|
Δημήτρης Μεκάσης |
Βαρέθηκα να ακούω διάφορες εκδοχές για τις Φωτιές της
Φλώρινας, από ειδικούς και μη, και ο καθένας με τον τρόπο του να συνδέει το
έθιμο ανάλογα με τα πιστεύω του. Εμείς, παιδιά τότε, στις αρχές της δεκαετίας
του 1960, λέγαμε «οι Φωτιές». Αντίθετα οι δάσκαλοί μας επέμεναν κάθε φορά με
την εκδοχή, ότι οι φωτιές συμβόλιζαν τις φωτιές που άναψαν οι βοσκοί την νύχτα
που γεννήθηκε ο Χριστός. Ποιος τους άκουγε όμως. Δική τους εκδοχή και άσχετοι με το έθιμο.
Και αργότερα, το 1967, έγινε ο πρώτος διωγμός του
εθίμου από τον Μητροπολίτη Αυγουστίνο Καντιώτη. Τότε έκπληκτοι ακούσαμε από τον
άμβωνα ότι οι Φωτιές της Φλώρινας είναι ειδωλολατρικό έθιμο. Άλλο και τούτο.
Από την μια οι δάσκαλοι, που το παρουσίαζαν ως χριστιανικό και από την άλλη ο
Μητροπολίτης που το θεωρούσε παγανιστικό. Και εμείς ούτε τους δασκάλους
πιστέψαμε, ούτε τον Μητροπολίτη, καθώς για μας οι Φωτιές ήταν ένα ομαδικό
παιχνίδι περιπέτειας, δράσης, ανδρείας, ηρωισμού και ανταγωνισμού μεταξύ των
γειτονιών. Ένα παιχνίδι μερικών εβδομάδων, που κατέληγε στο άναμμα των φωτιών
την νύχτα της 23ης προς 24ης Δεκεμβρίου, με την συμμετοχή όλων των κατοίκων της
πόλης.
Από πολύ μικρός συμμετείχα στην ομάδα της γειτονιάς,
και στα δέκα μου χρόνια ήμουν ικανότατος για τις πεζοπορίες στο βουνό και τις
νυχτερινές επιδρομές στην πόλη. Τότε που κάθε γειτονιά είχε την δική της ομάδα
παιδιών και την δική της φωτιά στο κέντρο της γειτονιάς. Τότε που υπήρχε
μεγάλος ανταγωνισμός, αλλά και συγκρούσεις. Ήταν ένα μοναδικό παιχνίδι, και
ήταν μόνο για αγόρια. Τα κορίτσια δεν συμμετείχαν σε αυτή την περιπέτεια, καθώς
τότε όλα τα κορίτσια ήταν περιορισμένα στο σπίτι.
Από τις αρχές του Νοεμβρίου, που ο καιρός ήταν καλός
και οι λόφοι δεν είχαν χιόνια, οι ομάδες των παιδιών των γειτονιών, πήγαιναν να
κόψουν κέδρα. Η συνθηματική φράση «πάμε για σπρένκες» σήμαινε πάμε στο βουνό να
κόψουμε κέδρα. Τσεκουράκια, πριόνια, τριχιές και ξεκινούσαμε από το ανηφορικό
μονοπάτι. Περνούσαμε από το ΦΟΟΦ, που τότε ήταν ένας βράχος με θέα, πίναμε νερό
από την βρύση, όπου σήμερα είναι η Αγία Κυριακή και συνεχίζαμε το μονοπάτι προς
το Ιτς – Μπουνάρ. Περνούσαμε την κορυφή και φτάναμε στα βοσκοτόπια της Σκοπιάς,
που ήταν γεμάτα σπρένκες. Η διαδρομή από τα μονοπάτια του βουνού κρατούσε μια
ώρα.
Στην πλαγιά έβοσκαν τα πρόβατα της Σκοπιάς, και μόλις
τα σκυλιά αντιλαμβανόταν την παρουσία μας, ορμούσαν όλα μαζί. Ποιος λογάριαζε
τα σκυλιά όμως, αυτά υποχωρούσαν με τις πρώτες πέτρες που τους ρίχναμε. Λίγη
ξεκούραση ήταν απαραίτητη μετά τόσο περπάτημα. Καθόμασταν λοιπόν μέσα στα
πολυβολεία, που τότε ήταν σε καλή κατάσταση, καθώς ο πόλεμος είχε τελειώσει
λίγα χρόνια πριν, και μοιραζόμασταν τα βρασμένα κάστανα που είχαμε στις τσέπες
μας. Μετά αρχίζαμε την δουλεία.
Χωνόμασταν κάτω από τις σπρένκες, περνούσαμε μια
τριχιά και τραβούσαμε τις δυο άκρες, έτσι που τα κλαδιά δεν εμπόδιζαν αυτόν που
έκοβε τον κορμό. Τις κομμένες σπρένκες τις πηγαίναμε στην κορυφή και όταν
τελειώναμε άρχιζε η πεζοπορία της επιστροφής, που δεν ήταν και τόσο εύκολη,
επειδή κάθε παιδί έσερνε και μια σπρένκα. Και ήμασταν όλοι μικροί, από δέκα
μέχρι δεκατεσσάρων χρονών. Πολλές φορές μας έπιανε το σκοτάδι και τότε ανάβαμε
τους φακούς που είχαμε μαζί μας.
Ήταν εκείνοι οι τετράγωνοι φακοί με τις πλακέ
μπαταρίες, που χωρούσαν στις τσέπες μας. Χωρίς φωνές κατεβαίναμε το μονοπάτι
του Ίτς-Μπουνάρ και με οδηγό τον πρώτο που πότε άναβε και πότε έσβηνε τον φακό
του, καθώς το μονοπάτι φαινόταν από την πόλη και δεν θέλαμε να γίνουμε
αντιληπτοί από τα παιδιά άλλων γειτονιών, επειδή υπήρχε ο κίνδυνος να φέρουν
μεγάλα παιδιά και να μας πάρουν τις σπρένκες. Μόλις φτάναμε στον βράχο, όπου
είναι σήμερα το ΦΟΟΦ, σταματούσαμε να πάρουμε μια ανάσα.
Ακριβώς κάτω, στους πρόποδες του βουνού ήταν το σπίτι
της Άγγιας, όπου στην αυλή της βάζαμε τις σπρένκες. Το κατέβασμα γινόταν στην
ευθεία και όχι από το μονοπάτι. Κατρακυλούσαμε και εμείς και οι σπρένκες και
γεμάτοι χαρά, μόλις φτάναμε στην αυλή τις δέναμε και κρεμούσαμε ένα κουδούνι,
για λόγους ασφαλείας. Η αποστολή είχε τελειώσει.
Στο βουνό πηγαίναμε κάθε Σάββατο το μεσημέρι, πριν
πιάσουν τα χιόνια. Τις άλλες ημέρες, αφού διαβάζαμε τα μαθήματα της επόμενης
ημέρας και μόλις έπιανε το σκοτάδι, σαν σκιές μαζευόμασταν σε κάποια γωνιά
έτοιμοι για δράση. Τότε στις εφτά το βράδυ δεν κυκλοφορούσε κανείς στους
δρόμους. Μόνο ο κεντρικός δρόμος είχε κίνηση, από αυτούς που έβγαιναν για να
κάνουν την βόλτα τους. Οι άλλοι δρόμοι ήταν έρημοι. Αυτοκίνητα δεν υπήρχαν, και
οι λάμπες στους στύλους φώτιζαν ελάχιστα. Ιδανικό περιβάλλον για επιδρομές και
κλέψιμο ξύλων.
Ξεκινούσαμε λοιπόν μέσα στο σκοτάδι και χτενίζαμε
όλους τους δρόμους για να βρούμε ξύλα. Μπαίναμε κρυφά στις αυλές και παίρναμε
λίγα καυσόξυλα. Και αν κανένας νοικοκύρης μας έπαιρνε χαμπάρι έβαζε τις φωνές
και τίποτε περισσότερο. Όλοι δεχόταν το έθιμο. Το κλέψιμο ξύλων επιτρεπόταν
πριν τις Φωτιές. Πολλοί το θεωρούσαν και γούρι. Αρπάζαμε ό,τι ξύλινο βρίσκαμε
μπροστά μας, ό,τι μπορούσε να καεί στη φωτιά. Τα κλεμμένα ξύλα τα συγκεντρώναμε
σε ένα άλλο σπίτι, στο σπίτι της Αλίκης κοντά στη γέφυρα.
Μια φορά βρήκαμε παλιά καδρόνια, ότι καλύτερο για την
φωτιά μας, και σαλτάραμε έναν τοίχο τέσσερα μέτρα ύψος. Με κόπο καταφέραμε να
πάρομε μερικά. Δυο, δυο παιδιά με ένα καδρόνι στους ώμους τρέχαμε στο σκοτάδι
μέσα σε ξένες γειτονιές. Μόλις φτάσαμε στο Γιάζι μας επιτέθηκαν τα παιδιά αυτής
της γειτονιάς για να μας πάρουν τα καδρόνια. Ακολούθησε συμπλοκή. Τα καδρόνια
όμως τα σώσαμε και τα μεταφέραμε στη γειτονιά μας.
Αυτά γινόταν κάθε βράδυ σε όλη την Φλώρινα. Και όταν
πλησίαζαν οι μέρες για τις Φωτιές, οι αυλές και της Άγγιας και της Αλίκης ήταν
γεμάτες από σπρένκες και ξύλα. Υπήρχε κίνδυνος να εισβάλλουν παιδιά άλλης
γειτονιάς και να μας κλέψουν τις σπρένκες και τα ξύλα. Τις νύχτες εκείνες όλο
και κάποιοι φύλαγαν. Τις σπρένκες και τα ξύλα τα φύλαγαν οι νοικοκύρηδες των
σπιτιών, που μας παραχωρούσαν τις αυλές τους, αλλά και οι νέοι άνδρες της
γειτονιάς. Έτσι, οι κόποι μας δεν πήγαιναν χαμένοι.
Στις 23 Δεκεμβρίου έκλειναν τα σχολεία για τις
διακοπές των Χριστουγέννων. Μετά την σχολική γιορτή, που δεν μας άγγιζε, καθώς
στο νου μας είχαμε τις Φωτιές, ετοιμαζόμασταν για την τελική φάση. Το μεσημέρι,
όλοι με φτυάρια και κασμάδες μαζευόμασταν στο πάρκο, όπου σήμερα το κτήριο του
«Αριστοτέλη», και αρχίζαμε το σκάψιμο της τρύπας, όπου θα ανάβαμε την φωτιά. Η
τρύπα της φωτιάς γινόταν κλιμακωτά, δηλαδή σκάβαμε σκαλοπάτια κυκλικά. Μετά
τοποθετούσαμε τα ξύλα και φτιάχναμε μια πυραμίδα τριών μέτρων περίπου. Φέρναμε
και τις σπρένκες και όλα ήταν έτοιμα πριν σκοτεινιάσει. Μετά χωριζόμασταν σε
ομάδες δυο και τριών παιδιών και σκορπούσαμε στην γειτονιά για να πούμε τα
κάλαντα. Χτυπούσαμε τις πόρτες και τραγουδούσαμε:
«Ξύλα πολλά για κάλαντα / ξύλα για την φωτιά μας / που
θα ανάψομε εδώ / εδώ στην γειτονιά μας». Και αν η πόρτα δεν άνοιγε έγκαιρα
χτυπούσαμε επίμονα την πόρτα φωνάζοντας ρυθμικά «Ξύλα για κάλαντα / ξύλα για
κάλαντα». Από τα φτωχά σπίτια παίρναμε καυσόξυλα και από τα πλούσια δραχμές. Με
τα χρήματα που συγκεντρώναμε αγοράζαμε ένα τενεκέ πετρέλαιο από το βενζινάδικο
του Μήτσου Γαϊτάνη, που βρισκόταν στην Δημοτική Αγορά. Όλα ήταν έτοιμα για την
φωτιά.
Και σαν πλησίαζαν τα μεσάνυχτα, όλοι ήταν στους
δρόμους, εκτός τα κορίτσια, που οι γονείς δεν τους επέτρεπαν να βγουν στις
Φωτιές. Εμείς τα αγόρια της γειτονιάς πρωτοστατούσαμε και μόλις γινόταν η ώρα
δώδεκα ακριβώς ανάβαμε την φωτιά. Όλοι οι γείτονες γύρω από την φωτιά περίμεναν
να πάρει καλά η φωτιά για να απολαύσουν το θέαμα. Και μόλις οι πρώτες φλόγες
άρχιζαν να βγαίνουν από τα στοιβαγμένα ξύλα, ο αρχηγός της ομάδας των παιδιών
έπαιρνε την πρώτη σπρένκα, την σήκωνε ψηλά και έτρεχε προς την φωτιά. Την
έριχνε και κάποιος άλλος την κρατούσε σταθερά πάνω στη φωτιά με ένα μακρύ ξύλο.
Το κέδρο έβγαζε σπίθες, σαν πυροτέχνημα και μαζί τον χαρακτηριστικό του ήχο.
Όλοι όσοι παρακολουθούσαν το θέαμα ζητωκραύγαζαν και χειροκροτούσαν.
Μετά έδιναν ευχές για τα Χριστούγεννα. Όλα τα παιδιά
που συμμετείχαν έριχναν μια σπρένκα στη φωτιά και το θεωρούσαν τιμή. Κανείς δεν
έριχνε σπρένκα αν δεν ζητούσε την άδεια από τα παιδιά. Οι γείτονες απολάμβαναν
την φωτιά και οι γυναίκες τραγουδούσαν κανένα χριστουγεννιάτικο τραγούδι.
Κεράσματα δεν υπήρχαν. Ο καθένας έφερνε από το σπίτι του συνήθως βρασμένα
κάστανα και οι γεροντότεροι κανένα γκιουμάκι με τσίπουρο για να βράσουν ποντς.
Όλοι απολάμβαναν το θέαμα της φωτιάς, και όταν
τελείωναν οι σπρένκες, εμείς τα παιδιά φεύγαμε όλοι μαζί για να επισκεφτούμε
τις φωτιές των άλλων γειτονιών. Όλη τη νύχτα τριγυρνούσαμε στην πόλη από φωτιά
σε φωτιά και τα ξημερώματα γυρίζαμε στη δική μας που έκαιγε ακόμη. Εκεί
καθόμασταν και περιμέναμε να ξημερώσει, να φανούν οι μάνες μας με το κατσί
(φτυαράκι) στο χέρι για να πάρουν αναμμένα κάρβουνα για να ανάψουν την σόμπα.
Ήταν γούρι λέγανε για όλη την χρονιά. Τότε πηγαίναμε και εμείς για ύπνο.
Οι Φωτιές είχαν τελειώσει.
Δημήτρης
Μεκάσης