Φόρος τιμής και ταπεινό προσκύνημα στο ηρωικό και ένδοξο και «πολύκλαυστο» Μοναστήρι· στο προπύργιο του Ελληνισμού, το ξακουστό και αλησμόνητο Μοναστήρι και σε όλη την πάλλουσα από Ελληνισμό ευρύτερη περιοχή του· στο Μοναστήρι το αγαπημένο του Ίωνος Δραγούμη, του Πηχεών, του Μόδη, του Αριστείδη Αρσούδη, της Καρτερίας,…*
Αγαπητοί μου φίλοι τώρα πια,
Αν και κατάγομαι και μεγάλωσα
στη Φλώρινα, δε γνώριζα για τα Βιτώλια τίποτε παραπάνω απ’ όσα γνωρίζουν οι
περισσότεροι Έλληνες, το πολύ μία αράδα: πως το Μοναστήρι ήταν ελληνικό. Και
πώς να γνωρίζαμε πιο πολλά, αφού ούτε στην Εκπ/ση ακούσαμε -κι ακόμα δεν ακούν
οι μαθητές- κάτι παραπάνω από αυτό ούτε τοπική ιστορία διδαχτήκαμε και
διδασκόμαστε και τρίτον στο Μοναστήρι οι Έλληνες επισκέπτες πηγαίνουν για φτηνά
ψώνια, για οδοντίατρο, για βενζίνη και για το καζίνο! Όμως, για κάποιους φτάνει
η ώρα έστω και αργότερα. Εδώ μέσα, λοιπόν, στο Μουσείο του Μακ. Αγώνα και του
Πηχεών, πριν από ένα χρόνο περίπου η συνάδελφος και φίλη και εξαιρετική
αναγνώστρια Φερενίκη Γκίτση-Μεκιάμη μου έδωσε δίχως να της το έχω ζητήσει ένα
τελείως άγνωστό μου βιβλίο, για να το διαβάσω και στη συνέχεια να μιλήσουμε γι’
αυτό. Αυτό το βιβλίο, που είχε κοντέψει να μου γίνει άγχος, μια που δεν έβρισκα
το χρόνο να το διαβάσω και να το επιστρέψω εκεί όπου ανήκει, το διάβασα μια
βροχερή βραδιά του καλοκαιριού που κατάφερα να βρεθώ μόνη μου και με συνάρπασε.
Είναι το βιβλίο «Εκεί που άρχιζε η θάλασσα» της γιατρού Μηλίτσας
Αγιαννίτου-Παυλοπούλου και παρουσιάζει μια αληθινή ιστορία: την ιστορία της
οικογένειας του Αριστείδη Αρσούδη
από το Μοναστήρι, μιας ελληνικής ηρωικής οικογένειας που ξεκληρίστηκε ολόκληρη
από τους εχθρούς του Ελληνισμού στα χρόνια του πρώιμου Μακεδονικού Αγώνα. Το
διάβασα λίγες μέρες πριν αξιωθούμε να κάνουμε μια εκπληκτική περιήγηση στα
μνημεία της περιοχής Μοναστηρίου με ξεναγό μια πολυβραβευμένη Μοναστηριώτισσα
δασκάλα: την εκπληκτική Βιολέττα
Σμυρνιού-Παπαθανασίου. Το βιβλίο λοιπόν ήταν η αιτία, η επίσκεψή μας στο
ηρωικό και ένδοξο Μοναστήρι η αφορμή να ασχοληθώ με την ιστορία του κι η
εργασία μου αυτή ο μόνος τρόπος να λυτρωθώ από τα δυνατά συναισθήματα που
γεννήθηκαν μέσα μου εξαιτίας της πόλης με τη σπουδαία ιστορία που βρίσκεται
λίγα μόλις χιλιόμετρα από τα σύνορα. Και σας εξομολογούμαι πως μονάχα το
προσκύνημά μας στα ιερά της χώματα με βοήθησε να καταλάβω τι έκανε το
Φλωρινιώτη καθηγητή του Παν/μίου π. Ειρηναίο Χατζηευφραιμίδη να γράψει στον
πρόλογο του αφιερωμένου στον μεγαλοπρεπή ναό του Αγίου Δημητρίου Μοναστηρίου
βιβλίου που επιμελήθηκε για τη νοσταλγία που νιώθει για την ξεχωριστή αυτή
πόλη, μονάχα πηγαίνοντας εκεί άρχισα να καταλαβαίνω γιατί την αγαπάει τόσο πολύ
και τόσο βαθιά. Την αγαπάει πολύ κι ας μην κατάγεται από εκεί. Τη νοσταλγεί κι
ας μην είναι αυτή η γη των προγόνων του. Έχει χίλιους λόγους κι αναφαίρετο
δικαίωμα να νιώθει αυτά τα δυνατά συναισθήματα. Κι έχει απόλυτο δίκιο.
(Άλλωστε, προσωπικά από πολύ
νωρίς έχω καταλάβει πως όποιος αγαπάει αληθινά την Ελλάδα δεν ομφαλοσκοπεί,
επικεντρώνοντας μόνο στη δική του φυλή, γιατί έτσι τη μικραίνει και τη
λιγοστεύει. Γι’ αυτό και προσωπικά έχω ασχοληθεί ιδίως με την προσφορά των
Σλαβόφωνων στην υπόθεση της λευτεριάς της Μακεδονίας και γι’ αυτό πιστεύω πως
το θέμα του Μοναστηρίου μας αφορά όλους τους Έλληνες τόσο όσο και εσάς που
κατάγεστε από εκεί, αξιοθαύμαστη κι αγαπητή μου Βιολέττα… )
Σήμερα, αγαπητοί μου, θα
προσπαθήσω να σας μεταφέρω εκεί, σ’ ένα ταπεινό προσκύνημα μιας πόλης ελληνικής
αξέχαστης, ξεκινώντας από μια πολύ οικεία σε όλους μας μορφή που από εκεί ήρθε,
εγκαταστάθηκε στο αρχοντόσπιτο αυτό που σήμερα μας φιλοξενεί, κι αγωνίστηκε στα
δικά μας μέρη για την ίδια πάντοτε ιερή υπόθεση, που λέγεται Μακεδονία:
Ο Αναστάσιος
Πηχεών ή Πηχιών γεννήθηκε στην Αχρίδα της Πελαγονίας το 1836. Τις εγκύκλιες σπουδές του τις έκανε στην
Αχρίδα και το Μοναστήρι. Είχε την τύχη να έχει δάσκαλο τον Μαργαρίτη Δήμιτσα, στο ιδιωτικό σχολείο του οποίου, στο Μοναστήρι,
δίδαξε επί ένα χρονικό διάστημα και βοήθησε τον δάσκαλό του στην συγγραφή των
διαφόρων μελετών του. Ο Δήμιτσας τον προέτρεψε να μεταβεί, το 1856, στην Αθήνα, να
τελειώσει εκεί το Γυμνάσιο και να συνεχίσει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο.
Το 1859
γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Για να καλύπτει τα έξοδα των σπουδών του, αντέγραφε
διάφορα έγγραφα και συγγράμματα, ενώ το δεύτερο χρόνο των σπουδών του έλαβε
υποτροφία από το Βελλίδειο κληροδότημα.
Αλλά αξίζει να πούμε κάτι παραπάνω για το σχολείο
του Μαργαρίτη Δήμιτσα, για τον οποίο
μόλις ακούσατε πως ήταν μεγάλη τύχη του Πηχεών να τον έχει δάσκαλό του:
Παράλληλα με το πρώτο σχολείο του Μοναστηρίου, που
είχε ιδρύσει ο Βαρνάβας το 1830 και ήταν κοινοτικό, άρχισε από το 1851 να
λειτουργεί και το ιδιωτικό σχολείο που ίδρυσε ο Μαργαρίτης Δήμιτσας, που
καταγόταν από την Αχρίδα, αλλά ήταν εγκατεστημένος στο Μοναστήρι. Η σχολή
αυτή ήταν «κάλλιστα κατηρτισμένη» («Το
δοξασμένο Μοναστήρι», Παντελής Τσάλλης, 1932), γιατί εκτός από το Διευθυντή
της, δίδασκαν σ’ αυτήν και οι δάσκαλοι Αναστάσιος Πηχεών, Σεραφείμ Ματλής και
Ν. Χαλκιόπουλος. Λειτούργησε μέχρι το 1865, οπότε διαλύθηκε γιατί είχαν αρχίσει
πλέον να πολλαπλασιάζονται και να τελειοποιούνται τα Σχολεία της Κοινότητος.
Στο διάστημα όμως των 14 ετών της «αγλαούς απέδωσε καρπούς, μορφώσασα αρκετούς
νέους του Μοναστηρίου και των πέριξ». Και αυτό επειδή ο Μαργαρίτης Δήμιτσας
ήταν μία από τις εξέχουσες επιστημονικές φυσιογνωμίες της εποχής εκείνης και
είχε συγγράψει πολλά γεωγραφικά βιβλία, τα οποία είχαν εισαχθεί και διδάσκονταν
σε όλα τα σχολεία και της ελεύθερης και της «δούλης» Ελλάδας, καθώς και πολλά
επιστημονικά, για δε τις ιστορικές και γεωγραφικές του γνώσεις τον εκτιμούσαν
ακόμη και διάσημοι Ευρωπαίοι συγγραφείς της εποχής του, ενώ είχε αναιρέσει με
επιτυχία τη θεωρία του Φαλμεράιερ. Για όλες αυτές τις υπηρεσίες του προς το
Ελληνικό έθνος είχε παρασημοφορηθεί από την Ελληνική Κυβέρνηση.
Επιστρέφοντας, λοιπόν, στον Αναστάσιο Πηχεών και στο
Μοναστήρι, τον βρίσκουμε να αγωνίζεται και έξω από την τάξη για τη
μητέρα-Ελλάδα. Στο αναφερόμενο στην πόλη αυτή βιβλίο της Βιολέττας
Σμυρνιού-Παπαθανασίου διαβάζουμε πως, ενώ μέχρι το 1889 οι τουρκικές αρχές δεν
δημιουργούσαν προσκόμματα στην όλη πνευματική και εθνική δράση των
Μοναστηριωτών, όταν διωρίσθηκε Γενικός Διοικητής της πόλης ο Χαλήλ Ριφάτ πασάς,
φίλος στενός του Απόστολου Μαργαρίτη, που ήταν όργανο της ρουμάνικης
προπαγάνδας και καταδότης των Τούρκων, άρχισε ο αγώνας διώξεως των Ελλήνων.
Φυλακίζονται 15 Κλεισουριώτες κι ανάμεσα σ’ αυτούς ο γιατρός Αργυρόπουλος, ο
Αναστάσιος Πηχεών από την Καστοριά (αυτή είναι η μοίρα των ανθρώπων με δύο
πατρίδες-άλλοι τους χρεώνουν στη μία, άλλη στην άλλη πατρίδα τους), κορυφαίος
παράγοντας εθνικής κινήσεως και ο γιατρός Σιώμος (από την Κορησό). (…) Τον Αν.
Πηχεών, τον Σιώμο και άλλους δύο τιμώρησαν με εξορία 5 χρόνους, τους δύο
Καστοριανούς στην Πτολεμαΐδα της Συρίας και τους άλλους αλλού. Ευτυχώς, όμως, ο Πηχεών κατάφερε να το σκάσει και…
Στα βόρεια, λοιπόν, της Φλώρινας και σε απόσταση
τριάντα χιλιομέτρων βρίσκεται το Μοναστήρι. Η μητρόπολη της μεγάλης περιοχής
της Πελαγονίας, με κωμοπόλεις και χωριά προπύργια άλλοτε του ελληνισμού. Το Μοναστήρι,
πρωτεύουσα του ομώνυμου Βιλαετίου στα χρόνια της Οθωμανικής κατάκτησης και
δεύτερο μεγαλύτερο αστικό κέντρο της Μακεδονίας μετά τη Θεσσαλονίκη, έχει να
επιδείξει σημαντική πολιτισμική δράση κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών του
19ου αιώνα και κυρίως στα πρώτα χρόνια του 20ού αι. μέχρι το 1913, όταν
οριστικά επιδικάστηκε στη Σερβία, μένοντας έξω από τα ελληνικά σύνορα.
Γιατί, δυστυχώς, το προπύργιο
αυτό του ελληνισμού, το Μοναστήρι και τα περίχωρά του, δεν πρόλαβε ο προελαύνων
νικηφόρα ελληνικός στρατός, το 1912, να το ελευθερώσει. Έπεσε στα χέρια τα
Σερβικά, όπως λέει ένα μεγαροβίτικο τραγούδι. Και έτσι, τα όνειρα των Ελλήνων
Μοναστηριωτών να ενώσουν τη γη τους με τη Μητέρα Ελλάδα έσβησαν.
Σηκώνοντας τον σταυρό της
προσφυγιάς, πήραν τον δρόμο για την ελεύθερη Ελλάδα, «για το ελληνικό», όπως
λέει το λαϊκό τραγούδι, για τη Φλώρινα, το Αμύνταιο, την Έδεσσα, τη
Θεσσαλονίκη, αφήνοντας πίσω τους, άλλοι τα αρχοντικά τους, μνημεία σωστά της
ελληνικής μοναστηριώτικης νοικοκυροσύνης, και άλλοι τα φτωχά αλλά γιομάτα
αρχοντιά και λεβεντιά σπιτάκια τους. Άφησαν ακόμα τις άγιες εκκλησίες πίστεως
και λατρείας του Θεού και της Ορθοδοξίας, αλλά και τα ερείπια της αρχαίας
Ηράκλειας και τα μεγαλοπρεπή διδακτήρια και το νοσοκομείο, δημιουργήματα
φιλοπάτριδων και φιλάνθρωπων Μοναστηριωτών της ξενιτιάς.
Ψηφιδωτό από το νάρθηκα της μεγάλης βασιλικής στην Ηράκλεια |
Οι πρόσφυγες Μοναστηριώτες, παρά την ένδεια που τους μάστιζε τα πρώτα χρόνια, κατάφεραν με την εργατικότητα τους αλλά και τη θερμή συμπαράσταση των ντόπιων Ελλήνων και της Πολιτείας να ξεπεράσουν γρήγορα τις δυσκολίες. Ενσωματώθηκαν στην ελληνική κοινωνία και έγιναν ένας σημαντικός παράγοντας στην εμπορική, οικονομική, πολιτιστική και αθλητική ανέλιξη της Μακεδονίας.
Αλλά ας ακούσουμε τι λέει για
το Μοναστήρι ένας μεγάλος Έλληνας και αναμφίβολα ο πιο σημαντικός
Μοναστηριώτης, ο πιο αυθεντικός
διηγηματογράφος του Μακεδονικού
Αγώνα -υπήρξε κι ο ίδιος Μακεδονομάχος- και
πολύ αγαπημένος μου Γεώργιος Μόδης*
στα Απομνημονεύματά του, που εκδόθηκαν το 2004 από τις εκδόσεις Παν/μίου
Μακ/νίας με τον τίτλο αναμνήσεις:
«Γεννήθηκα στο Μοναστήρι, που
είναι σήμερα Γιουγκοσλαβικό, την πρώτη του Μάη 1887. (…) Η οικογένειά μας είχε
τις ρίζες απ’ τους δυο κλάδους στη Μοσχόπολη, τον Ασπροπόταμο της Θεσσαλίας,
βλαχόφωνα κέντρα και στο αλβανόφωνο Μπιθκούκι της Κορυτσάς. Μια προμάμη ήταν
απ’ την Αχρίδα. Έβαζα συχνά την από
μητέρα γιαγιά μου να διηγείται τα φοβερά βάσανα των άμοιρων εκείνων πληθυσμών
που έφευγαν πανικόβλητοι από τους διωγμούς των Τουρκαλβανών. Τα είχεν ακούσει
απ’ την προμάμη της που το είχε βάλει στα πόδια απ’ το Μπιθκούκι. Το μόνο που
ζητούσαν ήταν ψωμί με λίγο αλάτι και μια πρόχειρη στέγη. Ο βουλευτής Πατρών,
πριν 40 χρόνια, Ανδρέας Μάρκου μου είπε ότι και η οικογένειά του είχε προέλευσι
απ’ το Μπιθκούκι, όπως και πολλές άλλες απ’ τη Μακ/νία και την άλλην Ελλάδα.
(…)
Μιλούσαμε στο σπίτι Βλάχικα
και Ελληνικά. Η μητέρα μιλούσε με τη μάνα της Αρβανίτικα όταν ήθελαν να μη
καταλαβαίνουμε τι έλεγαν. Τις άκουα να μιλούν Αρβανίτικα και με νοικοκυραίους
Μοναστηριώτες και Κρουσοβίτες, που δε φανταζόμουν ότι είχαν καταγωγή επίσης απ’
το Μπιθκούκι. Υπήρχε και ένας μαχαλάς στο Μοναστήρι που λεγόταν «Αρναούτ
μαχαλά» γιατί είχε σχηματισθή από Αλβανόφωνους πρόσφυγες του Μπιθκούκι και
άλλων ίσως μερών.
Στο Μοναστήρι μάθαινε κανείς
εύκολα πέντε γλώσσες: Τούρκικα, Ελληνικά, Βουλγάρικα, Βλάχικα, Αρβανίτικα. (…)
Στην Πρεσβευτική Διάσκεψι που είχε συγκροτηθή στην Πόλι για να προλάβη και να
ματαιώση τον Ρωσσο-Τουρκικόν πόλεμο του 1877, υποβλήθηκε Υπόμνημα απ’ το
Μοναστήρι με πολλές υπογραφές και σφραγίδες συντεχνιών και συλλόγων που ζητούσε
να καθιερωθή δεύτερη επίσημη γλώσσα του κράτους η Ελληνική.
Ελληνόφωνη ήταν η
σημαντικώτερη… Βουλγαρική οικογένεια του Μοναστηρίου. Είχε ενοικιάσει τον πάνω
όροφό μας ο Περικλής Ρόμπε, με την αδελφή του Ειρήνη και τον αδελφό του Γεώργη
που μιλούσαν πάντοτε Ελληνικά. Ελληνικήν είχαν και την βιβλιοθήκην. Όταν η
Ειρήνη απέθανε, την έκλαψαν και την μοιρολόγησαν Ελληνικά. Ένας Βούλγαρος
γυμνασιάρχης, που έμενε στην γειτονιά μας και είχε πάρει γυναίκα απ’ την
οικογένεια Ρόμπε, μιλούσε επίσης Ελληνικά σπίτι του. Κυκλοφόρησε προπέρισι στην
Σόφια απ’ το Βουλγαρικό Ινστιτούτο βιβλίο του Νικολάι Τράικου που περιέχει την
αλληλογραφία της οικογένειας Ρόμπε του 1860 σε στριφνήν υπερκαθαρεύουσαν.
Ελληνικά έγραφαν και όλοι τότε οι πρωτοπόροι Βούλγαροι… Οι περισσότεροι
Μοναστηριώτες μιλούσαν στα σπίτια τους εκείνη την εποχή Βλάχικα, Βουλγάρικα,
Αρβανίτικα. Απ’ το 1904 όμως που άρχισε ο Αγώνας μιλούσαν όλοι παντού στα σπίτια,
στην αγορά στα καφενεία, στους δρόμους Ελληνικά, ακόμα και όταν δεν τάξευραν
καλά… Με δυσκολία συγκρατούσες τα γέλοια σου μερικές φορές σαν άκουες να
κουβεντιάζουν Ελληνικά άνθρωποι που τα σκότωναν».
Ο περιηγητής Victor Berar περιγράφει το Μοναστήρι κατά
τα τέλη του 19ου αιώνα: «Στη χριστιανική συνοικία του μοναστηριού
είναι αδύνατο να μη νιώσεις τον Έλληνα σε κάθε σου βήμα. Τα μεγάλα τετράγωνα
σπίτια με τις τσίγκινες στέγες, τα παράθυρα και τα τζάμια, τα bow-windows, τα
πέτρινα μπαλκόνια φανερώνουν με την πρώτη ματιά την αγάπη του Έλληνα για τον
ήλιο και το φως. Έτσι είναι χτισμένη και η παραλία της Σμύρνης, έτσι και οι πλατείες
της Αθήνας. Το σπίτι του Έλληνα στην πρόσοψη, όλο πορτοπαράθυρα, μπορεί να
είναι κάπως άβολο για τον ιδιοκτήτη του, φαίνεται όμως τόσο μεγάλο, τόσο ωραίο,
τόσο επιθυμητό στο διαβάτη».
Αλλά ας επιστρέψουμε στον Γ. Μόδη, που πηγαίνει στο Νηπιαγωγείο, Δημοτικό,
Γυμνάσιο και όπως σημειώνει στις Αναμνήσεις του: «Στο πάνω πάτωμα ενός
γειτονικού σπιτιού κατοικούσε ένας Μοναστηριώτης καθηγητής του Σερβικού
Γυμνασίου. Τον πήραν οι Σέρβοι, τον σπούδασαν, τον έθρεψαν στο Βελιγράδι και
τον έστειλαν καθηγητή στο Μοναστήρι με πλούσιο μισθό. Πολύ λίγο Σέρβος όμως
είχε γίνει. Μιλούσε σ’ όλους Ελληνικά και παληά Ελληνικά τραγούδια έλεγε.
Κατέβαινε κάποτε ν’ ακούση και αυτός τα παραμύθια των δύο Σιατιστινών που
έμεναν στο ισόγειο δωμάτιο του σπιτιού και δούλευαν σε μεγάλο υφαντουργείο που
είχαν δημιουργήσει Μοναστηριώτες μ’ ένα Σιατιστινόν. Όταν αραίωνε το ακροατήριο
και έπινε κανένα ποτήρι «ηλιαστό» κρασί της Σιάτιστας, υποχωρούσε στις
παρακλήσεις και έλεγε παληά τραγούδια με χαμηλή φωνή πραγματικά μελωδική.
Αποτυπώθηκε από τότε στη μνήμη μου ένα που το έλεγε με πάθος, παρά τις
ελληνικούρες του:
Εσπερία μου αύρα αθώα
και αγνή ως αγγέλων πνοή
πέτα τώρα πλησίον εκείνης
είναι νύκτα κι ουδείς σε …εννοεί».
Βλέπετε,
λοιπόν, πως κάτω από αυτήν τη γλωσσική και φυλετική Βαβέλ κρύβεται η ίδια
πάντοτε, η μία και μόνη ελληνική ψυχή, κι αυτό δε θα ‘πρεπε να το γνωρίζουν
μόνο οι μελετητές, αλλά όλοι μας ανεξαιρέτως.
Κι έπειτα μπήκαν οι αντάρτες
στη ζωή των Μοναστηριωτών. Γέμισαν τα βουνά κι άρχισε να πλησιάζει το τέλος της
Τουρκίας. Μα χρειαζόταν να χυθεί πολύ αίμα κι άλλο αίμα ελληνικό μέχρι να ‘ρθει
η λευτεριά. Και τότε ήταν που βρέθηκε στο Μοναστήρι ο δικός μας λόγω της
βογατσιώτικης καταγωγής του, αλλά και λόγω της αγάπης που του έχουμε για τις
ιδέες που έχει αποτυπώσει με τη δυνατή του πένα, Ίων Δραγούμης, ο Ίδας των γραμμάτων μας.
Μόλις 24 χρονών, το 1902 τοποθετήθηκε ως υποπρόξενος στο Γενικό Προξενείο
του Μοναστηρίου, μιας πόλης που πολύ αγάπησε και που ο ίδιος είχε ζητήσει. Από
τη θέση αυτή και με τη συνεργασία του πατέρα του και του γαμπρού του Παύλου
Μελά εργάστηκε επίμονα για την οργάνωση των ορθοδόξων κοινοτήτων της Μακεδονίας
κατά των Βούλγαρων σχισματικών, γνωστών και ως κομιτατζήδων. Από εδώ «θα
ακουστεί η φωνή του Ίωνα Δραγούμη , γιατί το Μοναστήρι ήταν ο Πλάτανος της
Μακεδονίας. Από το Μοναστήρι θα φωνάξει: «Αν τρέξουμε να σώσουμε τη Μακεδονία,
η Μακεδονία θα μας σώσει». Γιατί αυτή η αιματοποτισμένη γη έκλεινε μέσα βαθιά
στα σπλάχνα της τη φλόγα την ελληνική και σ’ αυτήν τη γη λειτούργησε σαν
απελευθερωτικός μοχλός ο Δραγούμης, έχοντας στιβαρούς βραχίονες τους φλογερούς Πελαγόνες
πατριώτες». Αλλά ο Δραγούμης φεύγει από το Μοναστήρι, πηγαίνει να υπηρετήσει σε
άλλες πόλεις της Μακεδονίας, στην Ανατολική Ρωμυλία, τη Θράκη και την Κων/πολη
και φτάνει η χρονιά-ορόσημο 1912, το έτος όπου απελευθερώθηκε η Μακεδονία μετά
από περισσότερους από 5 αιώνες σκλαβιάς. Όμως όχι ολόκληρη η Μακεδονία, καθώς
κάποιες περιοχές της όπως η περιοχή Μοναστηρίου, Αχρίδας παραμένουν, για καθαρά
συγκυριακούς λόγους –και αυτό είναι πραγματικά δυσβάσταχτο, ιδίως για τους από
εκεί προερχόμενους Έλληνες- μένουν εκτός των συνόρων. Ας αφήσουμε έναν δυνατό
εκπρόσωπο αυτών των Ελλήνων, το Γ. Μόδη, που έζησε αυτήν τη θλιβερή στιγμή της Ιστορίας του τόπου γέννησής του,
να μας την περιγράψει:
«Αρχίσαμε πια να ετοιμαζόμαστε
για την υποδοχή του απελευθερωτικού στρατού. Είναι πολύ δύσκολο να νοιώση
κανείς σήμερα την χαρά, την αγαλλίαση, την περηφάνεια, τον ενθουσιασμό μας και
αδύνατο να τον περιγράψη. Έπαιρνε «σάρκα και οστά» ένα όνειρο που είχεν
γαλουχήσει γενεές και γενεές σκλάβων, έφτανε η ημέρα που την περίμεναν
πεντακόσια φρικτά χρόνια σκλαβιάς και μαρτυρίου! Και ξάφνου μαθαίνομε ότι η
Μεραρχία υποχώρησε!... Ένα πρωί τέλος μπήκε ο Σερβικός στρατός. Είχε σταθή στην
αρχή του «Φαρδύ» ίδιος γηραιός Στρατηγός και χαιρετούσε τους άντρες που
περνούσαν μπροστά του. Ήταν πολλές χιλιάδες και πήγαιναν με κατεύθυνσι την
Φλώρινα. Φορούσαν όλοι στολές και γουρουνοτσάρουχα με χρωματιστές χωριάτικες
κάλτσες. Είχαν δηλαδή μουσκεμένα τα
πόδια τους στο χιόνι και τις λάσπες όλο αυτό το μακρό διάστημα! Ήταν όλοι
χωριάτες.
Τους χαιρετούσαμε με ζωηρά
χειροκροτήματα και βοερά «ζήτωωω». Λέγαμε κάποτε και το Σερβικό «ζίβιο» που το
μάθαμε κείνη την ημέρα. Ενθυμούμαι την Διευθύντρια του Παρθεναγωγείου που
ξελαρυγκίσθηκε να φωνάζη «ζίβιο». Μπήκε εκείνο το βράδυ σπίτι μας ένας Σέρβος
στρατιώτης, απλοϊκός αγρότης και μας ζήτησε ψωμί. Του δώσαμε το φαγί μας και
του δείξαμε ένα δωμάτιο να κοιμηθή. Προτίμησε έξω τις πλάκες! (…)».
Και ακούστε αμέσως το σχόλιο
του Καθηγητή της Ιστορίας στο Παν/μιο Δυτικής Μακ/νίας κ. Ιάκωβου Μιχαηλίδη (ο
κ. Μιχαηλίδης με τα εξαιρετικά σχόλιά του έχει κάνει το βιβλίο ακόμα πιο
πλούσιο) στη συγκεκριμένη ανάμνηση του μεγάλου Μοναστηριώτη αγωνιστή της
λευτεριάς και συγγραφέα:
«Το παραπάνω απόσπασμα από τις
Αναμνήσεις του Γ. Μόδη περιγράφει την εναλλαγή των συναισθημάτων των Ελλήνων
του Μοναστηρίου το φθινόπωρο του 1912, όταν ξέσπασε ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος. Η
είδηση της προέλασης του ελληνικού στρατού ξύπνησε πρωτόγνωρα συναισθήματα στις
καρδιές των Ελλήνων της πόλης. Το όνειρο δεκαετιών, η ένωση με την Ελλάδα,
φάνταζε τώρα υλοποιήσιμο. Όμως οι πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις
διέψευσαν σύντομα τους πόθους των Μοναστηριωτών. Αντί για τους Έλληνες, στο
Μοναστήρι εισήλθαν οι Σέρβοι, αντί για το λυτρωτικό «ζήτω», ένα γλυκόπικρο
«ζίβιο» ακούστηκε στις όχθες του Υδραγόρα. Κι ύστερα επακολούθησε η προσφυγιά,
το σύντομο αλλά και τόσο μακρινό, σχεδόν βασανιστικό, ταξίδι για τη γειτονική
Φλώρινα. Οι Μοναστηριώτες έφυγαν από τον τόπο που αγάπησαν με την ελπίδα πως
ίσως κάποτε επιστρέψουν αλλά και με την πίκρα πως για ακόμη μία φορά η επίσημη
Ελλάδα τους είχε εγκαταλείψει.
Ο Γ. Μόδης δεν περιγράφει στις
Αναμνήσεις του την εμπειρία της προσφυγιάς. Αυτός ο κατά τα άλλα πολυγραφότατος
Μακεδόνας αρνήθηκε πεισματικά να ζωντανέψει με την πένα του τις σκέψεις και τα
συναισθήματα των συμπατριωτών του όταν αποχωρίζονταν τα αγαπημένα Βιτώλια. Ίσως
γιατί θέλησε να κρατήσει για πάντα δικά του όσα τον πλήγωσαν. Ίσως γιατί
επέλεξε τη σιωπή ως έσχατη άμυνα μιας προσωπικής τραγωδίας. Έτσι το Μοναστήρι
παρέμεινε γι’ αυτόν το καταφύγιο μιας ζωής, ο πιο αγαπημένος τόπος μιας
συναρπαστικής διαδρομής που συμπύκνωσε μέσα ίδιος την αγάπη για τη Μακεδονία,
για τους ανθρώπους και για τα πάθη της».
Αυτά που περιγράφει ο Μόδης
και σχολιάζει ο κ. Μιχαηλίδης έγιναν το 1912 με την πληγή ολάνοιχτη και
αιμορραγούσα. Άραγε μετά; Μετά τι απόγινε η πληγή; Έκλεισε; Το αίμα σταμάτησε
να τρέχει; Θα το ανακαλύψουμε όλοι αμέσως, στο παρακάτω απόσπασμα από το
αντιπολεμικό αριστούργημα του μεγάλου μας πεζογράφου Στράτη Μυριβήλη «Η ζωή εν
τάφω», που άρχισε να σχεδιάζεται το 1914 μέσα στα χαρακώματα του πρώτου
παγκόσμιου πολέμου, στην προκάλυψη του Μοναστηριού της Σερβίας (χρωστάω χίλιες
ευχαριστίες στον Κυριάκο Παρλαπανίδη , συνάδελφό μου από τη Φλώρινα και λάτρη
της ένδοξης Πελαγονίας, που έθεσε υπόψη μου το έξοχο αυτό απόσπασμα, που
ομολογώ πως αγνοούσα):
Η πολιτεία-Φάντασμα
Νύχτα μπήκαμε στο Μοναστήρι.
Και νύχτα βγήκαμε. Είναι μια μεγάλη πολιτεία σέρβικη, που οι κάτοικοί της είναι
Έλληνες. Οι δρόμοι της είναι χωρίς φώσια, τα σπίτια δίχως λάμπες. Οι ανθρώποι
που την κατοικούν μιλάνε ψιθυριστά, περπατάνε τρομαγμένα σαν κλέφτες, κοιτάνε
τον ουρανό με φόβο και κατοικούν στα
κατώγια και στις τρύπες που σκάψανε κάτω από τα σπίτια τους. Αυτές οι τρύπες
είναι τ’ «αμπριά». (Εδώ πρωτομάθαμε μια λέξη, χωρίς να ξέρουμε ακόμα το φριχτό
της νόημα.) Σταματήσαμε σε μια πλατέα. Μας πήραν οι Φραντσέζοι οδηγοί και μας
κατατόπισαν. Είναι μια πολιτεία-μέτωπο. Μας δείξανε σπίτια χτυπημένα από τις
οβίδες σαν από αστροπελέκια, σπίτια καμένα από τις εμπρηστικές. (…)
Είδα έναν όμορφο δρόμο γεμάτον
σιωπή και φεγγάρι. Δεξά και ζερβά του σηκώνανε προς τον μαβήν ουρανό τα
καπνισμένα ντουβάρια τους δυο ατέλειωτες αράδες καμένα σπίτια. Ανάμεσ’ από τ’
άδεια παράθυρα, πίσω από τις μπαλκονόπορτες που έχασκαν, μπαινόβγαινε
ανεμπόδιστα το φεγγαρόφωτο και τα γιόμιζε ερημιά και νέκρα. Ήτανε ξεσαρκωμένα
σκελετά από πελώρια κουφάρια. Άλλη φορά θάταν πασίχαρα σπίτια και τώρα τα
σκότωσε ο πόλεμος. Οι κάτοικοι εδωπέρα φοράν ολημερίς και ολονυχτίς κρεμασμένη
στο στήθος μια μάσκα για τα ασφυξιογόνα. Μυστήριο το πώς μυρίστηκαν την
εθνικότητά μας, αφού η στολή μας, η κάσκα μας, είναι φραντσέζικα όλα, κι ο
ερχομός μας έγινε έτσι μυστικά. Χιμήξανε γύρω μας, ξετρυπώσανε σαν τα ποντίκια
κάτω απ’ τη γης, άντρες, γυναίκες, προπάντων γυναίκες και παιδάκια. Και μας
φιλάνε τα χέρια, μας χαϊδεύουν τα ντουφέκια, μας πασπατεύουν τις κάσκες,
κουμπώνουν και ξεκουμπώνουν τα κουμπιά της μαντύας μας, κλαίνε, κλαίνε ήσυχα
μέσα στη φεγγαροβραδιά.
-Είστε, αλήθεια, τ’ αδέρφια
μας; Είστε Έλληνες, Έλληνες από την Ελλάδα;
-Μα ναι…
-Σας περιμέναμε χρόνια στη
σκλαβιά. Σας ονειρευόμασταν, σας τραγουδούσαμε, σας προσκυνούσαμε, και δε σας
ξέραμε. Και τώρα είστε κοντά μας. Ο Χριστός κ’ η Παναγιά να σας φυλάει! Και να
μη μας αφήσετε πια, αδέρφια, στους Σέρβους. Μας τυραγνάνε σκληρά, που είμαστε
Έλληνες…
Ένας γέρος μούπε:
-Μας δέρνουν με το βούρδουλα
σαν μας ακούνε να μιλάμε ελληνικά, να λειτουργιούμαστε ελληνικά. Μας πήραν τις
εκκλησιές, τα ωραία σκολειά μας. Μας ατιμάζουν τις γυναίκες. .. Μας ατίμασαν
όλες τις γυναίκες. Η πολιτεία μας έγινε ένα πορνείο. .. Αλλιώτικα τις κόβουν το
δελτίο του ψωμιού. Και δεν αφήνουνε κανέναν να φύγει από την πολιτεία, να
γλιτώσει. Έχουνε κλείσει όλα τα περάσματα και ντουφεκάνε.
Κύριε ελέησον! Μα ήρθαμε
λοιπόν να πολεμήσουμε τους Σέρβους για να λευτερώσουμε Έλληνες για ήρθαμε να
πολεμήσουμε τους Γερμανούς και τους Βουλγάρους για να λευτερώσουμε τους
σύμμαχούς μας τους Σέρβους, που τους πρόδωσε ο Βασιλιάς; Κάτι αρχινά να ραΐζει
μέσα μας. Η πίστη; Κλαίμε και μεις μαζί τους, κ’ είμαστε σαστισμένοι. Μας
φιλεύουν χίλια φτωχά μικροπράματα, και σ’ όλα τα υπόγεια τηγανίζουν γλυκίσματα
με το τραγικό τους το σιτηρέσιο. Όλα για μας… Ένα σμάρι αγοράκια ήρθαν κοντά
στη διμοιρία μου και όλα μαζί πιάσανε και τραγουδούσαν τον Εθνικό Ύμνο με τα
κασκέτα στο χέρι. Τραγουδούσαν σιγανά, μας άγγιζαν και κλαίγανε. Ήρθε ένας
Γάλλος του φρουραρχείου και διέταξε να σωπάσουν.
-Όχι φασαρίες!
Μια κυρία με μαύρη μαντίλα στο
κεφάλι λέει ακόμα με τρυφερή φροντίδα:
-Νάχετε πρόχειρες τις μάσκες
σας, αδέρφια. Προχτές μας ρίξαν οι Βουλγάροι αέρια και μας πέθαναν στη γειτονιά
μου έξη παιδάκια, εκεί που κάθουνταν στριμωγμένα και λέγανε παραμύθια. Οι
Φραντσέζοι τα πήρανε και τάχαν αράδα τα κορμάκια τους, μια μέρα ολάκερη, πάνω
στο πεζοδρόμι. Τα φωτογραφίζαν και τα κινηματογραφούσαν όλη μέρα. Τα βγάλανε
και καρτ-ποστάλ.
Ένα κορίτσι λυγερό σαν νιο
κυπαρίσσι, με σκοτεινά μαλλιά και υπερβολικά μεγάλα μάτια. Στέκεται τόσην ώρα
πλάι μου και δε μιλά. Μόνο με κοιτάζει και παίζει ένα δάχτυλο στο λουρί του
ντουφεκιού μου. Την κοιτάζω και γω, βλέπω το φεγγαρόφωτο μέσα στα μάτια της και
χαμογελώ. Αυτή δεν χαμογελά. Μου βάζει ξαφνικά στο σακίδιο ένα δέμα σοκολάτα.
Λέει σιγά:
-Να το πάρεις και να θυμάσαι
στο χαράκωμα πως ένα κορίτσι του Μοναστηριού, που ποτέ δε θα το ξαναδείς πια…
-Μπα, δεν το ξέρεις αυτό…
Κουνά δυνατά το κεφάλι και μια
μπούκλα κρεμάζει μαύρο ερωτηματικό ανάμεσα στα ζωηρά φρύδια της.
-Το ξέρω… Πες μου, αδερφέ, από
πού είστε;
-Από τη Λέσβο είμαστε.
-Από τη Λέσβο; (Χαμογελά και
παίρνει ύφος μαθήτριας που απαγγέλνει γρήγορα και κωμικά): «Η Λέσβος, η πατρίς
της Σαπφούς, του Αλκαίου, του Αρίωνος, του Πιττακού και του Θεοφράστου, η
κοιτίς της μουσικής και της λυρικής ποιήσεως…»
Είναι νόστιμο αυτό. Όλα αυτά
τα ονόματα με συγκινούν βαθιά, έτσι σχολαστικά που βγαίνουν από το στόμα της.
Μονομιάς αυτή η κοπέλα μπαίνει μέσα στην καρδιά μου με τα θάρρητα που ένας πολύ
δικός σπρώχνει και μπαίνει στο δωμάτιό μας. Σα νάναι η φλογισμένη ψυχή της
Ψάπφας, της ιερής μου Μάνας, σα νάναι η ίδια η ψυχή της Λέσβος που με περίμενε
εδώ, μες στη Σερβία, για να με φιλέψει ένα πακέτο σοκολάτα.
Παίρνω το χεράκι της μέσα στο
σκοτάδι και πολλήν ώρα στα χείλια μου. Είναι δροσερό και υπάκουγο.
-Σ’ ευχαριστώ μ’ όλη μου την
ψυχή. .. Είσαι όμορφη και καλή. Πες μου τ’ όνομά σου. Θα το θυμάμαι μ’
ευγνωμοσύνη…
Κείνη τη στιγμή με πλησιάζει
βιαστικά ο αξιωματικός της διμοιρίας μου. «Αμέσως, μου λέει, τρέξε νάβρεις το
λοχία να συντάξει τη διμοιρία μας. Πρόσεξε. Χωρίς σφυρίχτρες, χωρίς τσιγάρο,
χωρίς ομιλίες. Ξεκινάμε σε πέντε λεφτά.»
Τρέχω νάβρω τον αδερφό μου,
πούναι ο λοχίας διμοιρίτης. Το κορίτσι σβήνει μέσα στον ίσκιο, χάνεται δίχως
όνομα.
Φεύγουμε.
Περπατάμε πλάι στ’ όμορφο ποτάμι που τρέχει μέσα στην πολιτεία, σκοτεινό.
Το φεγγαρόφωτο σαλεύει ασημένια λέπια εκεί που στρίβει το ρέμα. Τρέχει ήσυχα
ανάμεσα σε δυο απέραντες δεντροστοιχίες από ακακίες. Είναι μεγάλα δέντρα
θεριεμένα, οι ρίζες τους θα χορταίνουν νερό. Συλλογίζουμαι πώς θάναι την άνοιξη
μέσα σε τούτο το φεγγάρι, σαν θα φέγγουν ολόασπρες, σαν θα ποτίζουν τη νύχτα με
το γλυκό μύρο τους. Εδώ πάνω στις πλάκες του μουράγιου θα πέρασε πολλές φορές η
κοπέλα με τις σοκολάτες. Και θάβλεπε το ρευστό φεγγάρι να τρέχει μέσα στα νερά
του Δραγόρα. Όμορφη που θάταν! Περπατάμε χωρίς θόρυβο, χωρίς τσιγάρο, κ’
είμαστε τρομαγμένοι. Περπατάμε πολλήν ώρα. Πάμε πίσω από μεγάλα τελάρα με
βαμμένα στρατσόχαρτα και μπογιατισμένα σακιά. Είναι τα «καμουφλάζ» που κρύβουν
το δρόμο από το μάτι κι από το κανόνι του οχτρού. Το κορίτσι με τη σοκολάτα…
(…)»
Αγαπητοί μου συντοπίτες,
Αυτό το ενδεχόμενο, που
ευτυχώς αποφεύχθηκε, δεν έχουμε στο νου μας και όσοι αναφερόμαστε στην πιο
σπουδαία ημέρα της Καστοριάς, την 11η Νοεμβρίου 1912; Αυτό που έπαθε
το δοξασμένο Μοναστήρι και που θα μπορούσε να είχε πάθει κι η Καστοριά μας,
αλλά ευτυχώς δε συνέβη κι η αγαπημένη μας πόλη έμεινε ελληνική, ανοίγοντας τη
φιλόξενη αγκαλιά της για να γίνει η πατρίδα του Αν. Πηχεών, που έχασε τη
γενέτειρά του, την Αχρίδα, και την πόλη όπου, πηγαίνοντας να σπουδάσει, άναψε
μέσα του η σπίθα του αγώνα, το Μοναστήρι…
Αλλά ευτυχώς ο Γ. Μόδης υπήρξε
πολυγραφότατος και κράτησε το ηρωικό Μοναστήρι ζωντανό μες στις πολλές ιστορίες
που κατέγραψε και που του χάρισαν ανυπέρβλητους χαρακτηρισμούς όπως: «ο
διηγηματογράφος του μακ. αγώνος»-Κ. Βαβούσκος, «ο γερο-Πλάτανος της
Μακ/νίας»-περ. Μακ. Ζωή, «ο φλογερός Μακεδονολάτρης»-εφ. Μακ/νία, «ο βάρδος και
αγωνιστής»-εφ. Μακ/νία, «ο στρατιώτης της Μακ/νίας»-εφ. Μακ/νία, αλλά του
χαρίστηκαν και ποιήματα, ένα από τα οποία και το παρακάτω:
Επίγραμμα στον μεγάλο Έλληνα λογοτέχνη και ιστορικό
Γεώργιο Μόδη
Ο τάφος δεν σου έκλεισε ποτέ εσέ το στόμα,
μιλείς και πεθαμένος στους Έλληνες· φεγγοβολείς
αστέρι φωτεινότατο στους ουρανούς ακόμα.
Λίγα τα λόγια τα έντεχνα, μα σωστά και μετρημένα,
-του νου του ποιητή τα φτερουγίσματα, θεοσταλμένα-.
Απόσταγμα της γης των Μακεδόνων τα γραπτά σου
άφθαρτο έστησαν στη διάρκεια το μέγα άγαλμά σου.
(Τάκη Γκοσιόπουλου, «Η σονάτα της σιωπής», Θεσ/νίκη
1976)
Έτσι λοιπόν, μέσα από τις
ιστορίες του Γ. Μόδη, που όλες τους
έχουν τον ιστορικό τους πυρήνα, γνωρίζουμε το ένδοξο Μοναστήρι, γνωρίζουμε
και τους γενναίους κατοίκους του. Γιατί οι ιστορίες αυτές δεν είναι παρά
ατράνταχτες αποδείξεις του ηρωισμού των κατοίκων της πόλης. Έτσι στο Μοναστήρι
ζούσαν ήρωες κάθε ηλικίας, όπως:
-άντρες, φυσικά, που
αποτελούσαν το ελληνικό κομιτάτο του Μοναστηρίου, που, κάποτε κάποτε,
προκειμένου να κατορθώσει να πετύχει το σκοπό του, που δεν ήταν άλλος από τη
λευτεριά, εφάρμοζε και πονηρά σχέδια, σαν αυτό που μετέβαλε τον αυλόγυρο της
εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου σε απέραντο κρεοπωλείο χοιρινού κρέατος, με
αποτέλεσμα οι Τούρκοι να αποφεύγουν να πλησιάσουν κι έτσι οι μαχητές του
κομιτάτου δρούσαν ανενόχλητοι, οργανώνοντας στον αγώνα πολλούς Μοναστηριώτες
(1904). (« Το χοιρινό»)
-Στο «ταρατόρι το δροσιστικό» ο αστυνόμος Θεόδωρος Πέσκας, στυγνό όργανο
των Τούρκων, ενώ παρασκεύαζε ταρατόρι σ’ ένα γιαουρτάδικο του Μοναστηρίου, μια
ανώνυμη γριά της ελληνικής κοινότητας έβαλε τη μικρή εγγονή της να ρίξει κρυφά
δηλητήριο στην πιατέλα του, με αποτέλεσμα να πεθάνει την ίδια μέρα ο αστυνόμος
(Ιούλιος 1907).
-Ο «μπαρμπα-Στέφος», που ζει στο Ορέχοβο, ορεινό χωριό της περιοχής
Μοναστηρίου, αρνείται πεισματικά να αποκαλύψει την κρυψάνα του σπιτιού του,
όπου έκρυβε τους μακεδονομάχους, παρά τον ανηλεή ξυλοδαρμό του από τους
Τούρκους στρατιώτες. Κι όταν ο μπάρμπας, σακατεμένος κυριολεκτικά από το ξύλο
που του έδωσαν μέσα στα άγρια μεσάνυχτα στο δάσος, μεταφέρθηκε στο σπίτι του
απ’ τις δυο νύφες του, αντί να κλάψει τη μοίρα του και να γιατρέψει τις πληγές
του, πήρε την γκάιντα του και τραγουδούσε παλιούς λεβέντικους σκοπούς,
πίνοντας, όπως πάντα, το ρακί του. Το θάρρος κι η παλικαριά του μπαρμπα-Στέφου
έσωσαν δυο σώματα μακεδονομάχων από τη σφαγή.
-Το 1852 οι απόφοιτοι της
ιδιωτικής αστικής σχολής του Βαρνάβα ιδρύουν τη «λέσχη Μοναστηρίου», μορφωτικό σύλλογο, που, παράλληλα, αναπτύσσει
και επαναστατική δράση.
Στο Μοναστήρι αγωνίζονται,
λοιπόν, όλοι οι Έλληνες κάτοικοι για να κερδίσουν την πολύτιμη λευτεριά τους.
Αγωνίζονται άλλοτε όλοι μαζί, όπως
στην παλλαϊκή διαδήλωση των Ελλήνων της πόλης (που θυμίζουμε πως ήταν και οι
περισσότεροι), που διαμαρτυρήθηκαν έντονα στην τουρκική κυβέρνηση για την
απόφασή της να παραχωρήσει δυο πατριαρχικές εκκλησίες στους εξαρχικούς το 1910
(«Ένα συλλαλητήριο») και φυσικά
άλλοτε χώρια, ατομικά, όπως ο νεαρός Πέτρος, μέλος του εκτελεστικού τμήματος
του ελληνικού κομιτάτου της πόλης, που σκοτώνει με παράκληση της γριάς Μπίας
έναν προγεγραμμένο εξαρχικό, ενώ η διαταγή για το φόνο είχε δοθεί στο γιο της
Τηλέμαχο («Για το χατήρι της γριάς»).
Στο Μοναστήρι όμως συναντάμε
και μάνες ηρωίδες, όπως είναι η κυρα-Σία, που, την παραμονή της νεοτουρκικής
μεταπολίτευσης στο Μοναστήρι (9/7/1908) μεταφέρει πίτα στο φυλακισμένο γιο της
καπετάν Πέτρο Χρήστου. Στο δρόμο όμως προς τις φυλακές πληροφορείται ότι πριν
από λίγες ώρες κρέμασαν οι τουρκικές αρχές το γιο της, για αντίποινα του φόνου
του Ζεηνέλ μπέη, επάρχου του Νυμφαίου της Φλώρινας. Από τον αβάσταχτο πόνο της
πεθαίνει και η μάνα την ίδια μέρα («Η
σπανακόπιτα της μάνας»).
Αλλά συναντάμε και μάνες
Ελληνίδες που βάζουν την Πατρίδα πιο πάνω και από τα ίδια τα παιδιά τους, σαν
τη μάνα που δεν αφήνει το γιο της Γούσια να αποκαλύψει στους Τούρκους τα άλλα
μέλη της ελληνικής οργάνωσης του Μοναστηρίου, για να γλιτώσει ο ίδιος,
καταδικάζεται σε θάνατο και το μόνο που πρόφτασε να πει όταν οι δεσμοφύλακες
τον έσυραν έξω από το δικαστήριο για να τον κρεμάσουν ήταν η φράση: «Αχ, σκύλα μάνα».
Και υπήρξαν και κάποιες
τελείως ξεχωριστές, λόγω της δουλειάς που έκαναν, Μοναστηριώτισσες ηρωίδες.
Αυτές ήταν:
-Η πανέμορφη Κία, που είχε
οίκο ανοχής υψηλών απαιτήσεων κι εκμεταλλευόμενη σχέσεις και τη γοητεία της,
μπαινόβγαινε στις φυλακές της πόλης, εμψύχωνε τους φυλακισμένους, οργάνωνε
αποδράσεις. «Παιδιά της» έλεγε τους φυλακισμένους κι έμεινε γνωστή με το όνομα
«ελευθερώτρια». Κι όταν ξέσπασαν πολύ αιματηρά επεισόδια σε βάρος των Ελλήνων
στις φυλακές Μοναστηρίου, «η Κία, αεικίνητη, γύρισε πολλά σπίτια για να μάση
καλά κοστούμια, ποκάμισα, παπούτσια για τα «παιδιά» της, που έχυσαν το αίμα
τους «για το σταυρό και τον Χριστό».
-Η
Μάγδα, ιερόδουλη στο Μοναστήρι, αγαπούσε
παράφορα το Μήσιο, που δούλευε για το Ελληνικό κομιτάτο της περιοχής. Μυήθηκε
στην οργάνωση κι αυτή, ανέπτυξε έντονη πατριωτική δράση και, όταν ο Μήσιος
συνελήφθη από τους Τούρκους και τους αποκάλυψε πολύτιμα μυστικά, η Μάγδα τον
δηλητηρίασε για την προδοσία του (« Η
πεταλούδα»).
-Τέλος,
η Δόμνα, ιερόδουλη και αυτή στην ίδια πόλη, διεκπεραίωνε με απόλυτη εχεμύθεια
και ασφάλεια σοβαρότατες αποστολές. Μα, μετά την απελευθέρωση, όταν συνάντησε
στη Θεσ/νίκη τον άνθρωπο που με κίνδυνο της ζωής της είχε φυγαδεύσει από τις
φυλακές Μοναστηρίου: «… Με την πρώτη ματιά αναγνώρισε τον παλιό καπετάνιο.
Τρελή απ’ τη χαρά της, έτρεξε επάνω του, αγκαλιάζοντας τα πόδια του και το
άλογό του. Εκείνος -ανώτερος αξιωματικός πια- υποδέχτηκε την αδιάκριτη αυτή
τρυφερότητά της μ’ ένα «σιχτίρ, παλιοβρώμα, δε βρισκόμαστε πάντα στη φυλακή»
και με ένα δυνατό σπιρούνισμα του αλόγου του έφυγε. Η Ντόνκα έμεινε λίγα λεπτά
σαν κεραυνωμένη και έπειτα εξακολούθησε το δρόμο της με το μαντίλι στα μάτια,
κρεμασμένη στο μπράτσο της αδελφής της…» («Η
Σαμαρείτις»).
Αλλά μια που η Κία μας έφερε
στο χώρο των φυλακών Μοναστηρίου, πώς να μη θυμηθούμε πως εδώ ακριβώς ήταν που
κρέμασαν τον πολύ μεγάλο μας ήρωα καπετάν Κώττα, ο οποίος, λίγο πριν πεθάνει
«Νταζίβε Γκρίτσκι» φώναξε, που σημαίνει «Ζήτω η Ελλάδα!».
Και αν αυτό το ιστορικό
γεγονός το γνωρίζετε ήδη, ίσως πολλοί από εσάς να μη γνωρίζετε ότι εδώ, σ’ αυτήν την πόλη, ο νεαρός τότε (καλοκαίρι
του 1902) Τούρκος αξιωματικός Κεμάλ Ατατούρκ συνδέεται ερωτικά με την Έλλη,
κόρη ελληνικής αριστοκρατικής οικογένειας. Με την επέμβαση όμως ισχυρών
παραγόντων της ελληνικής κοινότητας και των τουρκικών αρχών, χώρισαν για πάντα
οι δυο νέοι. «Αν είχε ζήσει με την πρώτη και μόνη αγάπη του, ίσως θα είχε αλλάξει
η πορεία της Ιστορίας» γράφει ο Γ. Μόδης («Ένας
έρωτας του Κεμάλ») και μας κάνει ν’ αναρωτηθούμε για το τι θα μπορούσε να
είχε συμβεί και ποια εθνική δυστυχία ή και τραγωδία ακόμη θα μπορούσε να είχε
αποφευχθεί...
Αλλά
ο χρόνος δεν επαρκεί για να αναφέρουμε περισσότερα τέτοια περιστατικά ηρωισμού
των Ελλήνων του Μοναστηρίου. Τα περιστατικά αυτά είναι απλώς παραδείγματα του
ηρωικού τους φρονήματος και θα ‘θελα στο σημείο αυτό να ακούσουμε τι λέει
σχετικά ο Παντελής Τσάλλης:
«Είνε δε τοις πάσι γνωστόν ότι
η πόλις του Μοναστηρίου διεκρίθη κατ’ αμφοτέρας ταύτας τας περιόδους του
αγώνος(εννοεί την πρώιμη, την οποία ο ίδιος ονομάζει «Περίοδο του πνευματικού
Αγώνος» και την ένοπλη φάση του Μακ. Αγώνα), δια τον λόγον ότι, αποτελούσα
τρόπον τινά την καρδίαν και τον πυρήνα της Μακεδονίας**, εκεί είχαν στρέψη τα
βλέμματά των και στήση τα δίκτυα αι διάφοροι προπαγάνδαι και οι πατροπαράδοτοι
εχθροί του Ελληνισμού, οι δε Έλληνες κάτοικοί της επέδειξαν, καθ’ όλην την
επακολουθήσασαν πάλην, απαράμιλλον και παραδειγματικόν πατριωτισμόν,
θυσιάσαντες οικογενειακήν ησυχίαν και περιουσίαν, φυλακισθέντες, εξορισθέντες,
προπηλακισθέντες, πολλοί δε εξ αυτών και την ζωήν των προσενεγκόντες εις των
βωμόν της πατρίδος». Κι εγώ θεωρώ απαραίτητο κι ας φανεί περιττό σε κάποιους να
διευκρινίσω πως μπορεί σήμερα εδώ να αναφερθήκαμε σχεδόν αποκλειστικά στην πόλη
του Μοναστηρίου, αλλά πρέπει να έχουμε όλοι στο νου μας πως ηρωικές σελίδες
έγραψε ο Ελληνισμός και στα περίχωρά του (Κρούσοβο, Μεγάροβο, Νιζόπολη,
Μηλόβιστα, Μπούκοβο, Γραδέσνιτσα-τη «μικρή Αθήνα του Βορρά» όπως την
αποκαλούσαν τότε κι αυτό τα λέει όλα,…), αλλά ξεχωριστές σελίδες έγραψαν με το
αίμα τους και άλλες ελληνικές περιοχές που σήμερα βρίσκονται εκτός συνόρων,
όπως, π.χ. η Αχρίδα, που είναι η γενέτειρα του Αναστάσιου Πηχεών, στο σπίτι του
οποίου στεγάζεται σήμερα το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα της Καστοριάς κι είμαστε
μαζεμένοι σήμερα, για να αποτίσουμε φόρο τιμής στις εστίες του Ελληνισμού που
δε στάθηκαν τόσο τυχερές όσο η Καστοριά κι οι άλλες μακεδονικές πόλεις που το
1912 επέστρεψαν στην αγκαλιά της μάνας Ελλάδας. («Αν δεν γίνουν ένδον περιοχές, τότε “μας δόθηκε άδικα μια τέτοια τραγωδία”» γράφει ο ποιητής
Δημήτρης Κοσμόπουλος σε άρθρο του στην Καθημερινή 28/7/2013 με τον εύγλωττο
τίτλο «Πού βρίσκεται η Αμμόχωστος;», παροτρύνοντάς μας να τους κουβαλάμε
διαρκώς όλους αυτούς τους τόπους βαθιά μες στη σκέψη και στην καρδιά μας με τη
μορφή δυνατών «ένδον» πατρίδων…).
Άλλες πολύ σημαντικές
προσωπικότητες του Μοναστηρίου ήταν ο καταγόμενος από τη δική μας Κορησό
διευθυντής του αναγνωρισμένου από το Πανεπιστήμιο Αθηνών Γυμνασίου, εξαιρετικός
επιστήμονας, φλογερός πατριώτης και συγγραφέας Κωνσταντίνος Τσιούλκας και ο
Λάλλας Δημήτριος (Μεγάροβο 1848 ή 1844 - Μοναστήρι 1911), «ένας Μακεδόνας την καταγωγή και το φρόνημα. Μαθητής
και συνεργάτης του Βάγκνερ. Πιστός φίλος της οικογένειας και μεγάλος θαυμαστής
του δασκάλου του. Κι ο Βάγκνερ είχε μεγάλο θαυμασμό για τον Λάλα. Ήταν
πιανίστας, μαέστρος και σπουδαίος συνθέτης, που το έργο του κατάπιε ο Θερμαϊκός
κόλπος», όπως έλεγε ο τίτλος του σχετικού με αυτόν αληθινά συγκλονιστικού
άρθρου που έγραψε στην
εφ. ΟΔΟΣ η γνωστή σε όλους μας Καστοριανή ερευνήτρια και λογία κ. Ελένη Παπανικολάου (30/10/2008).
Τέλος, άλλη μία σημαντική πνευματική προσωπικότητα του
Μοναστηρίου, που όμως σχετίζεται και με το νομό Καστοριάς, είναι ο Π. Κυριαζής.
Ο Πέτρος Κυριαζής (Τύρνοβο
Μοναστηρίου 1878 - Άργος Ορεστικό 1925), ήταν δάσκαλος και ποιητής.
Εξέδωσε στο Μοναστήρι τις ποιητικές συλλογές: Μούσα της Νεότητος (1910),
Παιάνες (1913) και Οι Βόγγοι του Μοναστηριού (1923) στη
Θεσσαλονίκη.
Μετά τον θάνατο του
εκδόθηκε η ανέκδοτη συλλογή του Κρύσταλλα (1991).
Η ποιητική του κινείται
τεχνοτροπικά στη συνέχεια της παράδοσης της Γενιάς του 1880 και στο πλαίσιο του
λυρισμού και της εθνικοπατριωτικής ποίησης, όπως αυτή εμφανίζεται στις
ελληνικές περιοχές που ενσωματώθηκαν αργότερα στο ελληνικό κράτος.
Εύκολα διαπιστώνουμε στο
έργο του ακούσματα Ελλήνων και ξένων ομοτέχνων του, ενώ σημαντικό στοιχείο της
ωριμότητας του αποτελεί η χρήση της δημοτικής γλώσσας μπολιασμένης με
ιδιωματικούς τύπους της Μακεδονίας.
Καημός
Στου γένους μας το χαρωπό,
τ' ωραίο πανηγύρι
ποιος μένει ξένος μοναχά;
το δόλιο Μοναστήρι.
Στου γένους την Ανάσταση
κλεισμένο παραθύρι
ποια πόλη μοναχά βαστά
το έρμο Μοναστήρι.
Απ' της γλυκειάς Ελευθεριάς
το ποθητό γεφύρι
ποια πόλη δεν επέρασε;
τ' ωραίο Μοναστήρι.
Σε άλλα μέρη πέσανε
της ευτυχίας κλήροι
και μόνο σιγανά θρηνεί
το δόλιο Μοναστήρι.
(Οι Βόγγοι του Μοναστηριού)
Πριν κλείσουμε να πούμε
οπωσδήποτε πως ξεχωριστή θέση στην καρδιά των Μοναστηριωτών για την εθνική του
δράση είχε ο Μητροπολίτης Ιωακείμ Φορόπουλος από τη Χίο (1903-1909), που νέος
στην ηλικία πήρε από τους Μοναστηριώτες το όνομα: «Ιωακείμ ο επαναστάτης».
Ο Ιωακείμ περιόδευε κι έδινε
θάρρος στους τρομοκρατημένους χωρικούς, έστελνε μακροσκελείς επιστολές στο
Πατριαρχείο γεμάτες φλόγα από τη φλόγα του, αλλά, επειδή οι δολοφονίες Ελλήνων
αυξάνονταν κι απλώθηκαν και μες στην πόλη, με πρώτο θύμα το Θεόδωρο Μόδη, θείο
του Γεωργίου Μόδη, που δολοφονήθηκε από Βουλγάρους κομιτατζήδες μέσα στο
κατάστημά του, μέρα μεσημέρι, καθώς κοιμόταν στο γραφείο του, ο Μητροπολίτης σε
σύσκεψη με όλους τους παράγοντας αποφασίζουν να εφαρμόσουν αντίποινα ως εξής:
έναν Έλληνα σκότωναν οι Βούλγαροι, δύο σκότωναν οι Έλληνες, δύο οι Βούλγαροι,
τέσσερις οι Έλληνες κι έτσι δημιουργήθηκε τέτοια αναταραχή και τόσος πανικός
που αμέσως οι Βούλγαροι ζήτησαν ανακωχή κι οι Έλληνες τη δέχτηκαν, γιατί αυτός
ήταν ο σκοπός τους.
Επίσης, στο σημερινό μας
ταξίδι στο ιερό Μοναστήρι θα πρέπει οπωσδήποτε να σταθούμε ν’ ανάψουμε ευλαβικά
ένα κεράκι στη μεγαλόπρεπη εκκλησία του Αγίου Δημητρίου-ένα σημαντικότατο
επίτευγμα των εκεί Ελλήνων, για δύο λόγους: πρώτο γιατί οι Έλληνες πέτυχαν να
αποκτήσουν την άδεια των Τούρκων να χτίσουν αυτόν το ναό (αφιερώθηκε στο
συγκεκριμένο άγιο, γιατί αυτός βοήθησε το Ρεσίτ πασά να νικήσει τους
εξισλαμισμένους Αλβανούς που είχαν επαναστατήσει εναντίον των Τούρκων το 1830)
και δεύτερος λόγος για τον οποίο χαρακτηρίζεται ο ναός αυτός επίτευγμα είναι το
μικρό χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο χτίστηκε: Μόλις ήρθε το πολυπόθητο
φιρμάνι από την Κων/πολη, «Το τι
επηκολούθησε κατόπιν είνε ανώτερον πάσης περιγραφής. Άνδρες, γυναίκες, παιδιά
όλων των τάξεων των πολιτών, και των καλλιτέρων οικογενειών μη εξαιρουμένων,
όλοι ειργάζοντο πυρετωδώς, έκαστος το κατά δύναμιν, ημέρας τε και νυκτός εις
την κτιζομένην εκκλησίαν. Προσήρχοντο και από τα περίχωρα κτίσται και εργάται
και ειργάζοντο δωρεάν, η ζωηροτέρα δε εργασία εγίνετο τας Κυριακάς και τας
εορτάς. Άλλοι έφερναν και εχάριζαν ασβέστι, πέτρες, τούβλα, άμμον, άλλοι
ξυλείαν, πλάκες, άλλοι εικονίσματα και άλλοι αναγκαιούντα πράγματα. Εβιάζοντο
μη τυχόν κατόπιν αντιδράσεως εκ μέρους του τουρκικού πληθυσμού σταματήση το
έργον. Τόσον δε γοργή και πυρετώδης υπήρξεν η εργασία ώστε ο μεγαλοπρεπής αυτός
ναός, ο και την σήμερον ακόμη σωζόμενος και επισύρων τον θαυμασμόν όλων των
επισκεπτομένων αυτόν (Όταν ο Π. Τσάλλης λέει «σήμερον», εννοεί το 1932, αλλά
προσωπικά είχα την τύχη να το δω με τα μάτια μου πως ό,τι ίσχυε τότε ισχύει
στον ίδιο βαθμό και σήμερα, εν έτει 2013-μπορείτε εύκολα να το διαπιστώσετε και
εσείς, δεν είναι μακριά μας.) ήρχισε κτιζόμενος περί τας αρχάς Ιουλίου και
ολοκληρώθη τελείως περί τα τέλη Σεπτεμβρίου, δηλ. εις διάστημα τριών μόνον
μηνών. Την δε 26 Οκτωβρίου, ημέραν του Αγίου της Εκκλησίας, ετελέσθησαν
πανδήμως και μεγαλοπρεπέστατα τα εγκαίνια. Ο δε συνωστισμός των κατά την ημέραν
εκείνην απανταχόθεν συρρευσάντων ευλαβών υπήρξε τοιούτος και τόσον γενναίαι
υπήρξαν αι εις τους δίσκους και άλλα δώρα εισφοραί των προσελθόντων ώστε
εκαλύφθη εξ αυτών ένα αρκετά στρογγύλον ποσόν, το οποίον είχε δεήση να δανεισθώσιν
οι επίτροποι κατά την ανοικοδόμησιν».
Τέλος,
θα ήταν μέγιστη παράλειψη να μην ακούσουμε τις σκέψεις και τα συναισθήματα ενός
σημερινού Έλληνα μοναστηριώτικης προέλευσης, να μην ακούσουμε τι σκέφτεται και
τι νιώθει για τη δοξασμένη του Πατρίδα. Είναι τα λόγια της πολυβραβευμένης
Μοναστηριώτισσας στην καταγωγή δασκάλας κ. Βιολέτας Σμυρνιού-Παπαθανασίου,
Προέδρου του Συνδέσμου Μοναστηριωτών Θεσ/νίκης «Καρτερία», που ονομάστηκε έτσι
«ίνα υπενθυμίζη ημίν, ότι δέον καρτερώμεν την ελευθερίαν…» και κράτησε το
όνομα που είχε πριν χάσει η Ελλάδα το
Μοναστήρι. Σας διαβάζω τον τρυφερότατο επίλογο από το βιβλίο της
«Μοναστήρι-Ιστορική περιπλάνηση στην πάτρια γη»:
«Κι έφτασε η διήγησή μας στο
1912.
Δεμένοι σε μιαν άδικη μοίρα,
σκορπίστηκαν οι Μοναστηριώτες σ’ όλη τη Μακεδονία -οι περισσότεροι στη Φλώρινα
και τη Θεσ/νίκη- με την ελπίδα του γυρισμού να σέρνεται κάτω από τη θλίψη της
προσφυγιάς· ενός γυρισμού που δεν ήρθε.
Στα χρόνια που ακολούθησαν
ξανάπιασαν τη ζωή τους σ’ αυτές τις πόλεις, που δεν θα μπορούσαν να αποκτήσουν
ποτέ τη μυρωδιά της δικής τους, στις οποίες όμως έμελλε να γεννήσουν και ν’
αναθρέψουν τα παιδιά τους, καθώς τ’ όνειρο ξεθώριαζε.
Και δεν αφέθηκαν στους
καιρούς. Φορείς μιας ζωντανής και δημιουργικής κουλτούρας, καλλιεργημένης για
αιώνες, αναμείχθηκαν με τους γηγενείς, κατορθώνοντας όμως να μεταφέρουν
αυτούσιους τους χαρακτήρες της αλλοτινής ζωής τους, επηρεάζοντας έντονα τόσο
την πολιτισμική όσο και την εμπορική φυσιογνωμία των πόλεων που τους δέχθηκαν
και κυρίως της Θεσ/νίκης.
Αυτά που σας διηγήθηκα δεν τα
μαύρισε καμιά μνησικακία ή μεμψιμοιρία.
Την πίκρα του ξεριζωμού δεν
την έζησα, πολύτιμο όμως θυμιατήρι των γονιών μου, τη μεταφέρω σ’ αυτές τις
γραμμές ως αναφορά τιμής σ’ αυτούς που έχασαν μια πατρίδα.
Ο αγέρας του Περιστεριού δεν
μ’ ανάθρεψε. Το Μοναστήρι μπήκε στις φλέβες μου από ιστορίες ειπωμένες από
χείλη αγαπημένα. Τη γνώση μου για τη γη των γονιών μου την ολοκληρώνω σταδιακά
μέσ’ από κείμενα.
Όμως γι’ αυτούς που πιστεύουν
ότι κανένας δεν νοσταλγεί ποτέ ό,τι δεν έχει ζήσει, ένα μονάχα θέλω να πω και
να σωπάσω. Όταν ο ήλιος μόλις και φωτίζει την πόλη μου μέσα στις γλάστρες με τα
λουλούδια, που μόλις αναπνέουν στο καυσαέριο, χίλιες φορές νοστάλγησα μια
γλάστρα με βασιλικό φυτεμένο σ’ ένα σβώλο από χώμα φερμένο από το Περιστέρι, να
σκύβω τα πρωινά και να μυρίζω Μοναστήρι».
*Ο Γ. Μόδης ήταν ανεψιός του
αρχηγού της μυστικής αστυνομίας των Ελλήνων, του «ενθουσιωδέστατου και
τολμηρότατου πατριώτη» Θεόδωρου Μόδη, που ήταν το πρώτο θύμα των Βουλγάρων
κομιτατζήδων στο Μοναστήρι. Τον δολοφόνησαν γύρω στο μεσημέρι μες στο κατάστημά
του την ώρα που κοιμόταν αμέριμνος πάνω στο γραφείο του. Τον πυροβόλησαν απ’
έξω δύο Βούλγαροι, που εξαφανίστηκαν αμέσως στην αγορά και δε στάθηκε δυνατόν
να συλληφθούν.
**«Το Μοναστήρι απετέλεσε τον
πνεύμονα, την καρδίαν της αμύνης εις την Δυτικήν Μακεδονίαν. Η ελληνικότης του,
η πίστις του εις την Ελλάδα ουδέποτε εκλονίσθησαν. Ενετείνετο, αντιθέτως
διαρκώς, εφ’ όσον ο αγών ενισχύετο και προώδευε.»
Εκ του «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΟΣ»
Χρ. Ε. Αγγελομάτη
(Από το βιβλίο του Π. Τσάλλη
«Το δοξασμένο Μοναστήρι»)
-Γεώργιος Μόδης
«αναμνήσεις», Θεσ/νίκη 2004
-Γεώργιος Αργυριάδης «Η
διηγηματογραφία του Γ. Χρ. Μόδη, Θεσ/νίκη 1988
-Η ζωή εν τάφω, Στράτης
Μυριβήλης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
-Παντελής Τσάλλης, Το
δοξασμένο Μοναστήρι, Θεσ/νίκη 1932
-Βιολέττα Σμυρνιού-Παπαθανασίου, «Μοναστήρι-Ιστορική
περιπλάνηση στην πάτρια γη», Θεσ/νίκη 1989
-Ο ναός του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Δημητρίου στο
Μοναστήρι, VELIMIR T.
ARSITS,
επιμέλεια έκδοσης στα ελληνικά Αρχιμ. Ειρηναίος Ι. Χατζηευφραιμίδης, εκδ.
Σταμούλη, Θεσ/νίκη 2007
-Βλάσης Αγτζίδης «Οι δρόμοι των Ελλήνων»,
(συλλογικό έργο), Polaris, 2010
-Αθηνά Τζινίκου-Κακούλη
«Η Μακεδόνισσα στο θρύλο και στην Ιστορία»,
Θεσ/νίκη
1992
-Σ.
Ευθυμιάδου-Παπασταύρου «Ο λαός της περιοχής Καστοριάς στο
Μακεδονικό Αγώνα», Καστοριά 2005
-Μακεδονικός Αγώνας, Douglas Dakin, Εταιρεία Μακεδονικών
Σπουδών
-Εκεί που άρχιζε η
θάλασσα, Μηλίτσα Αγιαννίτου-Παυλοπούλου,
εκδ. Λιβάνη
-βλαχόφωνοι Έλληνες-οι
στυλοβάτες του έθνους, Διαδίκτυο
*Πρόκειται για το κείμενο της
ομιλίας που πραγματοποιήθηκε στις 9/2/2014 στο Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα της
Καστοριάς από την εκπαιδευτικό-συγγραφέα κ. Σόνια Ευθυμιάδου-Παπασταύρου.