Η Άνω Κλεινές βρίσκονται χτισμένες σε υψόμετρο 635μ, στους πρόποδες του Όρους Βαρνούντα (Περιστέρι) και απέχουν 8χμ από τη Φλώρινα. Τις Άνω Κλεινές διασχίζει ο Γεροπόταμος που πηγάζει από τα βουνά του Ακρίτα. Στην ευρύτερη περιοχή υπάρχουν πολλές πηγές, στο μοναστηράκι, τα Βλάχικα καλύβια, το Στάλο, το Γιάτσοβο, τις Καρυδιές και τη Φραξιά. Επίσης, υπάρχει σπήλαιο με την ονομασία <<Νυχτεριδίσιες φωλιές>>. Οι 220 περίπου κάτοικοι ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία.
Στο χωριό υπάρχει η εκκλησία της Αγίας Τριάδας και το Β. και Δ. μοναστηράκι. Μπορεί κανείς να θαυμάσει τους νερόμυλους της περιοχής (Σιούγκα, Σαπαρδάνη, Βλάχου και Αλαμιτάκη) και τις πολλές βρύσες (του δημοτικού σχολείου, της κοινότητας, της πλατείας και της εκκλησίας), που κάνουν αισθητή την παρουσία τους με την αρχιτεκτονική τους. Μέσα στο χωριό υπάρχουν και δύο γέφυρες.Κατά τη περίοδο της τουρκοκρατίας οι κάτοικοι του χωριού ήταν τουρκαλβανοί και λίγοι ντόπιοι. Όταν έφυγαν οι Τουρκαλβανοί, κάτοικοι από τα γειτονικά χωριά ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στο χωριό αγοράζοντας τις περιουσίες των τουρκαλβανών και από την κτηματική εταιρεία.
Καταγωγή από τον Ακρίτα έχουν ο Σαπαρδάνης, ο Φερμάνης, από το Κρατερό ο Σταύρου, ο Πανόπουλος και από το Παρόρι ο Αλαμπάκης, και ο Αβραμόπουλος.
Οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού έχουν προσφυγική καταγωγή, Μικρασιάτες και από το Καβακλί της Θράκης.
Στην κορυφή του δασωμένου λόφου, που υψώνεται πάνω από το χωριό υπάρχει ασβεστόκτιστο τείχος με είσοδο από ανατολικά. Στους πρόποδες του ίδιου λόφου υπάρχουν λείψανα οικισμού, με εξωτερικό τείχος, που σχηματίζονταν από τους τοίχους των σπιτιών. Ο οικισμός σώζονταν σε πολύ καλή κατάσταση και έδωσε πολυάριθμα όστρακα Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων, πιθάρια , κεραμίδια , χειρόμυλους , καθώς επίσης και ένα χάλκινο νόμισμα του Κάσσανδρου.
Η Χρονολογία τους είναι των Ελληνιστικών, Ρωμαϊκών και Βυζαντινών χρόνων. Η οχύρωση χαρακτηρίζεται Ιουστινιάνεια.
Σε όλο το χώρο γύρω από χωριό αλλά και σε περιοχές δίπλα στο χωριό και στις παρυφές του βουνού και στο κάμπο υπάρχουν σε μεγάλο βαθμό σπασμένα κεραμικά. Ακριβώς απέναντι από το ποτάμι κάτω από το ύψωμα Κάλε, λέγεται ότι υπήρχαν πήλινοι σωλήνες που φέρναν από πηγή προς το ύψωμα Κάλε νερό.
Κοντά στην εκκλησία βρίσκονται μεγάλες πέτρινες πλάκες, πιθανόν από Μουσουλμανικό νεκροταφείο. Πανηγύρι γίνεται του Αγίου Πνέυματος. Αγαπημένος χορός της περιοχής είναι ο λιτός και αγαπημένα παραδοσιακά τραγούδια τα θρακιώτικα.
Άνω Κλέστινα Βιτωλίων: «έχει κατοίκους 530 τουρκαλβανούς αγρίους, τέμενος και πύργον» [Σχινάς 1886].
Άνω Κλέστοινα Φλωρίνης, 695 μουσουλμάνοι [Χαλκιόπουλος 1910].
Άνω Κλέστινα Φλωρίνης, 749 άτομα (443 άρρενες και 306 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Άνω Κλέστινα Φλωρίνης, αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα [ΦΕΚ 259 / 21.12. 1918].
Άνω Κλέστινα Φλωρίνης, 911 άτομα (470 άρρενες και 441 θήλεις). 195 οικογένειες [Απογραφή 1920]. Μετονομασία του οικισμού από Άνω Κλέστινα σε Άνω Κλειναί [ΦΕΚ 346 / 4. 10. 1926].
Άνω Κλέστενα (Άνω Κλειναί) γραφείου Φλωρίνης, έγινε μικτός οικισμός γηγενών και προσφύγων. Μέχρι το 1926 εγκαταστάθηκαν 85 προσφυγικές οικογένειες (381 άτομα) [ΕΑΠ].
Άνω Κλέστινα, μικτός οικισμός μουσουλμάνων και χριστιανών, έφυγαν 147 οικογένειες μουσουλμάνων (896 άτομα) και ήρθαν 90 οικογένειες προσφύγων: 72 από τη Θράκη, 13 από τη Μικρά Ασία, τέσσερις από τον Πόντο και μία από αλλού [Πελαγίδης].
Άνω Κλειναί (Άνω Κλέστινα) Φλωρίνης, 584 άτομα (283 άρρενες και 301 θήλεις), εκ των οποίων 384 ήταν πρόσφυγες πού ήρθαν μετά το 1922 (188 άρρενες και 196 θήλεις). Ομοδημότες ήταν 455 και 129 ετεροδημότες. Απογράφηκαν αλλού 12 δημότες [Απογραφή 1928].
Άνω Κλειναί Φλωρίνης, 743 άτομα (341 άρρενες και 402 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Στις μεταπολεμικές απογραφές ο πραγματικός πληθυσμός ήταν: 1951 (656), 1961 (540), 1971 (267), 1981 (236), 1991 (207), 2001 (222).
Ο καιρός της Φλώρινας
Σάββατο 24 Ιουλίου 2010
Τρίτη 20 Ιουλίου 2010
Ακρίτας (Μπούφι) Φλώρινας
Μόλις 16 χλμ από τη Φλώρινα συναντάμε το γραφικό Ακρίτα, χτισμένο σε 1050μ. υψ, που ανήκει στο Δήμο Κάτω Κλεινών. Το χωριό κατοικείται από 140 άτομα το χειμώνα που αυξάνονται σε 180 το καλοκαίρι, τα οποία ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Από την ανεύρεση διαφόρων αντικειμένων, φαίνεται ότι αρχικά το χωριό ήταν χτισμένο κάτω από το παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου και η μετακίνηση των κατοίκων από εκεί έγινε το 15ο αι. Στα μεταγενέστερα χρόνια ο Ακρίτας υπήρξε κεφαλοχώρι με 1.700 κατοίκους, από τους οποίους πολλοί το 1920 μετανάστευσαν στο εξωτερικό.
Ο οικισμός κάηκε ολοσχερώς το 1903 και κατόπιν ξαναχτίστηκε. Το χωριό περιβάλλεται από πλούσιο δάσος έκτασης 32.000 στρεμ, όπου υπάρχει η πηγή Σουπούρκα σε υψ 2.000μ. και η πηγή Μπραζιάνη. Η κορυφή Περιστέρι βρίσκεται σε 2.100μ. υψόμετρο. Ιδιαίτερη θέα προσφέρει η θέση <<Βαρτέσκα>>, απ' όπου φαίνεται όλος ο κάμπος της Πελαγονίας και οι λίμνες των Πρεσπών.
Πανηγύρι γίνεται στη γιορτή του Αγίου Πνεύματος, που συνδυάζει τις ομορφιές της φύσης με γλέντι. Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα πανηγύρια του Νομού. Εκκλησίες του χωριού: Αγ. Τριάδας, Αγ Γεωργίου, Προφήτη Ηλία και Αγ. Νικολάου (1872). Η τοπική αρχιτεκτονική είναι ενδιαφέρουσα, καθώς τα σπίτια είναι πετρόχτιστα με χαγιάτι και όμορφα γείσα στη σκεπή. Στο μέσον του χωριού υπάρχουν οι νερόμυλοι Σουτάρη Φ. και Σερβίκη Αντ., ενώ μπροστά στο σχολείο υπάρχει βρύση.
Παραδοσιακή αρχιτεκτονική
Το οικιστικό σύνολο του Ακρίτα συνιστά μία ξεχωριστή περίπτωση σε σχέση με τους υπόλοιπους οικισμούς της περιοχής, αφού εκεί συνυπάρχει μεγάλος αριθμός κτισμάτων που ανήκουν σε μία ευρεία γκάμα αρχιτεκτονικών στυλ. Δίπλα στα παραδοσιακά πλίθινα και πέτρινα και πέτρινα μονώροφα ή διώροφα σπίτια του τέλους του 19ου αι. συναντά κανείς καλοδιατηρημένα δείγματα της κλασικιστικής αρχιτεκτονικής των αρχών του 20ου αι. Επίσης, οι εκλεκτικιστικές επιρροές είναι εμφανείς στα λιθανάγλυφα και στα άλλα διακοσμητικά μοτίβα αρκετών σπιτιών του Μεσοπολέμου στο κέντρο κυρίως του οικισμού.
Δημοτικό Σχολείο Ακρίτα,
Το κτίριο αυτό αποτελεί ένα ξεχωριστό και σπάνιο δείγμα δημόσιας αρχιτεκτονικής τόσο για τα χωριά του Βαρνούντα, όσο και για την ευρύτερη περιοχή. Οι παλαιότεροι κάτοικοι του χωριού εξιστορούν ότι η κοινότητα αποφάσισε το 1907 - λόγω της αύξησης του πληθυσμού και των αναγκών για στέγαση των μαθητών - το κτίσιμο ενός νέου σχολικού κτιρίου και για το λόγο αυτό απευθύνθηκε στο γνωστό αρχιμάστορα Μπραν (ο οποίος είχε κτίσει και την εκκλησία του Αγίου Νικολάου το 1872). Το σχέδιο προέβλεπε την κατασκευή ενός διώροφου κτιρίου με οκτώ συνολικά αίθουσες διδασκαλίας, γραφεία και υπνοδωμάτια δασκάλων, βοηθητικούς χώρους στο υπόγειο κλπ, με προοπτική να στεγάσει 800 - 1.000 μαθητές. Η κατασκευή του σχολείου ξεκίνησε το Μάιο του 1908 με συνεργείο 40 ατόμων και τη συμβολή των κατοίκων του χωριού και ολοκληρώθηκε το 1910, με συνολικό κόστος 3.200 λίρες. Στην τελική του μορφή, εκτός από τις αίθουσες διδασκαλίας, υπήρχε στα ανατολικά ένας μεγάλος χώρος εκδηλώσεων, ενώ στην εξωτερική του πλευρά υπήρχε εξώστης πάνω από την κεντρική θύρα εισόδου.
Τα μορφολογικά του χαρακτηριστικά έχουν έντονες κλασικιστικές επιρροές, με τονισμένο τον κύριο άξονα συμμετρίας και ρυθμική επανάληψη των ανοιγμάτων εκατέρωθεν των εισόδων, οι οποίες στέφονται με κυκλικά διακοσμητικά υπέρθυρα. Όλες αυτές οι αρχιτεκτονικές και μορφολογικές ιδιαιτερότητες, σε συνδυασμό με τη μοναδικότητα του κτιρίου στην περιοχή, οδήγησαν το 2000 το Υπουργείο Μακεδονίας - Θράκης στον χαρακτηρισμό του Δημοτικού Σχολείου Ακρίτα ως διατηρητέο.
O Λάζαρος Μέλιος αναφέρει ότι 81 Μπουφιώτες σχημάτισαν λόχο και πολέμησαν τους Τούρκους στην Πελοπόννησο, κατά την επανάσταση του 1821.
Κάτοικοί του συμμετείχαν στην εξέγερση του Ίλιντεν. Ο στρατός σε αντίποινα το έκαψε στις 2 Αυγούστου 1903 και σκότωσε πολλούς κατοίκους του.
Στις 7 Σεπτεμβρίου 1903, χωρικοί από το Μπουφ κατήγγειλαν στον άγγλο πρόξενο Μοναστηρίου, το βιασμό δεκαπέντε κοριτσιών από το χωριό από οθωμανούς στρατιώτες [Δραγούμης, 280].
Στις 28 Σεπτεμβρίου 1903 πολλοί κάτοικοι του Μπουφ κατήγγειλαν, στους προξένους της Αγγλίας, της Ρωσίας και της Αυστρίας στο Μοναστήρι, το φόνο του παπά Βασιλείου και τεσσάρων συγχωριανών τους από τον οθωμανικό στρατό [Δραγούμης, 298].
Στα μέσα Νοεμβρίου 1904, διαβάζουμε στο ΣΚΡΙΠ, πως κοντά στο χωριό Μπούφι δολοφονήθηκαν από την ελληνική οργάνωση τρεις κομιτατζήδες. [ΣΚΡΙΠ, 18/11/1904].
«Βίαιη ενέργεια» ελληνικού σώματος εναντίον του Μπουφ, πραγματοποιείται στα τέλη Φεβρουαρίου 1906 [Dakin, 342].
Στις 8 Οκτωβρίου του 1907, 200 Βούλγαροι κομιτατζήδες με αρχηγούς τους βοεβόδες Άτσεφ, Τράικο, Τσόλε και Λέοντεφ κάψανε το Ράκοβο (Κρατερό). Πολλοί από αυτούς ήταν από το Μπούφι και από άλλα χωριά της περιοχής. Οι περισσότεροι κάτοικοι έλειπαν στο παζάρι στο Μοναστήρι. Σύμφωνα με ελληνικό προξενικό έγγραφο, μετά την επίθεση το χωριό είχε μεταβληθεί σε «σωρό ερειπίων» [Βλάχος, 506. Βακαλόπουλος Β, 295. Καραβίτης, 666-668].
Τα ελληνικά αντάρτικα σώματα θέλανε να πραγματοποιήσουν επίθεση εναντίον του, για την καταστροφή του Ρακόβου (Κρατερού),αλλά δεν το επιχείρησαν, γιατί εκεί υπήρχε πάντα ισχυρή οθωμανική στρατιωτική φρουρά.
Μπούφι Φλωρίνης: «επί οχυράς θέσεως κείται το εκ 250 οικογενειών χωρίον Μπούφι, του οποίου οι άνδρες εισί ρωμαλέοι και φιλοπάτριδες» [Σχινάς 1886].
Μπούφι Φλωρίνης, 2. 288 άτομα (1.175 άρρενες και 1.113 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Μπούφι Φλωρίνης, αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα [ΦΕΚ 259 / 21.12. 1918].
Μπούφι Φλωρίνης, 1.709 άτομα (751 άρρενες και 958 θήλεις), 299 οικογένειες [Απογραφή 1920].
Μπούφι Φλωρίνης, 1.760 άτομα (827 άρρενες και 933 θήλεις), εκ των οποίων ένας ήταν πρόσφυγας πού ήρθε μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 1.729, ετεροδημότες 14 και αλλοδαποί 17. Απογράφηκαν αλλού 122 δημότες [Απογραφή 1928].
Μπούφιον Φλωρίνης, 1.989 άτομα (952 άρρενες και 1.037 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Μετονομασία του οικισμού από Μπούφιον σε Ακρίτας [ΦΕΚ 287 / 10. 10. 1955].
…
Επίσης είναι γνωστόν ότι το χωρίον Μπούφι του διαμερίσματος Μοναστηρίου προσεχώρησεν εις το σχίσμα, διότι ο επίσκοπος αναπληρωτής του μητροπολίτου Πελαγονίας, τότε συνοδικού, προκειμένου να εισπράξη την αρχιερατικήν επιχορήγησιν μετήλθε τοιαύτα απάν¬θρωπα μέσα δια την είστεραξίν της, ώστε τό χωρίον ήναγχάσθη να δηλώση ότι παύει να είναι πατριαρχικόν και προσχωρεί εις το σχίσμα δια ν' αποφύγη την σκληρότητα των προς είσπραξιν ληφθέντων μέτρων.
…
[Ε.Μ.Σ, Μακεδονική Βιβλιοθήκη, Απομνημονεύματα (Μακεδονικός Αγών), Δημητρίου Ν. Κακκαβού, σελ. 41]
Ο οικισμός κάηκε ολοσχερώς το 1903 και κατόπιν ξαναχτίστηκε. Το χωριό περιβάλλεται από πλούσιο δάσος έκτασης 32.000 στρεμ, όπου υπάρχει η πηγή Σουπούρκα σε υψ 2.000μ. και η πηγή Μπραζιάνη. Η κορυφή Περιστέρι βρίσκεται σε 2.100μ. υψόμετρο. Ιδιαίτερη θέα προσφέρει η θέση <<Βαρτέσκα>>, απ' όπου φαίνεται όλος ο κάμπος της Πελαγονίας και οι λίμνες των Πρεσπών.
Πανηγύρι γίνεται στη γιορτή του Αγίου Πνεύματος, που συνδυάζει τις ομορφιές της φύσης με γλέντι. Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα πανηγύρια του Νομού. Εκκλησίες του χωριού: Αγ. Τριάδας, Αγ Γεωργίου, Προφήτη Ηλία και Αγ. Νικολάου (1872). Η τοπική αρχιτεκτονική είναι ενδιαφέρουσα, καθώς τα σπίτια είναι πετρόχτιστα με χαγιάτι και όμορφα γείσα στη σκεπή. Στο μέσον του χωριού υπάρχουν οι νερόμυλοι Σουτάρη Φ. και Σερβίκη Αντ., ενώ μπροστά στο σχολείο υπάρχει βρύση.
Παραδοσιακή αρχιτεκτονική
Το οικιστικό σύνολο του Ακρίτα συνιστά μία ξεχωριστή περίπτωση σε σχέση με τους υπόλοιπους οικισμούς της περιοχής, αφού εκεί συνυπάρχει μεγάλος αριθμός κτισμάτων που ανήκουν σε μία ευρεία γκάμα αρχιτεκτονικών στυλ. Δίπλα στα παραδοσιακά πλίθινα και πέτρινα και πέτρινα μονώροφα ή διώροφα σπίτια του τέλους του 19ου αι. συναντά κανείς καλοδιατηρημένα δείγματα της κλασικιστικής αρχιτεκτονικής των αρχών του 20ου αι. Επίσης, οι εκλεκτικιστικές επιρροές είναι εμφανείς στα λιθανάγλυφα και στα άλλα διακοσμητικά μοτίβα αρκετών σπιτιών του Μεσοπολέμου στο κέντρο κυρίως του οικισμού.
Δημοτικό Σχολείο Ακρίτα,
Το κτίριο αυτό αποτελεί ένα ξεχωριστό και σπάνιο δείγμα δημόσιας αρχιτεκτονικής τόσο για τα χωριά του Βαρνούντα, όσο και για την ευρύτερη περιοχή. Οι παλαιότεροι κάτοικοι του χωριού εξιστορούν ότι η κοινότητα αποφάσισε το 1907 - λόγω της αύξησης του πληθυσμού και των αναγκών για στέγαση των μαθητών - το κτίσιμο ενός νέου σχολικού κτιρίου και για το λόγο αυτό απευθύνθηκε στο γνωστό αρχιμάστορα Μπραν (ο οποίος είχε κτίσει και την εκκλησία του Αγίου Νικολάου το 1872). Το σχέδιο προέβλεπε την κατασκευή ενός διώροφου κτιρίου με οκτώ συνολικά αίθουσες διδασκαλίας, γραφεία και υπνοδωμάτια δασκάλων, βοηθητικούς χώρους στο υπόγειο κλπ, με προοπτική να στεγάσει 800 - 1.000 μαθητές. Η κατασκευή του σχολείου ξεκίνησε το Μάιο του 1908 με συνεργείο 40 ατόμων και τη συμβολή των κατοίκων του χωριού και ολοκληρώθηκε το 1910, με συνολικό κόστος 3.200 λίρες. Στην τελική του μορφή, εκτός από τις αίθουσες διδασκαλίας, υπήρχε στα ανατολικά ένας μεγάλος χώρος εκδηλώσεων, ενώ στην εξωτερική του πλευρά υπήρχε εξώστης πάνω από την κεντρική θύρα εισόδου.
Τα μορφολογικά του χαρακτηριστικά έχουν έντονες κλασικιστικές επιρροές, με τονισμένο τον κύριο άξονα συμμετρίας και ρυθμική επανάληψη των ανοιγμάτων εκατέρωθεν των εισόδων, οι οποίες στέφονται με κυκλικά διακοσμητικά υπέρθυρα. Όλες αυτές οι αρχιτεκτονικές και μορφολογικές ιδιαιτερότητες, σε συνδυασμό με τη μοναδικότητα του κτιρίου στην περιοχή, οδήγησαν το 2000 το Υπουργείο Μακεδονίας - Θράκης στον χαρακτηρισμό του Δημοτικού Σχολείου Ακρίτα ως διατηρητέο.
O Λάζαρος Μέλιος αναφέρει ότι 81 Μπουφιώτες σχημάτισαν λόχο και πολέμησαν τους Τούρκους στην Πελοπόννησο, κατά την επανάσταση του 1821.
Κάτοικοί του συμμετείχαν στην εξέγερση του Ίλιντεν. Ο στρατός σε αντίποινα το έκαψε στις 2 Αυγούστου 1903 και σκότωσε πολλούς κατοίκους του.
Στις 7 Σεπτεμβρίου 1903, χωρικοί από το Μπουφ κατήγγειλαν στον άγγλο πρόξενο Μοναστηρίου, το βιασμό δεκαπέντε κοριτσιών από το χωριό από οθωμανούς στρατιώτες [Δραγούμης, 280].
Στις 28 Σεπτεμβρίου 1903 πολλοί κάτοικοι του Μπουφ κατήγγειλαν, στους προξένους της Αγγλίας, της Ρωσίας και της Αυστρίας στο Μοναστήρι, το φόνο του παπά Βασιλείου και τεσσάρων συγχωριανών τους από τον οθωμανικό στρατό [Δραγούμης, 298].
Στα μέσα Νοεμβρίου 1904, διαβάζουμε στο ΣΚΡΙΠ, πως κοντά στο χωριό Μπούφι δολοφονήθηκαν από την ελληνική οργάνωση τρεις κομιτατζήδες. [ΣΚΡΙΠ, 18/11/1904].
«Βίαιη ενέργεια» ελληνικού σώματος εναντίον του Μπουφ, πραγματοποιείται στα τέλη Φεβρουαρίου 1906 [Dakin, 342].
Στις 8 Οκτωβρίου του 1907, 200 Βούλγαροι κομιτατζήδες με αρχηγούς τους βοεβόδες Άτσεφ, Τράικο, Τσόλε και Λέοντεφ κάψανε το Ράκοβο (Κρατερό). Πολλοί από αυτούς ήταν από το Μπούφι και από άλλα χωριά της περιοχής. Οι περισσότεροι κάτοικοι έλειπαν στο παζάρι στο Μοναστήρι. Σύμφωνα με ελληνικό προξενικό έγγραφο, μετά την επίθεση το χωριό είχε μεταβληθεί σε «σωρό ερειπίων» [Βλάχος, 506. Βακαλόπουλος Β, 295. Καραβίτης, 666-668].
Τα ελληνικά αντάρτικα σώματα θέλανε να πραγματοποιήσουν επίθεση εναντίον του, για την καταστροφή του Ρακόβου (Κρατερού),αλλά δεν το επιχείρησαν, γιατί εκεί υπήρχε πάντα ισχυρή οθωμανική στρατιωτική φρουρά.
Μπούφι Φλωρίνης: «επί οχυράς θέσεως κείται το εκ 250 οικογενειών χωρίον Μπούφι, του οποίου οι άνδρες εισί ρωμαλέοι και φιλοπάτριδες» [Σχινάς 1886].
Μπούφι Φλωρίνης, 2. 288 άτομα (1.175 άρρενες και 1.113 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Μπούφι Φλωρίνης, αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα [ΦΕΚ 259 / 21.12. 1918].
Μπούφι Φλωρίνης, 1.709 άτομα (751 άρρενες και 958 θήλεις), 299 οικογένειες [Απογραφή 1920].
Μπούφι Φλωρίνης, 1.760 άτομα (827 άρρενες και 933 θήλεις), εκ των οποίων ένας ήταν πρόσφυγας πού ήρθε μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 1.729, ετεροδημότες 14 και αλλοδαποί 17. Απογράφηκαν αλλού 122 δημότες [Απογραφή 1928].
Μπούφιον Φλωρίνης, 1.989 άτομα (952 άρρενες και 1.037 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Μετονομασία του οικισμού από Μπούφιον σε Ακρίτας [ΦΕΚ 287 / 10. 10. 1955].
…
Επίσης είναι γνωστόν ότι το χωρίον Μπούφι του διαμερίσματος Μοναστηρίου προσεχώρησεν εις το σχίσμα, διότι ο επίσκοπος αναπληρωτής του μητροπολίτου Πελαγονίας, τότε συνοδικού, προκειμένου να εισπράξη την αρχιερατικήν επιχορήγησιν μετήλθε τοιαύτα απάν¬θρωπα μέσα δια την είστεραξίν της, ώστε τό χωρίον ήναγχάσθη να δηλώση ότι παύει να είναι πατριαρχικόν και προσχωρεί εις το σχίσμα δια ν' αποφύγη την σκληρότητα των προς είσπραξιν ληφθέντων μέτρων.
…
[Ε.Μ.Σ, Μακεδονική Βιβλιοθήκη, Απομνημονεύματα (Μακεδονικός Αγών), Δημητρίου Ν. Κακκαβού, σελ. 41]
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)