Κυριακή 4 του Νοέμβρη, Μάχη Σιάτιστας, 6η Μεραρχία,
Απόσπασμα Ηπίτη
(Διήγηση του Νικήτα1)
(Διήγηση του Νικήτα1)
Μετά το «ατύχημα» της
5ης Μεραρχίας, οι Τούρκοι αναθάρρησαν και η πρωτοβουλία των
στρατιωτικών
επιχειρήσεων περιήλθε τοπικά
σε αυτούς. Δύο τμήματα Τουρκικού Στρατού ξεκίνησαν από τη Φλώρινα, το ένα προς
την Σιάτιστα υπό την αρχηγία του Μεχμέτ Πασά και το άλλο προς τα Γρεβενά υπό
την αρχηγία του Μπεκήρ Αγά. Τα εθελοντικά μας σώματα, που βρίσκονταν στην
περιφέρεια Καστοριάς, συμπτύχθηκαν προς τη Σιάτιστα, όπου έκαμε προσωρινά την
έδρα του ο Γενικός Αρχηγός τους Γεώργιος Κατεχάκης2. Οι Τούρκοι έφθασαν
μέχρι την Λείψιστα3 την οποία ανακατέλαβαν, κατόπιν μάχης στην οποία
έπεσε ηρωικά ο Λοχαγός Δεδούσης, υποχρεώνοντας την φρουρά της να συμπτυχθεί στη
Σιάτιστα. Στη Λείψιστα οι Τούρκοι έστησαν την
έδρα τους, αφού πρώτα διέσπειραν τη φρίκη και το θάνατο στο πέρασμά τους,
καίγοντας και λεηλατώντας, με αποτέλεσμα να μαζευτούν χιλιάδες Έλληνες
πρόσφυγες4 στη Σιάτιστα. Από τη Λείψιστα, ο Μεχμέτ έστειλε
απεσταλμένο του έναν Οσμάν Μπάτσαρο από την Βρογκίστα5, ζητώντας την
παράδοση της Σιάτιστας:
«Αύριον πρωί περί την 1ην ώραν6 να αποστείλητε πέντε προκρίτους, δια να
παραδώσητε την πόλιν. Άλλως θα βαδίσω εναντίον αυτής και θα την βομβαρδίσω.
Λειψίστη, 2 Νοεμβρίου 1912 Μεχμέτ πασάς
Γενικός αρχηγός του στρατεύματος».
Όταν έφτασε
το τελεσίγραφο, η Σιάτιστα ήταν γεμάτη πρόσφυγες, κυρίως γυναικόπαιδα.
Επικράτησε μεγάλη νευρικότητα και ταραχή. Οι πρόκριτοι μαζεύτηκαν στην
Μητρόπολη να σκεφθούν πώς να απαντήσουν. Οι πιο ενθουσιώδεις πρότειναν να
αγνοηθεί το τελεσίγραφο και να σκοτώσουν τον αγγελιοφόρος. Ευτυχώς υπερίσχυσε η
γνώμη του Γενικού αρχηγού των σωμάτων Γ. Κατεχάκη, να ζητηθεί προθεσμία για να
κερδηθεί χρόνος. Έτσι, έστειλαν πίσω τον απεσταλμένο, μαζί με τον γενναίο
πατριώτη Νικόλαο Παπαχατζή7, με ένα σημείωμα που έγραφε:
«Λάβαμε τη διαταγή σας και, αφού σκεφθούμε,
θα απαντήσουμε αύριο.»
Ο
Μεχμέτ πασάς θεώρησε την απάντηση σαν άρνηση και άρχισε να ετοιμάζεται για την
επίθεση. Σανέφθασαν στη Βρογκίστα τα στρατεύματά του, περίπου χίλιοι
πεντακόσιοι Τούρκοι και Γκέκηδες, με πολλούς Αξιωματικούς και δύο πυροβόλα, τα
χώρισε σε τρεις φάλαγγες: Η πρώτη θα βάδιζε ΝΔ της Σιάτιστας, η δεύτερη ΒΔ και
η τρίτη κατά της πόλης, περνώντας από το φαράγγι που σχηματίζεται ανάμεσα στα
βουνά του Κωντσιώτικου και του Χαΐρ8, όπου το Γκαλτιρίμ και η
Κόκκινη Μπάρα9.
Αλλά και οι αρμόδιοι στη
Σιάτιστα δεν κάθονταν αδρανείς. Φρόντισαν να προετοιμάσουν την άμυνα, καλώντας
επειγόντως ενισχύσεις, τονίζοντας την εξαιρετική σπουδαιότητα της επικεί-μενης
μάχης, που θα έκρινε όχι μόνο την τύχη της Σιάτιστας, αλλά και την περαιτέρω
πορεία όλων των πολεμικών επιχειρήσεων. Συγκεντρώθηκαν έτσι μεγάλες δυνάμεις,
ικανές να παγιδεύσουν τους Τούρκους: Το
Απόσπασμα του Ηπειρώτη Αντισυνταγματάρχη Ηπίτη, δύο Τάγματα Πεζικού και μία
Πυροβολαρχία με τρία πεδινά πυροβόλα 18 σώματα Κρητών εθελοντών, με αρχηγούς τους Λεωνίδα Παπαμαλέκο,
Γεώργιο Παπαδόπετρο10, Μιχαήλ Αναστασάκη11, Γεώργιο
Δικόνυμο12, Ευθύμιο Καούδη, Μανώλη Μακράκη13, Ζουδιανό,
Σκουντρή, Π. Φιωτάκη14, Μιχαήλ Τσόντο, Γ. Βολάνη, Ιωάννη Μαυρογέννη,
Β. Πούλακα, Ι. Βρανά, Π. Γύπαρη, Ε. Νικολούδη, Π. Γερογιάννη και Στ. Τζωρτζάκη.
Ο Λόχος Κρητών Διδασκάλων15
Το Σώμα των εθελοντών Γαριβαλδινών του Αλέξανδρου Ρώμα16
Δύναμη υπό τον Αξιωματικό Γεώργιο Καπιτσίνη
Σώμα από ντόπιους εθελοντές και άλλα Μακεδονικά σώματα
Εμείς, το Απόσπασμα Ηπίτη δηλαδή, καταυλιστήκαμε την νύχτα
της 2ας προς 3η Νοέμβρη στο Καρατζαλάρ17.
Είχαμε διαταγή να βγάλουμε προφυλακές στα υψώματα, από τον
φόβο των Τούρκων οπλισμένων χωρικών που, αν και παραδομένοι, είχαν βγει στα
βουνά και χτυπούσαν αποσπάσματα και εφοδιοπομπές. Μας άρεσε,«τέλος πια οι πορείες, αρχίζει η δράση» λέγαμε
μεταξύ μας. Υπήρξαμε τυχεροί, ο Λόχος μας έπιασε πενήντα φυγάδες μέσα στη
νύχτα. Και για να είμαι ειλικρινής, δεν ήταν έργο όλου του Λόχου, πέντε άνδρες
έκαναν την περισσότερη δουλειά, με επί κεφαλής τον Δεκανέα Ρίτο Χρηστίδη, τον
Στάθη Ζουλούμη και τρεις ακόμη που δεν θυμάμαι τα ονόματά τους.
Το επόμενο
πρωί, προσκλητήριο, συγχαρητήρια από τον κ. Μπέλλο, τον Ταγματάρχη μας, και
άμεση εκκίνηση. Η φάλαγγά μας προσπέρασε την Κοζάνη, χωρίς να σταθούμε καθόλου.
«Κύριε
Ανθυπολοχαγέ, δεν θα σταθούμε καθόλου να ξαποστάσουμε;»
«Να
δούμε πώς είναι και η Κοζάνη και οι Κοζανίτισες …», πάντα ορεξάτος και
χωραταζής ο Σαλαχώρης …
«Όχι,
δεν θα σταθώμεν Διόσκουροι … πρέπει να φτάσουμε το ταχύτερο εις την Σιάτισταν …
απειλείται από τον Μεχμέτ Πασά …» απαντά με χιούμορ αλλά και σοβαρότητα ο
Ανθυπολοχαγός.
«Ακόμη
Πασάς είναι αυτός;»
«Όσο έχει μαζί του και τρεις χιλιάδας αγρίους Τουρκαλβανούς, Πασάς
είναι Μαύρε … Δια τούτο πρέπει να σπεύσωμεν και να του τσακίσουμε το κεφάλι
!!!» και συμπλήρωσε:
«Πάλι
καλά που δεν είναι μαζί του κι ο Μπεκήρ Αγάς, έμεινε λένε στα Γρεβενά αυτός …»
Τα λόγια αυτά μας φέρανε έναν πρωτόγνωρο ενθουσιασμό.
«Θα κελαηδήσουν επί τέλους τα Μάνλιχερ … ήρθε η σειρά μας να μπούμε στη
μάχη …»
Επιταχύνουμε το βήμα. Μάνλιχερ
και γυλιός γίνανε μονομιάς ελαφρά σαν πούπουλα, δεν μας λείπανε πια τα
αντίσκηνα, ούτε η βροχή μας ενοχλούσε άλλο … Μπροστά πήγαινε το Τάγμα του κ. Παπαδάκη,
μετά το Τάγμα μας, τρίτο το Τάγμα του κ. Φιλιακού, πιο πίσω οι Διμοιρίες
Πολυβόλων του Ανθυπασπιστή Κίτσου και του Ευέλπιδα Μεσιαλού και τελευταία η
Πυροβολαρχία του Λοχαγού Νικολάου Κλαδά με τρία πυροβόλα18.
Νύχτωσε, πήγε η ώρα 7, και επί
τέλους, μετά από δώδεκα ώρες πορείας, διατάχτηκε στάση. Μπροστά μας
ένα θεόρατο βουνό, που έπρεπε να το ανεβούμε, για να είμαστε στη
Σιάτιστα πριν τις 9, έτσι ήταν η Διαταγή.
«Δεν γίνεται να σταθούμε εδώ
απόψε και να ανεβούμε το πρωί;»
«Δεν γίνεται παιδιά μου … εμπρός … κουράγιο … ένα τέταρτο δρόμος είναι
μόνο …»
Ένα τέταρτο άμα είσαι φρέσκος. Άμα
δεν κουβαλάς γυλιό και κυρίως πεδινά πυροβόλα. Τα σέρνανε έξι θηρία άλογα το
καθένα, αλλά κι αυτά δεν αντέχανε τόσο
ανήφορο και σταματούσαν.
«Χάι … Χάι … Άαααα … Άαααα …»
Αλλά αυτά τα αφιλότιμα δεν
προχωρούσαν ούτε βήμα.
Πυροβολητές και Ελάτες19 κατέβηκαν
να σπρώξουν κι αυτοί, αλλά και πάλι δεν προχωρούσε τίποτα. Και να ήταν μόνο τα
Πυροβόλα, που το καθένα μόνο του
ζύγιζε πάνω από 1.500 κιλά … Μια
Πυροβολαρχία έχει ένα σωρό οχήματα, που κανονικά τα σέρνουν τα άλογα. Αλλά
κανονικά, στο ίσιωμα … όχι σε τέτοιο ανήφορο … Υπάρχει ακόμη η σκευοφόρος
άμαξα, το σιδηρουργείο, η υδροφόρος, το μαγειρείο και καμιά εικοσαριά ακόμη
κάρα δίτροχα. Υπάρχουν έξι βλητοφόρα20 γεμάτα βλήματα, σκεφθείτε
κάπου εκατόν ογδόντα βλήματα ανά πυροβόλο, το καθένα ζυγίζει πάνω από 7,5 κιλά.
«Εμπρός
παιδιά … βάλτε όλοι ένα χεράκι να σπρώξουμε …»
Σπρώχνοντας,
τα καταφέραμε τελικά, αλλά το τέταρτο έγινε δύο ώρες μέχρι να φτάσουμε στα
Σιάτιστα. Αλλά εκεί, υπέροχο θέαμα, μας υποδέχτηκαν στην είσοδο της συνοικίας
Γερανείας με ζητωκραυγές και πατριωτικά τραγούδια οι μικροί μαθητές των
σχολείων. Τραγούδια, που εμείς τα ακούγαμε για πρώτη φορά. Ποιος τα
έγραψε; Ποιος
τους τα έμαθε; Με πλημμύριζαν αισθήματα συγκίνησης. Ένα παιδάκι ήρθε προς το
μέρος μας.
«Έβαλα
στοίχημα με το μπαμπά μου, πως σήμερα θα φάνε και θα κοιμηθούνε σπίτι μας δέκα
στρατιώτες! Αν δεν έρθετε, θα χάσω το στοίχημα. Ελάτε λοιπόν, θα δείτε, είναι
ωραίο το σπίτι μας και έχουμε και φαγί καλό» Μας παρακαλούσαν να πάμε να
κοιμηθούμε σπίτια τους; Μην μας παρακαλάτε αγαπημένα παιδάκια …
Γριές και γέροι με μάτια γεμάτα
δάκρυα, μας καλούσαν στο σπίτι τους για μουσαφίρηδες … Κορίτσια ροδομάγουλα μας
αγκάλιαζαν, αφήνοντάς μας να τα φιλήσουμε, με την περηφάνια της αγνής παρθένας,
γιατί είμαστε λέει αδέρφια τους. Τα αδέρφια τους που φέρανε λευτεριά και
Ανάσταση !!!
Γέμισαν τα σπίτια της Σιάτιστας φαντάρους. Το μικρότερο θα
χώρεσε τουλάχιστον πέντε, τα πιο μεγάλα δεκαπέντε και είκοσι. Απόψε δεν έχει
ύπνο στο ύπαιθρο, στο κρύο και στη βροχή, απόψε δεν θα λείψουν τα αντίσκηνα.
Και δείπνο με αρνιά διαλεχτά, με τραχανά που μας στήλωσε, με γλυκά από πετιμέζι
που ήταν τα καλύτερα που είχα φάει ποτέ. Τα μεταξωτά παπλώματα και τα νυφικά
σεντόνια στρώθηκαν για εμάς τους ψειρήδες και βρώμικους.
«Δεν κάνει να κοιμηθούμε εδώ … έχουμε ψείρες …» λέγαμε
«Και για ποιους τα έχουμε; Και για ποιους κολλήσατε ψείρες;»
«Αν δεν ερχόσασταν να μας λευτερώσετε, θα
είχατε ψείρες; Είχατε και σπίτι σας ψείρες; Για χάρη μας τις έχετε …»
Σαν σου λένε τέτοια, δακρύζεις και
χάνεις τη φωνή σου. Χαμογελάς χαζά και απλώνεις το κουρασμένο κορμί σου στα
λευκά σεντόνια, σκεπάζεσαι με το πάπλωμα το μεταξωτό και ευλογάς την τύχη σου
που είσαι ανάμεσα σε τόσο καλούς, σε τόσο ζεστούς ανθρώπους … Δεν θα τους
ξεχάσω όσο ζω …
Το άλλο πρωί, Κυριακή 4 του
Νοέμβρη, η σάλπιγγα μας φάνηκε πιο γλυκιά …
Μαζευτήκαμε στους
χώρους στρατωνισμού που είχαν οριστεί από την προηγούμενη, στα σχολεία της
Σιάτιστας, αλλά το μυαλό μας είχε κολλήσει στα όσα ζήσαμε στη φιλόξενη αυτή
πόλη.
«Βρε
παιδιά, και του πουλιού το γάλα είχε εκεί που μείναμε εμείς ..»
«Αμ και εμάς … μας γέμισαν τους γυλιούς πίτες και γλυκίσματα … αφού
περιδρομιάσαμε καλά καλά»
«Άσε το κρασί … βάλσαμο ήταν, δεν ήταν κρασί …»
Και με την κουβέντα για το πόσο
τραχανά φάγαμε και πόσο κρασί ήπιαμε, ξεχάσαμε και τον Μεχμέτ και τον πόλεμο.
Και πέρασε το πρωινό και η σάλπιγγα μας κάλεσε για γεύμα. Και χάρη στους καλούς
ανθρώπους της Σιάτιστας, δεν ήταν «συσσίτιο»
στρατιωτικό, με κουραμάνα και ζωμό, αλλά αρνιά ψητά. Μόνο που πριν προλάβαμε να βάλουμε μπουκιά στο στόμα μας, ήρθε τρέχοντας
λαχανιασμένος ένας αντάρτης Κρητικός:
«Τσε πούναι ο καπετάνιος σας
σύντεκνοι;»
«Εδώ είμαστε» απάντησε αυτάρεσκα ο
Επιλοχίας, στρίβοντας το μουστάκι του.
«Τσίριε
Επιλοσσία … θέλω τον τσίριο Ηπίτη, τον Διοικητή»
«Αμ έτσι μίλα κακομοίρη … Αποστόλου, δείξε στο παλληκάρι το κατάλυμα
του κυρίου Διοικητού» συνέχισε με ύφος δέκα Καρδιναλίων ο Επιλοχίας.
«Τα
σκυλιά φανήκασι, τσίριε Επιλοσσία, ζ’ αυτό έρχομαι τρέχοντας από τα καραούλια,
να δώσω χαμπέρι στον αρχηγό …» είπε απολογητικά σχεδόν ο αντάρτης, και μέσα
μου κρυφογελούσα καθώς ήταν ένα κεφάλι πιο ψηλός από τον Επιλοχία, που κι αυτός
δεν ήταν κοντός.
«Είναι πολλοί μωρέ;»
«Ίσα με τρεις τέσσερεις χιλιάδες»
«Καλώς να ορίσουν! Θα τους
περιμένουμε! Σαλαχώρη, τρέχα να ειδοποιήσεις τον Λοχαγό μας, γρήγορα!!!»
«Αμέσως … τσίριε Επιλοσσία!» είχε όρεξη για αστεία ο Σαλαχώρης … Ταυτόχρονα σχεδόν, σήμανε
η σάλπιγγα προσκλητήριο.
«Να παύση η διανομή συσσιτίου» διέταξε ο Επιλοχίας. «Παιδιά, βαστήξτε
την όρεξή σας για μετά τη μάχη … τώρα έχουμε Μεχμέτ Πασά για ορεκτικό …
Διμοιρίται, εμπρός!!! Τας Διμοιρίας σας …»
«Πρώτη
Διμοιρία εδώ!»
«Δευτέρα εδώ!»
«Τετάρτη Διμοιρία εδώ!»
«Τρίτη Διμοιρία, μην αργείτε, τον οπλισμό σας όλοι … γρήγορα!!!»
«Έρχεται ο Λοχαγός»
«Ζήτω ο Λοχαγός! Ζήτωωω!»
Χαμογελώντας ο Λοχαγός, έδωσε
διαταγή στον Επιλοχία να παρατάξει τον Λόχο. Και μας είπε λίγα λόγια, στεγνά
και στρατιωτικά:
«Παιδιά μου, σας γνωρίζω καλά, θεωρώ περιττό
να επαναλάβω πράγματα που σας είπα πολλάκις. Ξέρετε τι πρέπει να κάνετε. Η
Σιάτιστα κινδυνεύει. Ο λήσταρχος Μεχμέτ Πασάς παρήγγειλε να του παραδώσουμε την
Σιάτιστα, αλλιώς θα μας κάψει. Δώστε του την απάντηση δια της λόγχης, τίποτε
άλλο δεν σας λέω …»
«Ζήτω ο Λοχαγός μας! Ζήτωωω!»
«Ας έρθει το παλιόσκυλο … θα δει τι τον
περιμένει»
«Ζήτωωω!!!»
Βγήκαμε από το σχολείο κατά τετράδες και βαδίσαμε προς τα υψώματα, ενώ
οι κάτοικοι μας ξεπροβόδιζαν με ζητωκραυγές και δάκρυα χαράς. Ακούστηκε μια
φωνή:
«Τα
τόπια, πού είναι τα τόπια;»
Θέλανε να δουν τα κανόνια οι κάτοικοι, με αυτά αισθάνονταν
πιο σίγουροι ότι θα σαρωθεί ο Πασάς και το σκυλολόι του. Τα είχαμε αφήσει στην
πλατεία της πόλης, υπολογίζοντας ότι δεν μπορούσαν να πάνε πιο πέρα, λόγω του
ανηφορικού εδάφους.
«Έρχονται και τα κανόνια, αλλά είναι μεγάλος ο ανήφορος και δυσκολεύονται
τα άλογα» απάντησε ένας Αξιωματικός.
«Και εμείς γιατί είμαστε εδώ; Για να κοιτάμε; Πάμε αδέρφια, θα τα
φέρουμε εμείς καπετάνιε!»
Και εκατοντάδες Σιατιστινών
σπρώξανε αυτοί τα κανόνια της Πυροβολαρχίας Κλαδά και σε μισή ώρα ήταν ταγμένα
σε νέες θέσεις, έτοιμα να υποδεχθούν τον Μεχμέτ.
Οι Κρήτες των προφυλακών και
αυτοί στις θέσεις τους, ο κ. Ηπίτης επιθεώρησε τις θέσεις μας και μετά
αφίππευσε, δίνοντάς μας να καταλάβουμε ότι πλησιάζει η μεγάλη στιγμή.
«Κλακ
κλακ» ακούγονταν τα μάνλιχερ καθώς όπλιζαν.
«Να σε δω Νταλίπη, εσύ που σκοτώνεις τις
κότες από 100 μέτρα, να δω πόσα σκυλιά θα φας σήμερα» φώναξε ο Λοχαγός σε έναν
Μακεδόνα εθελοντή.
«Κι
έχω μια πείνα κυρ Λοχαγέ … ακούς τα σκυλιά να έρθουν προς το συσσίτιο!»
«Ε, μην σεκλετίζεσαι Νταλίπη, θα φάμε Αρβανίτες»
«Για
σωπάτε βρε παιδιά, έρχεται Ιππέας από τον Διοικητή»
Ήταν ο Υπασπιστής του κ.
Ηπίτη που ήρθε καλπάζοντας προς τον Λοχαγό μας, να του δώσει τις τελευταίες
διαταγές. Η ώρα ήταν μία και όλοι ήμασταν στις θέσεις μας. Ο ουρανός συννέφιασε
ξανά και άρχισαν να πέφτουν και μερικές ψιχάλες.
«Δακρύζει
ο Αλλάχ που θα χάσει τόσους πιστούς του σήμερα …»
Ο Ανθυπολοχαγός μας κ.
Αναστασίου, έφεδρος, πηγαινοερχόταν στις θέσεις μας εμψυχώνοντας και δίνοντας
συμβουλές:
«Παιδιά, προσοχή στα φυσίγγια.
Στο κρέας όλα, μη ρίχνετε χωρίς να σημαδεύετε. Κάθε σφαίρα πρέπει να κάνει τη
δουλειά της, δεν πολεμάει καλά όποιος ρίχνει πιο πολλές. Οικονομία όσο
μπορείτε. Κάθε σφαίρα να πιάνει τόπο»
«Και
να τους αφήνει στον τόπο!»
«Έτσι, Σαλαχώρη, έτσι … ετοιμόλογο αλλά και έτοιμο για μάχη σε θέλω!»
«Έννοια
σας κύριε Ανθυπολοχαγέ, έννοια σας, έχω ακονίσει και την ξιφολόγχη …»
«Θα τη λειώσεις στο
ακόνισμα βρε Σαλαχώρη …»
Ακούστηκε
μια κανονιά!
«Αρχινάει ο γάμος του Τριτσιμπίδα παιδιά … ετοιμαστείτε για χορό!»
φώναξε ένας Ρουμελιώτης. Δεύτερη κανονιά, κίνηση στα δεξιά μας, σημάδι ότι από
εκεί ερχόταν ο εχθρός.
«Καλώς τον δεχτήκαμε!»
«Κοπιάστε κι από δω παλιόσκυλα … κοπιάστε να δοκιμάσετε και τις δικές
μας σφαίρες!»
Τρίτη, τέταρτη κανονιά, αλλά
τα βλήματα δεν ήταν δικά μας αλλά Τούρκικα. Και ένα από αυτά έσκασε πενήντα
μέτρα μπροστά από την 4η Διμοιρία μας. Το «βάπτισμα του πυρός» που λένε … μόνο που θα προτιμούσα να τους
βαφτίζαμε εμείς με τα πυρά μας …
«Τι περιμένεις κ. Κλαδά, έχεις τρία πεδινά κι αυτός δύο ορεινά, τι
περιμένεις;» ακούστηκε μια φωνή από τις γραμμές μας, αλλά την απάντηση
έδωσε η βροντερή φωνή του Κλαδά:
«Πρώτον πυροβόλον, πυρ!!!»
Και από ένα γειτονικό λόφο
ακούγαμε ζητωκραυγές. Ήταν οι κάτοικοι της Σιάτιστας, που μαζεύτηκαν εκεί να
δούνε τη μάχη.
Δεύτερη, τρίτη κανονιά για να
ρυθμιστεί η απόσταση και μετά τα πυροβόλα άρχισαν να βάλλουν με ρυθμό
καταιγιστικό, κάνοντας τα εχθρικά να σιγήσουν.
«Παιδιά, ο Κλαδάς τους βούλωσε, πάμε τώρα κι εμείς με άλματα .. Εμπρός
δια της Λόγχης!»
«Μη σηκώνεστε όρθιοι, σκυφτά!» φωνάζει ο Ανθυπολοχαγός μας, αλλά η
φωνή του πνίγηκε στους κρότους των μάνλιχερ. Μία ομοβροντία και ορμήσαμε
μπροστά, αγνοώντας τις συμβουλές του.
Επιτίθενται οι
δικοί μας από δεξιά κι εμείς καθόμαστε; Αυτές τις ώρες, ο κάθε Έλληνας νοιώθει
Στρατηγός, τι ξέρουν οι Αξιωματικοί μας; Τι σημασία έχει αν η Διαταγή της δικής
μας Διμοιρίας ήταν να κρατήσουμε τις θέσεις μας; Θα μέναμε να
πυροβολούμε από πεντακόσια μέτρα απόσταση; Δεν γίνονται αυτά, ορμήσαμε κι εμείς
με «εφ’ όπλου λόγχη». Να τελειώνουμε
μιαν ώρα αρχύτερα, γιατί πεινούσαμε κιόλας …
«Α μωρέ το στσυλί … ίπαιξά του δύο και εν τον βρήκε καμία …» παραπονιόταν
ένας Κρητικός, που έριξε δυο σφαίρες σε έναν Οθωμανό αλλά αστόχησε.
«Ε, Μαύρε, βόηθα μωρέ τον σύντεκνο …»
«Αμέσως κυρ Λοχία!» απάντησα.
«Να πάψω πρώτα έναν εδώ που σιέται και λυγιέται … Να βγάλω τον γυλιό κυρ Λοχία
γιατί με εμποδίζει;»
«Βγάλ’
τονε μωρέ, αλλά τελείωνε!»
Πέταξα τον
γυλιό που τόσην ώρα με εμπόδιζε, στήριξα το μάνλιχερ στον αριστερό μου ώμο, και
σημάδεψα έναν Τούρκο που προσπαθούσε να κατέβει το ύψωμα με άλματα. Το δάχτυλο
στην σκανδάλη, πυροβόλησα και τον είδα να παραπατάει και να σωριάζεται
ακίνητος.
«Πάει
ο πρώτος» φώναξα θριαμβευτικά. «Πού
είναι ο δικός σου μωρέ Κρητικέ;»
«Εκεί ανάμεσα στα δύο δέντρα … στα ζερβά …»
Σημάδεψα ξανά, δεν ήταν εύκολος
στόχος. Πυροβόλησα αλλά αστόχησα. Αυτός ήταν πιο μακριά από τον πρώτο. Ρύθμισα το κλισιοσκόπιο
στα τρακόσια μέτρα. Περίμενα να κινηθεί, να αλλάξει θέση. Σηκώθηκε, και σαν να
μιλούσε σε κάποιον άλλο, έμεινε για λίγο ακίνητος. Τώρα!!! Πάρ’ τον κάτω!
Σωριάστηκε πιάνοντας το στομάχι του, φαίνεται ότι εκεί τον πέτυχα. Ένοιωσα
άσχημα προς στιγμήν, καθώς συλλογίστηκα τον πόνο που κάνουν τα κοιλιακά τραύματα. Αλλά
ας νοιαστεί ο Αλλάχ για αυτόν. Ή εγώ αυτόν ή αυτός εμένα. Η μάχη γύρω μου
συνεχιζόταν και δεν προλάβαινα άλλες σκέψεις. Το μάνλιχερ συνέχιζε να πυροβολεί
μονάχο του, τα πυροβόλα του Κλαδά σάρωναν τους εχθρούς, αλλά αυτοί πολεμούσαν
λυσσασμένα, σαν ληστές που βλέπανε το όνειρό τους να τσακίζεται. Ονειρεύονταν
να μπουν στη Σιάτιστα, να λεηλατήσουν σπίτια και μαγαζιά, να ατιμάσουν τα
όμορφα κορίτσια της. Και όσο περνούσε η ώρα, τόσο πιο σκληρά αλλά και πιο
απρόσεχτα μάχονταν. Ορμούσαν άγρια, αλλά θερίζονταν από τα τουφέκια μας και τα
δύο πολυβόλα του Ανθυπασπιστή Κίτσου και το τρίτο του Ευέλπιδα Μεσαλιά. Πέρασαν
ήδη τρεις ώρες από την αρχή της μάχης και ακόμη ορμούσανε.
Παραδίπλα μας, οι αντάρτες του
καπετάν Παπαμαλέκου πλησίασαν τον εχθρό στα πενήντα μέτρα και βγάλανε τα
περίστροφα, ενώ σε λίγο πιάστηκαν σε μάχη σώμα με σώμα και βγήκαν και τα
μαχαίρια, κάτι κάμες21 πελώριες. Ρίξαμε μερικές ομοβροντίες, «πυρ ομαδόν», και ορμήσαμε κι εμείς, δυο
δικές μας Διμοιρίες και, τώρα πια μιλούσανε οι λόγχες και οι κάμες. Οι Κρητικοί
δεν μάχονταν, σφάζανε …
«Στα σέρια μωρέ, σφάχτε τα
στσυλιά σαν κουράδια!22»
«Ελάτε μωρέ κουζουλοί, να σας δώσωμε την Σιάτιστα οπούχει ώμορφες
κοπέλες …»
Καθώς ορμούσα μπροστά με
άλματα, ακολουθώντας τον Δεκανέα, κοίταζα και πίσω μου για να βλέπω πού ήταν η
υπόλοιπη ομάδα μας. Είδα τον Δημοσάντο, να έχει παγώσει ακίνητος δίπλα σε ένα
δέντρο.
«Δημοσάντε
προχώρει! Μην κάθεσαι ακίνητος … δίνεις στόχο … προχώρει …»
«Προχώρει ή καλύψου τουλάχιστον !!!» του φώναξε κι ο Δεκανέας, που
σταμάτησε κι αυτός να δει τι γίνεται, ακούγοντας τη φωνή μου.
«Προχώρα ρε Νικόλα !!!» του
φώναξε κι ο Μιχάλης.
Αλλά
αυτός είχε παγώσει, ενώ δίπλα του, στο δέντρο, καρφώθηκαν δύο σφαίρες, πετώντας
σκλήθρες …
«Πέσε κάτω Νικόλα» του
φώναξα ξανά, αλλά τίποτα. Ακούγαμε τις σφαίρες να σφυρίζουν και καταλαβαίναμε
ότι τον είχαν βάλει στο σημάδι οι εχθροί. Μέχρι που μια σφαίρα τον βρήκε στο
πόδι και έπεσε κάτω, χωρίς να βγάλει άχνα.
«Μαύρε, μη σηκωθείς εσύ, περίμενε να
ορμήσουμε εμείς και μετά βοήθα τον Δημοσάντο … εσύ που είσαι γιατρός …» μου
είπε ο Δεκανέας.
«Εμπρός παιδιά … Προχωράμε οι
υπόλοιποι !!!» φώναξε ο Δεκανέας στους άλλους. Ήξερε ότι οι εχθροί θα
βάζανε στο σημάδι αυτούς που θα πήγαιναν να βοηθήσουν τον τραυματία. Καλύτερα
να νομίζανε ότι είναι νεκρός και να γύριζαν τα πυρά τους στους υπόλοιπους που
θα ορμούσαν.
Περίμενα λίγο να πάψουν τα
πυρά γύρω στον τραυματία και μετά σύρθηκα δίπλα του. Είχε χτυπηθεί στον
αριστερό μηρό και για καλή του τύχη, είχε πέσει πίσω από το δέντρο, το σώμα του
καλυπτότανε. Τον έπιασα από τα λουριά του γυλιού του και τον έσυρα λίγο πιο πίσω,
σε ένα χαντάκι, για να είμαστε και οι δύο
καλυμμένοι. Άρχισε να φωνάζει:
«Το πόδι μου … το πόδι μου … με χτύπησαν Νικήτα, πάει το πόδι μου …»
Κοιτάζω
την πληγή του, αιμορραγούσε κι από μπρος κι από πίσω, ήταν διαμπερές.
«Κάτσε ακίνητος!!!» του
φώναξα άγρια. Κι αυτός υπάκουσε και τον είδα να δακρύζει.
«Τρόμαξα
Νικήτα μου, φοβήθηκα … δεν το ήθελα»
«Έλα τελείωσε, τη γλύτωσες, πάει …» του απάντησα, ενώ έψαχνα στο
γυλιό του για επίδεσμο, γιατί εγώ είχα παρατήσει τον δικό μου πιο πίσω.
«Δεν
το ήθελα Νικήτα μου … αλλά φοβήθηκα … δεν αντέχω άλλο … δεν είναι πόλεμος αυτός
…»
«Αυτός είναι ο πόλεμος, σώπα τώρα να σε φτιάξω λίγο …»
Βρήκα τον ατομικό του
επίδεσμο, έβγαλα τη λόγχη από το τουφέκι μου και του έσκισα το παντελόνι, για
να δω την πληγή. Σκούπισα τα αίματα, ήταν τυχερός … δεν είχε πάρει κόκκαλο ούτε
αρτηρία, ήταν από την έξω μεριά. Τον περιέδεσα με επίδεσμο, και του έκανα και
ένα σφίξιμο πιο πάνω, για να μην αιμορραγεί. Δεν ήμουν σίγουρος αν τα έκανα
σωστά, αλλά καλό μου φάνηκε. Σκεφτόμουνα τα λόγια του Δεκανέα «εσύ που είσαι γιατρός» … δεν είμαι
γιατρός πήγα να του πω, αλλά δεν είπα τίποτα γιατί δεν θα με άκουγε.
Φαρμακευτική σπούδαζα πριν
καταταγώ, αλλά πριν τρεις μέρες ο Δεκανέας είχε διάρροια, κι εγώ του έβρασα σε
ένα κουβά σκέτο αλεύρι που πήρα από τους αρτοποιούς, του έκανα μια σούπα αραιή
που ο ίδιος δεν τόλμησα να δοκιμάσω, και του έδωσα εντολή να τρώει όλη μέρα την
αλευρόσουπα. Με το αλεύρι και τη σούπα που είχε πολύ νερό έγινε
καλά και από τότε με φώναζε «γιατρό»!
«Αααχ τι έπαθα …», ο Δημοσάντος είχε λίγο ηρεμήσει.
Δεν ήταν δειλός, λογιστής ήταν
και ήρθε εθελοντής από το Κάιρο να πολεμήσει για την Πατρίδα. Αλλά πριν τη
μάχη, δεν ξέρεις πώς θα φερθεί κανείς. Ο πιο παλληκαράς μπορεί να τα χάσει και
αυτός που νόμιζες για φοβητσιάρη μπορεί να γίνει ήρωας σε μια στιγμή ξαφνικής
τρέλας. Όταν σφυρίζουν οι σφαίρες και σκάνε κοντά σου οβίδες, γίνεσαι άλλος
άνθρωπος. Δεν είσαι εσύ. Και αυτό μπορεί να σου τύχει στην πρώτη μάχη, αλλά και
μετά από πολλές μάχες, όπως είδα αργότερα. Ο Σαλαχώρης θα διαφωνούσε μαζί μου,
άλλωστε δεν τον καλοχώνευε τον Δημοσάντο, αλλά εγώ έτσι το έβλεπα.
Η μάχη μπροστά μας συνεχιζόταν.
Έβλεπα από απόσταση, μένοντας δίπλα στον τραυματία. Άρχισε να πέφτει ομίχλη, οι
πυροβολισμοί κόπασαν καθώς δεν έβλεπε κανείς μακριά και, οι εχθροί, βλέποντας
ότι χάνουν, προσπάθησαν να μας εξαπατήσουν για να απεμπλακούν και να γλυτώσουν:
«Μη χτυπάτε μωρέ παιδιά … δικοί σας είμαστε … Έλληνες είμαστε …»
«Γιώργη σταματάτε … σταμάτα βρε
Γιάννη, εμείς είμαστε …»
Και
πράγματι, το κόλπο τους έπιανε, μέχρι που ακούστηκε βροντερή η φωνή του
Παπαμαλέκου:
«Βαράτε τα σκυλιά!!! Μουρτάτες23 είναι … βαράτε τους!!!»
Σαν να ξύπνησαν οι δικοί μας
απότομα, απάντησαν με μια ομοβροντία. Σε ένα άνοιγμα της ομίχλης, διέκρινα τον
καπετάν Λεωνίδα Παπαμαλέκο να ορμάει φωνάζοντας:
«Στα χέρια!!! Στα χέρ …»
Μια σφαίρα έκοψε τη φωνή του απότομα και τότε οι Κρητικοί
του δεν βαστιόντουσαν πια:
«Α, τα σκυλιά … εφάγασι τον καπετάνιο μας!
Εκδίκησηηη!!!»
Τα Κρητικά
μαχαίρια, θυμωμένα, σφάζανε αλύπητα. Το ίδιο και τα πυροβόλα του Κλαδά, τα
σβάρτσλοζ24 του Κίτσου και του Μεσαλιά, τα πυρά ομαδόν των τριών
Ταγμάτων μας, οι Γαριβαλδινοί του Ρώμα, οι εθελοντές του Κατεχάκη ... Οι
Τουρκαλβανοί καταλάβανε ότι πέσανε σε παγίδα, λύγισαν. Πετάγανε τα όπλα και
τρέχανε να σωθούν, κρυπτόμενοι στην ομίχλη που τα έκρυβε όλα.
«Έφυγαν;
Δεν βλέπω τίποτα …»
«Παύσατε πυρ»
«Μη χαλάτε άλλες σφαίρες … δεν θα τους
ξαναδούμε αυτούς»
Πυκνή ομίχλη σκέπασε τα πάντα.
Άρχισε να βρέχει, ήρθε και η νύχτα. Ακούγαμε φωνές λαβωμένων από απέναντι, αλλά
διαταχτήκαμε να γυρίσουμε στις αρχικές θέσεις μας. Η βροχή θα ξεπλύνει τα
αίματα, η παγωμένη νύχτα θα δώσει τέλος στο μαρτύριο των πληγωμένων εχθρών, την
γλύτωσε ο Μεχμέτ για σήμερα, και καθώς αρχίζαμε να ηρεμούμε και έφευγε η φωτιά
της μάχης από τα πρόσωπα και τα μυαλά, θυμηθήκαμε την … πείνα μας! Πέρασε η
μέρα κι ακόμη δεν φάγαμε τίποτα. Αν αργούσε μισή ώρα ο Μεχμέτ, θα είχαμε φάει
ψωμί και αρνάκι … αλλά τώρα; Ας είναι καλά τα φιλέματα που είχαμε ακόμη στα
σακίδιά μας, αλλά ήμασταν πολλοί και έπρεπε να μοιραστούν και δεν φτάνανε. Άσε
που φαίνεται ότι η μάχη ανοίγει πιο πολύ την όρεξη. Και δεν χορταίνει κανείς με
το αίμα …
«Ψωμί κύριε Λοχαγέ …»
«Υπομονή παιδιά, έστειλα κάτω στην πόλη να φέρουνε, σε καμιά ώρα θα
φάμε γενναία»
«Ναι κύριε Λοχαγέ, όποιος πολεμάει γενναία, πρέπει να τρώει και
γενναία!»
«Υπομονή Σαλαχώρη, βάστα»
Βαστάγαμε, αλλά είχαν περάσει
τρεις ώρες και ψωμί πουθενά. Η βροχή μας είχε μουσκέψει, όμως φωτιές
απαγορευόταν να ανάψουμε για τον φόβο ακροβολιστών. Και απαγορευόταν να φύγουμε
και από τις θέσεις μας, από τα «ταχύσκαπτα»
ορύγματά μας. Το κρύο μας περόνιαζε, αλλά μπορεί να ήταν και καλό αυτό. Η πείνα και το κρύο με κάνανε να
ξεχνάω τη φρίκη της μάχης. Να ξεχνάω ότι πυροβόλησα τόσους ανθρώπους. Σκότωσα
σίγουρα τον έναν, αλλά δεν ξέρω γιατί, ήθελα να πιστεύω ότι τους άλλους τους
πλήγωσα μόνο. Και ότι τώρα δεν ακούγονταν οι πονεμένες κραυγές τους, όχι γιατί
ξεψύχησαν, αλλά επειδή τους μάζεψαν οι δικοί τους. Γιατί ο πόλεμος θα τέλειωνε,
και αύριο μπορεί αυτοί να ήταν φίλοι μας ξανά. Αύριο μπορεί τα παιδιά τους να
συναντηθούν με τα παιδιά μου, ειρηνικά, αγνοώντας τι έγινε εδώ πέρα σήμερα.
Ήρθα στον πόλεμο εθελοντής, πυροβόλησα, σκότωσα, αλλά τώρα μου φαινόταν ότι θα
ήθελα να τελειώσει εδώ. Αλλά θα είχε και συνέχεια, και ευτυχώς μια φωνή με
έκοψε από τις σκέψεις αυτές.
«Ακούω
μουλάρι να έρχεται!»
«Ψωμί
παιδιά, μας στέλνουν επί τέλους ψωμί!»
«Άντε γιατί δεν βαστάω άλλο, θα φάω το Νικήτα» είπε δίπλα μου ο
Σαλαχώρης. Ακούστηκε η φωνή του Λοχαγού:
«Να έρθει η πρώτη Διμοιρία να πάρει …»
Αλλά δεν μοιράζανε ψωμί, φυσίγγια
μοιράζανε …
«Δεν έχει ψωμί κυρ Λοχαγέ;»
«Υπομονή
παιδιά, θα έρθει και το ψωμί»
«Κυρ Λο’αγέ, εν τρώγεται το
φυσέκιν, όπως τζιαι να το φκιάσομεν …» ο πάντα κεφάτος Σαλαχώρης …
«Πάρτε τώρα φυσίγγια, γιατί αύριο μπορεί να έχουμε καινούργιους
μπελάδες … και θα έρθει και το ψωμί … υπομονή …»
Μεσάνυχτα πια, οι παλάσκες γεμάτες, αλλά το στομάχι άδειο.
Αυτοσαρκαζόμασταν σαν τον Καραγκιόζη, για να βαστήξουμε:
«Βλέπω στον ουρανό, ένα ψωμί διπλό …»
«Και μιαν οκάν ελιές,
ψυχή μου κοπελιές …»
Ο Μεχμέτ Πασάς επωφελούμενος
από το σκοτάδι της νύχτας έφυγε με τα αποδεκατισμένα Τάγματά του25
και, όταν περνούσε από τη Λείψιστα, ακούστηκε να λέει:
«Οι γκιαούρηδες μας έφαγαν».
Έφτασε στο Άργος Ορεστικό26 και συνέχισε
υποχωρώντας μέχρι την Καστοριά27
Οι ώρες περνούσαν και άρχισε να
γλυκοχαράζει. Εξαντλημένοι από την πορεία και τη μάχη, από την πείνα, τη βροχή
και το κρύο, από τον ύπνο στα κλεφτά αγκαλιά, αρχίσαμε να ελπίζουμε ότι θα
μπορέσουμε να κατεβούμε στη Σιάτιστα. Τη Σιάτιστα που είχε φούρνους γεμάτους
ζεστό ψωμί, που είχε σπίτια ζεστά και φιλόξενα, όπου θα μπορέσουμε να
ζεσταθούμε και να στεγνώσουμε, να πάρουμε κουράγιο.
Τραυματιοφορείς ψάχνανε τις
χαράδρες για τραυματίες. Και βρήκανε αρκετούς ακόμη ζωντανούς. Αλλά και
περισσότερους πεθαμένους. Καθώς περνούσαν από κοντά μας βγάζαμε τα πηλίκια. Αν
είχαμε περισσότερους γιατρούς, αντί για αυτούς τους άχρηστους λουφατζήδες
τραυματιοφορείς …
«Άντε
παιδιά, περαστικά σας … σιδερένιοι …» ευχόμασταν στους τραυματίες που
προσπαθούσαν να πουν «ευχαριστώ», εξαντλημένοι. Μαζί τους πήγε κι ο Δημοσάντος,
κουτσαίνοντας, με μια πατερίτσα που του έφτιαξα πρόχειρα από ένα μεγάλο κλαδί
με διχάλα, που το βρήκα τυχαία χάμω, τσακισμένο από οβίδα.
«Σ’ ευχαριστώ Νικήτα μου … δεν άντεξα για μια στιγμή αλλά τώρα είμαι
εντάξει πάλι … αλλά τέλειωσε μάλλον για μένα ο πόλεμος … κρίμα … δεν θέλω να
σας αφήσω …» μου είπε καθώς χαιρετηθήκαμε κι ο Μιχάλης από δίπλα τον
κοίταζε λοξά και κάτι έλεγε ανάμεσα στα δόντια του. Μαζί του φύγανε και μερικοί
αιχμάλωτοι Τουρκαλβανοί, με τρομαγμένα μάτια, αν και κανείς μας δεν τους
αγριοκοίταζε ούτε τους απειλούσε.
«Ευκαριστώ … φάλεμ-ντέρι …» αποκρίνονταν μερικοί από αυτούς.
Αδύναμοι και αξιολύπητοι, δεν μοιάζανε πια για εχθροί. Αν και η τύχη τους δεν
ήταν σίγουρη, καθώς δεν ήταν όλοι του Τακτικού Στρατού.
Γιατί είχαμε τόσες απώλειες;
Φταίει σίγουρα το ότι μπήκαμε
στη μάχη εσπευσμένα, χωρίς σχέδιο και προεπιλεγμένες θέσεις. Βαριές απώλειες
είχαν οι Κρητικοί που ώρμησαν με ενθουσιασμό και γενναιότητα αλλά άτακτα.
Είχαμε και απώλειες από φίλια πυρά. Γι’ αυτό φταίνε οι Γαριβαλδινοί του Ρώμα,
που έφτασαν πίσω μας ενώ η μάχη είχε ανάψει για καλά και έπεφτε και ομίχλη μαζί
με βροχή. Μη διακρίνοντας ποιος είναι ποιος, άρχισαν να πυροβολούν από πίσω
μας, ιδίως τους εθελοντές που δεν είχαν στολές του Στρατού μας. Και φταίει και
το ότι είχαμε λίγους γιατρούς28.
Στην
ημερήσια Διαταγή29 του Διοικητή μας Αντισυνταγματάρχη Ηπίτη, έγινε
μνεία του ηρωισμού όλων μας και ιδίως των Κρητών. Μας μίλησε επίσης για τη
σημασία της μάχης, για τη σωτηρία της Σιάτιστας αλλά και τόσων χιλιάδων
προσφύγων, αλλά και για το ότι προστατεύσαμε το πλευρό της προελαύνουσας
Στρατιάς30.
Λίγο αργότερα ακούσαμε
πένθιμες καμπάνες. Θα έφτασαν στη Σιάτιστα οι σωροί των πεσόντων31 …
Άραγε για αυτό δεν μας άφησαν να γυρίσουμε κι εμείς πίσω, ή μας ετοιμάζανε για
νέα μάχη, όπως έλεγε ο Σαλαχώρης; Καθώς ετοιμαζόμασταν
για αναχώρηση, ήρθε και το ψωμί. Τέσσερα μεγάλα καρβέλια ανά Διμοιρία, ένα
καρβέλι ανά 10-12 άνδρες.
«Αυτό είναι μόνο;»
«Έχουν στρώσει τραπέζια στη
Σιάτιστα και δεν θέλουν να φουσκώσουμε με ψωμί …»
Αλλά υπήρχαν και χειρότερα και το
όνειρο της Σιάτιστας έσβησε με τα λόγια του Λοχαγού:
«Παιδιά αυτό έχουμε τώρα, οι φούρνοι ψήνουν κι άλλα, αλλά αργούν …
ξεκινάμε για την Λειψίστη … το ψωμί θα μας προφτάσει στο δρόμο …»
«Χμμμ … ψάρια στο
γιαλό … τηγάνι στη φωτιά …» σχολίαζε ο αιώνιος Σαλαχώρης …
Χορτάτοι από
το καρβέλι και τις υποσχέσεις του Λοχαγού, βαδίζαμε για τη Λείψιστα. Και
περπατούσαμε τόσο ζωηρά, που θα νόμιζε κανείς ότι δεν ήμασταν ούτε νηστικοί
ούτε άγρυπνοι ούτε μουσκεμένοι ως το κόκκαλο. Μερικοί αρρώστησαν στο δρόμο και
δεν μπορούσαν να συνεχίσουν, καθώς ψήνονταν από πυρετό.
«Ξέρεις τι
σκέπτομαι ρε Νικήτα;» μου είχε πει ο Σαλαχώρης.
«Τι
σκέπτεσαι;»
«Να, ότι όσοι τραυματίστηκαν χθες, θα θεωρούνται ήρωες. Κι όμως
κάποιοι, όπως λόγου χάρη ο Δημοσάντος, δεν τραυματίστηκαν ορμώντας μπροστά με
την λόγχη, αλλά επειδή είχαν παγώσει στη θέση τους και μένανε ακίνητοι και
αφύλακτοι, δίνοντας εύκολο στόχο. Και γι’ αυτούς θα τελειώσει ο πόλεμος και θα
γυρίσουν πίσω σαν Ήρωες Πολέμου … Αντίθετα, όσοι από μας αρρωστήσουν από τις
συνεχείς πορείες μέσα στη βροχή και το κρύο, αυτοί θα πάνε στο Νοσοκομείο, και
εκεί θα τους κοιτάνε με μισό μάτι, λες και προσπαθούν να γλυτώσουν τη μάχη. Είναι δίκαιο
αυτό;.»
«Βάδιζε
και μην τα σκέφτεσαι αυτά ρε Μιχάλη … δεν είναι ώρα για τέτοιες σκέψεις …»
«Είναι
και παραείναι ώρα … γιατί αυτοί που αρρωσταίνουν από τις κακουχίες και τις
μάχες, αλλά που δεν τραυματίζονται γιατί ξέρουν να καλύπτονται, αυτοί είναι
καλύτεροι στρατιώτες.»
«Ναι αλλά κι αυτοί δεν ξέρουν να φυλαχτούν από το κρύο βρε Μιχάλη … κι
εμείς καλοί στρατιώτες είμαστε και δεν αρρωστήσαμε … άστα αυτά τώρα … Κι ο
Δημοσάντος είναι ελαφρά τραυματίας και θα γυρίσει κοντά μας … θα δεις … και
θάναι παλληκάρι …»
«Σιγά μη γυρίσει … αυτός δεν θα
ξαναέρθει από εδώ … ούτε σαν περιηγητής άμα τελειώσει ο πόλεμος!»
Τι τις ήθελε αυτές τις σκέψεις
ο Μιχάλης; Ήταν σκέψεις αυτές; Θα βρίσκαμε εκείνη την ώρα τι ήταν δίκιο και τι
όχι;
«Άστα αυτά Μιχάλη … σκέψου τη Λείψιστα, εκεί λέει, έχει χιλιάδες
κοτόπουλα και πρόβατα και βούτυρο και Στρατώνες για να στρατωνισθούμε και να
κοιμηθούμε σαν άνθρωποι …»
«Καλά λες, σταματώ … κοτόπουλα ερχόμαστε … και αλλοίμονό σας … θα
πληρώσετε εσείς για τα κρίματα του Μεχμέτ …»
«Προχωράτε παιδιά … προχωράτε … μη χαλάτε τις τετράδες σας» ακούστηκε
η φωνή του Λοχαγού. Έφιππος αυτός, ήταν πανταχού παρών και δεν μας άφηνε να
παρασυρθούμε σε σκέψεις.
«Προχωράτε παιδιά, άντε και
φτάνουμε …»
Και «άντε και φτάνουμε» και «δώσ’
του και φτάσαμε», κακό πράγμα το Πεζικό … για άλλη μια φορά μετάνοιωνα που δεν πήγα να
καταταχτώ στο Ναυτικό … εκεί δεν θα είχε τόσες ατελείωτες πορείες και το
συσσίτιο θα ήταν πάντα στην ώρα του … άντε με εξαίρεση καμιά ναυμαχία … αλλά
πόσο συχνές είναι οι ναυμαχίες …
«Είσαι
μαζί μας ή ταξιδεύεις αλλού;»
Η φωνή του Μιχάλη με έφερε
πίσω και μετάνοιωνα για τις σκέψεις μου. Εκεί ήταν τα αδέρφια μου. Γιατί δεν
τους αισθανόμουνα πια σαν συναδέλφους αλλά σαν αδέρφια. «Αδελφοί εν όπλοις», αυτός που το έγραψε, κάτι ήξερε …
Την άλλη μέρα φτάσαμε στη Λείψιστα και τη βρήκαμε κενή.
Ούτε Τούρκοι Στρατιώτες, που έφυγαν όσο πιο μακριά γινόταν και δεν
τους ξανάδανε σ’ αυτά τα μέρη, ούτε χωριάτες που φοβήθηκαν τα αντίποινα κι
ακολούθησαν το Στρατό τους, αλλά ούτε και χιλιάδες κοτόπουλα. Παρά μόνο κάτι
ξεχασμένα εδώ κι εκεί που έγιναν ανάρπαστα. Όσο για τον Δημοσάντο, αυτός μας
ξέχασε και δεν ξανακούσαμε γι’ αυτόν. Ούτε γύρισε ούτε καρτ ποστάλ δεν μας
έστειλε. Αλλά δεν ήθελα να κρίνω. Ο Μιχάλης έλεγε ότι έβαλε τα μέσα και πήρε
μετάθεση για τα μετόπισθεν. Εγώ λέω ότι μπορεί και να κακοφόρμισε η πληγή ή να
ήταν πιο σοβαρή απ’ ότι φαινόταν. Και τέλος πάντων ας έμενε όπου πήγε … εμείς
θα προχωρούσαμε και θα πολεμούσαμε και χωρίς αυτόν … δεν ήξερες πώς θα φερόταν
στην επόμενη μάχη, οπότε καλύτερα χωρίς αυτόν … ένας μπελάς
λιγότερος …
1 Η περιγραφή
είναι εμπνευσμένη από το βιβλίο «Στα κανόνια μας», του δημοσιογράφου Αρίστου
Περίδη, που συμμετείχε στη μάχη.
2 (Λοχαγός Γ. Κατεχάκης, παλαιός Μακεδονομάχος και μετέπειτα Υπουργός των
Στρατιωτικών)
3 (Νεάπολη)
4 Ήταν πραγματικά αξιοθαύμαστο πώς βολεύτηκαν στην φιλόξενη Σιάτιστα
σχεδόν σαράντα πέντε χιλιάδες (45.000 !!!) πρόσφυγες, πώς βρήκαν όλοι στέγη και
τροφή, χωρίς να ακουσθεί το ελάχιστο παράπονο
5 (Καλονέρι)
6 (Εννοεί την 7η πρωινή ώρα. Οι Μωαμεθανοί μετρούσαν τις ώρες
από την αυγή και όχι από τα μεσάνυχτα.)
7 Οι Τούρκοι δεν σεβάστηκαν τον Έλληνα απεσταλμένο. Τον έδεσαν και τον
οδήγησαν έξω από το χωριό για εκτέλεση. Ο Παπαχατζής, προ του βεβαίου θανάτου,
με τη μεσολάβηση του Οσμάν Μπάτσαρου ζήτησε από τον Πασά την άδεια να γράψει πρώτα μία
αποχαιρετιστήρια επιστολή στην οικογένειά του. Η άδεια δόθηκε, αλλά στο μεταξύ
διαφώνησαν οι Τούρκοι αξιωματούχοι και, ο Οσμάν που εκτιμούσε τον Παπαχατζή
βρήκε ευκαιρία να τον αφήσει να διαφύγει.
8 Χαΐρ, η δενδρόφυτη βορεινή στο Καστράκι, σε απόσταση 2.000 μέτρων από
τη Σιάτιστα
9 Κόκκινη Μπάρα ή Μπάρα, σε χαράδρα, 500 μέτρα δυτικά της Αγίας Τριάδας
10
Δικηγόρος και πολιτευτής Σφακίων
11
Ιατρός και βουλευτής Κισσάμου
12
Γ. Δικόνυμος ή Μακρής, οπλαρχηγός, από τους πρώτους
μαζί με τον Τσιόντο
13
Στη μάχη της Λείψιστας σκοτώθηκε ο νεώτερος αδερφός
του Ιωάννης
14
Δικηγόρος
15 Στον Λόχο ανήκε και ο Λοχίας Μίκης Π. Μελάς, γιος του
Μακεδονομάχου Παύλου Μελά
16 Στο Επιτελείο του ανήκαν ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης
και ο καθηγητής Π. Κονδύλης
17 Δυτικά του όρους «Σκοπός», στον δρόμο προς τη Βέροια
18
Το τέταρτο Πυροβόλο είχε προηγουμένως καταστραφεί
στο Αμύνταιο
19 Ελάτης:
Στρατιώτης του Πυροβολικού που ιππεύει στο αριστερό άλογο του ζεύγους ελάσεως.
(Έλαση= η έλξη οχήματος από ζώο)
20
4 Schneider και 2 Erchard, για όσους αγαπούν τις
λεπτομέρειες …
21
(δίκοπα μαχαίρια)
22
(πρόβατα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου