Δύο και μισό περίπου χιλιόμετρα πέρα από την Κλαδοράχη
και λίγο αριστερά, οχτώ δηλαδή χλμ. Β. από τη Φλώρινα, βρίσκεται το χωριό Άνω
Κλειναί, που έχει πληθυσμό 735 πάνω κάτω κατοίκους και απέχει από
τα Σερβικά σύνορα 6 μόνο χλμ.
Το χωριό αυτό είναι χτισμένο μέσα σε μια στενωπή
κοιλάδα και χωρίζεται στη μέση από ένα ποταμάκι που το καλοκαίρι είναι ήσυχο
και καθαρό, το δε χειμώνα φοβερό κι ορμητικό, γιατί κατεβάζει όλα τα νερά του
Μπουφίου, που είναι χτισμένο σε μια πλαγιά του Βαρνούντα αρκετά χλμ. μακριά από
αυτό.
Πότε χτίστηκε το χωριό αυτό και από ποιους δεν είναι
γνωστό. Γνωστό μόνο είναι ότι κατοικούσαν από τα παλιά χρόνια Έλληνες
χριστιανοί, που είχαν Έλληνα δάσκαλο και Έλληνα παπά και ότι πολλές φορές ήρθαν
σε σύγκρουση με Αλβανούς και Τούρκους που προσπαθούσαν να τους αρπάξουν την
περιουσία και να τους χαλάσουν την πίστη.
Η εκκλησία του παλιού χωριού βρισκότανε στη μέση του
χωριού και λεγότανε Άγιος Νικόλαος, κατ’ άλλους δε Αγία Παρασκευή.
Την εκκλησία αυτή κατέστρεψαν οι Τουρκαλβανοί κι
έχτισαν εκεί ένα μουσουλμανικό σχολείο που σωζότανε μέχρι το 1924. Επίσης λίγο
πιο έξω από το χωριό και στο ΒΔ σημείο αυτού βρισκότανε ένα μοναστήρι που ήταν
αφιερωμένο στον Προφήτη Ηλία. Από το μοναστήρι αυτό σήμερα σώζονται μόνο
ερείπια. Στα ερείπια της μονής αυτής κατά το 1929 ο Απόστολος Ανδρικάκης βρήκε
ενώ έκανε χωράφι, δυο πιθάρια κενά, χωρητικότητας 90-100 οκάδες.
Επίσης ΝΔ του χωριού βρισκόταν κι άλλο μοναστήρι το
οποίο κατέστρεψαν οι Τουρκαλβανοί, αλλά οι Έλληνες χριστιανοί κατόρθωσαν να
περισυλλέξουν πολλές άγιες εικόνες και να τις μεταφέρουν στην Κλαδοράχη, όπου
και σώζονται μέχρι σήμερα και φέρουν ελληνικές επιγραφές.
Υπάρχει ακόμα στην κορυφή του όρους Μέτσκα που
σημαίνει αρκούδα, γιατί παρουσιάζονται εκεί κάπου-κάπου αρκούδες, φρούριο που
λεγόταν, όπως ο κ. Κεραμόπουλος πιστεύει, Καλές.
Κι από αυτό μόνο ερείπια υπάρχουν σήμερα. Οι κάτοικοι
του χωριού αυτού ασχολούνται με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και τη
δενδροκαλλιέργεια. Το γύρω έδαφος του χωριού είναι κατάλληλο για τις εργασίες που
αναφέραμε, αλλά η όλη έκταση του χωριού δεν είναι αρκετή. Πολλοί από τους
σημερινούς κατοίκους του χωριού αυτού είναι πρόσφυγες από το χωριό
Καβακλί Ανατολικής Θράκης κι εγκαταστάθηκαν σε αυτό το 1923.
Το σημερινό σχολείο είναι τριτάξιο και στεγάζεται σε
καινούργιο διδακτήριο τύπου διταξίου που χτίστηκε το 1929.
Η εκκλησία του χωριού είναι νέα και βρίσκεται ΒΑ από
το χωριό και λίγο έξω από αυτό. Είναι αφιερωμένη στην Αγία Τριάδα και τα
εγκαίνιά της έγιναν το 1927, από τον τότε Μητροπολίτη Φλωρίνης Χρυσόστομο.
Δάσκαλοι στο χωριό είναι οι Αλέξανδρος Μαζάρης πολύ
εργατικός, δραστήριος και φιλοπρόοδος και ο Ανδρικάκης Δημήτριος επίσης
εργατικός και φιλότιμος, ο ένας από την Κλαδοράχη, ο άλλος από το ίδιο χωριό,
αλλά πρόσφυγας από το Καβακλί Ανατολικής Θράκης.
Το χωριό έχει και γιατρό. Αυτός ονομάζεται Αθανασιάδης
και είναι λαμπρός επιστήμων και υπέροχος άνθρωπος. Πολλά προσφέρει αυτός στα
γύρω χωριά, αλλά τιμά και την πατρίδα μας στην ακραία αυτή γωνιά που υπηρετεί.
Ο ιερέας του χωριού λέγεται Παπαβασίλης Κηπουρόπουλος
και κατάγεται από τις Σαράντα Εκκλησιές Ανατολικής Θράκης.
Τα προϊόντα του χωριού είναι σιτάρι 40.000 οκάδες,
βρίζα 20.000 οκάδες, καλαμπόκι 50.000 οκάδες, μήλα 10.000 οκάδες, κηπουρικά
άφθονα. Ζώα τρέφουν 400 περίπου μεγάλα βοοειδή και 1.400 αιγοπρόβατα.
Η ζωή των χωρικών είναι απλή και φυσική, αλλά όχι όσο
πρέπει πολιτισμένη. Διακρίνονται ακόμα αυτοί για την τραχύτητά τους και το
ευέξαπτο ύφος τους.
Η γλώσσα των κατοίκων του χωριού αυτού έχει κάτι το
ιδιαίτερο, γιατί μοιάζει πολύ με την ομιλούμενη στην Ήπειρο και έχει πολλές
τουρκικές λέξεις. Να μερικές λέξεις τις οποίες αυτοί μεταχειρίζονται και πώς
τις προφέρουν.
- Του σπίτ (το σπίτι) 2. Του τσκάλ (το τσουκάλι) 3. Η λαϊνα (η στάμνα) 4. Η γναίκα (η γυναίκα) 5. Τ΄ αμάξ (το αμάξι) 6. Τι θέλς (τι θέλεις) κ.α.
Και τα έθιμα του χωριού αυτού ξεχωρίζουν κάπως.
Το Σάββατο του Λαζάρου τα κορίτσια γυρίζουν από σπίτι
σε σπίτι και τραγουδούν το ‘Λάζαρο’ όπως και στην παλιά Ελλάδα και λένε αυτό το
τραγούδι.
Σι τούν τα σπίτια τα ψηλά τα
μαρμαρουφκιασμένα
ιδώσουν τον, καλόν υιό κινούργια
θυγατέρα
κι θυγατέραν προυξηνιά του γιον
αρρηβουνιάσουν
κι κει στ΄ αρρηβουνιάσματα ρουτούσαν
κι ζητούσαν
να βρουν ψηλή να βρουν λιχνή να
βρουν μαυροματούσα
πώχει(ν) του μάτι σαν ηλιά του φρύδι
σα γαϊτάνι
πώχει κι του ματόφυλλου σαν της
ηλιάς του φύλλου
φίλοιμ’ καλούς σας ηύραμε του φέτου
κι του χρόνου
μι τη λαμπρή την Πασχαλιά μι τουν
καλό του λόου.
Τα Χριστούγεννα την ημέρα γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι
και τραγουδούν. Όπου μπαίνουν τους περιμένει ο νοικοκύρης με τραπέζι στρωμένο.
Κάθονται και σε δυο ομάδες τραγουδούν και τρων συγχρόνως. Το περίεργο του
Χριστουγεννιάτικου τούτου τραγουδιού είναι ότι αναφέρει και για τη σταύρωση του
Χριστού. Εδώ μερικοί στίχοι από αυτό.
Σαράντα μέρες έχουμε Χριστόν που
καρτεράμε
κι από τις σαράντα κι ύστερα θε να
τουν τραγουδάμε…
…Χριστόινα Χριστόινα τώρα Χριστός
γιννιόται
τώρα οι Αγγέλοι χαίρουντουν κι οι
Αποστόλοι ψέλνουν
κι του Χριστόν εσταύρωσαν σι
στοιχιουμένου δένδρο κ.λ.π.
Κι ο γάμος στο χωριό αυτό έχει κάτι το ιδιαίτερο. Ο
γαμπρός με τον κουμπάρο και με μερικούς συγγενείς του, συνοδευόμενοι από
οργανοπαίχτες κι από ένα άδειο κάρο που θα πάρει την προίκα, χωρίς να είναι
μαζί οι γονείς του, ξεκινά και πάει στο σπίτι της νύφης. Σε ιδιαίτερο δωμάτιο
τους στρώνουν τραπέζι και τρώνε. Σε άλλο δωμάτιο βρίσκεται η νύφη με το κεφάλι
στα γόνατα της μητέρας της και κλαίει. Το ίδιο και η μητέρα. Με κατεβασμένο το
μαντήλι και σκυμμένη στην κόρη της κλαίει με λυγμούς. Σε λίγο έρχονται κορίτσια
και ετοιμάζουν τη νύφη. Την οδηγούν κατόπιν στο δωμάτιο όπου βρίσκεται ο
γαμπρός, οι ξένοι και ο πατέρας της.
Εκεί αποχαιρετάει τον πατέρα της και τους συγγενείς
της φιλώντας τους το χέρι. Όλοι της προσφέρουν χρήματα βάζοντας αυτά με τρόπο
στο χέρι της όταν φιλά το δικό τους χέρι.
Τελευταία η νύφη έρχεται στο δωμάτιο της μητέρας της
και την αποχαιρετά. Η μητέρα την ραντίζει με ένα βασιλικό από ένα πιάτο πήλινο
με νερό, όπου έχουν διαλύσει ζάχαρη, για να είναι γλυκιά η ζωή της που σε λίγο
θα αρχίσει. Κατόπιν έρχεται ο γαμπρός και προτείνει το δεξιό παπούτσι να του το
φορέσει.
Του το φοράει. Φοράει και το άλλο και ξεκινούν για την
εκκλησία όπου θα γίνει η στέψη. Στη στέψη δεν παρευρίσκονται οι γονείς της
νύφης, αλλά μόνο του γαμπρού και πλήθος πολύ. Μετά την επιστροφή αρχίζει το
γλέντι. Όταν ένας αρραβωνιασθεί μια νέα, έχει το δικαίωμα μόνο κατ’ αραιά
διαστήματα να επισκέπτεται το σπίτι του πεθερού του και ιδίως τα Σαββατόβραδα.
Εκεί αφού τρώει καλά τον βάζουν να κοιμηθεί μαζί με τη νύφη σε ιδιαίτερο
δωμάτιο. Γι’ αυτό όλες σχεδόν οι νύφες όταν παντρεύονται δεν είναι παρθένες.
Παρ’ όλο ότι ο αρραβώνας διαρκεί ολόκληρη τριετία κι ο γαμπρός ζει κατά
περιόδους ζωή παντρεμένου, δεν παρατηρούνται διαζύγια.
Το χωριό Άνω Κλειναί λεγότανε στα παλιά χρόνια
Κλέστινα, το όνομα αυτό προήλθε από τη λέξη κλέος-τινί γιατί, όπως διηγούνται
οι παλιοί, η ΄Ανω και η Κάτω Κλέστινα αποτελούσαν στα παλιά χρόνια μεγάλη και
ισχυρή πολιτεία. Κάποτε σε μια εχθρική επίθεση οι κάτοικοι, χάρις σε έναν
άγνωστο ήρωα πέτυχαν μια λαμπρή νίκη, δηλαδή, στη γλώσσα μας την αρχαία, ένα
Κλέος. Από το κλέος λοιπόν του άγνωστου ήρωα πήρε το όνομα Κλέος-τινί-Κλέστινα.
Τα παραπάνω στοιχεία είναι από ένα πολύ παλιό βιβλίο το οποίο μου έδωσε ο φίλος Μάρκος Γιάντσης κάτοικος Μελβούρνης Αυστραλίας με καταγωγή από το χωριό Κρατερό και Αγία Παρασκευή και τον οποίο πρέπει να ευχαριστήσω, δυστυχώς δε φαίνεται ποιος είναι ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου με το οποίο αναφέρεται στην ιστορία πολλών χωριών της Φλώρινας.
Επιμέλεια Νάσος Στ. Παπαδάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου