχτα οι ριπές των όπλων των αντιμαχομένων έριξαν χιλιάδες φυσίγγια όλων των τύπων. Τα βουνά γέμισαν με κάλυκες τουφεκιών, πιστολιών, πολυβόλων, ακόμη και κάλυκες από οβίδες κανονιών. Οι κάλυκες αυτοί που ήταν πεταμένοι στα πολυβολεία, αλλά και όπου έγιναν μάχες, είχαν αξία, επειδή ήταν χάλκινοι. Και όταν τελείωσε ο πόλεμος, ο στρατός ενδιαφέρθηκε μόνο για την περισυλλογή των ναρκών. Οι κάλυκες για τον στρατό δεν είχαν πια καμία αξία.
Τότε εμφανίστηκαν οι συλλέκτες καλύκων, που ήταν φτωχοί ανταρτόπληκτοι, καταγόμενοι από τα χωριά της Φλώρινας. Κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, οι αντάρτες έκαιγαν τα σπίτια των εθνικοφρόνων χωρικών, αλλά και ολόκληρα χωριά, όπως το Κρατερό. Οι ανταρτόπληκτοι χωρικοί είχαν βρει καταλύματα στην πόλη και σιτίζονταν από την πρόνοια. Όμως δεν είχαν καμία δουλειά. Ακόμη και μετά τον πόλεμο πολλοί παρέμειναν στην Φλώρινα, επειδή τα σπίτια τους στα χωριά δεν ήταν κατοικήσιμα. Οι εθνικόφρονες αυτοί χωρικοί κατάφεραν και πήραν άδειες από την στρατιωτική υπηρεσία και τους επέτρεψαν να περισυλλέγουν κάλυκες στις πλαγιές των βουνών.
|
Φλώρινα 25.3.1948
Ξεριζωμένοι
Κρατεριώτες τιμούν την εθνική μας επέτειο της 25ης Μαρτίου.
Επικεφαλής τους είναι ο παπα-Στέφανος
Μητανίδης.
|
Επικίνδυνη δουλεία, επειδή σε πολλά σημεία υπήρχαν ακόμη ναρκοπέδια. Οι φτωχοί όμως χωρικοί με κίνδυνο να χάσουν την ζωή τους πήγαιναν στα βουνά. Η φτώχεια ήταν αυτή που τους ανάγκαζε. Φτώχεια που έφτανε τα όρια της ανέχειας. Κάθε πρωί ξεκινούσαν με άδεια σακιά και τορβάδες και όλη την ημέρα μάζευαν κάλυκες. Όπου έβρισκαν κάλυκες τους περισυνέλλεγαν στα σακιά και το βράδυ φορτωμένοι γύριζαν στην πόλη. Μια φορά τον μήνα ερχόταν ένα μικρό φορτηγό αυτοκίνητο από κάποιο χυτήριο της Θεσσαλονίκης και αγόραζε του κάλυκες. Με αυτόν τον τρόπο αποκτούσαν αρκετά χρήματα για να περάσουν τον μήνα. Τους κάλυκες των κανονιών τους πουλούσαν στις νοικοκυρές. Οι μεγάλοι αυτοί κάλυκες κατέληγαν στα εργαστήρια κάποιων χαλκουργών, και με ένα σφυράκι και ένα καλέμι, ο χαλκωματάς έκαμνε διάφορα ανάγλυφα σχέδια στον κάλυκα. Τέλος ο κάλυκας γινόταν ένα τέλειο ανθοδοχείο. Τέτοια ανθοδοχεία υπήρχαν πολλά στα σπίτια της Φλώρινας. Ήταν ενθύμια από την εποχή των πολέμων.
Το προσωρινό αυτό επάγγελμα ανθούσε στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Οι κάλυκες όμως τελείωναν και οι χωρικοί δεν έβγαζαν μεροκάματο. Κάποιοι σκέφτηκαν να κλέψουν την καμπάνα του Αγίου Μάρκου. Η Μονή αυτή στο βουνό, την εποχή εκείνη δεν είχε καλόγριες εξ αιτίας του πολέμου. Βρήκαν λοιπόν την ευκαιρία και κατέβασαν την καμπάνα. Την φόρτωσαν σε ένα μουλάρι, και την έφεραν στην πόλη. Η καμπάνα πουλήθηκε στο χυτήριο. Όμως κάποιοι αντιλήφτηκαν το τι συνέβη και ειδοποιήθηκε η Χωροφυλακή. Η καμπάνα βρέθηκε άθικτη στο χυτήριο και επέστρεψε στην θέση της. Οι δράστες τιμωρήθηκαν με φυλάκιση μερικών μηνών. Μετά από αυτό το γεγονός η στρατιωτική υπηρεσία απέσυρε τις άδειες. Έτσι τελείωσε αυτό το προσωρινό επάγγελμα, το επάγγελμα του καλυκοσυλλέκτη.
Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης