Αν και πίστευα πως δεν
υπήρχε περίπτωση να μπορέσω να νιώσω φέτος κάτι παραπάνω ή κάτι διαφορετικό από
τις προηγούμενες χρονιές, το βράδυ της Κυριακής βρέθηκα πάλι στη Σιταριά, χάρη
στους αγαπημένους μου φίλους Αργύρη και Ειρήνη από τον Καναδά. Ή, για να είμαι
πιο ακριβής, βρέθηκα εκεί εξαιτίας τους, μια που αυτοί οι φίλοι μου με μύησαν
στο πνεύμα και την ουσία αυτού του Ανταμώματος κι επειδή θα ήταν η πρώτη φορά
που θα το ζούσαμε μαζί, αφού δεν είχαμε καταφέρει να είμαστε μαζί στη Σιταριά
άλλη χρονιά, για λόγους ανεξάρτητους της θέλησής μας.
Έτσι λοιπόν φτάσαμε
στην ώρα μας και περιμέναμε –προσωπικά χωρίς ιδιαίτερη ανυπομονησία- τη στιγμή
που τελικά, ναι, είναι η κορυφαία της όλης πολύ σπουδαίας διοργάνωσης. Αλλά
μέχρι να ‘ρθει αυτή η στιγμή είδαμε αρκετούς από τους άλλους αγαπημένους μας
φίλους: τη Νίνα και τον Βασίλη –η Νίνα Γκατζούλη είναι κορυφαία κι η ψυχή της
Παμμακεδονικής κι ο Βασίλης ο ακούραστος συνοδοιπόρος της στο δύσκολο έργο της-,
τη Θωμαή, τον Δημήτρη –διακριτικό κι ανεπαίσθητο συνδιοργανωτή-, τον πανταχού
παρόντα και τα πάντα καταγράφοντα με τη φωτογραφική του μηχανή συνάδελφό μου
Κυριάκο, πρόσωπα οικεία από άλλες τέτοιες συναντήσεις κι ανταμώματα. Και φυσικά
τα πάντα χαμογελαστά πρόσωπα των πάντοτε αεικίνητων μελών του Πολιτιστικού
Συλλόγου Σιταριάς «Νέοι Ορίζοντες», που με την εξαιρετική τους αυτή πρωτοβουλία
μας δίνουν την ευκαιρία να ανταμωνόμαστε σε μια τέτοια εκδήλωση, σ’ ένα τόσο
ιδιαίτερης σημασίας δρώμενο του καλοκαιριού.
Μάλλον χλιαρά λοιπόν περίμενα
τη στιγμή. Που, όταν ήρθε, καθόλου χλιαρά δεν την αντιμετώπισα. Μιλώ για τη
στιγμή όπου όλα τα συμμετέχοντα στη διάρκεια της τριήμερης εκδήλωσης
συγκροτήματα εμφανίζονται από τους τρεις δρόμους του χωριού χορεύοντας στους
ήχους των μουσικών οργάνων που τα συνοδεύουν και κατευθυνόμενα στο κέντρο του
χωριού, την πλατεία, την καρδιά του. Και, ναι, μπορεί να το γνώριζα πως θα
έρχονταν με το λάβαρό του το καθένα και ελληνικές σημαίες στα χέρια, αλλά άλλο
να το ξέρεις και άλλο να το βλέπεις και να το ζεις. Γιατί, γνωρίζοντάς το από
πριν, δεν είσαι σε θέση να ξέρεις ούτε
καν τις ονομασίες των συλλόγων που συμμετέχουν-ονομασίες ιστορικές πολλές φορές,
που ανασταίνουν πρόσωπα ηρωικά στον νου όσων τα αντικρίζουν κι ανασταίνουν και
υποσχέσεις μυστικές πως αυτοί που κρατούν τα λάβαρα ψηλά θα τα κρατούν πάντοτε
ψηλά και προπαντός θα συντηρούν τη μνήμη τους ζωντανή και σε εγρήγορση. Αυτό
είναι που η πατρίδα χρειάζεται όχι μόνο τώρα, μα και πάντα, πολύ. Δεν μπορεί
λοιπόν κανείς να το ονειρευτεί αυτό από πριν-είναι από τα γεγονότα που μόνο
όταν τα ζεις καταλαβαίνεις περί τίνος πρόκειται. Γιατί ακόμη και το πώς
ανέμιζαν τα λάβαρα και οι σημαίες παίζει έναν ιδιαίτερο ρόλο εκείνη τη στιγμή,
ακόμα και το πώς τα κρατούν τα χέρια τα δυνατά των σημαιοφόρων, που άλλοτε τα
στηρίζουν πάνω τους, ενώ άλλοτε καταφέρνουν και τα κρατούν στον αέρα
χορεύοντας. «Έραβα πάντα τοπικές ενδυμασίες και πάντα ονειρευόμουν να φορέσω κι
εγώ μία, αλλά δεν το είχα κάνει ως τώρα. Σήμερα πραγματοποίησα το όνειρό μου»
μου εξομολογήθηκε η συγχωριανή μου Τάνα, που κρατούσε την ελληνική σημαία ψηλά
καθώς χόρευε με τις άλλες γυναίκες του χορευτικού του Συλλόγου Γυναικών Μαυροχωρίου, που
εκπροσωπεί επάξια όλον τον νομό μας και δε λείπει ποτέ από τη διοργάνωση αυτή,
γιατί ξέρει. «Σήμερα το όνειρό μου πραγματοποιήθηκε» μου είπε χορεύοντας η Τάνα
και τα γελαστά της μάτια έκαναν το όμορφο πρόσωπό της να λάμπει και να
αστράφτει. Μα δεν έλαμπε από χαρά μόνο
ένα πρόσωπο· έλαμπαν τα πρόσωπα όλων των χορευτών, που χαμογελούσαν αδιάκοπα.
Γιατί όποιος χορεύει σ’ αυτό το χοροστάσι δε γίνεται να μη χαμογελάει, αφού το
χαμόγελο προκύπτει τελείως ασυναίσθητα και γι’ αυτό λάμπει περισσότερο. Κι ας
υπάρχουν γύρω, σε πρόσωπα θεατών, μόνιμα δάκρυα. Αυτά ανάβλυζαν για τους δικούς
τους πολύ σοβαρούς λόγους: ανάβλυζαν
γιατί η κατασυκοφαντημένη εξαιτίας της απροσεξίας λίγων περιοχή μας επιτέλους
κραυγάζει την ελληνικότητά της. Και την κραυγάζει χωρίς φωνές. Την κραυγάζει με
παλμό και τη διαδηλώνει χορεύοντας. Γι’ αυτό και δεν γινόταν να μη δακρύσεις
βλέποντας τον αρχιχορευτή του Συλλόγου της Σιταριάς, ένα όμορφο παλικάρι με το
σκουλαρίκι στο αυτί, που χόρευε όμορφα και γινόταν σύμβολο· το σύμβολο μιας
ολόκληρης περιοχής που κουράστηκε και βαρέθηκε να διασύρεται εξαιτίας μιας
μικρής μειοψηφίας που επιμένει να διαστρεβλώνει την πραγματικότητα-αυτοί
πάντοτε έτσι προχωράνε, διαστρεβλώνοντας. Γιατί μόνον έτσι προχωράει το έργο
τους, μέσ’ από πλάγιους δρόμους, αφού ο δρόμος ο ευθύς, ο ίσιος δεν είναι για
τους πλαστογράφους· είδα στο Διαδίκτυο χτες μόλις επέστρεψα πώς «εξηγούν» τα
πράγματα που εμείς που τη ζούμε τη διοργάνωση
αυτή ξέρουμε από πρώτο χέρι.
Γι’ αυτό πληθαίνει ο
κόσμος που συμμετέχει και που ζει αυτό το Αντάμωμα: μια πλατεία γεμάτη κόσμο
για τρεις συνεχόμενες βραδιές και 73 φέτος συλλόγους που συμμετέχουν με τιμή!
Και γι’ αυτό λέω πως για άλλη μια φορά η
καρδιά της Ελλάδας χτύπησε στη Σιταριά της Φλώρινας κι εμείς οι λίγοι που
ερχόμαστε από πιο μακριά βρισκόμαστε εκεί για να δούμε, να ακούσουμε, να
νιώσουμε, να χαρούμε την Πατρίδα παρούσα σε έναν τόπο απ’ όπου χρόνια τώρα
κάποιοι παλεύουν να την εξορίσουν και να πείσουν τους άλλους για τη δήθεν
ανυπαρξία της. Ανεπιτυχώς βέβαια, γιατί
κι εμείς εδώ ζούμε και ξέρουμε, γιατί η αλήθεια βιώνεται, δεν κατασκευάζεται με
το ψέμα.
Έτσι λοιπόν έγινε και
χτες και προσωπικά ένιωθα πως για άλλη μία φορά είχε διπλώσει η Ελλάδα κι είχαν
συμπέσει τα δύο άκρα της: η Μακεδονία του Βορρά με την Κρήτη του Νότου. Γιατί η
ιδιαίτερη νότα της φετινής διοργάνωσης ήταν η παρουσία του Συλλόγου από την
Κρήτη, ενός Συλλόγου με δύο χορευτικά: ένα των μεγάλων, που χόρευαν
αξιοθαύμαστα τους έτσι κι αλλιώς αξιοθαύμαστους κρητικούς χορούς, κι ένα των
μικρών Κρητικόπουλων, εξίσου θαυμάσιων χορευτών, που μας μπέρδεψαν πολύ, καθώς
δεν ξέραμε ποιον από τους δύο κύκλους να πρωτοκοιτάξουμε, σε ποιον να
εστιάσουμε την προσοχή μας. Τα δύο άκρα
της Ελλάδας είχαν συμπέσει λοιπόν χτες βράδυ όπως πριν από έναν αιώνα, τότε που
είχαν σπεύσει οι Κρητικοί να αγωνιστούν για τη λευτεριά της Μακεδονίας και
άλλοι από αυτούς σκοτώθηκαν και δε γύρισαν ποτέ ξανά πίσω στο αγαπημένο τους
νησί, ενώ άλλοι έζησαν κι επέλεξαν να μείνουν για πάντα εδώ στη Μακεδονία,
κάνοντάς την παντοτινή τους πατρίδα.
Μα κάπου εδώ νιώθω την
ανάγκη να μιλήσω για μία γυναίκα γεμάτη ψυχή, ένα πρόσωπο που ανήκει σε αυτά
που ονειρεύτηκαν το Παμμακεδονικό Αντάμωμα της Σιταριάς, το ξεκίνησαν και που συνεχίζει να το υπηρετεί με πάθος από
κάθε πόστο, ανεξάρτητα από το αν φαίνεται ή είναι αφανής όπως φέτος. Αυτή η
γυναίκα ενσαρκώνει τον τύπο της αληθινά σπουδαίας Ελληνίδας κι ας μην το υποψιάζεται
η ίδια της. Πρωταγωνίστησε στο θεμελίωμα της σπουδαίας αυτής διοργάνωσης, την
πότισε με τα δάκρυά της στο ξεκίνημα γιατί ήταν ένα πραγματικά δύσκολο εγχείρημα,
καθώς ελάχιστα χιλιόμετρα κοντά τους,
μια ανάσα δίπλα τους γίνονταν και συνεχίζουν να γίνονται τα πανηγύρια που
κάποιοι εκμεταλλεύονται γιατί εξυπηρετούν τους πονηρούς σκοπούς τους και που
στιγματίζουν ολόκληρες πληθυσμιακές ομάδες στην αγαπημένη μας Μακεδονία.
Αυτός ακριβώς είναι ο
λόγος που η Λουίζα της Σιταριάς και
των πραγματικά Νέων Οριζόντων είναι ένα σύμβολο. Γιατί αρνήθηκε τον άδικο
στιγματισμό της, τον στιγματισμό αδιακρίτως όλων αυτών που μιλούν ή έστω
γνωρίζουν το ιδίωμα της αδιαμφισβήτητα ελληνικής Μακεδονίας και είπε μαζί με άλλους το δικό της τελείως
αυθόρμητο «Ως εδώ!» με τη θεμελίωση ενός θεσμού, ο οποίος δεν είναι το αντίπαλο
δέος των πανηγυριών που τροφοδοτούν τη Νόβα Ζόρα και δεν είναι ο αντίποδας
κανενός, αλλά είναι μια ανάγκη κι ένας αέρας ελληνικότητας που, επειδή τον
χρειάζονταν οι κάτοικοι της περιοχής για ν’ ανασάνουν, έπνευσε και πνέει κάθε
χρόνο από τη Σιταριά , απλώνεται παντού κι αναζωογονεί τα πάντα στο φύσημά του.
Έτσι λοιπόν, αν και
πίστευα πως δεν υπήρχε περίπτωση να μπορέσω να νιώσω φέτος κάτι παραπάνω ή κάτι
διαφορετικό από τις προηγούμενες χρονιές, χτες βράδυ την ψυχή μου έκλεψαν τα
μικρά παιδιά που συμμετείχαν είτε ως χορευτές είτε στους ώμους των μεγάλων
χορευτών. Και μου την έκλεψαν και με συγκίνησαν περισσότερο απ’ όλους, γιατί
συνειδητοποίησα πως αυτά τα παιδιά είναι πιο τυχερά από προηγούμενα, καθώς δε μεγαλώνουν
μες στο γνωστό ηθελημένα μπερδεμένο τοπίο, στα θολά νερά του οποίου κάποιοι
πονηροί ψαρεύουν. Αυτά τα παιδιά μεγαλώνουν ζώντας
το τι είναι κι επομένως θα έχουν το προνόμιο να μην ταλαντεύονται και να
μην παρασύρονται μεγαλώνοντας. Και, το κυριότερο, θα έχουν κάνει βίωμά τους πως
τούτη την Πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί: και εντόπιοι και Πόντιοι και Βλάχοι κι
Αρβανίτες και Κρητικοί και πως κανείς
από τους παραπάνω δεν έχει το δικαίωμα να υποτιμήσει τον πατριωτισμό του άλλου,
αυτό που για εμάς τους μεγαλύτερους σε ηλικία Μακεδόνες δεν ήταν εξαρχής
αυτονόητο όπως είναι για τα παιδιά μας τώρα…
Στους Νέους Ορίζοντες της
Σιταριάς, που γράφουν Ιστορία, και σ’
όλους τους συμμετέχοντες.
Ιδιαιτέρως
στη Λουίζα της Σιταριάς, που μυστικά πάντοτε της τραγουδώ Ελύτη:
Δώσε μου δυόσμο να
μυρίσω, λουίζα και βασιλικό
Μαζί μ' αυτά να σε φιλήσω, και τι να
πρωτοθυμηθώ…
Με
την ευχή να συνεχίσουν το ίδιο δυνατοί και ακλόνητοι, όσο κι αν επιμένουν στις
διαστρεβλώσεις τους κάποιοι άλλοι…
Δευτέρα 15/7/2014
Σόνια Ευθυμιάδου-Παπασταύρου
*Πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα ΟΔΟΣ, Καστοριά,
17/7/2014.