Στις 10 του Σεβάλ του 1260, (Μωαμεθανική χρονολογία), που σε Χριστιανική αντιστοιχεί κατά προσέγγιση στον Οκτώβριο του 1842, από τον Δ/ντή του Κτηματολογίου Ρούμελης, Μεχμέτ Αεμπίτ, εκδίδεται τίτλος κυριότητας (ταπί) στο όνομα των αδελφών Γεωργίου και Μήτρου γιών του Στέλιου (σημερινοί Στυλιάδηδες) κατοίκων του Πληκατιού - Κονίτσης της Ηπείρου.
Πωλητής ο Οσμάν Ισμαήλ Πάσιο, κάτοικος της υποδιοίκησης Φλώρινας και ιδιοκτήτης του ημίσεως 42/84, ενός θερινού βοσκοτόπου ( όπως αναφέρεται στο ταπί) γνωστού με το όνομα Μπελκαμένη. Συνολικό κόστος αγοράς (5.000) γρόσια.
Οι αγοραστές πλήρωσαν επιπλέον στον υποδιοικητή της υποδιοίκησης Φλώρινας Ελμά Μπέη, εκατόν πενήντα γρόσια που αντιστοιχούν στο 3% της συνολικής αγοράς κι αποδέχθηκαν να καταβάλλουν τα νόμιμα δέκατα εις τους κυρίους της γης (Τούρκους).
Το άλλο ήμισυ ήτοι 42/84 αγοράστηκαν από τους Κώστα Κοματσούλη ή Τσούλη και Μιχαήλ Κώτε. Στο Αρχείο του Συνεταιρισμού Δασοκτημόνων Δροσοπηγής δεν βρίσκεται το ταπί αγοράς κι ως εκ τούτου δεν γνωρίζουμε ούτε τον πωλητή ούτε το ποσόν αγοράς. Πάντως, από άλλους τίτλους προκύπτει ότι και οι δύο ανωτέρω ήσαν κάτοικοι του Πληκατίου Κονίτσης.
Και οι τέσσερις αυτοί αρχικοί αγοραστές, ενήργησαν για λογαριασμό όλων των άλλων οικογενειών που δεν ήσαν μόνο κάτοικοι του Πληκατίου αλλά και της ευρύτερης περιοχής της Κολώνιας που ανήκε στο Σαντζάκι (επαρχία) Κορυτσάς και στο βιλαέτι (νομό) των Βιτωλίων.
Οι λόγοι που ανάγκασαν τους προπάτορες να μεταναστεύσουν από την 'Ήπειρο στην Μακεδονία ήταν κατ' αρχήν οι παντοειδείς αυθαιρεσίες μίας άδικης και τυραννικής εξουσίας, τα γνωστά δεινοπαθήματα των Ελλήνων στους δίσεκτους χρόνους της Τουρκοκρατίας.
Εξαιτίας αυτής της δεινής κατάστασης, πολλές φορές οι καταπιεζόμενοι Έλληνες αναζητούσαν σε άλλα μέρη καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Τις συνθήκες αυτές τις παρείχαν Τούρκοι γαιοκτήμονες, οι οποίοι υπάγονταν στον κανόνα της εξαίρεσης, ως προς την συμπεριφορά, αλλά συνάμα επιζητούσαν να έχουν υπό την προστασία τους υπηκόους με οικονομική ευρωστία για την αύξηση των εσόδων τους.
Στο μεταξύ, είχε αρχίσει η παρακμή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και πολλοί τσιφλικάδες Τούρκοι άρχισαν να πουλούν τα τσιφλίκια τους είτε στους Εβραίους είτε στους Έλληνες που είχαν κάποια οικονομική επιφάνεια.
Είναι πιθανό κάποιο ρόλο στην αγορά της έκτασης αυτής, να διαδραμάτισε το Ελληνικό Προξενείο στο Μοναστήρι, πιθανόν για την δημιουργία ενός νοητού άξονα στον ορεινό όγκο της Μακεδονίας που αρχίζει από την Κλεισούρα-Λέχοβο-Νυμφαίο-Δροσοπηγή-Πισοδέρι, για να ελέγχει όλες τις ορεινές διαβάσεις της περιοχής.
Σύμφωνα με την παράδοση, η οποία αποτελεί μόνιμη ιστορική δύναμη, οι Τσουλαίοι μία από τις φάρες της Δροσοπηγής, ήσαν αγωγιάτες. Μετέφεραν από την Ήπειρο την πραμάτεια τους στην Μακεδονία κι έπαιρναν από την Φλώρινα σιτηρά. Παράλληλα όμως εκτελούσαν και παραγγελίες των μπέηδων και για τον λόγο αυτόν η τάξη των αγωγιατών στους χρόνους της Τουρκοκρατίας, έχαιρε κάποιας εκτιμήσεως εκ μέρους τους.
Φιλοξενούμενοι σε κάποιο ταξίδι τους, στο σαράι του Μπέη της Κότορης (Υδρούσας) κι ενώ συζητούσαν για διάφορα πράγματα -πάντα στα αρβανίτικα- ο Μπέης τους λέει:
-"Γιατί κάνετε τόσο μακρινά ταξίδια για να πάρετε ψωμί και να το πάτε στα στόματα των παιδιών σας και δεν φέρνετε τα στόματα των παιδιών σας εδώ; Ελάτε να σας δώσουμε αυτό το Μπαλκανλήκι", κι έδειξε με το χέρι του προς το μέρος της Μπελκαμένης.
Οι Τσουλαίοι, φαίνεται, μεταφέρανε την πρόταση αυτή του μπέη στους άλλους κι άρχισαν οι διαπραγματεύσεις, οι οποίες και κατάληξαν σε θετικό αποτέλεσμα.
Η ετυμολογία του ονόματος Μπελκαμένη δεν προέρχεται από την σύνθετη σλαβική λέξη Μπελ-Κάμεν δηλαδή άσπρη πέτρα γιατί σε καμιά περιοχή του τόπου δεν υπάρχει άσπρη πέτρα που να εντυπωσιάζει με τον όγκο τη αλλά από τη λέξη Μπαλκάν-ληκ, που δένει και με την παράδοση και σημαίνει δασώδης και ορεινή περιοχή, σύμφωνα με την ερμηνεία, από το Τουρκο-Ελληνικό Λεξικό του I. Χλώρου, καθηγητή της Οθωμανικής στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και Δ/ντού του Πατριαρχικού Οθωμανικού Γραφείου.
Και η Μπελκαμένη είναι και ορεινή (το υψόμετρό της κυμαίνεται από 800 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας μέχρι 1.600 ) και δασώδης, αφού το μεγαλύτερο τμήμα της καλύπτεται από δάσος οξιάς και δρυός.
Με τον ερχομό τους στην ιδιόκτητη πλέον περιοχή τους, εγκαταστάθηκαν σε κάποιο σημείο που ακόμα και σήμερα φέρει την ονομασία Τέντα (από το λατινικό tentum σκηνή).
Εκεί έστησαν τις σκηνές από γιδόμαλλα, κιλίμια και τις στάνες για τα ποίμνιά τους. Στην συνέχεια με την διορατικότητά τους και την κοφτερή τους σκέψη επέλεξαν την τοποθεσία στην οποία θα έχτιζαν το νέο τους χωριό. H επιλογή της τοποθεσίας ήταν συνάρτηση πολλών παραγόντων. Διέθετε νερό, νταμάρια για την εξόρυξη της πέτρας, πανύψηλα δέντρα για την ξυλεία των σπιτιών και προπαντός φυσική οχύρωση. Καραούλια για βιγλάτορες, δύσβατα μονοπάτια, πυκνά δασοσκεπή βουνά που όλα μαζί καθιστούσαν δύσκολη κάθε επιχειρησιακή ενέργεια του εχθρού.
Πριν από την ανέγερση των κατοικιών χάραξαν τους δρόμους. Οριζόντιους με άψογη ρυμοτομία και κάθετους μικρού μήκους για να μην συγκεντρώνονται πολλά όμβρια ύδατα. Και όλοι οι δρόμοι το ίδιο πλάτος. Τέσσερα μέτρα. Και κάτι το πρωτόγνωρο ακόμα και για τη σημερινή εποχή μας. Πλήρες αποχετευτικό δίκτυο, το οποίο διασώζεται ακόμα και σήμερα και ας έχουν περάσει εκατόν πενήντα χρόνια.
Τα σπίτια λιθόκτιστα και ως επί το πλείστον διώροφα και τριώροφα σκεπασμένα με πέτρινες πλάκες (ντράσσες), διέθεταν άνεση κι ευρυχωρία, με πλακόστρωτες αυλές και κήπους κλιμακωτούς στηριγμένους και διαχωρισμένους με ξερολιθιές.
H δε Εκκλησιαστική Επιτροπή είχε προβεί στην κοπή χάλκινων νομισμάτων, τα οποία είχαν αγοραστική δύναμη και στα εμπορικά καταστήματα της Φλώρινας.
Το σχολείο επίσης στην πλατεία του χωριού στηριγμένο σε θολωτή καμάρα, κάτω από την οποία περνούσε ο κεντρικός δρόμος του χωριού. Το σχολείο αυτό λειτούργησε μέχρι το 1926, τότε με δαπάνες του Συνεταιρισμού Διαχείρησης Συνδιοκτησίας Δάσους Μπελκαμένης-Ελόβου, κτίστηκε καινούργιο διώροφο με 4 αίθουσες διδασκαλίας, 2 γραφεία και υπόγειο.Με ανεπτυγμένη τη συνεταιριστική συνείδηση, αφού μοίρασαν τα χωράφια τους κήπους και τα λιβάδια, ανάλογα με το μερίδιο τους καθενός, άφησαν κοινά κι αδιαίρετα τη βοσκήσιμη έκταση και το δάσος.
Τη διαχείριση των εξ αδιαιρέτου τούτων μεριδίων ασκούσε ιδιωτική επιτροπή μέχρι του έτους 1926, μετά συνεστήθη ο συν/σμός διαχείρισης συνιδιοκτησίας δάσους Μπελκαμένης-Ελόβου.
Το 1943 ο συν/σμός πήρε την επωνυμία "Αναγκαστικός Συν/σμός διαχειρίσεως συνιδιοκτησίας του εξ αδιαιρέτου δάσους Δροσοπηγής".
Ο Συνεταιρισμός και οι κάτοικοι του χωριού, εκτός του Σχολείου, κατασκεύασαν την πέτρινη θολωτή γέφυρα, το καγκελωτό δρόμο από τη γέφυρα μέχρι το χωριό πλάτους 4 μέτρων επιστρωμένο με πέτρα (καλντερίμι),την εγκατάσταση πριονιών σε περιοχή που φέρει και σήμερα την ονομασία "Σιάρα" τα οποία κινούνταν με τη δύναμη του νερού.
H απέναντι δασοσκεπής τώρα βουνοπλαγιά ήταν χωρισμένη σε αγροτεμάχια στα οποία καλλιεργούνταν η σίκαλη και η άμπελος.
H γυναίκα η Δροσοπηγιώτισσα ήταν πρωταγωνίστρια. Οι ευθύνες όλες στις πλάτες της, καθώς ο κύρης της βρίσκονταν στα ξένα, όπου θεμέλιωνε σπίτια, γιοφύρια, καταστήματα, τράπεζες. Φημισμένοι τεχνίτες οι Δροσοπηγιώτες άριστοι πελεκητές της πέτρας.
Τα Βαλκάνια γνωστή περιοχή τους, ιδίως η Ρουμανία. Ακόμα και στην Τσαρική Ρουσία έχυσαν ιδρώτα στις σκαλωσιές. H μονή "Σίμωνος Πέτρα" στο Άγιο Όρος κτίστηκε από την κομπανία του Ιωάννη Στυλιάδη.
Σχολεία, Τράπεζες, Ιεροί Ναοί, γιοφύρια, σπίτια στην περιοχή της Φλώρινας είναι κτισμένα από Δροσοπηγιώτες μαστόρους.
Το Νυμφαίο δίκαια θαυμάζεται για την αρχιτεκτονική των κτιρίων του, όμως οι αρχιτέκτονες κτιστάδες ήταν άνθρω¬ποι από τη Δροσοπηγή.
Το Δικαστήριο των εν Φλωρίνη Πρωτοδικών με την αριθμ. 36/19.. απόφασή του εγκρίνει το καταστατικό τον Φιλανθρωπικού Συλλόγου Βελκαμένης "Η ΠΡΟΟΔΟΣ". Ιδέες πρωτοποριακές, όχι μόνο για την εποχή εκείνη αλλά και για την σημερινή διαπνέουν τα άρθρα του καταστατικού. Συγκεκριμένα το άρθρο 3 αναφέρει:
"Μέλη του Συλλόγου γίνονται οι δηλούντες ότι αποδέχονται το καταστατικό αυτό, αδιακρίτως φύλου, έχοντες πάντοτε συμπληρώσει το 16ο έτος της ηλικίας των".
Αλλά και οι δίαυλοι επικοινωνίας με τους απόδημους Δροσοπηγιώτες της Αμερικής και της Ρουμανίας δεν μένουν κλειστοί. Ιδρύονται κι εκεί παραρτήματα του Συλλόγου.
Και το άρθρο 24 αναφέρει: "Εν περιπτώσει διαλύσεως του Συλλόγου άπαν το υπάρχον χρηματικό ποσόν διατίθεται υπέρ της Ελληνικής Δημοτικής Σχολης Βελκαμένης". Κι εδώ πρωταρχικός στόχος η Παιδεία.
Κατά την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα και της Εθνικής Αντιστάσεως η Δροσοπηγή ήταν πρωτοπόρα και λόγω της φυσικής της οχύρωσης και λόγω του πλήθους των κρυψάνων που είχαν κατασκευασθεί για την προστασία των ανταρτών.
Η μεγάλη προσφορά της Δροσοπηγής στα χρόνια εκείνα φαίνεται στο ακόλουθο αποσπάσματα από το σκεπτικό της αριθ. 12/29 Ιουνίου 1921 απόφαση, του Διοικητικού Δικαστηρίου του Υπουργείου Γεωργίας σύμφωνα με την οποία το δάσος της Δροσοπηγής και του Ελόβου περιήλθε στην Κοινότητα Δροσοπηγής. "ως και την κατάθεσαν των μαρτύρων και ιδίως του Γεωργίου Τσόντου Συνταγματάρχου του Πυροβολικού δράσοντος κατά τον Μακεδονικό Αγώνα υπό το ψευδώνυμο Καπετάν Βάρδας, ως και του Νίκου Συδάκη, Γενικού Προξένου της Ελλάδος τότε εν Μοναστηρίω, αποδεικνύεται ότι εν τη περιοχή εκείνη η Μπελκαμένη διαδραμάτιζε σπουδαίο ρόλο και ουσιωδώς ενδιέφερε την πολεμικήν οργάνωσιν η υπό της Μπελκαμένης απόκτησις του δάσους της Ελατιάς, ίνα χρησιμεύσει ως ασφαλές καταφύγιον των Ελληνικών σωμάτων.
Ως προς τούτο οι μνηθέντες μάρτυρες υπό την ιδιότητά των ειργάσθησαν παράτη Ελληνική Κυβερνήσει, ίνα υποβοηθήση την Κοινότητα εις αγοράν του δάσους, όπερ και επευεύχθη δια δανείου χορηγηθέντος εις αυτήν (επ' ονόματι διαφόρων κατοίκων) επί ενεχύρω των εκδοθέντων ταπίων υπό της Τραπέζης της Ανατολής".
Το Ελοβόν ή Ελατιά ήταν συνοικισμός της Δροσοπηγής με κατοίκους προερχόμενους από την Ήπειρο. Το δάσος του Ελόβου αγοράστηκε το 1906 από επιτροπή Δροσοπηγιωτών, από τους αδελφούς Φατήλ και Αμέτ Μπέηδες που κατοικούσαν στην Καστοριά. Έχει ίχνη παλιού χωριού, ίσως της Βυζαντινής ακόμα εποχής και καταστράφηκε προ πολλών ετών, πριν ακόμα και από τη θεμελίωση της Μπελκαμένης.
Η Δροσοπηγή όμως, είχε και το θλιβερό προνόμιο να βιώσει το δικό της ολοκαύτωμα κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής. Ήταν η 3η του Απρίλη 1944.
Η Δροσοπηγή, το κάστρο κι ορμητήριο των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, ζούσε λεύτερη κι ετοιμάζονταν για τα Θεία Πάθη και την ένδοξη του Χριστού Ανάσταση. Κανένα σημάδι δεν προμήνυε το μελλούμενο, ώσπου μία ασυνήθιστη κίνηση των ανταρτών αναστάτωσε το χωριό. Το νέο διαδόθηκε αστραπιαία.
-'Έρχονται οι Γερμανοί!
Οι αντάρτες που παρακολουθούσαν τις κινήσεις ενός Γερμανικού λόχου, ο οποίος είχε στρατοπεδεύσει στην Άνω Υδρούσα, λάβανε θέσεις μάχης, ακριβώς κάτω από το σημερινό χωριό. 'Όταν η Γερμανική διμοιρία έφθασε στο σημείο της ενέδρας, που είχαν στήσει οι αντάρτες, δέχθηκαν τα αιφνιδιαστικά πυρά. Η ανταλλαγή των πυρών ολιγόωρη. Πέντε Γερμανοί πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Οι άλλοι κατόρθωσαν να διαφύγουν, ακολουθώντας την κοίτη του ποταμού, που τους παρείχε πλήρη προστασία. Οι αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν στο χωριό όπου και εκτελέστηκαν. Όμως και οι αντάρτες είχαν το θύμα τους. Το θάψαμε, όπως θάβουνε τους ήρωες, στο έμπα του νεκροταφείου.
Το βράδυ της ίδιας μέρας, ύστερα από αλλεπάλληλες συσκέψεις, πάρθηκε η απόφαση να εγκαταλείψουνε το χωριό. Συνάξανε τα χρειαζούμενά τους, τα φορτώσανε στα γαϊδουράκια και ξεκινήσανε για το βουνό.
Μικροί και μεγάλοι φορτωμένοι με ό,τι μπορούσανε οδεύανε στον δρόμο του πεπρωμένου αδιαμαρτύρητα.
Αφήνανε πίσω τους ό,τι με κόπους και Θυσίες είχανε κτίσει. Αφήνανε πίσω την καμπάνα για την οποία ήταν περήφανοι, γιατί ήταν η μεγαλύτερη καμπάνα σε όλη τη γη. Αφήνανε πίσω τους το Σχολείο, τα όνειρά τους, τις αναμνήσεις τους.
Στο χωριό είχανε μείνει ανήμποροι γέροι και γριές. Είχανε μείνει όμως πιο πίσω και μερικοί Δροσοπηγιώτες, οι οποίοι με σύνεση, λογική και ωριμότητα, φρόντισαν για την εκταφή των εκτελεσθέντων Γερμανών και την επαναταφή τους σε άλλο μέρος, μη τυχόν από τους απομείναντες γέρους κάποιος μετά από βασανιστήρια ομολογούσε για την εκτέλεση των Γερμανών και υποδείκνυε και το σημείο ταφής τους. Παράλληλα στο σημείο της πρώτης ταφής, γκρέμισαν τον παρακείμενο τοίχο για να χαθούν πλήρως τα ίχνη του αίματος.
Όταν ξημέρωσε η 4η του Απρίλη του 1944, ο Γερμανικός στρατός είχε κυκλώσει το χωριό και αφού δεν συνάντησε καμία αντίσταση, μπήκε μέσα. Λεηλάτησε τα σπίτια και την Εκκλησία και στην συνέχεια τα παράδωσε στις φλόγες.
Σχολείο, Εκκλησία, σπίτια και στάβλοι, κόποι και ποτάμια ιδρώτας μιας ζωής, όλα σωριάστηκαν χάμω. Έμεινε μόνο ορθό το καμπαναριό και ελάχιστα σπίτια, για να μηνάει πως κάποτε υπήρχε χωριό και το εξαφάνισε η μάνητα του πολέμου.
Όμως η γη, η Δροσοπηγιώτικη γη, πέρα από την υλική καταστροφή, βάφτηκε και με το αίμα δύο συγχωριανών μας. Του Μηνά του Γκίνου και της Σοφίας Κυριαζή. O θάνατος όμως του παλικαριού της, του αξέχαστου Θωμάκη Σταθόπουλου, συγκλόνισε τις καρδιές όλων. Στ' ανθό της νιότης του γνώρισε το πιο φρικτό, το πιο αργό θάνατο στην Άνω Υδρούσα.
Το βράδυ της ίδιας μέρας, αφού οι Γερμανοί φύγανε, άρχισε η επιστροφή στο χωριό. Αυτό που αντικρίσανε ήταν Χαλασμός.
Και τα πουλιά δεν είχαν που να κουρνιάσουν. Πάνω από μήνα κάπνιζε το χωριό. Οι συνθήκες διαβίωσης γίνονταν μέρα με την μέρα αβάσταχτες.
Εκείνη την χρονιά δεν στολίσανε τον Επιτάφιο. Δεν ψάλλανε το " H Ζωή εν τάφω". Δεν τσουγκρίσανε τα κόκκινα αβγά. Δεν αναστήθηκε για αυτούς ο Χριστός. Φρόντισαν οι κατακτητές να τον Σταυρώσουν πριν την ώρα.
Δεν το βάλανε όμως κάτω. "Με χαλασμένα σύνεργα" αρχίσανε το έργο της ανοικοδόμησης. Βρήκανε το κουράγιο και τη δύναμη να αντέξουνε, να παλέψουνε και να αποδείξουνε πως η Δροσοπηγιώτικη ψυχή είναι μπολιασμένη με το μπόλι του λεύτερου φτερουγίσματος, της αισιοδοξίας και της δύναμης να παράγει έργο δημιουργικό κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες. Ζώντας σαν τους Σουλιώτες εκεί που οι αετοί κτίζουν φωλιές και οι αστραπές ψηλαφίζουν τις κορφές, επόμενο ήταν να διαμορφώσουν έναν τέτοιον χαρακτήρα.
Κι εκεί που πιστεύανε πως όλα είχαν τελειώσει, μετά την αποχώρηση των Γερμανών και την απελευθέρωση της Ελλάδας, πάλι τον Απρίλη του 1947 πήρανε την διαταγή να εγκαταλείψουνε και πάλι το χωριό.
Τούτη τη φορά όμως για πάντα. Τους πήραν και τους πήγαν στην Σκοπιά. Μοιραστήκαν με τους φιλόξενους Σκοπιώτες τα σπίτια τους. Ζήσανε αδελφωμένοι μέχρι το 1950.
Το 1950 και πάλι με διαταγή μετακινηθήκανε στην Κάτω Υδρούσα. Ζήσανε κι εκεί δύο χρόνια, πάντα αδελφωμένοι. Το 1952 αρχίσανε να κτίζουνε και πάλι το χωριό κάτω από τις πιο δύσκολες κι αντίξοες συνθήκες.
Μία νέα σελίδα άρχισε να γράφεται.
Διαμορφωμένο άρθρο που περιέχει μεγάλο μέρος από την ομιλία του Νεδέλκου Δημητρίου που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της εργασίας Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, του Δημοτικού Σχολείου Δροσοπηγής με Θέμα: «Περπατώντας Γνωρίζουμε καλύτερα τον τόπο μας», Σχολικό έτος 1995-96.
Πωλητής ο Οσμάν Ισμαήλ Πάσιο, κάτοικος της υποδιοίκησης Φλώρινας και ιδιοκτήτης του ημίσεως 42/84, ενός θερινού βοσκοτόπου ( όπως αναφέρεται στο ταπί) γνωστού με το όνομα Μπελκαμένη. Συνολικό κόστος αγοράς (5.000) γρόσια.
Οι αγοραστές πλήρωσαν επιπλέον στον υποδιοικητή της υποδιοίκησης Φλώρινας Ελμά Μπέη, εκατόν πενήντα γρόσια που αντιστοιχούν στο 3% της συνολικής αγοράς κι αποδέχθηκαν να καταβάλλουν τα νόμιμα δέκατα εις τους κυρίους της γης (Τούρκους).
Το άλλο ήμισυ ήτοι 42/84 αγοράστηκαν από τους Κώστα Κοματσούλη ή Τσούλη και Μιχαήλ Κώτε. Στο Αρχείο του Συνεταιρισμού Δασοκτημόνων Δροσοπηγής δεν βρίσκεται το ταπί αγοράς κι ως εκ τούτου δεν γνωρίζουμε ούτε τον πωλητή ούτε το ποσόν αγοράς. Πάντως, από άλλους τίτλους προκύπτει ότι και οι δύο ανωτέρω ήσαν κάτοικοι του Πληκατίου Κονίτσης.
Και οι τέσσερις αυτοί αρχικοί αγοραστές, ενήργησαν για λογαριασμό όλων των άλλων οικογενειών που δεν ήσαν μόνο κάτοικοι του Πληκατίου αλλά και της ευρύτερης περιοχής της Κολώνιας που ανήκε στο Σαντζάκι (επαρχία) Κορυτσάς και στο βιλαέτι (νομό) των Βιτωλίων.
Οι λόγοι που ανάγκασαν τους προπάτορες να μεταναστεύσουν από την 'Ήπειρο στην Μακεδονία ήταν κατ' αρχήν οι παντοειδείς αυθαιρεσίες μίας άδικης και τυραννικής εξουσίας, τα γνωστά δεινοπαθήματα των Ελλήνων στους δίσεκτους χρόνους της Τουρκοκρατίας.
Εξαιτίας αυτής της δεινής κατάστασης, πολλές φορές οι καταπιεζόμενοι Έλληνες αναζητούσαν σε άλλα μέρη καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Τις συνθήκες αυτές τις παρείχαν Τούρκοι γαιοκτήμονες, οι οποίοι υπάγονταν στον κανόνα της εξαίρεσης, ως προς την συμπεριφορά, αλλά συνάμα επιζητούσαν να έχουν υπό την προστασία τους υπηκόους με οικονομική ευρωστία για την αύξηση των εσόδων τους.
Στο μεταξύ, είχε αρχίσει η παρακμή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και πολλοί τσιφλικάδες Τούρκοι άρχισαν να πουλούν τα τσιφλίκια τους είτε στους Εβραίους είτε στους Έλληνες που είχαν κάποια οικονομική επιφάνεια.
Είναι πιθανό κάποιο ρόλο στην αγορά της έκτασης αυτής, να διαδραμάτισε το Ελληνικό Προξενείο στο Μοναστήρι, πιθανόν για την δημιουργία ενός νοητού άξονα στον ορεινό όγκο της Μακεδονίας που αρχίζει από την Κλεισούρα-Λέχοβο-Νυμφαίο-Δροσοπηγή-Πισοδέρι, για να ελέγχει όλες τις ορεινές διαβάσεις της περιοχής.
Σύμφωνα με την παράδοση, η οποία αποτελεί μόνιμη ιστορική δύναμη, οι Τσουλαίοι μία από τις φάρες της Δροσοπηγής, ήσαν αγωγιάτες. Μετέφεραν από την Ήπειρο την πραμάτεια τους στην Μακεδονία κι έπαιρναν από την Φλώρινα σιτηρά. Παράλληλα όμως εκτελούσαν και παραγγελίες των μπέηδων και για τον λόγο αυτόν η τάξη των αγωγιατών στους χρόνους της Τουρκοκρατίας, έχαιρε κάποιας εκτιμήσεως εκ μέρους τους.
Φιλοξενούμενοι σε κάποιο ταξίδι τους, στο σαράι του Μπέη της Κότορης (Υδρούσας) κι ενώ συζητούσαν για διάφορα πράγματα -πάντα στα αρβανίτικα- ο Μπέης τους λέει:
Οι Τσουλαίοι, φαίνεται, μεταφέρανε την πρόταση αυτή του μπέη στους άλλους κι άρχισαν οι διαπραγματεύσεις, οι οποίες και κατάληξαν σε θετικό αποτέλεσμα.
Η ετυμολογία του ονόματος Μπελκαμένη δεν προέρχεται από την σύνθετη σλαβική λέξη Μπελ-Κάμεν δηλαδή άσπρη πέτρα γιατί σε καμιά περιοχή του τόπου δεν υπάρχει άσπρη πέτρα που να εντυπωσιάζει με τον όγκο τη αλλά από τη λέξη Μπαλκάν-ληκ, που δένει και με την παράδοση και σημαίνει δασώδης και ορεινή περιοχή, σύμφωνα με την ερμηνεία, από το Τουρκο-Ελληνικό Λεξικό του I. Χλώρου, καθηγητή της Οθωμανικής στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και Δ/ντού του Πατριαρχικού Οθωμανικού Γραφείου.
Και η Μπελκαμένη είναι και ορεινή (το υψόμετρό της κυμαίνεται από 800 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας μέχρι 1.600 ) και δασώδης, αφού το μεγαλύτερο τμήμα της καλύπτεται από δάσος οξιάς και δρυός.
Με τον ερχομό τους στην ιδιόκτητη πλέον περιοχή τους, εγκαταστάθηκαν σε κάποιο σημείο που ακόμα και σήμερα φέρει την ονομασία Τέντα (από το λατινικό tentum σκηνή).
Εκεί έστησαν τις σκηνές από γιδόμαλλα, κιλίμια και τις στάνες για τα ποίμνιά τους. Στην συνέχεια με την διορατικότητά τους και την κοφτερή τους σκέψη επέλεξαν την τοποθεσία στην οποία θα έχτιζαν το νέο τους χωριό. H επιλογή της τοποθεσίας ήταν συνάρτηση πολλών παραγόντων. Διέθετε νερό, νταμάρια για την εξόρυξη της πέτρας, πανύψηλα δέντρα για την ξυλεία των σπιτιών και προπαντός φυσική οχύρωση. Καραούλια για βιγλάτορες, δύσβατα μονοπάτια, πυκνά δασοσκεπή βουνά που όλα μαζί καθιστούσαν δύσκολη κάθε επιχειρησιακή ενέργεια του εχθρού.
Πριν από την ανέγερση των κατοικιών χάραξαν τους δρόμους. Οριζόντιους με άψογη ρυμοτομία και κάθετους μικρού μήκους για να μην συγκεντρώνονται πολλά όμβρια ύδατα. Και όλοι οι δρόμοι το ίδιο πλάτος. Τέσσερα μέτρα. Και κάτι το πρωτόγνωρο ακόμα και για τη σημερινή εποχή μας. Πλήρες αποχετευτικό δίκτυο, το οποίο διασώζεται ακόμα και σήμερα και ας έχουν περάσει εκατόν πενήντα χρόνια.
Τα σπίτια λιθόκτιστα και ως επί το πλείστον διώροφα και τριώροφα σκεπασμένα με πέτρινες πλάκες (ντράσσες), διέθεταν άνεση κι ευρυχωρία, με πλακόστρωτες αυλές και κήπους κλιμακωτούς στηριγμένους και διαχωρισμένους με ξερολιθιές.
H πλατεία του χωριού στο κέντρο, μεγάλη κι άνετη για όλες τις εκδηλώσεις. O περίλαμπρος Ναός της Αγίας Τριάδας, κτίστηκε το 1853, ήταν εικονογραφημένος από Δροσοπηγιώτες αγιογράφους οι οποίοι είχαν θητεύσει στο Άγιο Όρος απ' όπου είχε μεταφερθεί και η εικόνα της Αγίας Τριάδας.
Τρεις οι λειτουργοί του Υψίστου και εννέα οι ψάλτες. O καθένας με την ενορία του και με τους αγώνες του. Στους τοίχους αντιστήριξης, ανατολικά του Ναού κρύπτες για τη διαφύλαξη των όπλων και των πυρομαχικών του Μακεδονικού Αγώνα.H δε Εκκλησιαστική Επιτροπή είχε προβεί στην κοπή χάλκινων νομισμάτων, τα οποία είχαν αγοραστική δύναμη και στα εμπορικά καταστήματα της Φλώρινας.
Oικογένεια Αρβανιτόβλαχων από τη Δροσοπηγή. |
Τη διαχείριση των εξ αδιαιρέτου τούτων μεριδίων ασκούσε ιδιωτική επιτροπή μέχρι του έτους 1926, μετά συνεστήθη ο συν/σμός διαχείρισης συνιδιοκτησίας δάσους Μπελκαμένης-Ελόβου.
Το 1943 ο συν/σμός πήρε την επωνυμία "Αναγκαστικός Συν/σμός διαχειρίσεως συνιδιοκτησίας του εξ αδιαιρέτου δάσους Δροσοπηγής".
Ο Συνεταιρισμός και οι κάτοικοι του χωριού, εκτός του Σχολείου, κατασκεύασαν την πέτρινη θολωτή γέφυρα, το καγκελωτό δρόμο από τη γέφυρα μέχρι το χωριό πλάτους 4 μέτρων επιστρωμένο με πέτρα (καλντερίμι),την εγκατάσταση πριονιών σε περιοχή που φέρει και σήμερα την ονομασία "Σιάρα" τα οποία κινούνταν με τη δύναμη του νερού.
H απέναντι δασοσκεπής τώρα βουνοπλαγιά ήταν χωρισμένη σε αγροτεμάχια στα οποία καλλιεργούνταν η σίκαλη και η άμπελος.
H γυναίκα η Δροσοπηγιώτισσα ήταν πρωταγωνίστρια. Οι ευθύνες όλες στις πλάτες της, καθώς ο κύρης της βρίσκονταν στα ξένα, όπου θεμέλιωνε σπίτια, γιοφύρια, καταστήματα, τράπεζες. Φημισμένοι τεχνίτες οι Δροσοπηγιώτες άριστοι πελεκητές της πέτρας.
Τα Βαλκάνια γνωστή περιοχή τους, ιδίως η Ρουμανία. Ακόμα και στην Τσαρική Ρουσία έχυσαν ιδρώτα στις σκαλωσιές. H μονή "Σίμωνος Πέτρα" στο Άγιο Όρος κτίστηκε από την κομπανία του Ιωάννη Στυλιάδη.
Σχολεία, Τράπεζες, Ιεροί Ναοί, γιοφύρια, σπίτια στην περιοχή της Φλώρινας είναι κτισμένα από Δροσοπηγιώτες μαστόρους.
Το Νυμφαίο δίκαια θαυμάζεται για την αρχιτεκτονική των κτιρίων του, όμως οι αρχιτέκτονες κτιστάδες ήταν άνθρω¬ποι από τη Δροσοπηγή.
Το Δικαστήριο των εν Φλωρίνη Πρωτοδικών με την αριθμ. 36/19.. απόφασή του εγκρίνει το καταστατικό τον Φιλανθρωπικού Συλλόγου Βελκαμένης "Η ΠΡΟΟΔΟΣ". Ιδέες πρωτοποριακές, όχι μόνο για την εποχή εκείνη αλλά και για την σημερινή διαπνέουν τα άρθρα του καταστατικού. Συγκεκριμένα το άρθρο 3 αναφέρει:
"Μέλη του Συλλόγου γίνονται οι δηλούντες ότι αποδέχονται το καταστατικό αυτό, αδιακρίτως φύλου, έχοντες πάντοτε συμπληρώσει το 16ο έτος της ηλικίας των".
Oικογένεια Αρβανιτόβλαχων από τη Δροσοπηγή. |
Και το άρθρο 24 αναφέρει: "Εν περιπτώσει διαλύσεως του Συλλόγου άπαν το υπάρχον χρηματικό ποσόν διατίθεται υπέρ της Ελληνικής Δημοτικής Σχολης Βελκαμένης". Κι εδώ πρωταρχικός στόχος η Παιδεία.
Κατά την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα και της Εθνικής Αντιστάσεως η Δροσοπηγή ήταν πρωτοπόρα και λόγω της φυσικής της οχύρωσης και λόγω του πλήθους των κρυψάνων που είχαν κατασκευασθεί για την προστασία των ανταρτών.
Η μεγάλη προσφορά της Δροσοπηγής στα χρόνια εκείνα φαίνεται στο ακόλουθο αποσπάσματα από το σκεπτικό της αριθ. 12/29 Ιουνίου 1921 απόφαση, του Διοικητικού Δικαστηρίου του Υπουργείου Γεωργίας σύμφωνα με την οποία το δάσος της Δροσοπηγής και του Ελόβου περιήλθε στην Κοινότητα Δροσοπηγής. "ως και την κατάθεσαν των μαρτύρων και ιδίως του Γεωργίου Τσόντου Συνταγματάρχου του Πυροβολικού δράσοντος κατά τον Μακεδονικό Αγώνα υπό το ψευδώνυμο Καπετάν Βάρδας, ως και του Νίκου Συδάκη, Γενικού Προξένου της Ελλάδος τότε εν Μοναστηρίω, αποδεικνύεται ότι εν τη περιοχή εκείνη η Μπελκαμένη διαδραμάτιζε σπουδαίο ρόλο και ουσιωδώς ενδιέφερε την πολεμικήν οργάνωσιν η υπό της Μπελκαμένης απόκτησις του δάσους της Ελατιάς, ίνα χρησιμεύσει ως ασφαλές καταφύγιον των Ελληνικών σωμάτων.
Ως προς τούτο οι μνηθέντες μάρτυρες υπό την ιδιότητά των ειργάσθησαν παράτη Ελληνική Κυβερνήσει, ίνα υποβοηθήση την Κοινότητα εις αγοράν του δάσους, όπερ και επευεύχθη δια δανείου χορηγηθέντος εις αυτήν (επ' ονόματι διαφόρων κατοίκων) επί ενεχύρω των εκδοθέντων ταπίων υπό της Τραπέζης της Ανατολής".
Το Ελοβόν ή Ελατιά ήταν συνοικισμός της Δροσοπηγής με κατοίκους προερχόμενους από την Ήπειρο. Το δάσος του Ελόβου αγοράστηκε το 1906 από επιτροπή Δροσοπηγιωτών, από τους αδελφούς Φατήλ και Αμέτ Μπέηδες που κατοικούσαν στην Καστοριά. Έχει ίχνη παλιού χωριού, ίσως της Βυζαντινής ακόμα εποχής και καταστράφηκε προ πολλών ετών, πριν ακόμα και από τη θεμελίωση της Μπελκαμένης.
Η Δροσοπηγή όμως, είχε και το θλιβερό προνόμιο να βιώσει το δικό της ολοκαύτωμα κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής. Ήταν η 3η του Απρίλη 1944.
Η Δροσοπηγή, το κάστρο κι ορμητήριο των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, ζούσε λεύτερη κι ετοιμάζονταν για τα Θεία Πάθη και την ένδοξη του Χριστού Ανάσταση. Κανένα σημάδι δεν προμήνυε το μελλούμενο, ώσπου μία ασυνήθιστη κίνηση των ανταρτών αναστάτωσε το χωριό. Το νέο διαδόθηκε αστραπιαία.
-'Έρχονται οι Γερμανοί!
Οι αντάρτες που παρακολουθούσαν τις κινήσεις ενός Γερμανικού λόχου, ο οποίος είχε στρατοπεδεύσει στην Άνω Υδρούσα, λάβανε θέσεις μάχης, ακριβώς κάτω από το σημερινό χωριό. 'Όταν η Γερμανική διμοιρία έφθασε στο σημείο της ενέδρας, που είχαν στήσει οι αντάρτες, δέχθηκαν τα αιφνιδιαστικά πυρά. Η ανταλλαγή των πυρών ολιγόωρη. Πέντε Γερμανοί πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Οι άλλοι κατόρθωσαν να διαφύγουν, ακολουθώντας την κοίτη του ποταμού, που τους παρείχε πλήρη προστασία. Οι αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν στο χωριό όπου και εκτελέστηκαν. Όμως και οι αντάρτες είχαν το θύμα τους. Το θάψαμε, όπως θάβουνε τους ήρωες, στο έμπα του νεκροταφείου.
Το βράδυ της ίδιας μέρας, ύστερα από αλλεπάλληλες συσκέψεις, πάρθηκε η απόφαση να εγκαταλείψουνε το χωριό. Συνάξανε τα χρειαζούμενά τους, τα φορτώσανε στα γαϊδουράκια και ξεκινήσανε για το βουνό.
Μικροί και μεγάλοι φορτωμένοι με ό,τι μπορούσανε οδεύανε στον δρόμο του πεπρωμένου αδιαμαρτύρητα.
Αφήνανε πίσω τους ό,τι με κόπους και Θυσίες είχανε κτίσει. Αφήνανε πίσω την καμπάνα για την οποία ήταν περήφανοι, γιατί ήταν η μεγαλύτερη καμπάνα σε όλη τη γη. Αφήνανε πίσω τους το Σχολείο, τα όνειρά τους, τις αναμνήσεις τους.
Στο χωριό είχανε μείνει ανήμποροι γέροι και γριές. Είχανε μείνει όμως πιο πίσω και μερικοί Δροσοπηγιώτες, οι οποίοι με σύνεση, λογική και ωριμότητα, φρόντισαν για την εκταφή των εκτελεσθέντων Γερμανών και την επαναταφή τους σε άλλο μέρος, μη τυχόν από τους απομείναντες γέρους κάποιος μετά από βασανιστήρια ομολογούσε για την εκτέλεση των Γερμανών και υποδείκνυε και το σημείο ταφής τους. Παράλληλα στο σημείο της πρώτης ταφής, γκρέμισαν τον παρακείμενο τοίχο για να χαθούν πλήρως τα ίχνη του αίματος.
Όταν ξημέρωσε η 4η του Απρίλη του 1944, ο Γερμανικός στρατός είχε κυκλώσει το χωριό και αφού δεν συνάντησε καμία αντίσταση, μπήκε μέσα. Λεηλάτησε τα σπίτια και την Εκκλησία και στην συνέχεια τα παράδωσε στις φλόγες.
Σχολείο, Εκκλησία, σπίτια και στάβλοι, κόποι και ποτάμια ιδρώτας μιας ζωής, όλα σωριάστηκαν χάμω. Έμεινε μόνο ορθό το καμπαναριό και ελάχιστα σπίτια, για να μηνάει πως κάποτε υπήρχε χωριό και το εξαφάνισε η μάνητα του πολέμου.
Όμως η γη, η Δροσοπηγιώτικη γη, πέρα από την υλική καταστροφή, βάφτηκε και με το αίμα δύο συγχωριανών μας. Του Μηνά του Γκίνου και της Σοφίας Κυριαζή. O θάνατος όμως του παλικαριού της, του αξέχαστου Θωμάκη Σταθόπουλου, συγκλόνισε τις καρδιές όλων. Στ' ανθό της νιότης του γνώρισε το πιο φρικτό, το πιο αργό θάνατο στην Άνω Υδρούσα.
Το βράδυ της ίδιας μέρας, αφού οι Γερμανοί φύγανε, άρχισε η επιστροφή στο χωριό. Αυτό που αντικρίσανε ήταν Χαλασμός.
Και τα πουλιά δεν είχαν που να κουρνιάσουν. Πάνω από μήνα κάπνιζε το χωριό. Οι συνθήκες διαβίωσης γίνονταν μέρα με την μέρα αβάσταχτες.
Εκείνη την χρονιά δεν στολίσανε τον Επιτάφιο. Δεν ψάλλανε το " H Ζωή εν τάφω". Δεν τσουγκρίσανε τα κόκκινα αβγά. Δεν αναστήθηκε για αυτούς ο Χριστός. Φρόντισαν οι κατακτητές να τον Σταυρώσουν πριν την ώρα.
Δεν το βάλανε όμως κάτω. "Με χαλασμένα σύνεργα" αρχίσανε το έργο της ανοικοδόμησης. Βρήκανε το κουράγιο και τη δύναμη να αντέξουνε, να παλέψουνε και να αποδείξουνε πως η Δροσοπηγιώτικη ψυχή είναι μπολιασμένη με το μπόλι του λεύτερου φτερουγίσματος, της αισιοδοξίας και της δύναμης να παράγει έργο δημιουργικό κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες. Ζώντας σαν τους Σουλιώτες εκεί που οι αετοί κτίζουν φωλιές και οι αστραπές ψηλαφίζουν τις κορφές, επόμενο ήταν να διαμορφώσουν έναν τέτοιον χαρακτήρα.
Κι εκεί που πιστεύανε πως όλα είχαν τελειώσει, μετά την αποχώρηση των Γερμανών και την απελευθέρωση της Ελλάδας, πάλι τον Απρίλη του 1947 πήρανε την διαταγή να εγκαταλείψουνε και πάλι το χωριό.
Τούτη τη φορά όμως για πάντα. Τους πήραν και τους πήγαν στην Σκοπιά. Μοιραστήκαν με τους φιλόξενους Σκοπιώτες τα σπίτια τους. Ζήσανε αδελφωμένοι μέχρι το 1950.
Το 1950 και πάλι με διαταγή μετακινηθήκανε στην Κάτω Υδρούσα. Ζήσανε κι εκεί δύο χρόνια, πάντα αδελφωμένοι. Το 1952 αρχίσανε να κτίζουνε και πάλι το χωριό κάτω από τις πιο δύσκολες κι αντίξοες συνθήκες.
Μία νέα σελίδα άρχισε να γράφεται.
Διαμορφωμένο άρθρο που περιέχει μεγάλο μέρος από την ομιλία του Νεδέλκου Δημητρίου που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της εργασίας Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, του Δημοτικού Σχολείου Δροσοπηγής με Θέμα: «Περπατώντας Γνωρίζουμε καλύτερα τον τόπο μας», Σχολικό έτος 1995-96.