Το Μεγάροβο (εκ του μέγας+ρους)
βρίσκεται επτά χιλιόμετρα δυτικά του Μοναστηρίου. Πρόκειται για χωριό, με
ανεκτίμητη προσφορά στον πολιτισμό και στα γράμματα. Στα χρόνια της
οθωμανοκρατίας, οι ηρωικοί κάτοικοί του[1],
χάρη στις δικές τους θυσίες και στις ευεργεσίες των αποδήμων συμπατριωτών,
οργάνωσαν την παιδεία κατά τρόπο υποδειγματικό, ώστε τα σχολεία του Μεγαρόβου
να αποτελούν, λήγοντος του 19ου αι., φάρο που φώτιζε τις πέριξ
περιοχές.
Μία πτυχή της προσφοράς των υπόδουλων Μεγαροβιτών στα
ελληνικά γράμματα θα παρουσιασθεί σε αυτή την εισήγηση, βασισμένη σε ανέκδοτες
και άγνωστες επιστολές. Θα παρουσιάσουμε τα «Στυλίδεια» σχολεία, ήτοι το
Παρθεναγωγείο και το Νηπιαγωγείο Μεγαρόβου, τα οποία έφεραν το όνομα του
μεγάλου ευεργέτη Στεργίου Στυλίδη, ο οποίος χάρη των σχολείων θυσίασε «αφειδώς
τους πολυετείς ιδρώτας» του.
Αναμνηστική φωτογραφία ελληνοβλάχων μαθητών και δασκάλων από το Μεγάροβο και το Τύρνοβο το 1910. Αρχείο Μουσείου Μακεδ. Αγώνα |
Η ιστορία του «Στυλιδείου Παρθεναγωγείου» αρχίζει με
μία επιστολή του Στεργίου Στυλίδη, μετανάστη, εμπορευόμενου στο Βουκουρέστι,
στις 16 Μαρτίου 1893. Σε αυτή την επιστολή, απευθυνόμενη προς τον εκπρόσωπό του
Μιχαήλ Δανάμπαση, στα Βιτώλια, ο πάσχων στους οφθαλμούς Στέργιος Στυλίδης τον
παρακαλεί να ειδοποιήσει την εφορεία των ελληνικών εκπαιδευτηρίων Μεγαρόβου αν
εγκρίνουν την αγορά της οικίας του Διαμαντή Στερ. Πέτρου, προκειμένου να
χρησιμεύσει ως Παρθεναγωγείο και κατοικία των διδασκαλισσών. Σε περίπτωση
που το εγκρίνουν, αμέσως θα εμβάσει διακόσιες πενήντα λίρες Τουρκίας για την
αγορά και πενήντα λίρες για τη μετατροπή της οικίας. Έχει δε την πρόθεση να
αναλάβει και τη συντήρηση του Παρθεναγωγείου από το ερχόμενο σχολικό έτος.
Σε απάντηση της παραπάνω επιστολής, η εφορεία
αναγγέλλει στον Στέργιο Στυλίδη το διορισμό της «εις το βαρύ και λεπτοφυές υπούργημα»
της εφορείας και την παραλαβή της επιστολής του, μέσω του αντιπροσώπου του. Όσο
δε αφορά στο θέμα της επιστολής του, θα συνεργασθούν με τον εν λόγω
αντιπρόσωπο, με την προσήκουσα σοβαρότητα, όπως συνεργάσθηκαν μέχρι τούδε.
Επειδή, όμως, δεν έληξε αισίως το θέμα της αγοράς της
ως άνω μνημονευόμενης οικίας, ο Στέργιος Στυλίδης, σε επιστολή του της 5ης
Μαΐου 1893 προς τον Μιχαήλ Δανάμπαση, επανέρχεται, μεταβάλλοντας την αρχική
σκέψη του. Πρώτα, διαμαρτύρεται, διότι ο Μιχαήλ Δανάμπασης υποψιάζεται ότι ο
ευεργέτης δεν τον εμπιστεύεται. Δεύτερο, δηλώνει ότι μεταβάλλει την απόφασή του
για την αγορά της οικίας. Προς στιγμήν είχε αποφασίσει να την αγοράσει για τον
εαυτό του και απλώς επιθυμούσε να μάθει εάν στην τιμή των διακοσίων πενήντα
λιρών συμπεριλαμβάνονταν και τα λιβάδια. Όμως, φοβάται μήπως δώσει στους
εχθρούς του αφορμή να δημιουργήσουν σκάνδαλο, διότι με την ανέγερση του
Παρθεναγωγείου θα θελήσουν να λάβουν στην κατοχή τους το κτήριο, το οποίο θα
χρησιμεύσει ως Παρθεναγωγείο. Επιθυμεί να έλθει αρωγός στις χρηματικές ανάγκες
της πατρίδος του και τον παρακαλεί να κοινοποιήσει στη σχολική εφορεία του
Μεγαρόβου[2]
ότι από το επόμενο έτος 1894 αναλαμβάνει τη συντήρηση και του Παρθεναγωγείου.
Γι’ αυτό το λόγο θα ήταν καλό να του αποστείλει η εφορεία τον προϋπολογισμό
εξόδων του Παρθεναγωγείου του τρέχοντος σχολικού έτους 1892-1893. Επιθυμεί δε
να φαίνονται, κατά το δυνατό λεπτομερέστερα, οι γενόμενες δαπάνες για τη συντήρηση
του Παρθεναγωγείου, ακόμη και οι ελάχιστες, αλλά και οι βελτιώσεις που μπορούν
να ενισχυθούν χωρίς μεγάλες θυσίες. Κατ’ αυτό τον τρόπο θα είναι σε θέση να
ορίσει αμέσως το ποσόν της επιχορήγησης.
Η σχολική εφορεία του Μεγαρόβου απάντησε, στις 20
Μαΐου, ότι η προηγούμενη εφορεία, σε απολογιστική έκθεσή της περί όλων των
σχολείων, είχε καταχωρίσει στα έξοδα του Παρθεναγωγείου εξήντα πέντε τουρκικές
λίρες. Με την εγνωσμένη πρόθεση του Στεργίου Στυλίδη να αναλάβει τη συντήρησή
του, αναζωπυρώθηκαν οι χρηστές ελπίδες της, τουλάχιστον για το Παρθεναγωγείο,
να «εξαχθή εκ της αυχμηράς καταστάσεως», στην οποία περιήλθε λόγω χρεών,
και αποφάσισε ότι χρειάζεται πλέον να περατωθούν οι ελλείψεις και να
«ενισχυθώσιν αι προσήκουσαι βελτιώσεις».
Γνωρίζουν, λοιπόν, στον Στυλίδη ότι, για να ανορθωθεί
και επανέλθει το Παρθεναγωγείο «εις την προσήκουσαν αξιοπρέπειαν και προτέραν νοικοκυρίαν»,
έχει ανάγκη διδασκάλου που να είναι τελειόφοιτος Γυμνασίου, μιας διευθύντριας
και σχηματισμού τρίτης τάξεως ελληνικού τμήματος. Για όλα αυτά απαιτούνται
εκατόν δέκα πέντε έως εκατόν είκοσι λίρες, δεδομένου ότι αυξάνονται οι μισθοί
των διδασκάλων. Μόνο για τους μισθούς των διδασκάλων, κατά το τρέχον σχολικό
έτος, δαπανήθηκαν εβδομήντα εννέα λίρες. Μία διευθύντρια, «ουχί πολλού λόγου
αξία», πληρώνεται με τριάντα πέντε λίρες, ένας ιερέας διδάσκαλος δέκα πέντε
λίρες, η πρώτη βοηθός, δέκα πέντε λίρες και η δεύτερη βοηθός, δέκα τέσσερις
λίρες˙ συνολικά εβδομήντα εννέα λίρες. Με την τρίτη τάξη «Ελληνικών»[3],
όπως ανασχηματίσθηκε, τα έξοδα υπολογίζονται ότι θα φθάσουν στις εκατόν
δέκα πέντε έως εκατόν είκοσι λίρες.
Είναι πολύ σημαντική η απαντητική επιστολή του
Στυλίδη, στις 30 Ιουνίου 1893. Εν πρώτοις παρατηρεί ότι, ενώ στον ισολογισμό
του 1890-1891 οι δαπάνες του Παρθεναγωγείου ήσαν εξήντα τέσσερις λίρες, κατά το
λήξαν έτος 1892-1893 ανήλθαν στις εβδομήντα εννέα λίρες. Στη συνέχεια δίνει τις
εξής πρακτικές συμβουλές: Να ενεργούν με όσο γίνεται μεγαλύτερη οικονομία, να
σκέπτονται «πρακτικώτερον» και να διδάξουν στα κορίτσια του
Παρθεναγωγείου πρώτον τα της πίστεως και κατόπιν οικιακή οικονομία, να μάθουν
κοπτική και ραπτική. Φρονεί ότι αυτά αρκούν, διότι είναι τα πιο πρακτικά και
αναγκαία μαθήματα και μπορούν κάλλιστα να συντηρήσουν οποιαδήποτε οικογένεια
«εν ανθηρά σχετική καταστάσει και να μη χανώμεθα εις θεωρίας υψηλάς, κεντήματα
και λοιπά τα οποία γεμίζουν τας κεφαλάς με αύρα του ψευδοπολιτισμού και
επιφέρουν την πτωχείαν και δυστυχίαν».
Δηλώνει ότι αναλαμβάνει τη συντήρηση του
Παρθεναγωγείου, το οποίο επιθυμεί να φέρει το όνομά του, και προς τούτο ορίζει
το ποσόν των εκατόν ναπολεονίων[4].
Δεν επιθυμεί, όμως, να υπερβούν οι δαπάνες αυτό το ποσόν, το οποίο περιέκοψε
από τα ατομικά του έξοδα. Αναλαμβάνει αυτό το καθήκον, μολονότι βρίσκεται σε
δυσχερή οικονομική θέση, στην οποία τον περιήγαγε το μέτρο της ελληνικής
κυβέρνησης να μη πληρώνει τα τοκομερίδια των χρεωγράφων της. Παρακαλεί να του
στείλουν έως το τέλος του έτους τακτικό λογαριασμό. Τέλος, ο αντιπρόσωπός του
Μιχαήλ Δανάμπασης θα τους επιμετρήσει πενήντα ναπολεόνια στην έναρξη του
σχολικού έτους, τα δε άλλα πενήντα θα τα εμβάσει αργότερα.
Πράγματι, η σχολική εφορεία του Μεγαρόβου,
ανταποκρινόμενη στην «αγαθήν αίτησιν του εν Βλαχία επί πεντηκονταετίαν
διαβιώσαντος» Στεργίου Στυλίδη, συνέταξε πρακτικό την 1η Σεπτεμβρίου
1893, στο οποίο δηλώνει: Από αυτή την ημερομηνία το ελληνικό Παρθεναγωγείο, το
οποίο μέχρι τότε συντηρούσε η κοινότητα, μεταβαίνει υπό την πλήρη διατήρηση
και συντήρηση του ως άνω μεγάλου ευεργέτη και λαμβάνει την ονομασία «Στυλίδειον
Ελληνικόν Παρθεναγωγείον». Παραλλήλως καθιερώνει ως εορτή υπέρ του Στυλιδείου
Νηπιαγωγείου και του Στυλιδείου Παρθεναγωγείου τη δεύτερη ημέρα των
Χριστουγέννων, ημέρα κατά την οποία εορτάζει ο ευεργέτης Στέργιος Στυλίδης,
διότι σύμφωνα με το βλαχικό έθιμο οι φέροντες το όνομα Στέργιος εορτάζουν αυτή
την ημέρα, σε ανάμνηση του Αστέρος της Βηθλεέμ[5].
Έχοντας, λοιπόν, την οικονομική στήριξη, η σχολική
εφορεία προέβη σε μεταρρυθμίσεις και επιλογή νέου προσωπικού για το
Παρθεναγωγείο, τις οποίες ανακοίνωσε στον Στυλίδη με επιστολή της στις 14
Νοεμβρίου 1893. Με την πρωτοβουλία του Μητροπολίτη Πελαγονίας Αλεξάνδρου, του
Προέδρου της εφοροεπιτροπής, και με την έγκριση του γυμνασιάρχη, συμφώνησαν να
προσλάβουν, ως διευθύντρια του Παρθεναγωγείου, την Αναστασία Παπαδοπούλου, η
οποία δίδαξε επί επτά έτη ως παρθεναγωγός στην Κορυτσά, με μισθό σαράντα δύο
ναπολεόνια. Πρώτη βοηθός της διευθύντριας η καταγόμενη από το Ελβασάν
Κωνσταντίνα Λαζαρίδου, τελειόφοιτος του Παρθεναγωγείου των αδελφών Πινίκα[6],
με μισθό είκοσι τρία ναπολεόνια. Δεύτερη βοηθός η επί έτη διατελέσασα με το
ίδιο καθήκον Μαρία Ζωγράφου, με μισθό δώδεκα ναπολεόνια. Τρίτη βοηθός η Ζωή Γ.
Τσουλάκη, απόφοιτος της πρώτης περιόδου του Παρθεναγωγείου. Ως ανώτερος όλων
βοηθός προσελήφθη για την ανώτατη τάξη ο π. Σωτήριος, τελειόφοιτος του
Γυμνασίου Βιτωλίων[7]
και διετής της θεολογικής σχολής των Αθηνών, με μισθό δέκα οκτώ ναπολεόνια. Το
«απολύτως» αναγκαίο μάθημα της ραπτικής ανέλαβαν εναλλάξ η διευθύντρια,
η πρώτη και η τρίτη βοηθός.
Στην ίδια επιστολή η εφοροεπιτροπή γνωρίζει στον
Στυλίδη ότι, μέσω των αδελφών Παπάζογλου[8],
απέστειλε το πρόγραμμα και το ωρολόγιο των διδασκομένων μαθημάτων. Από αυτά
καταδεικνύεται ο αριθμός των μαθητριών και οι σχηματισθείσες έξι τάξεις, «άτε
της τελευταίας μικράς Α΄ διδασκομένης εν τω Νηπιαγωγείω, διά το ασφαλέστερον».
Τριάντα μαθήτριες του Παρθεναγωγείου ήσαν άπορες. Γι’ αυτό εγκρίθηκε να λάβουν
δωρεάν βιβλία και γραφική ύλη.
Σε αυτή την επιστολή απάντησε ο Στυλίδης στις 18
Δεκεμβρίου 1893. Με τη διακριτικότητα που τον διέκρινε, τους διασαφηνίζει ότι
ποτέ δεν σκέφθηκε ούτε σκέπτεται να αναμιχθεί στα των σχολείων. Πρώτο, δεν
ευτύχησε να είναι εγγράμματος[9]
και δεύτερο βρίσκεται μακριά τους. Παρά ταύτα, ως συμπατριώτης τους, τους
συνιστά «την αυστηροτέραν οικονομίαν», διότι οι ημέρες είναι «πονηρές»
περί τα οικονομικά, αλλά και γνωρίζουν πολύ καλά ότι, για να εξασφαλίσει τα
χρήματα της επιχορήγησης, περικόπτει από τα έξοδα της δικής του συντήρησης.
Προσθέτει, όμως, ακόμη έξι ναπολεόνια, συνεπώς του λοιπού θα λαμβάνουν εκατόν
έξι ναπολεόνια. Τη δεύτερη δόση του τρέχοντος σχολικού έτους 1893-1894 θα τους
εμβάσει, μέσω του Μιχαήλ Δανάμπαση, περί τις αρχές Φεβρουαρίου 1894.
Στην ίδια επιστολή ο Στυλίδης τούς γνωρίζει ότι τον
λυπεί «καιρίως», όταν ακούει ότι υπάρχει διχόνοια μεταξύ τους[10].
Τους καλεί να την «αποσκορακίσουν» και το ελάχιστο που έχουν να κάνουν
είναι να μη λαμβάνουν «τα κοινά και ιδίως τα σχολειακά ως παλαίστραν»
των ατομικών τους παθών.
Συνεπώς το 1894 το Παρθεναγωγείο ήταν για πρώτη φορά
«τακτικόν και πλήρες» ως προς το προσωπικό, τις τάξεις και τα είδη των
μαθημάτων. Αυτό σημειώνει η εφοροεπιτροπή σε επιστολή της προς τον
ευεργέτη Στυλίδη, την 14η Ιουλίου 1894, με την οποία αποστέλλει το
πρόγραμμα των εξετάσεων του Παρθεναγωγείου και τη λογοδοσία της διευθύντριας.
Εκτός από το Παρθεναγωγείο, ο Στέργιος Στυλίδης είχε
αναλάβει και τη συντήρηση του Νηπιαγωγείου, από το 1885. Γι’ αυτό έφερε το
όνομα του ευεργέτη, επονομαζόμενο «Στυλίδειον Νηπιαγωγείον». Επειδή μάλιστα ο
Στυλίδης είχε αναλάβει τη συντήρηση του Νηπιαγωγείου πριν από το Παρθεναγωγείο,
σε επιστολή της εφορείας (14-11-1893) αποκαλούνταν «πρεσβύτερον τέκνον» του
Στυλίδη.
Εδώ αξίζει να δούμε πώς γίνονταν οι εξετάσεις του
Στυλιδείου Νηπιαγωγείου, τις οποίες περιγράφει η σχολική εφορεία σε επιστολή
της προς τον Στέργιο Στυλίδη, στις 10 Ιουλίου 1893, συνοδεύουσα τη φωτογραφία
των εξετάσεων, που απαθανάτισε φωτογράφος του Μοναστηρίου, κατ’ απαίτηση όλων
των παρισταμένων.
Τα πλατάνια του Αγίου Δημητρίου Μεγαρόβου |
Οι εξετάσεις έγιναν την Κυριακή 27 Ιουνίου στην
αυλή της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου, υπό τη σκιά των μεγάλων δένδρων. Το
μεγάλο ακροατήριο στεκόταν αμφιθεατρικώς και άκουε «μετ’ ευλαβείας» τις
απαντήσεις των διακοσίων σχεδόν νηπίων, τα μικρά ποιήματά τους, τα τραγούδια
και τα παιχνίδια. Τα παιδιά του Νηπιαγωγείου ήσαν σε έδρα «επί δοκών
ανυψουμένη», ιστάμενα και αυτά αμφιθεατρικώς. Στη μέση ήταν η φωτογραφία του Στυλίδη,
δεξιά και αριστερά δύο μαθήτριες του Παρθεναγωγείου και λίγο πιο πάνω δύο
διδάσκαλοι. Δεν έλειψαν και οι «κατανυκτικώταται δεήσεις» των νηπίων υπέρ της
υγείας του ευεργέτη.
Στην εκδήλωση παρίστατο και η αδελφή του Στυλίδη, η
Αγορίτσα, «συγκινημένη και δακρύουσα μεταξύ της νηπιαγωγού και των δύο βοηθών
και των εξαπτερύγων»[11].
Παρίσταντο επίσης οι τέσσερις ιερείς του Μεγαρόβου Στέργιος, Ιωάννης, Ναούμ και
Σωτήριος.
Περί των εξετάσεων του Νηπιαγωγείου αρυόμαστε
πληροφορίες και από έκθεση του Αντωνίου Μυτιληναίου (3 Ιουλίου 1895), ο οποίος
μετέβη στο Μεγάροβο για να εορτάσει τις εορτές των Αγίων Αποστόλων, η δε
παρουσία του εκεί συνέπεσε με τις εξετάσεις. Ιδού πώς τις περιγράφει.
Οι εξετάσεις έγιναν στην αυλή της εκκλησίας του
Αγίου Δημητρίου, υπό τη σκιά των γερασμένων βελανιδιών. Προ της ανατολής του
ηλίου είχαν συγκεντρωθεί όλοι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, καθήμενοι αριστερά
και δεξιά. Στο μέσον υπήρχε η εξέδρα, ύψους πέντε μέτρων, διασκευασμένη
αμφιθεατρικώς σε έξι σειρές. Πρώτα οι ιερείς ανέπεμψαν δέηση. Κατόπιν τα νήπια
έψαλαν τον ύμνο προς το σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ Β΄ και τον ύμνο προς τον ευεργέτη
Στέργιο Στυλίδη. Οι εξετάσεις περιελάμβαναν ερωτήσεις, στις οποίες τα νήπια
απαντούσαν «ευστοχώτατα, διά των μαλλίνων σφαιρών διαφόρων χρωματισμών,
διά των ξυλίνων κυλίνδρων τας επιφανείας, τας γωνίας κτλ.». Τα νήπια της
Α΄ τάξης του Αστικού σχολείου[12]
διάβαζαν ελεύθερα και απαντούσαν κάλλιστα στις γραμματικές ερωτήσεις, στη
διαίρεση γραμμάτων, στην αριθμητική, συγκεκριμένα στην αφαίρεση και πρόσθεση.
Τα νήπια ήσαν ηλικίας πέντε και έξι ετών, έτοιμα να προβιβασθούν στη Β΄ τάξη
του Αστικού σχολείου.
Με την ευκαιρία της εκεί παρουσίας του, ο
Αντώνιος Μυτιληναίος ανέγνωσε την έκθεση του Ναούμ Βαρζάκου, στην οποία έκανε
απολογισμό της πενταετούς θητείας του στην εποπτεία του Νηπιαγωγείου.
Στην έκθεσή του ο Ναούμ Βαρζάκου παραδέχεται ότι
από το Νηπιαγωγείο «δεν αναμένονται μεγάλα μαθήματα, ζητούνται όμως δεξιαί
ψυχαγωγίαι, δυνάμεναι επί της ευπλάστου και τρυφεράς ηλικίας αυτών να
εναποταμιεύσωσι βάσεις στερεάς» για τις ανώτερες τάξεις και έτσι να προχωρήσουν
απρόσκοπτα, ώστε να εκλείψουν διά παντός «οι επάρατοι ανάξιοι προβιβασμοί,
η αόρατος αύτη πανώλη των σχολείων και αέναος πηγή δυσαρεσκειών
και απογοητεύσεων». Προσθέτει ότι διαίρεσαν το Νηπιαγωγείο σε δύο τμήματα Α΄
και Β΄ «καθαρώς νηπιαγωγικά» και Α΄ «Αστικήν τάξιν». Στα δύο τμήματα του
Νηπιαγωγείου διδάσκουν δύο βοηθοί, στην δε Α΄ Αστική τάξη, η οποία απαρτίζεται
από τα νήπια που αρίστευσαν και κατ’ εκλογήν προβιβάζονται από το Β΄ τμήμα του
Νηπιαγωγείου, διδάσκει η ίδια η διευθύντρια του Νηπιαγωγείου.
Όπως μαθαίνουμε από επιστολή της νέας εφοροεπιτροπής
προς τον Στέργιο Στυλίδη, στις 14 Ιουλίου 1894[13],
εκείνη τη χρονιά έγιναν οι εξετάσεις του μεν Νηπιαγωγείου «την πρώτην ημέραν
των Αγίων Αποστόλων», προφανώς στις 29 Ιουνίου, του δε Παρθεναγωγείου τη
δεύτερη, ήτοι στις 30 Ιουνίου.
Η εφορεία των σχολείων, με το πρακτικό της 10ης
Ιουλίου 1894, είχε καθιερώσει ως σχολική εορτή την Κυριακή του Θωμά[14].
Με την ίδια πράξη καθιέρωσε να τελείται την 10η Οκτωβρίου «μεγάλη
αγρυπνία υπέρ των ξενιτευομένων», οι οποίοι ενδιαφέρονταν για τα σχολεία του
Μεγαρόβου. Η αυτή εφορεία, παραδίδοντας τους λογαριασμούς της, εκφράζει τη
βαθειά της λύπη, διότι δεν μπόρεσε να εξοφλήσει τελείως τους μισθούς των
διδασκάλων, «ων την στενοχωρίαν βαθέως συμμερίζεται», εύχεται δε η επόμενη
επιτροπή να φανεί γενναιότερη και ευνοϊκότερη. Αυτό δηλώνει ότι η εφορεία των
σχολείων, μολονότι είχε την επιχορήγηση του Στυλίδη, δεν ήταν σε θέση να
εκπληρώσει εξ ολοκλήρου τις υποχρεώσεις της προς τους διδάσκοντες. ΄Αλλωστε η επιχορήγηση
του Στυλίδη προορίζονταν αποκλειστικά για τη συντήρηση των σχολείων.
Η εφοροεπιτροπή, σε επιστολή της 18ης
Δεκεμβρίου 1894 προς τον Στέργιο Στυλίδη, αναφορικά με την επιθυμία του να
γίνει οικονομία στις δαπάνες, γράφει ότι οι μισθοί του μεν Παρθεναγωγείου
ανήλθαν σε εκατόν ένα ναπολεόνια, του δε Νηπιαγωγείου σε τριάντα πέντε και μισό
ναπολεόνια, συνολικά εκατόν τριάντα έξι και μισό ναπολεόνια, ήτοι κατά επτά
ναπολεόνια λιγότερα από τα περυσινά. Δηλώνει ότι δεν ήταν δυνατό να γίνει
μεγαλύτερη οικονομία, χωρίς να πληγεί η λειτουργία των σχολείων. Προτείνουν,
όμως, τους εξής τρόπους για να γίνει οικονομία: Πρώτον, εάν αφαιρεθεί από το
Παρθεναγωγείο η τρίτη τάξη «του Ελληνικού» και παύσει η δωρεάν χορήγηση βιβλίων
στα ορφανά του Παρθεναγωγείου και του Νηπιαγωγείου. Δεύτερον, εάν προσληφθεί ως
διευθύντρια μία απόφοιτος του Παρθεναγωγείου Βιτωλίων, με μισθό τριάντα
ναπολεόνια, και ένας καλός και ηλικιωμένος διδάσκαλος, τελειόφοιτος του
Γυμνασίου, αντί σαράντα ναπολεονίων, μαζί με τις άλλες δύο βοηθούς που
υπάρχουν.
Όμως το μεν πρώτο μέτρο εξαρτάται από την απόφαση και
διάθεση του Στυλίδη[15]
και αφορά στο επόμενο σχολικό έτος. Το δε δεύτερο παρουσιάζει τα εξής
προβλήματα: Πρώτο, οι απόφοιτες του Παρθεναγωγείου Μεγαρόβου δεν είναι ικανές
για να αναλάβουν τη διεύθυνση του Παρθεναγωγείου, ως και ανώτερα τμήματα
«Ελληνικού σχολείου ή μόνον Παρθεναγωγείον δημοτικών τάξεων», ακόμη και αν
κάποια από αυτές έχει πείρα. Δεύτερο, δεν βρίσκεται εύκολα διδάσκαλος,
τελειόφοιτος του Γυμνασίου Μεγαρόβου, ικανός να αναλάβει ανώτερη τάξη και
ηλικιωμένος, δηλαδή κατάλληλος από πολλές πλευρές.
Παράλληλα ανακοινώνει η εφορεία στον Στυλίδη ότι μία
απόφοιτος του Στυλιδείου Παρθεναγωγείου εξετάσθηκε στο Παρθεναγωγείο Βιτωλίων,
προβιβάσθηκε στην όγδοη τάξη «κατά το νέον σύστημα» και στην Α΄ Γυμνασίου,
«κατά το αρχαίον», και έλαβε το βαθμό άριστα.
Συνημμένο στην ίδια επιστολή απέστειλε η εφορεία των
σχολείων τον «καταρτισμό» του Παρθεναγωγείου και του Νηπιαγωγείου, του σχολικού
έτους 1894/1895, στον οποίο εμφαίνονται οι τάξεις και οι μισθοί των
διδασκόντων.
Το Παρθεναγωγείο έχει έξι τάξεις: Γ΄, Β΄, Α΄ «του Ελληνικού»
και Δ΄, Γ΄, Β΄ του Δημοτικού. Διδάσκουν οι: Αναστασία Παπαδοπούλου,
διευθύντρια, «καλή, εγγράμματος και χρηστοηθεστάτη», με μισθό σαράντα τέσσερα
ναπολεόνια. Η Παρασκευή Κοντοπούλου, τελειόφοιτος του Παρθεναγωγείου Βιτωλίων,
με βαθμό άριστα, «πρωτοετής», με μισθό δέκα οκτώ ναπολεόνια[16].
Η Μαρία Ζωγράφου, με μισθό δέκα τρία ναπολεόνια, η Ζωή Γ. Τσουλάκη, με μισθό
ένδεκα ναπολεόνια, και ο ιερεύς Σωτήριος[17],
διετής του Πανεπιστημίου Αθηνών «διά την ανωτάτην τρίτην τάξιν Ελληνικού και
Ιερά»[18],
με μισθό δέκα πέντε ναπολεόνια[19].
Συνολικά οι μισθοί των διδασκόντων στο Παρθεναγωγείο στοιχίζουν εκατόν ένα
ναπολεόνια.
Το Νηπιαγωγείο έχει «Α΄ τάξιν Αστικής» και δύο τμήματα
Νηπιαγωγείου Α΄ και Β΄. Διδάσκουσες είναι οι εξής: Νηπιαγωγός η Χρυσ. Νάστου,
με μισθό είκοσι επτά και μισό ναπολεόνια, η Αθηνά Ζωγράφου, απόφοιτος του
Στυλιδείου Παρθεναγωγείου, «πρωτοετής», με μισθό τέσσερα ναπολεόνια και η
Ζαχαρία Αναστασίου, απόφοιτος του Στυλιδείου Παρθεναγωγείου, με μισθό τέσσερα
ναπολεόνια. Οι μισθοί τους ανέρχονται συνολικά σε τριάντα και μισό ναπολεόνια.
Με την ευκαιρία των επικείμενων ονομαστηρίων του
μεγάλου ευεργέτη, οι έφοροι και οι υπερδιακόσιοι μαθητές των Στυλιδείων
σχολείων τού ευχήθηκαν «από μέσης καρδίας έτη μακραίωνα, αβραμιαία και
πατριαρχικά», σε επιστολή τους στις 20 Δεκεμβρίου 1897. Οι έφοροι, μάλιστα,
«εκέντησαν τας φιλοτιμίας των μαθητριών των δύο ανωτέρων τάξεων» και τους
υπέδειξαν το θέμα για να γράψουν εκθέσεις, όπως η καθεμιά αντιλαμβάνονταν τη
σπουδαιότητα αυτής της εορτής, θέλοντας έτσι να τους καλλιεργήσουν το αίσθημα
της ευγνωμοσύνης.
Το Παρθεναγωγείο είχε απτά αποτελέσματα, όπως φαίνεται
σε επιστολή που απέστειλε στις 13 Νοεμβρίου 1902 ο Ναούμ Βαρζάκου
στον Στέργιο Στυλίδη. Σε αυτήν πρώτον εκφράζει τη λύπη του για την πικρία που
προκάλεσαν στον ευεργέτη των σχολείων τα όσα συνέβησαν μεταξύ της σχολικής
εφορείας Μεγαρόβου και του αντιπροσώπου του Πέτρου Δανάμπαση, καθώς και η
παραλαβή ανωνύμων επιστολών. Κατόπιν τον πληροφορεί ότι δέκα μαθήτριες του
Στυλιδείου Παρθεναγωγείου έγιναν διδασκάλισσες. Οι εκ Μεγαρόβου ορμώμενες
διορίσθηκαν στο Βεράτιο, στην Αυλώνα, στη Μοσχόπολη, στο Δυρράχιο, στην
Καβάγια, στο Πισοδέρι. Οι εκ Τυρνόβου ορμώμενες διορίσθηκαν σε τρεις πόλεις.
Περιχαρείς οι έφοροι, αναγγέλλουν ότι το επόμενο έτος θα έχουν και άλλες,
έτοιμες να διδάξουν σε σχολεία. «Ιδού», καταλήγουν, «όλαι αυταί αι
διδασκάλισσαι είναι τέκνα ιδικά σου[20]
και λαμβάνουν μισθόν διακοσίων τριάντα έως διακοσίων πενήντα λιρών περίπου, με
τον οποίον μισθόν οικονομούσι τας οικογενείας αυτών και μίαν ημέραν και αυταί
θα αποκατασταθώσι[21].
Ιδού ψηλαφητός ο καρπός των ευεργεσιών σου, όστις θα είναι σεβαστός αιωνίως».
Ο Στέργιος Στυλίδης συνέχιζε να συντηρεί τα σχολεία. Ο
ευρισκόμενος στο Βουκουρέστι Γιαννάκης Δανάμπασης[22],
στις 27 Ιανουαρίου 1903, πληροφορούσε περί τούτου σε επιστολή του τη σχολική
εφορεία Μεγαρόβου. Τους γνωστοποιούσε ότι, κατά τις αλλεπάλληλες συνεντεύξεις
του με τον ευεργέτη, αυτός υποσχέθηκε ότι θα εξακολουθεί να συντηρεί τα
σχολεία. Γι’ αυτό το λόγο θα γράψει στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, οι τόκοι
του εκεί «κατατιθεμένου αφιερώματος» να αποστέλλονται του λοιπού κατ’ ευθείαν
στον αντιπρόσωπό του Πέτρο Δανάμπαση, στα Βιτώλια, ώστε να συνεχίζει αυτός να
εκπληρώνει κατά γράμμα την εντολή «του ευεργέτου». Επειδή, μάλιστα, ο Πέτρος
Δανάμπασης αποτελεί το alter ego του Στυλίδη, γι’ αυτό επιβάλλεται οι εκάστοτε
εφορεύοντες να διατηρούν πάντοτε καλές σχέσεις μαζί του. Τα δε παράπονά τους
εναντίον του, που έφθασαν είτε με ανώνυμες επιστολές είτε κατ’ ευθείαν στον Στυλίδη,
συνέβαλαν να ψυχράνουν «τον ένθερμον άλλως πατριωτισμόν του».
Παρόμοια ευχάριστα νέα έγραφε ο Γιαννάκης Δανάμπασης
στον Ναούμ Βαρζάκου, παλαιότερο μέλος της εφοροεπιτροπής, σε επιστολή του υπό
την ίδια ημερομηνία. Συγχρόνως τον πληροφορούσε ότι ο Στυλίδης αποφάσισε, «εάν
η ησυχία παγιωθή»[23],
να περάσει τις τελευταίες ημέρες του βίου του ανάμεσα στους συγγενείς και στα
πνευματικά του τέκνα. Πριν από αυτά, όμως, σκοπεύει να μεταβεί στη Βιέννη, για
θεραπεία των πασχόντων οφθαλμών του, και από εκεί πιθανώς στην Κέρκυρα, για
λίγο καιρό. Σχετικά δε με την περιουσία του συνέστησε στον Στυλίδη να
μεταβιβάσει στον Γεώργιο Οικονόμου όλη την περιουσία του, προκειμένου να την
ασφαλίσει και να εκλείψει για πάντα κάθε αφορμή για επάνοδό του στη Ρουμανία.
Με το θέμα της περιουσίας του Στυλίδη και της
επιχορήγησης ασχολήθηκε και ο Αντώνιος Μ. Πίσχας, σε επιστολή του προς την
εφοροεπιτροπή, στις 19 Μαρτίου 1903. Σε αυτήν εκθέτει ότι ο γέροντας πλέον
Στυλίδης «κατήντησε παλίμπαις», ότι ισχύουν τα περί των τόκων στην
Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, αλλά του λοιπού πλέον δηλώνει να τον «αφήσουν
ήσυχον» και ας κάνουν κάτι και οι άλλοι. Γι’ αυτό τους συνιστά να αναζητήσουν
συνδρομές, για να συμπληρώσουν την ελλιπή επιχορήγηση του Στυλίδη. Το επίδομα,
το οποίο έστελνε μέχρι τούδε από το ιδιαίτερο ταμείο του, μπορούν να το
αντικαταστήσουν με ετήσια συνδρομή των πλουσιοτέρων πατριωτών, «ήτις ας
λογισθή και ως δίδακτρα», ώστε ο τόκος από την τράπεζα να μένει ακέραιος για τα
ορφανά και πτωχά παιδιά. Ως τέτοιους, εξωτερικούς, συνδρομητές, οι οποίοι θα
έλθουν ύστερα από τους εσωτερικούς, συνιστά συγκεκριμένους Μεγαροβίτες που
εγκαταβιούν στη Ρουμανία, στη Σμύρνη, στη Σερβία, στα Δαρδανέλλια, στην Οδησσό,
στην Κωνσταντινούπολη. Πολύ δε πιθανό θεωρεί ο Α. Πίσχας να αλλάξει τη
διαθήκη του ο Στυλίδης και να προικοδοτήσει τα σχολεία και με άλλα κεφάλαια.
΄Αλλωστε ο τόκος της Εθνικής Τράπεζας, ύστερα από ένα ή δύο έτη, πιθανό να
φθάσει τα εκατό ναπολεόνια και θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο, με την πάροδο του
χρόνου[24].
Τα σχολεία του Μεγαρόβου αντιμετώπισαν προβλήματα και
μάλιστα από εκεί που ουδείς θα ανέμενε, από τον πρόεδρο της εφοροεπιτροπής, τον
εκ Μεγαρόβου καταγόμενο Μητροπολίτη Πελαγονίας Αλέξανδρο (1894-1896). Ο
Μητροπολίτης έπαυσε την επιχορήγηση των σχολείων του Μεγαρόβου με εκατό λίρες
Τουρκίας, προφανώς όταν έμαθε ότι επιχορηγούνται από τον Στυλίδη.
Η εφοροεπιτροπή αντέδρασε άμεσα. Απέστειλε στον
Μητροπολίτη επιστολή, στις 26 Φεβρουαρίου 1894. Τονίζουν ότι «η τοιαύτη
απόφασις των ενδιαφερομένων διά το Μεγάροβον βουληφόρων επροξένησε
μεγίστην λύπην και αίσθησιν». Πιστεύουν ότι η παύση της επιχορήγησης είναι
αποτέλεσμα υπερβολικής εκτίμησης του Μεγαρόβου ή πεπλανημένων υπολογισμών,
χωρίς κακή πρόθεση. Η ευεργεσία του Στυλίδη ήλθε «θεία προνοία εις επίρρωσιν
των ελληνικών γραμμάτων». Πουθενά αλλού ακόμη και το εκατοστό του λεπτού δεν
έχει τόση αξία, όση στο Μεγάροβο. Ακόμη και «το κερμάτιον» ξοδεύεται για την
πνευματική τροφή. Η αγάπη των Μεγαροβιτών προς τα ελληνικά γράμματα είναι
«αρχαίον κληρονόμημα». Τα σχολεία του χρονολογούνται από το 1817, οπότε «παραλλήλως
ηκολούθει» τις Σέρρες και την Κοζάνη. Στον πνευματικό του περίβολο συνέρρεαν
μαθητές από Αχρίδα, Ρέσνα, Μηλόβιστα, Κρούσοβο, Φλώρινα, Περλεπέ, ακόμη και από
τα ίδια τα Βιτώλια, τα οποία τότε υστερούσαν κατά πολύ «ένεκα καιρικών
περιστάσεων». Τα σχολεία του Μεγαρόβου θεωρούνταν «δευτέρα Χάλκη, αφού
οι καλλίτεροι των διδασκάλων εδίδαξαν εκεί». Μολονότι το Μεγάροβο υπέκυψε στο
φυσικό νόμο της παρακμής, με τη μετανάστευση πολλών από τις καλύτερες
οικογένειες στα Βιτώλια και αλλού, η Θεία Πρόνοια, ανταμείβοντας την αγάπη τους
προς τα γράμματα, ήλθε αρωγός διά του Στυλίδη.
Αυτήν ακριβώς τη συνδρομή του Στυλίδη θεώρησε η
Μητρόπολη ικανή, ώστε να διακόψει την επιχορήγησή της. Αλλά η συνδρομή του
Στυλίδη ήλθε να συγκρατήσει μόνο το Παρθεναγωγείο, το οποίο κλονιζόταν και κατ’
όνομα μόνο υφίστατο. «Μη διά της προσφοράς ταύτης της ευεργεσίας επήλθον τα
πλούτη του Κροίσου; Ουχί βεβαίως», γράφουν οι έφοροι. Απλώς επήλθε μία
ανακούφιση με πενήντα έως εξήντα ναπολεόνια, διότι ο Στυλίδης αξιώνει τα εκατό
ναπολεόνια να ξοδευθούν «μετά ιδιαιτέρων σημειώσεων» για την αξιοπρεπή
διατήρηση του Στυλιδείου Παρθεναγωγείου. Επομένως, ακόμη και αν δεν υπήρχε η
εξοικονόμηση των πενήντα έως εξήντα λιρών, τα σχολεία του Μεγαρόβου θα είχαν
υποστεί «και νέαν κολόβωσιν, μη ούσης επαρκούς και της εκατολίρου επιχορηγήσεως
της Ιεράς Μητροπόλεως».
Συνεχίζοντας η επιτροπή, δηλώνει ότι σήμερα οι πόροι
ελαττώθηκαν κατά το ήμισυ, διότι εξέλιπαν το δάσος και άλλα πολλά. ΄Αλλωστε
«διά τας χρηματικάς στενοχωρίας» των κατοίκων και διά «τας προσηλυτιστικάς
αποπείρας» της ρουμανικής προπαγάνδας δεν είναι δυνατό να φορολογούνται οι
Μεγαροβίτες, προκειμένου να λειτουργήσουν τα σχολεία με αξιοπρέπεια.
Περατώνοντας την επιστολή τους οι έφοροι, δηλώνουν ότι
στηρίζουν τις ελπίδες τους στον Θεό, υποβάλλουν στον Μητροπολίτη τους ετήσιους
ισολογισμούς, προκειμένου να δει ιδίοις όμμασι «την βεβαίαν και απόλυτον
ανάγκην» των σχολείων, και τον παρακαλούν θερμώς «εν τη εξιδιασμένη μερίμνη»
του ως προέδρου να φροντίσει για την αποκατάσταση της επιχορήγησης, χωρίς να
λείψει «ουδεμία τετραμηνία ή κερμάτιον αυτής».
Η εφορεία των σχολείων Μεγαρόβου επανήλθε στο ίδιο
ζήτημα, με δεύτερη επιστολή της στις 16 Μαρτίου 1894, προφανώς επειδή δεν
υπήρξε λύση.
Επαναλαμβάνουν ότι η παύση της επιχορήγησης είναι
επιβλαβής για τα σχολεία. Θυμίζουν την ιστορία των σχολείων, ότι η εισφορά του
Στυλίδη ωφελεί το ταμείο της κοινότητος κατά πενήντα έως εξήντα λίρες για τη
διατήρηση του Παρθεναγωγείου, τις οποίες η κοινότητα πρωτύτερα ξόδευε υπέρ
αυτού˙ με το Νηπιαγωγείο δε αντικατέστησε την «Αδελφότητα» του Μεγαρόβου[25],
η οποία το είχε συστήσει και το διατηρούσε με τους μικρούς πόρους της. Τα έσοδα
της κοινότητος ελαττώθηκαν, ενώ τα έξοδα αυξήθηκαν, τα δε έσοδα από το δάσος
και πολλά άλλα εξέλιπαν. Δεν είναι, όμως, μόνο τα Στυλίδεια σχολεία. Είναι και
τα Αρρεναγωγεία της κοινότητος. Η καθυστέρηση της επιχορήγησης λυπεί κάθε
Μεγαροβίτη, πόσο μάλλον μία πιθανή παύση των σχολείων.
Προκειμένου, τέλος, να βεβαιωθεί ο Μητροπολίτης
ασφαλέστερα για τη θέση, στην οποία βρίσκονται τα σχολεία, του προσφέρουν «το μέγα
βιβλίον της κοινότητος», στο οποίο είναι καταχωρισμένοι οι ετήσιοι
ισολογισμοί εσόδων και εξόδων των σχολείων, των τελευταίων ετών. Με αυτό τον
τρόπο θα δει ιδίοις όμμασι την οικονομική κατάσταση των σχολείων και την πηγή
των πόρων τους. Τον παρακαλούν δε να διαβιβάσει όλα αυτά τα στοιχεία στους
αρμόδιους, μαζί με τις παρακλήσεις τους για άμεση και ακέραιη αποκατάσταση της
επιχορήγησης.
Επειδή η Μητρόπολη έδειξε αδιαφορία για την επίλυση
του ζητήματος, από κοινού οι προκάτοχοι και οι τότε έφοροι των σχολείων του
Μεγαρόβου απευθύνθηκαν με επιστολή τους, στις 31 Μαρτίου 1894, στον Οικουμενικό
Πατριάρχη Νεόφυτο, ο οποίος είχε διατελέσει Μητροπολίτης Πελαγονίας κατά τα έτη
1891-1894.
Στην επιστολή τους, εν πρώτοις εκφράζουν τις
ευχές και τη χαρά τους, διότι ο Θεός τον ανύψωσε στον Πατριαρχικό θρόνο, «από
του ύψους του οποίου, ως από αστεροσκοπείου», θεάται τον μεγάλο και ευρύτατο
ορίζοντα της Εκκλησίας.
Κατόπιν περιγράφουν τη σύγχρονη κατάσταση, ότι, μετά
από την αναχώρησή του από την επαρχία τους, τα δημόσια πράγματα του Μεγαρόβου
περιήλθαν «εις ήκιστα ευχάριστον θέσιν». Όλα, όμως, ήσαν ανεκτά, εφόσον
λειτουργούσαν τα ελληνικά σχολεία με επάρκεια πόρων, τους οποίους συμπλήρωνε η
επιχορήγηση της Μητροπόλεως, η μόνη ζωτική και κύρια ικμάδα των σχολείων.
Βεβαίως, από το φθινόπωρο του 1893 ο Στέργιος
Στυλίδης, ο οποίος εδώ και μερικά χρόνια συντηρούσε το Νηπιαγωγείο, ανέλαβε τη
συντήρηση και του Παρθεναγωγείου, επιχορηγώντας το με εκατό ναπολεόνια. Με αυτή
την επιχορήγηση διασώθηκε το Παρθεναγωγείο «από την κολόβωσιν», την
οποία επρόκειτο να υποστεί, διότι το επίδομα της Μητροπόλεως δεν αρκούσε «να αντισηκώση
την ελάττωσιν των πόρων και προσόδων», εφόσον εξέλιπαν τα έσοδα από το δάσος
και πολλά άλλα έσοδα όχι μόνο στείρευσαν, αλλά και στειρεύουν. Η ευεργεσία του
Στυλίδη ανακούφισε την κοινότητα από πενήντα έως εξήντα λίρες, τις οποίες
δαπανούσε για το Παρθεναγωγείο.
Η Ιερά Μητρόπολη νόμισε ότι με το ευεργέτημα του
Στυλίδη τα έσοδα για τη συντήρηση των σχολείων επαρκούν πλέον και ως «καθήκον
αγαθοποιίας» θεώρησε να αφαιρέσει το επίδομα, χωρίς να προσέξει τις
προφορικές εξηγήσεις και τις δύο αναφορές της εφορείας, στις οποίες εκτέθηκαν
οι ισολογισμοί των τελευταίων ετών, όπου φαίνονταν η οικονομική δυσχέρεια των
Αρρεναγωγείων. Δεν πείσθηκε και αρνήθηκε από το φθινόπωρο του 1893 να χορηγεί
το επίδομα. Από τον κατάλογο των επιδοτούμενων σχολείων απέκλεισε μόνο τα σχολεία
του Μεγαρόβου.
Τελευτώντας την επιστολή τους, οι έφοροι τονίζουν ότι
με αυτή την απόφαση της Μητροπόλεως μαραίνονται τα σχολεία του Μεγαρόβου, στα
οποία συνέρρεαν μαθητές από όλα τα πέριξ μέρη, «και αυτών των Βιτωλίων
υπολειπομένων». Επομένως, εάν σιωπήσουν, είναι αναγκασμένοι να κολοβώσουν εκ
νέου τα σχολεία, πράγμα το οποίο τους δυσαρεστεί ή καλύτερα τους θανατώνει.
Επισείουν τον κίνδυνο της ρουμανικής προπαγάνδας[26],
λέγοντας ότι το άδικο μέτρο της Μητροπόλεως συνηγορεί προς τις προσηλυτιστικές
απόπειρες «των εποφθαλμιώντων και καραδοκούντων τοιαύτην ευκαιρίαν διά
το Μεγάροβον». Γι’ αυτό παρακαλούν τον Πατριάρχη να τείνει «χείρα αρωγόν» και
να ενεργήσει ενώπιον των αρμοδίων για να αντικατασταθεί και εξασφαλισθεί όσο
γίνεται πιο γρήγορα το επίδομα ακέραιο.
Η σχολική εφορεία του Μεγαρόβου επανήλθε με τρίτη
επιστολή προς τον Μητροπολίτη Αλέξανδρο, στις 4 Απριλίου 1894.
Στην επιστολή υπενθυμίζει ότι το Σεπτέμβριο του 1893 ο
Στέργιος Στυλίδης είχε αναλάβει να επιχορηγεί την εφορεία με εκατό ναπολεόνια,
προοριζόμενα αποκλειστικά για τη συντήρηση του Παρθεναγωγείου. Η Μητρόπολη
νόμισε ότι, εφόσον αφαιρείται αυτό το βάρος «εκ του δημοσίου ταμείου», θα
μπορούν «να οικονομώνται» τα άλλα σχολεία των αρρένων με τα υπόλοιπα
έσοδα και, μεριμνώντας για τα δικά της συμφέροντα και την οικονομία, έκρινε
καλό να περικόψει από το Σεπτέμβριο του 1893 το επίδομα που έδινε για τα
σχολεία. Αγνοούσε, όμως, παντελώς ότι οι περιστάσεις έγιναν χειρότερες, διότι
αφαιρέθηκαν τα έσοδα από το δάσος και γι’ αυτό επήλθε μεγίστη ζημία στα έσοδα
της κοινότητος. Το αποτέλεσμα ήταν να μη μπορούν «να οικονομώνται» τα σχολεία
των αρρένων, ακόμη και αν υπήρχε η επιχορήγηση της Μητροπόλεως, χωρίς να
υπολογίζεται το Παρθεναγωγείο που επιχορηγούνταν.
Στη συνέχεια η εφορεία παραθέτει πίνακα εσόδων και
εξόδων, στον οποίο περιλαμβάνονται έσοδα δέκα επτά χιλιάδες λίρες και έξοδα
είκοσι εννέα και ήμισυ χιλιάδες λίρες, εκ των οποίων για μισθούς διδασκάλων
δαπανήθηκαν δέκα έξι χιλιάδες και εξακόσιες λίρες. Επομένως προκύπτει έλλειμμα
δώδεκα και ημίσεος χιλιάδων λιρών. Ακόμη και αν επιβάλλονταν «γενική» φορολογία
ή άλλα μέσα, δεν θα μπορούσε να «αντισηκώνεται» η κακή θέση των σχολείων.
Τέλος, η εφορεία υποβάλλει θερμή παράκληση να
ενεργήσει ο Μητροπολίτης «εν τη εξιδιασμένη μερίμνη» του στους αρμοδίους για να
αποκατασταθεί το επίδομα.
Την κατάσταση των σχολείων εκθέτει η εφοροεπιτροπή με
εκτενή επιστολή προς τον νεοεκλεγέντα Μητροπολίτη Πελαγονίας Κοσμά (1896-1899),
στις 11 Δεκεμβρίου 1895.
Εν πρώτοις, ασχολείται με την «ταπείνωση» που επέφερε
στο Μεγάροβο ο διδάσκαλος Πέτρος Κουρίνας[27].
Λέγει ότι δυστυχώς οι προφορικές καταθέσεις δεν ήσαν επαρκείς για να αναιρέσουν
όλες τις κατηγορίες «κατά του ατυχούς διδασκάλου». Αντιθέτως
παραποιήθηκαν. Παρήλθαν όλοι οι κίνδυνοι και τώρα παρουσιάζονται «μνηστήρες
του Ελληνισμού του Μεγαρόβου», ίσως μερικοί από αυτούς διαβλέποντας δόξα και
επιτυχία με την ταπείνωση του Μεγαρόβου. Διαμαρτύρεται για την αδικία στο
«ταλαίπωρον Μεγάροβον», διότι εξελήφθη ότι είναι αχάριστο και αγνώμον προς τους
προστάτες και εκμεταλλεύεται τους ευεργέτες του. Απειλήθηκε το επίδομα που
χορηγούνταν και αμφισβητήθηκε το πατριωτικό φρόνημα των κατοίκων του από
άνθρωπο, ο οποίος όφειλε να είναι άριστα μυημένος, αφού κλήθηκε προστάτης από
τόσο χρόνο. Ίσως αυτό να έγινε και από άγνοια.
Κατόπιν δηλώνουν ότι το ελληνικό Μεγάροβο δεν είναι
δημιούργημα και «άγρα των επιχορηγήσεων», που άρχισαν από το 1881-1882. Τα
σχολεία του, τα οποία χρονολογούνται από το 1808-1810[28],
ήσαν ισάξια με εκείνα των Σερρών και της Κοζάνης και, λόγω της σπουδαιότητος
των διδασκάλων του, θεωρούνταν «δευτέρα εν Μακεδονία Χάλκη». Προσέρχονταν
μαθητές από Νάουσα, Βελβενδό, Φλώρινα, Αχρίδα, Ρέσνα, Κρούσοβο, Περλεπέ,
Μηλόβιστα, Νιζόπολη, ακόμη και από τα ίδια τα Βιτώλια, τα οποία τότε
υπολείπονταν, λόγω «των καιρικών χαλεπών περιστάσεων».
Από το 1880 τα σχολεία του Μεγαρόβου
διατηρήθηκαν σε ψηλή περιωπή, συντηρούμενα όχι από επιχορηγήσεις και
επιδόματα, αλλά από τον οβολό της ελεημοσύνης, τον ιδρώτα των κατοίκων, τους
οποίους παρακινούσε ο πόθος προς τα γράμματα και η άποψή τους για τα σχολεία,
τα οποία θεωρούσαν «σέμνωμα».
Όταν μετέπειτα το Μεγάροβο περιήλθε στο φυσικό
νόμο της παρακμής και της πτώχειας, συγχρόνως δε ανεφάνη και «ο ρουμανισμός,
μετερχόμενος μύρια μέσα, ισχυρά πολλάκις», κανένας δεν υπήρχε για να διασώσει
το Μεγάροβο από τη διπλή μάστιγα της παρακμής και της ρουμανικής
προπαγάνδας[29].
Μόνοι τους διεξήγαγαν τον αγώνα «κατά του ρουμανισμού» και ξεπέρασαν τον
κίνδυνο. Αυτό τουλάχιστον έπρεπε να ληφθεί υπόψη. Τα σχολεία του παραμένουν
«φάρος και στερεόν υπόδειγμα εν τη άνω Μακεδονία». Φρόντισαν και τα σχολεία να
τηρήσουν στην προσήκουσα θέση και τους εποφθαλμιώντες ρουμανιστές[30]
να «απαυδήσωσι», προξενώντας τους απελπισία. Μέσα στην αγωνία του έκανε
ό,τι έκανε ο εν λόγω διδάσκαλος, ο οποίος έπρεπε να δηλώσει περί της αθωότητός
του.
Επομένως το χορηγούμενο επίδομα ήταν ελάχιστη
ανταμοιβή, «σχετικώς με άλλα άγονα μέρη».
Εν κατακλείδι, η εφορεία παρακαλεί να έχει τη
φιλανθρωπία και την αγαθότητά του, ελπίζοντας και σε μία «οικονομία», με την
οποία και αυτή θα μπορέσει να εκπληρώσει τα καθήκοντά της προς την Πατρίδα και
«τα μηχανευθέντα άτομα να μην αποκατασταθώσι, ένεκα της αγνοίας των».
΄Ολοι παρακινούνται «υπό του προς την Πατρίδα έρωτος και υπό της αρετής
του καλού».
Αυτή ήταν σε πολύ αδρές γραμμές η προσφορά των
Στυλιδείων σχολείων του Μεγαρόβου. Με πολλά μηνύματα και διδάγματα για μας,
όταν διαπιστώνουμε πόσο ο υπόδουλος Ελληνισμός φρόντιζε τα σχολεία και τους
διδασκάλους του. Αλλά και πολλή νοσταλγία.
Ταφόπλακα από το παλιό νεκροταφείο του Αγ. Δημητρίου |
Σήμερα, όταν στο Μεγάροβο βλέπεις τα χαλάσματα των
σχολείων, την εγκατάλειψη του Αγίου Δημητρίου, αισθάνεσαι πως ακούς μεν τις
φωνές των παιδιών και ζεις τη ζωή του Μεγαρόβου, αλλά και θλίβεσαι για την
παρακμή. Αυτοί οι τόποι σε πονούν. Λυπείσαι για το τι απέμεινε, αλλά και
καμαρώνεις για το διάβα του οικουμενικού Ελληνισμού.
ΠΗΓΕΣ
Ανέκδοτες επιστολές της σχολικής εφορείας Μεγαρόβου
και του ευεργέτη των Στυλιδείων σχολείων Στεργίου Στυλίδη.
Εκκλησιαστική Αλήθεια (1908), τ. 2.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βακαλόπουλος, Κ. (1987). Μακεδονία και Τουρκία,
1830-1878. Θεσσαλονίκη: Βάνιας.
Του αυτού. (1992). Ιστορία του βόρειου Ελληνισμού,
Μακεδονία. Θεσσαλονίκη: Κυριακίδης.
Του αυτού. (1994). Σύγχρονα εθνολογικά όρια του
Ελληνισμού στα Βαλκάνια. Θεσσαλονίκη: Κυριακίδης.
Του αυτού. (1999). Νεότερη Ιστορία της Μακεδονίας
(1830-1912). Θεσσαλονίκη: Ηρόδοτος.
Βασιλειάδης, Ν. (2004). Η ελληνική παρουσία στη
νότια Σερβία από τους βαλκανικούς πολέμους έως το μεσοπόλεμο. Θεσσαλονίκη:
Ανατροπή.
Γεωργιάδης, Ν. (1984). ΄Οσα έγραψα στο Μοναστήρι,
1903-1912. Θεσσαλονίκη: ΕΜΣ.
Ηλιάδου-Τάχου, Σ. (2001). Η εκπαίδευση στη Δυτική
και Βόρεια Μακεδονία (1840-1914). Θεσσαλονίκη: Ηρόδοτος.
Της αυτής. (2003). Ο Ελληνισμός του Μοναστηρίου
Πελαγονίας, Κοινοτικός βίος και εκπαίδευση. Θεσσαλονίκη: Ηρόδοτος.
Κολτσίδας, Α. (1994). Ιδεολογική συγκρότηση και
εκπαιδευτική οργάνωση των Ελληνοβλάχων στο βαλκανικό χώρο.
Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη.
Του αυτού. (2003). Ιστορία του Μοναστηρίου της
Πελαγονίας και των περιχώρων του. Θεσσαλονίκη: Κυριακίδης
Μπέτσας, Γ. (2005). Θεσμικές και λειτουργικές όψεις
της εκπαίδευσης των ελληνορθοδόξων κοινοτήτων της οθωμανικής επικράτειας.
Θεσσαλονίκη: Κυριακίδης.
Cидовски, K. (2013).
Народот со многу татковини. Скопје.
SUMMARY
In this paper anecdotal
and unknown letters are presented about “Stylideion” schools of Megarovo,
namely the Girls’ School and the Kindergarten, that were financially supported
by the trader of Bucharest Stergios Stylidis, native of Megarovo.
This benefactor in question
from the school year 1893-1894 undertook the maintenance of the Girls’ school,
while already being in charge of the maintenance of the Kindergarten
since 1885. He funded the schools with one hundred and six napoleoans. Reforms
took effect in Girls’ school under Stylidis’ support by
recruiting new staff and reforming the program which included six classes, and
also an A «Urban» class and two sections in Kindergarten.
In the benefactor’s
correspondence with the local school boards his agonizing concern, as well as
his advice for «stricter economy», for practical lessons and unity are
revealed. As for the school boards they made their budgets, expenditure
and the curriculum known to him and they presented to him all about
the exams during the celebration of the Apostles, the school celebration of
Thomas’ Sunday (Sunday after Easter) and the celebration for
“Stylideion” schools on the second day after Christmas, the namesday of
Stylidis. “Stylideia” schools gained great reputation because they attracted
students even from remote areas, and also because from those schools women
teachers graduated, who were appointed in different cities. Unfortunately the
school went through hardship, however, by the decision of the Bishop of
Pelagonia Alexander to cease the metropolis subsidy to the schools of Megarovo.
In 1894, the school inspectors reacted to this decision, with three letters to
the Bishop and one to the ecumenical Patriarch Neophytos. The letters contained
the overall activity of Megarovo schools – which were considered as a «Second
Halki» for the surrounding areas – as well as their reaction against the
Romanian propaganda.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Αρχιμ. Ειρηναίος Χατζηεφραιμίδης είναι Αναπληρωτής
Καθηγητής του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης Πανεπιστημίου Δυτικής
Μακεδονίας, με γνωστικό αντικείμενο «Ορθοδοξία και πολιτισμός». ΄Εχει
δημοσιεύσει δώδεκα βιβλία και είκοσι πέντε άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά,
συλλογικούς τόμους και πρακτικά επιστημονικών συνεδρίων.
Διδάσκει τα μαθήματα: «Ορθοδοξία και πολιτισμός στην
Εκπαίδευση», «Διδακτική των Θρησκευτικών», «Πολιτισμικά στοιχεία των Ολυμπιακών
αγώνων του 4ου αι. μ.Χ.». Στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών
αναλύει, παιδαγωγικά, θεολογικά και φιλολογικά, τον παιδαγωγικό λόγο του Μ.
Βασιλείου «Προς τους νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων.
Συμμετείχε ως εισηγητής σε δεκατρία -διεθνή και μη-
επιστημονικά συνέδρια και ημερίδες. Διοργάνωσε τέσσερις επιστημονικές ημερίδες
στο ΠΤΔΕ.
———————————————————–
[1] Ασχολούνταν με την
κτηνοτροφία, το εμπόριο, τη ραπτική και τη χρυσοχοΐα. Κολτσίδας, Α. (1994). Ιδεολογική
συγκρότηση και εκπαιδευτική οργάνωση των Ελληνοβλάχων στο βαλκανικό χώρο, σ.
48. Θεσσαλονίκη: Κυριακίδης.
[2] Το 1873 στο Μεγάροβο υπήρχαν
ένα Ελληνικό σχολείο με τριάντα τέσσερις μαθητές, δύο Αλληλοδιδακτικά σχολεία,
με εκατόν ενενήντα έξι μαθητές και τρία Παρθεναγωγεία με εκατόν είκοσι δύο
μαθήτριες. Ηλιάδου-Τάχου, Σ. (2001). Η εκπαίδευση στη Δυτική και Βόρεια
Μακεδονία (1840-1914), σ. 101. Θεσσαλονίκη: Ηρόδοτος.
[5] Περί αυτής της εορτής, κατά την
οποία τελούνταν πάνδημη δοξολογία μας πληροφορεί και ο “Πύρρος”. Μάλιστα κάνει
λόγο για «υπερπεντακοσία νήπια». Γεωργιάδης, Ν. (1984). ΄Οσα έγραψα στο Μοναστήρι,
1903-1912, σ. 26. Θεσσαλονίκη: ΕΜΣ.
[7] Κατά τη Σ. Ηλιάδου-Τάχου, το
Ελληνικό σχολείο και το Γυμνάσιο Βιτωλίων πρέπει να ιδρύθηκαν πριν από το
1871. Ηλιάδου-Τάχου, Σ. (2003). Ο Ελληνισμός του Μοναστηρίου Πελαγονίας,
Κοινοτικός βίος και εκπαίδευση, σ. 53. Θεσσαλονίκη: Ηρόδοτος
[8] Οι αδελφοί Παπάζογλου αποτελούσαν
την περί τον Στυλίδη τριανδρία. Βλ. επιστολή του Ναούμ Βαρζάκου προς τον
Γιαννάκη Δανάμπαση (22 Ιανουαρίου 1902). Ο Ναούμ Βαρζάκου ήταν «προγυμναστής»
στην τάξη του Γιαννάκη Δανάμπαση.
[10] Βλ. επιστολές του Στυλίδη προς τον
Μιχαήλ Δανάμπαση, της 16ης Μαρτίου 1893, και προς τους Μεγαροβίτες,
της 18ης Δεκεμβρίου 1893.
[11] Η αδελφή του Στυλίδη πέθανε στις 26
Ιουνίου 1903. Η εφοροεπιτροπή των σχολείων του Μεγαρόβου απέστειλε, στις 5
Ιουλίου 1903, συλλυπητήρια επιστολή στο μεγάλο ευεργέτη των σχολείων. Στην
κηδεία της παρίσταντο ο Μητροπολίτης, όλοι οι Μεγαροβίτες και όλο το μαθητικό
δυναμικό του Μεγαρόβου. Ο Στυλίδης απάντησε με επιστολή στον Ναούμ Βαρζάκου,
στις 3 Σεπτεμβρίου 1903.
[13] Η προηγούμενη εφοροεπιτροπή, με τη
λήξη της θητείας της, είχε υποβάλει την παραίτησή της, σε επιστολή προς τον
Μητροπολίτη Πελαγονίας Αλέξανδρο, στις 6 Ιουλίου 1894. Τον παρακαλούσε να
μεριμνήσει για την αντικατάστασή της, προκειμένου να προληφθεί «πάσα
ενδεχομένως ανωμαλία». Τόνιζαν ότι «η επίσπευσις εστίν απολύτως αναγκαία». Την
ίδια ημέρα γνωστοποιούσαν τη λήξη της θητείας τους προς τον αντιπρόσωπο του
Στυλίδη, Μιχαήλ Δανάμπαση, και παρακαλούσαν να έχει την καλωσύνη να φροντίσει
για τα περαιτέρω.
[14] Φαίνεται ότι και παλαιότερες
εφοροεπιτροπές είχαν καθιερώσει αυτή την ημέρα ως σχολική εορτή. Υπάρχει
αγόρευση του εφοροεπιτρόπου Ναούμ Βαρζάκου, κατά την Κυριακή του Θωμά, στις 24
Απριλίου 1883, ενώπιον του Μητροπολίτη Πελαγονίας Ματθαίου (1876-1891). Σε αυτή
την αγόρευση τονίζει ότι το Μεγάροβο, «το πολυπαθές τούτο όνομα»,
κατόρθωσε μέσα σε λίγο χρόνο να διαφημισθεί παντού και στο πεδίο της παιδείας
να θεωρηθεί στην άνω Μακεδονία «ως φάρος εξάγων εκ της αμηχανίας τους εν
τη αμαθεία θαλασσομαχούντας διά των σχολείων». Στην ίδια ομιλία γίνεται
μνεία περί «διαλύσεως της πρώτης Γυμνασιακής τάξεως», με αποτέλεσμα κάποιος
μαθητής να μη λάβει «το προσήκον πρώτον γάλα της εκπαιδεύσεως εν τη πατρίδι
αυτού».
[15] Tα σχολεία βοηθούνταν και με άλλους
τρόπους, όπως με τη δωρεά δύο λαχείων, αξίας δύο χιλιάδων φιορινίων, δωρεά της
Μαρίας Κ. Κούρτη, η οποία διέμενε στη Βιέννη. Βλ. επιστολή της εφοροεπιτροπής,
στις 21 Δεκεμβρίου 1894. Το φιορίνι ήταν χρυσό νόμισμα που κυκλοφόρησε η
Φλωρεντία το 1252.
[16] Η στελέχωση των ελληνικών σχολείων
της περιοχής του Μοναστηρίου με διδακτικό προσωπικό, προερχόμενο από την τοπική
κοινωνία, μπορούσε να δημιουργεί τοπικούς πυρήνες εθνικής δράσης σε αυτόν το
χώρο και να αντιμετωπίζει την ποσοτική και ποιοτική ανεπάρκεια των
εκπαιδευτικών. Βασιλειάδης, Ν. (2004). Η ελληνική παρουσία στη νότια Σερβία
από τους βαλκανικούς πολέμους έως το μεσοπόλεμο, σ. 45.
Ανατροπή: Θεσσαλονίκη.
[17] Η Ζωή Τσoυλάκη και ο ιερεύς
Σωτήριος Στεφάνου δίδασκαν και το 1908. Μνημονεύονται στην επιστολή που
εστάλη τότε στον Οικουμενικό Πατριάρχη, μαζί με τους άλλους διδάσκοντες:
Αναστάσιο Δόβα, διευθυντή, Αχ. Γρέζου, Μιχ. Παπαμιχαήλ, Νικ. Νίτσα, Ασπασία
Παύλου, Αγλαΐα Δάνα, Φανή Δένδρου, Μαρία Νάντζα. Εκκλησιαστική Αλήθεια (1908),
2, 14. Για το περιεχόμενο της επιστολής βλ. υποσ. 25.
[18] Η τουρκική γλώσσα δεν
διδασκόταν στα Νηπιαγωγεία και στα Παρθεναγωγεία. Μπέτσας, Γ. (2005). Θεσμικές
και λειτουργικές όψεις της εκπαίδευσης των ελληνορθοδόξων κοινοτήτων της
οθωμανικής επικράτειας, σ. 104, 353, 357. Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη.
[19] Περί των κατά καιρούς προτάσεων
σχετικά με το ασυμβίβαστο ή μη του λειτουργήματος του ιερέα με το επάγγελμα του
διδασκάλου βλ. Μπέτσας, Γ., ό. π., σ. 274.
[20] Τα Στυλίδεια σχολεία είχαν
αποκτήσει μεγάλη φήμη κατά την ύστερη οθωμανοκρατία και είχαν παραπολλούς
μαθητές. Βακαλόπουλος, Κ. (1987). Μακεδονία και Τουρκία, 1830-1878, σ.
248-249. Θεσσαλονίκη: Βάνιας.
[21] Η εξοικείωση των μαθητριών
του Παρθεναγωγείου με την ελληνική γλώσσα δρούσε ευεργετικά και στη διαμόρφωση
του οικογενειακού γλωσσικού περιβάλλοντος, όταν αυτές παντρεύονταν. Μπέτσας,
Γ., ό. π., σ. 221.
[22] Σε επιστολή του προς τον Ναούμ
Βαρζάκου, στις 7 Φεβρουαρίου 1902, ο Γ. Δανάμπασης, ευρισκόμενος στην πόλη
Ιλιάνα, γράφει ότι δεν είχε την τύχη να συμπληρώσει «εντελέστερον» τις σπουδές
του την εποχή που ήταν «άγνωστος και ξένος εν τη ξένη». Μπόρεσε, όμως, να δώσει
στα παιδιά του παιδεία και ανατροφή ανάλογη προς την κοινωνική του θέση και τις
ανάγκες της εποχής.
[24] Ο ίδιος, ο Αντώνιος Πίσχας,
σε έκθεσή του από τη Σμύρνη, χρονολογούμενη στις 21 Ιανουαρίου 1895, μας δίνει
μία ωραιότατη περιγραφή της τελετής της καταδύσεως του Τιμίου Σταυρού, τα
Θεοφάνια, στο Μεγάροβο. Λέγει για την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου ότι όμοιά
της κατά το σχέδιο, τις εικόνες και «ιστορικώτατον τέμπλον, εν Βιέννη
σχεδιασθέντα» δεν υπάρχει στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη. Εκφράζει το
θαυμασμό του όχι μόνο για την εκκλησία, αλλά και για τα σχολεία, για τα οποία
δικαίως σεμνύνονται οι κάτοικοι του Μεγαρόβου, οι δε πρόγονοί τους, είτε ως
επόπτες και επίτροποι, είτε ως συνδρομητές και ευεργέτες, «θα ήσαν άνθρωποι
φιλάνθρωποι και ουχί εκ των τυχόντων, καθά αυτά ταύτα τα έργα μαρτυρούσι».
[25] Κατά τον Α. Κολτσίδα, το
Νηπιαγωγείο ιδρύθηκε το 1873 από τη φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα “Η Ελπίς”, η
οποία δαπανούσε γι’ αυτό, μέχρι το 1882, περίπου επτά χιλιάδες γρόσια. Η
αυξανόμενη εκπαιδευτική κίνηση στο Μεγάροβο αποδεικνύεται και από το ότι το
1908 υπήρχαν εκεί δέκα διδάσκοντες και τετρακόσιοι τριάντα πέντε μαθητές και
μαθήτριες. Κολτσίδας, Α., ό. π., σ. 350, 411. Το 1908 έξι μαθητές της
«Β΄, της και ανωτέρας τάξεως του σχολαρχείου» Μεγαρόβου, απέστειλαν
επιστολή στον Οικουμενικό Πατριάρχη, εξ ονόματος «203 νηπίων, 102 μαθητριών του
Στυλιδείου παρθεναγωγείου και 130 του αρρεναγωγείου». Στην επιστολή διακήρυτταν
ότι είναι και θα είναι πάντοτε «τέκνα πνευματικά, πιστά, ευπειθέστατα,
αφωσιωμένα της φιλοστόργου ημών μητρός Μ. του Χ. Εκκλησίας» και ότι εμμένουν
και θα εμμείνουν για πάντα «εις τε τα πατρώα και τα πάτρια». Τα ίδια αισθήματα
εξέφρασαν οι δέκα διδάσκαλοι και διδασκάλισσες των σχολείων του Μεγαρόβου. Εκκλησιαστική
Αλήθεια (1908), 2, 13-14.
[26] Το Μεγάροβο ήταν ένα από τα
χωριά, στα οποία άνοιξαν ρουμανικά σχολεία ύστερα από το 1859, με οργανωτή τον
Απόστολο Μαργαρίτη και με τη σύμπραξη του ιερέα Αβερκίου. Το ρουμανικό σχολείο
ιδρύθηκε στο Μεγάροβο το 1880, αλλά δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει μαθητές,
μολονότι διέθετε θελκτικά οικονομικά μέσα. Από το 1882 σταδιακά άρχισε να
ατονεί η εκπαιδευτική κίνηση της ρουμανικής προπαγάνδας στην ευρύτερη περιοχή
του Μοναστηρίου. Κολτσίδας, Α. ό. π., 311-312, 337, 351. Το Μεγάροβο
αντιμετώπισε και την προσηλυτιστική δράση των αδελφών Μιλαδίνωφ για την
εισαγωγή διδασκαλίας της βουλγαρικής γλώσσας. Βακαλόπουλος, Κ. (1987). Μακεδονία
και Τουρκία, 1830-1878, σ. 184-185.
[27] Σε επιστολή των Ναούμ
Βαρζάκου και Στεργίου Δένδρου, υπό την ίδια ημερομηνία, προς τον Μητροπολίτη
Κοσμά, υποβάλλουν θερμότατη παράκληση να αποστείλει στον Πέτρο Κουρίνα, ως
τάχιστα, δήλωση περί της αθωότητός του.
[28] Κατά τον Κ. Βακαλόπουλο, ελληνικό
σχολείο λειτουργούσε στο Μεγάροβο από το 1800. Το 1845 ιδρύθηκε Αστική σχολή,
το 1860 Παρθεναγωγείο και το 1864 δημιουργήθηκαν τα Στυλίδεια
Παρθεναγωγείο και Νηπιαγωγείο. Βακαλόπουλος, Κ. (1992). Ιστορία του βόρειου
Ελληνισμού, Μακεδονία, σ. 365. Θεσσαλονίκη: Κυριακίδης. Ο αυτός ιστορικός
δίνει σε άλλη σελίδα (342) του ιδίου έργου διαφορετική χρονολογία για το
Στυλίδειο Παρθεναγωγείο, το 1860. Κατά τον Α. Κολτσίδα, το Παρθεναγωγείο
ιδρύθηκε το 1860 με πρώτη δασκάλα την Αικατερίνη Βενιζέλου. Ο ίδιος δίνει ως
χρονολογίες ίδρυσης των Στυλιδείων σχολείων, του μεν Παρθεναγωγείου το
1864, του δε Νηπιαγωγείου το 1883. Κολτσίδας, Α., ό. π. σ. 350,
433-434. Πρβλ. του αυτού (2003). Ιστορία του Μοναστηρίου Πελαγονίας και των
περιχώρων του, σ. 811, 815, 821. Θεσσαλονίκη: Κυριακίδης. Αυτές οι
χρονολογίες δεν συμφωνούν με το πρωτότυπο κείμενο των επιστολών που παραθέτουμε.
[29] Το Μεγάροβο ήταν μία από τις
ελληνοβλαχικές κοινότητες, στις οποίες δραστηριοποιούνταν ο ρουμανικός
παράγοντας, με ίδρυση σχολείων ύστερα από το 1859. ΄Ηταν όμως και ένα από τα
χωριά του βορειοδυτικού μακεδονικού χώρου, όπου το ελληνικό στοιχείο διατηρούσε
την πληθυσμιακή υπεροχή, καθ’ όλη τη διάρκεια της οθωμανοκρατίας.
Βακαλόπουλος, Κ., ό. π., σ. 276, 329. Πρβλ. του αυτού (1999). Νεότερη
Ιστορία της Μακεδονίας (1830-1912), σ. 74. Θεσσαλονίκη: Ηρόδοτος. Στα τέλη
του 19ου αι. το ξενόφωνο ελληνικό στοιχείο διατηρούνταν ως κυρίαρχη
εθνική ομάδα. Βακαλόπουλος, Κ. (1994). Σύγχρονα εθνολογικά όρια του
Ελληνισμού στα Βαλκάνια, σ. 184. Θεσσαλονίκη: Κυριακίδης.
[30] Ο Απ. Μαργαρίτης αρκετές φορές
«τόνιζε με ευχαρίστηση» πως υπήρχε «ικανοποιητικός αριθμός μαθητών» σε
ρουμανικά σχολεία περιοχών, μία εκ των οποίων ήταν το Μεγάροβο. Cидовски, K.
(2013). Народот со многу татковини, σ. 174. Скопје. Ο “Πύρρος” κάνει λόγο για
περίπου πέντε δασκάλους και μαθητές ρουμανίζοντες το 1903. Γεωργιάδης, Ν., ό.
π., σ. 27.