Ο καιρός της Φλώρινας

Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

Φλωρινιώτες Μακεδονομάχοι. Σταύρος Κωτσόπουλος από τη Βεύη.


Ο Σταύρος Κωτσόπουλος από τη Βεύη
Φλώρινας,  σε προχωρημένη ηλικία.
Μακεδονικός Αγώνας
Γεννήθηκε στη Βεύη (Μπάνιτσα) Φλώρινας στα τέλη του 19ου αιώνα, όπου και τελείωσε το σχολείο. Δραστηριοποιήθηκε από πολύ νωρίς στην περιοχή εναντίον των Βουλγάρων κομιτατζήδων. Έγινε έτσι στόχος των Βουλγαρικών ομάδων αλλά και των Οθωμανικών αρχών. Για το λόγο αυτό φυγαδεύτηκε στις ΗΠΑ το 1905. Η έντονη δράση του εναντίον Βουλγάρων (μεταναστών από τη Μακεδονία) εκεί και οι συνεχείς συμπλοκές, στις οποίες συμμετείχε τον κατέστησαν καταζητούμενο και στις ΗΠΑ. Έτσι αναγκάστηκε να επιστρέψει στην περιοχή.


Ο Σταύρος Κωτσόπουλος από τη
 Βεύη Φλώρινας, σε ώριμη ηλικία.

Κατατάχτηκε στο σώμα του Νικολάου Ανδριανάκη και έδρασε για δύο χρόνια (1907 και 1908). Το 1908 συνελήφθη από τις Οθωμανικές αρχές και φυλακίστηκε στο Μοναστήρι. Καταδικάστηκε σε θάνατο από το Τουρκικό δικαστήριο αλλά πριν εκτελεστεί η ποινή κατάφερε να δραπετεύσει. Κατέφυγε εκ νέου στο εξωτερικό.
Το 1909 επέστρεψε στη Μακεδονία, επικεφαλής σώματος αποτελούμενου από 6 Κρητικούς οπλίτες. Το σώμα του έδρασε κατά των Βουλγαρικών σωμάτων έως την απελευθέρωση της περιοχής το 1912, εξοντώνοντας τους πιο επικίνδυνους κομιτατζήδες που δρούσαν στην περιοχή της Βεύης.

 Η οικογένεια  του μακεδονομάχου Σταύρου
 Κωτσόπουλου από τη Βεύη Φλώρινας.

Στη συνέχεια αγωνίστηκε στο Βορειοηπειρωτικό Αγώνα (1914). Κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στη διάρκεια της τριπλής κατοχής, ανέπτυξε έντονη αντιστασιακή δράση κατά Ιταλών (που κατείχαν την περιοχή Πρεσπών) και Γερμανών από το 1941 έως το 1944.
"Αφανείς, Γηγενείς Μακεδονομάχοι", επιστημονική επιμέλεια: Ιωάννης Σ. Κολιόπουλος, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, εκδόσεις University Studio Press, 2008
"Καπετάν Σταύρος Κωτσόπουλος", Νικόλαος Μέρτζος, Μακεδονική Ζωή, τ. 48 (1970), σσ. 37, 38
"Ιστορικά Βεύης", Σ. Τριανταφυλλίδης, Φλώρινα 1958, σσ. 35-41

Κυριακή 27 Μαρτίου 2011

ΠΟΛΥΠΟΤΑΜΟΣ. Ηρωικές Μορφές του ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ, της Αντιγόνης Τσάμη.

Στον Πολυπόταμο δολοφονήθηκε ο ιερέας Στόϊκος Παπαγιάννης το 1906. Με δόλο, όπως συνήθιζαν, τον έστειλαν ψεύτικη επιστολή να μεταβεί στο βουνό να συναντήσει ένα καινούργιο σώμα Ελλήνων ανταρτών. Ο Παπαγιάννης, ενθουσιώδης όπως ήταν, αγνόησε τις συμβουλές των προκρίτων, να εξακριβωθεί αν ήταν πράγματι ελληνικό το σώμα, οπότε έπεσε στην παγίδα που του έστησαν. Ήταν μόλις 36 ετών. Μαζί του είχε και τον Μιχάλη Παπασπύρου, που επίσης δολοφονήθηκε. Άλλα θύματα υπήρξαν οι: Στογιάννης Φίλιππος, Σταμπουλίδης Δημήτριος, Μήντσης Δημήτριος, Φίλιππος Μιχαηλίδης, Μιχαήλ Παπάς, Σταύρος Νίκου, Μήντσης Αλεμπάκης, Κίζου Στόϊος, Χρήστου Απόστολος, Αλεμπάκης Δημήτριος, Βέργος Κων/νου και Νίτσας. Τον Παπα-Κωνσταντίνο, αφού τον τουφέκισαν με 12 σφαίρες τον μαχαίρωσαν, του αφήρεσαν 60 λίρες του χωριού και του έκοψαν τις φλέβες. Επίσης έσφαξαν έναν πρώην δήμαρχο, ένα πτωχό αγωγιάτη, ένα φύλακα, ένα χωρικό, Τους βασάνισαν δεμένους και τους έλεγαν: «Ας έλθουν οι Έλληνες να σας γλιτώσουν» και τους άφησαν στο Μεσοχώρι νεκρούς το 1903.
(Βιβλίο Παύλος Μελάς σελίς 395).

Ιωάννης Ζήσης
O Ιωάννης Ζήσης γεννήθηκε το 1850 στο χωριό Πολυπόταμος Φλωρίνης και υπήρξε ένθερμος Μακεδονομάχος και μεγάλος πολεμιστής. Απεβίωσε σε ηλικία 105 ετών στους κόλπους της στοργικής οικογενείας του. Πέρασε ζωή γεμάτη από σκληρές δοκιμασίες, ιδίως κατά τον Μακεδονικό Αγώνα. Επέδειξε καρτερία και αντοχή κι αντέταξε όπως κάθε Έλληνας την αντίστασή τον κατά τους σκληρούς τότε αγώνες. Είδε το ολοκαυτώματα των μελών της οικογενείας του, των συγγενών του και πολλές καταστροφές. Κατάγονταν από μεγάλη πατριαρχική οικογένεια, μαρτυρική στους εθνικούς αγώνες. O παππούς του, ο ιερέας. Παπασπύρος κατάγοταν από το χωριό Σλάτινα Καστοριάς, που ήταν τσιφλίκι μπέηδων. Εκεί ήρθε σε ρήξη με τον μπέη του τσιφλικιού για τις αυθαιρεσίες και την καταδυνάστευση των κατοίκων, οπότε αναχώρησε κι εγκαταστάθηκε στο Φλάμπουρο. Από εκεί αργότερα μετέβη κι εγκαταστάθηκε στον Πολυπόταμο, όπου ήταν κενή η θέση του ιερέα. Πραγματικά υπήρξε Θεοσταλμένη εκεί η οικογένειά του, η οποία έπαιξε θαυμάσια το ρόλο της στον Θρησκευτικό, εθνικό και κοινωνικό τομέα, εφόσον αποτέλεσε το προοδευτικό στοιχείο του τόπου κι έπαιρνε πρωτοβουλία για κάθε εκδήλωση. H οικογένεια αυτή έχτισε την εκκλησία, το σχολείο και είχε την διοίκηση του χωριού στα χέρια της. Για την αξιέπαινη δράση της, δεν άργησε να γίνει ο στόχος της βουλγαρικής προπαγάνδας από το 1900 κι εξής.
O πατέρας του Ιωάννη Ζήση, ονομάζονταν Ζήσης και είχε πέντε γιους και τρεις κόρες. O Ιωάννης ήταν ταχυδρόμος, μετέφερε χρήματα και άλλα αντικείμενα στους συγγενείς τους. Παράλληλα δρούσε ως αγγελιοφόρος. Το 1902 όμως οι Βούλγαροι δολοφόνησαν τον αδερφό του, ιερέα Παπακωνσταντίνο, κι επεδίωκαν να δολοφονήσουν και τον ίδιο, για αυτό αναγκάστηκε να εγκατασταθεί οικογενειακώς στη Φλώρινα. Από την οικογένεια του Παπασπύρου γνωρίζουμε τέσσερις αείμνηστους εθνομάρτυρες: Παπακωνσταντίνος, Παπαγιάννης και οι επιζήσαντες Παπαθανάσης στον Πολυπόταμο κι ο Παπακωνσταντίνος στην Αθήνα. O Ιωάννης Ζήσης έγινε κατόπιν τραπεζίτης κι αντιπρόσωπος της τράπεζας Ανατολής με έδρα το Μοναστήρι. Συγχρόνως εργάζονταν ως πράκτορας Α' τάξεως, πάντοτε με κίνδυνο της ζωής του. Για τη δράση του συνελήφθη και φυλακίστηκε στο Μοναστήρι το 1905. Όταν όμως λήφθηκε η απόφαση να θανατωθεί, φυγαδεύτηκε από τις φυλακές από έναν Τούρκο λοχία της φρουράς και σώθηκε. O Ιωάννης Ζήσης γράφτηκε στην επετηρίδα των Μακεδονομάχων 1903 -09. Του απονεμήθηκε αναμνηστικό δίπλωμα με μετάλλιο του Μακεδονικού Αγώνα. H δράση του αποδεικνύεται και από τα πιστοποιητικά των οπλαρχηγών Λάκη Πύρζα και καπετάν Στέφου Γρηγορίου.
Αντιγόνης Τσάμη, Ηρωικές Μορφές του ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ, περιοχή Φλώρινας, σελ78-79.

ΑΦΑΝΕΙΣ ΓΗΓΕΝΕΙΣ  ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΙ από τον Πολυπόταμο Φλώρινας.


Καραφύλης Γεώργιος


ΑΛΑΜΠΑΚΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
ΑΛΑΜΠΑΚΗΣ ΜΙΧΑΗΛ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΧΡΗΣΤΟΣ
ΒΕΓΓΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
ΔΙΝΕΣ ΧΡΗΣΤΟΣ
ΖΗΣΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
ΚΑΡΑΦΥΛΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΚΙΖΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
ΜΙΧΑΛΙΤΣΗΣ ΦΙΛΙΠΠΟΣ
ΝΙΚΟΥ ΣΤΑΥΡΟΣ
ΠΑΚΑΣ ΜΙΧΑΗΛ
ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
ΣΑΜΠΑΗΛΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
ΣΑΜΠΑΗΛΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ
ΣΑΡΡΟΥ ΣΤΑΥΡΟΣ
ΣΤΕΦΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΣ

  ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΑΦΑΝΕΙΣ ΓΗΓΕΝΕΙΣ  ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΙ, σελ. 174-175.
Πολύτιμες υπηρεσίες πρόσφεραν οι παρακάτω


Παπαθανάσης του Βασιλείου
Ευάγγελος Παπάς του Βασιλείου
Δόστα Μήντση Αλεμπάκη
Χρήστος και Λάζαρος Μίντση Αλεμπάκη
Ανδρέας Στόιτσε
Αλεμπάκης Ιωάννης
Ντίνος Φιλίππου
Στογιάννα (χήρα) του Γεωργίου Παπαμιχαήλ
Μίνκα (χήρα) του Δημητρίου Μήντση
Στογιάννης Μελέτης του Φιλίππου(Αγγελιοφόρος)
[Αντιγόνη Τσάμη, Ηρωικές Μορφές του Μακεδονικού Αγώνα, Περιοχή της Φλώρινας,σελ.78]

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011

ΠΟΛΥΠΟΤΑΜΟΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ. Νέρετ Neret Florinas

Πολυπόταμος είναι χωριό που ανήκει στο Δήμο Φλώρινας του Νομού Φλώρινας και σ' αυτόν υπάγονται οι οικισμοί "Χωριουδάκι" και αυτός στη θέση "Λασείτσα". Είναι χτισμένος σε 960 μ. υψόμετρο και οι κάτοικοι του 506 το χειμώνα και 700 το καλοκαίρι είναι αγρότες, δασεργάτες και οικοδόμοι. Επίσης, ασκείται το παραδοσιακό επάγγελμα του σαγματοποιού και του υποδηματοποιού. Είναι φημισμένος για τα νερά του, τις φράουλες, τις πιπεριές και την εκπληκτική φύση. Απέχει περίπου 14,5χλμ λεπτά από τη Φλώρινα. Οι περισσότεροι κάτοικοι έχουν φύγει στο εξωτερικό και στις γύρω πόλεις.

Ονομάζεται Πολυπόταμος γιατί πέντε μικρά ποτάμια καταλήγουν στον ποταμό που περνά μέσα από το χωριό. Αυτά πηγάζουν από τις πηγές Δερβένι, Μεσοποταμία, Επτά Πηγές, Στάπνικ και Χιλιάδα.
Γύρω από το χωριό υπάρχουν οι κορυφές Ορνίτσα (Πλατύ) στα 1.759 μ. υψ. με λίμνη και Λιούτα στα 1.606 μ. υψ. Επίσης, πολλά είναι και τα δάση με οξιές, δρύες και σκλήθρα. Το Δεκαπενταύγουστο γιορτάζει η εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου, που χτίστηκε το 1913, ενώ άλλες εκκλησίες του χωριού είναι ο Αγ. Αθανάσιος και ο Αγ. Νικόλαος. Στη θέση Αγ. Λουκάς υπάρχει η ομώνυμη Μονή (1912-13). Υπάρχουν αρκετά μουσικά συγκροτήματα και αγαπημένος χορός της περιοχής είναι ο λεβέντικος.

Νερέτ, μικτό χωριό (εξαρχικών και πατριαρχικών) προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και μικτό μετά. Προσήλθαν στο πατριαρχείο οκτώ οικογένειες [Προξενείο Μοναστηρίου 1908].

Νερέτι: «Έχει δύο εκκλησίας, εν τη μία τελείται η λειτουργία εκ περιτροπής, η δ’ ετέρα κατέχεται υπό των Βουλγάρων» [Εκκλησιαστική Αλήθεια 1909].

Νερέτι Φλωρίνης, 1.000 ορθόδοξοι Έλληνες (πατριαρχικοί) και 765 σχισματικοί βουλγαρίζοντες [Χαλκιόπουλος 1910].

Νερέτη Φλωρίνης, 2.075 άτομα (1.065 άρρενες και 1.010 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].

Νερέτη Φλωρίνης, αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα [ΦΕΚ 259 / 21.12. 1918].

Νερέτη Φλωρίνης, 1.606 άτομα (657 άρρενες και 649 θήλεις), 401 οικογένειες [Απογραφή 1920].

Μετονομασία του οικισμού από Νερέτη σε Πολυπόταμον [ΦΕΚ 179 / 30. 8. 1927].

Πολυπόταμον (Νερέτη) Φλωρίνης, 1.697 άτομα (711 άρρενες και 986 θήλεις), εκ των οποίων δύο ήταν πρόσφυγες πού ήρθαν μετά το 1922 (ένας άντρας και μία γυναίκα) Ομοδημότες ήταν 1.671και ετεροδημότες 26. Απογράφηκαν αλλού 40 δημότες [Απογραφή 1928].

Νερέτη, «Δικοί μας, έχουμε 80 οικογένειες» [Στέφος Γρηγορίου 1935].

Πολυπόταμον Φλωρίνης, 1.535 άτομα (588 άρρενες και 947 θήλεις) [Απογραφή 1940].

Στις μεταπολεμικές απογραφές ο πραγματικός πληθυσμός της κοινότητας ήταν: 1951 (1.046), 1961 (853), 1971 (657), 1981 (573), 1991 (506), 2001 (482).

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

Τα γεγονότα στο Νέρετ (Πολυπόταμος) Φλώρινας στη Διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα

Στις 13 Ιουνίου 1903, η τσέτα του Μήτρου Βλάχου (Μήτρε Βλάχα) σκότωσε τέσσερις πρόκριτους του χωριού, που αρνήθηκαν να δώσουν ψωμί στους Κομιτατζήδες.
[Δραγούμης, 148. Βακαλόπουλος Α, 205. ΔΙΣ, 84. Dakin, 132].

Τη 13η(1903) το εσπέρας εφονεύθησαν εν Νερέτ (υπό της συμμορίας Μήτρου κατά πάσαν πιθανότητα) οι ημέτεροι Μήτσες Κόμε, μουχτάρης, Νίτσος Στέφου, Στώικος Μήτσε και Κύρτσες Νίκο, διότι από συμφώνου με τους σχισματικούς ηρνήθησαν να δεχθώσιν αυτόν και να δώσωσιν άρτον. Οι δε συμμορίται αναχω­ρούντες ετραυμάτισαν και τον πρωτόγερον Κύρτσεν, σχισματικόν, δια να μην προστρέξη εις ειδοποίησιν. Και άλλοι πολλοί επρόκειτο να φονευθώσιν.
[Ιώνος Δραγούμη, Τα Τετράδια του Ίλιντεν, εκδόσεις Πετσίβα, σελ. 148.]

α)Λέχοβο, 25 Σεπτεμβρίου 1904
(...) Του παπα-Κωνσταντίνου από το Νερέτι, με 12 σφαίρες στο σώμα, 5-6 μαχαιριές και τις φλέβες των χεριών του κομμένες του πήραν οι κακούργοι το ρολόγι του καί 60 λίρες του χωριού, που επήγαινε στον δεκατιστή το 1902.
[Μελά, βλ. σελ. 979 αρ. 64]


Πρώτη έφοδος του Παύλου Μελά και του σώματός του στο Νέρετ (Πολυπόταμος) Φλώρινας.

Το βράδυ της 18ης προς 19ης Σεπτεμβρίου 1904 ο Παύλος Μελάς μπήκε με το σώμα του στο χωριό Νέρετ και τα ξημερώματα ετοιμάστηκε να επιτεθεί στους κομιτατζήδες. [Dakin, 251-252].


Έβλεπε τους βουλγάρους να πηγαίνουν στην εκκλησία και αποφάσισε να στείλει πέντε άντρες, με κρυμμένα περίστροφα, για να σκοτώσουν όσους μπορούσαν και μετά να φύγουν, τρέχοντας προς τα εκεί που ήταν κρυμμένο το σώμα. Περίμενε οι Βούλγαροι του χωριού να κυνηγήσουν τους πέντε και να βρεθούν ξαφνικά μπροστά στις κάνες όλου του ελληνικού σώματος. Ξαφνικά όμως βλέπει να γεμίζει η πλατεία με οθωμανικό στρατό, γι’ αυτό και διατάζει έξοδο προς το βουνό. Κατά την αποχώρηση των Ελλήνων τραυματίζεται στο μοιρό από πυροβολισμούς των οθωμανών στρατιωτών, ο Φίλιππος Καπετανόπουλος. Οι έλληνες τον έσυραν μέσα στα κλαδιά και ο Μελάς τον εσκέπασε με την κάπα του. Λίγο αργότερά τον βρήκαν οι Τούρκοι και τον αποτελείωσαν. [Μελάς, 395-397 και Καραβίτης, 95-102].

…Το χωριό ήταν αρκετά μεγάλο, ωργανωμένο υπό των βουλγάρων και ωπλισμένο, σπανίως δε έλειπαν οι κομιτατζήδες από μέσα. Ήτο βροχερή η νύκτα και οι κάτοικοι ήσαν κλεισμένοι μέσα και δεν μας αντελήφθησαν. Όσο δια τον θόρυβο και τα γαυγίσματα των σκυλιών, θα ενόμισαν ότι επρόκειτο περί κομιτατζήδων. Ουδέποτε ημπορούσαν να φαντασθούν ότι θα εκάμναμε την τρέλλα να εισέλθουμε κατ' αυτό τον τρόπο εις το χωριό των. Αν μας αντελαμβάνοντο και εκινούντο σιγά-σιγά δια να μας κυκλώσουν στο παληόσπιτο, θα μας έκαιαν σαν ποντίκια. Ούτε θα επρολαμβάναμε να βγούμε έξω και θα ευρίσκαμε τον πλέον άδοξο θάνατο. Μόλις εξημέρωσε, αρχίσαμε να παρατηρούμε από τα παράθυρα τα πέριξ. Το σπίτι μας ευρίσκετο εις την δεξιά πλευρά του χωρίου. Πριν ξημερώση καλά-καλά, είδαμε κίνηση περί την εκκλησία.

-Νάτους, νάτους, ψιθυρίζουν θριαμβευτικώς εκείνοι που έβλεπαν από τα παράθυρα.
Και αποφασίζεται να εξέλθουν πέντε άνδρες με τα περίστροφα μόνο, χωρίς τα όπλα, και από το διπλανό ρεματάκι που καλύπτεται με φράκτες και δένδρα να κατεβούν, να ευρεθούν άξαφνα προ των βουλγάρων, να τούς πυροβολήσουν και να υποχωρήσουν προς τα εδώ. Οι βούλγαροι θα νομίσουν ότι είναι δολοφόνοι και θα ορμήσουν εναντίον, θα βγουν δε ακόμη και μέσα από τα σπίτια. Και τότε θα εξέλθουμε και ημείς και θα τους κτυπήσουμε καλλίτερα…
Φεύγουν, φεύγουν, λέγουν.
-Ποιοι φεύγουν;
-Οι βούλγαροι, φαίνεται ότι μας κατάλαβαν.
Αλλά μετ' ολίγον βλέπουμε να γεμίζη η πλατεία από τούρκους στρατιώτας.
Τι θα γίνη τώρα; Ο Μελάς είχε μία έμμονη αλλά εσφαλμένη ιδέα ότι οι τούρκοι για μας θα έκαμναν τα κλειστά μάτια, επειδή κυνηγούμε τους κακοποιούς βουλγάρους. Ενόμιζε δηλαδή ότι ο Σουλτάνος θα κατεδέχετο να ανεχθή δέκα Κρητικούς με ένα γκρά και μια κάπα να επιβάλουν την τάξη εις την Μακεδονία. Γνωματεύει λοιπόν ο Μελάς ότι οι τούρκοι ήλθαν για κομιτατζήδες και συνεπώς ημείς πρέπει να μείνουμε ακίνητοι…
[Ο Μακεδονικός Αγών, Ιωάννης Καραβίτης, απομνημονεύματα, σελ.96-97]


...το λυπηρόν είναι oτι o ενθουσιώδης και κάλλιστος νέος Φίλιππος Καπετανόπουλος, φαρμακοποιός εις τα Βιτώλια ( Μοναστήρι) και μέλος της διοικήσεως της Αμύνης, επειμείνας να έλθη μαζί μου, εφονεύθη την 19. εις το Νερέτι εις συμπλοκήν μας με τον τουρκικόν στρατόν. Ιδού πως έγινε το πράγμα. Από την Βελκαμένην επήγαμεν, 30 τον αριθμόν, εις Νερέτι δια να. τιμωρήσωμεν τους φονείς των 5 ατυχών εκείνων θυμάτων *, οι όποιοι εξακολουθούν να κακουργούν.…
[Ναταλία Π.Μελά, ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ, σελ. 395]

Ο Φίλιππος Καπετανόπουλος
φαρμακοποιός από το Μοναστήρι.
  
Ο Παύλος Μελάς και το σώμα του είχαν παει στο Νερέτι για να τιμωρήσουν τους δολοφόνους που κρυβόντουσαν εκεί και είχαν δολοφηνήσει τους παρακάτω:
* Παπά Κωνσταντίνου από το Νερέτι, με 12 σφαίρες στο σώμα, 5 - 6 μαχαιριές και τις φλέβες των χεριών του κομμένες. Τού πήραν οι κακούργοι το ρολόγι του και 60 λίρες του χωριού, πού επήγαινε στον δεκατιστή. 1902.
Παπα 'Ηλία από την Ποσδίβιστα, του έκοψαν χέρια, πόδια, αυτιά, του έβγαλαν τα μάτια και τέλος τον αποκεφάλισαν. 1902.
Στο Ράκοβο εσκότωσαν οι Καμίτες τον παπά και το δάσκαλο. 1903. Στο Κρουσοράτι τον παπά μ’ έναν εξάδελφό του. 1903.
Στην Προκοπάνα τον παπά και το δάσκαλο. (Πρώτον ετυράννησαν τον διδάσκαλον αποκόψαντες τους δαχτύλους της χειρός, τα ώτα. Αλλ’ ούτος επέμενε λέγων : τυραννήσατε να σας ίδώ το σώμα τυραννείτε μόνον, την ψυχήν όμως όχι... Είμαι Έλλην και "Έλλην θ’ αποθάνω. Τέλος, εξερρίζωσαν την γλώσσαν του και τον άπεκεφάλισαν. Ο δε ιερεύς βλέπων τα βασανιστήρια έπεσε λιπόθυμος και ούτως απεκεφαλίσθη.» 1903. (Από έκθεση του χωριού Νερέτι).


Δεύτερη έφοδος του Παύλου Μελά  και του σώματός του στο Νέρετ (Πολυπόταμος) Φλώρινας.

Ο Παύλος Μελάς πραγματοποίησε νέα επίθεση στο Νέρετ, το βράδυ της 12ης Οκτωβρίου του 1904, σε σπίτι όπου είχαν καταλύσει τρεις βουλγαρικές συμμορίες. Το σώμα του Μελά ήταν ενισχυμένο και με τους άντρες του ληστή Αλέξη Καραλίβανου. Τελικά λύνουν την πολιορκία του σπιτιού, μόλις πληροφορήθηκαν ότι μέσα σε αυτό βρίσκονταν και γυναικόπαιδα ελληνικών οικογενειών βιαίως εκβουλγαρισμένων.
Στο σπίτι αυτό είχαν ταμπουρωθεί οι κομιταζήδες κατα την δεύτερη είσοδο του Παυλου Μελά στον Πολυπόταμο

…Τώρα με τον Καραλίβανο και τα παιδιά του για δεύτερη φορά πήγε το σώμα του Παύλου στο Νερέτι και περικύκλωσε το σπίτι όπου ήταν μαζεμένοι οι κακούργοι. Αλλά το σπίτι ήταν γερό και από μέσα και από άλλα σπίτια πυροβολούσαν οι κομίτες. Όταν θέλησαν μερικοί π' τους δικούς μας να τού βάλουν φωτιά, δεν άφησε ο Παύλος, γιατί άκουσε πως ήταν γυναίκες μέσα και παιδιά. Βλέποντας πως δεν κάνουν τίποτα, ύστερα από δύο ώρες διέταξε να σηκώσουν την πολιορκία για να μην ξημερώση και τούς προφθάση ο στρατός.Πήραν πάλι σιγά σιγά τον ανήφορο τού βουνού, ενώ τους πυροβολούσαν κομίτες κρυμμένοι σε διάφορα μέρη τού χωριού….
[Ναταλία Π.Μελά, ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ, σελ. 395]



-Εβγάτε λοιπόν έξω σεις που ξέρετε να δολοφονήτε αόπλους ανθρώπους. θα σας κάψω, παληόσκυλα, δεν θα μου γλυτώση κανείς, και αρχίζει να πυροβολή εις το παράθυρο χωρίς να προφυλάγεται. Διατρέχει τον κίνδυνο να φονευθή όχι μόνο από τους βουλγάρους άλλα και από τους ιδικούς μας που έχουν τοποθετηθή όπισθέν μας.
Δια να τον καταφέρω να απομακρυνθή και να αποφύγη τον άμεσο κίνδυνο, του λέγω ότι αυτές τες σφαίρες που κτυπούν τον τοίχο τις ρίχνουν οι ιδικοί μας από τα γύρω στενά όπου έχουν τοποθετηθή και ύπάρχει κίνδυνος να σκοτώσουν εμάς, καλό λοιπόν θεωρώ να πηγαίνη να τους μαζεύση εις ένα μέρος και να παύσουν να πυροβολούν.
-Πήγαινε, μού λέγει, εσύ να τους πης να παύσουν.
-Δεν θα ακούσουν εμένα, κύριε αρχηγέ, του λέγω. Είναι ανάγκη να πάτε σεις, διότι κινδυνεύουν και μεταξύ των.
-Καλά, κάθησε συ να φυλάξης καλά το παράθυρο και ο Μανούσος το άλλο κι εγώ θα υπάγω, διότι θέλω να ιδώ πώς θα τους ξεμπερδεύσουμε αυτούς εδώ μέσα.
'Έφυγε και ησύχασα, σε λίγο δε φωνάζει:
-Παύσατε πυρ και ελάτε όλοι από δω, γύρω από την αυλή δηλαδή.
Οι βούλγαροι φωνάζουν και καλούν άλλους κομιτατζήδες εις βοήθειάν των. Πυροβολούν και ρίπτουν χειροβομβίδας από τα παράθυρα. Μία χειροβομβίς εκρήγνυται εις τα πόδια τού Σκαλίδη, μία σφαίρα τον κτυπά στο στήθος, ευτυχώς όμως ευρίσκει αντίσταση εις τη φυσιγγιοθήκη και τον πληγώνει ελαφρώς…
 [Ο Μακεδονικός Αγών, Ιωάννης Καραβίτης, απομνημονεύματα, σελ.112]
 
Σημείωση:
Οι κάτοικοι του Πολυποτάμου Φλώρινας υποστηρίζουν ότι στη μάχη αυτή τραυματίστηκε στη κοιλιακή χώρα ο Παύλος Μελάς. Πιθανός να  εννοούν τον τραυματισμό του Γ. Σκαλίδη.

...Την 12η Οκτωβρίου ξημερωνόμαστε ολίγο άνωθεν του Νερέτ. Μετά δυσκολίας έχουμε ανέλθει την ανατολική πλευρά τού Βίτσι λόγω αδυναμίας του αρχηγού να βάδιση ταχύτερον. Το περίφημο σχέδιο να λύσουμε την πολιορκία των κομιτατζήδων και να στήσουμε ενέδρα εις το δάσος, διά να τους κτυπήσουμε φεύγοντας, το εδέχθη ο Μελάς, όχι διότι ήτο σοφό ή διότι δεν ήτο δυνατό να τους ψήσουμε μέσα εις το σπίτι, αλλά διότι υπήρχον εκεί γυναικόπαιδα ελληνικών οικογενειών βιαίως εκβουλγαρισθεισών, όπως και εις το παρακείμενο σπίτι, που θα άναβε και αυτό.
Αλλά και περί βουργαρικών οικογενειών αν επρόκειτο και περί κομιτατζήδων ακόμη, ο Μελάς ήτο ανίκανος να επιβάλη τοιούτον Θάνατο.
Ήτο ανίκανος ψυχικώς να αισθανθή την οσμή ψηνομένων ανθρωπίνων κρεάτων, όχι μόνον αθώων πλασμάτων αλλά και κομιτατζήδων ακόμη. Ο Μελάς δεν είχε ούτε το σώμα του σκληραγωγημένο για τοιούτον αγώνα ούτε και την ψυχή του παρασκευασμένη διά τοιαύτας σκληρότητας. Και ο Μελάς έχει τώρα υυποστή όχι μόνο σωματική αλλά και ψυχική κόπωση. Η ελπίς του να επιτύχουμε τους κομιτατζήδες σύμφωνα με το περίφημο σχέδιο εξέλιπε. Έχει ήδη εξημερώσει και εύρισκόμεθα ακόμη ολίγον έξωθεν τού χωρίου. Υπάρχει κίνδυνος να πάθουμε ημείς από τον στρατό ό,τι ελογαριάζαμε ότι θα πάθουν οι κομιτατζήδες. Μετά δυσκολίας και εν πλήρει ημέρα βαδίζοντες, ανερχόμεθα εις την θέση Κούλα, η οποία ευρίσκεται εις το διάσελο που χωρίζει τα νερά ανατολικού και δυτικού Βίτσι και ακριβώς εις την Θέση που διέρχεται o δρόμος δια το Βαψώρ...
[Ο Μακεδονικός Αγών, Ιωάννης Καραβίτης, απομνημονεύματα, σελ.115]




β) Ένας τρίτος ιερωμένος που μου σύστησαν να πάω να συναντήσω, ήταν ο παπα-Κωνσταντίνος απ' το Νερέτι, σημερινό Πολυπόταμο της Φλώρινας (...). Οι Βούλγαροι τούχαν σκοτώσει τον πατέρα (...). Είπε πως οι Βούλγαροι τον σκότωσαν για να του πάρουν το ρολόι του κι όσα χρήματα είχε απάνω του. Μα όταν με είδε να γράφω αυτά που μου είπε, με σταμάτησε λέγοντας: «Όχι, όχι, βγάλ' το! Μην το γράψεις αυτό, γιατί, βλέπεις, αυτά που γράφεις θα μείνουν. Η ιστορία αυτή θα μείνει. Αυτοί ήθελαν μόνο να τον βγάλουν απ' τη μέση, γιατί ήταν σπουδαίος εθνικός άνθρωπος. Τον σκότωσαν μόνον από μίσος».

Όταν όμως εγώ πιο κάτω, διαβάζοντας την έκθεσή του, του έδειξα το μέρος όπου ο ίδιος παραδεχόταν ότι τον ληστέψαν, μου είπε: «Ε, κάτι του πήραν, το ρολόι του και κάμποσα χρήματα, μα δεν θυμάμαι καλά. Πάντως, όχι τόσα πολλά, όσα γράφουν εκεί».
[Μπέλλου, βλ. σελ. 979 αρ. 66]


Επιστολή του Παύλου Μελά για τον Ιερέα του Νέρετ (Πολυποτάμου) Φλώρινας


Παπά-Κωνσταντίνος από Νέρετ
5 'Ιουλίου 1903
Αγαπητέ μου μπαμπά
Σε συνιστώ τον ιερέα του χωρίου Νερέτι της περιφερείας Καστορίας. Ούτος ηναγχάσθη να εγχαταλείπη το χωρίον αυτού επειδή οι βούλγαροι απεφάσισαν να φονεύσούν αύτόν, όπως προ δύο εβδομάδων εφόνευσαν ή μάλλον έσφαξαν 5 συγχωρίους αυτού.
Και ο πατήρ αυτού εφονεύθη υπό των βουλγάρων. Ο ιερεύς παπα-Κωνσταντίνος επιθυμεί να μείνη ολίγον χρόνον εν Αθήναις ή αλλαχού εν Ελλάδι μέχρις ότου παρέλθη η ακμή της ανωμαλίας και να επανέλθη έπειτα εις την πατρίδα. Αφήκε μάλιστα την οικογένειαν αυτού εν Φλωρίνη.
Σε φιλώ
Ο υιός σου
Ίων
[Ιώνος Δραγούμη, Τα Τετράδια του Ίλιντεν, εκδόσεις Πετσίβα, σελ. 171.]

Στις 26 Αυγούστου 1906 οι Κομιτατζήσες σκοτώνουν έξω από το χωριό τον παπά Στογιάννη, το Μιχάλη Γεωργίου, τον Χρίστο Φιλίππου και το Φίλιππο Στογιάννη, συνεργάτες της ελληνική οργάνωσης [Προξενείο Μοναστηρίου, 5/9/1906, έγγραφο 572 και Dakin, 334].

Ιερέας Στόιτσης Ιωάννης, (Στόικος Παπαγιάννης) από τον Πολυπόταμο. Δολοφονήθηκε στις 25 Αυγού­στου 1906, σε ηλικία 36 ετών, αφήνοντας γέροντα πατέρα, σύζυγο και τρία τέκνα. Όπως μας πληροφορεί n «Εκκλησιαστική Αλήθεια», μαzί με τρεις άλλους άνδρες εξήλθε σε απόσταση μιας ώρας περίπου από το χωριό, παρασυρμένος από τους Βουλγάρους δήθεν προς συνάντηση οικείων και φίλων. Στο στήθος και στη ράχη του μάρτυρα ιερέα αριθμήθηκαν 18 πληγές με μαχαίρι. Γράφει σχετικώς ο Μογλενών Άνθιμος στην αναφορά του προς τον ΓΙατριάρχη … «Ιδία τραγικώτατος είναι ο θάνατος του ιερέως, ούτινος και οι οφθαλμοί εξωρύχθησαν, και η γλώσσα και η ρις και τα ώτα και αι χείρες απεκόπησαν, και το κρανίον αυτού εθραύσθη και ποικιλοτρόπως διά μα­χαιρών διετρυπήθη και ο μυελός αυτού εξήχθη, και επί τέλους, κατε­σφάγη, αποκοπείσης της κεφαλής αυτού... Ουδείς εν τω σώματι χώρος εναπέμεινεν αδιάτρητος, πάντα δε τα εντόσθια αυτού εξεχύθησαν.
[Η Συμβολή του Κλήρου στο Μακεδονικό Αγώνα, Η Περίπτωση της Φλώρινας, Περιοδικό Αριστοτέλης, Τεύχος 254, σελ27]

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

Δημοτικό Τραγούδι για τον Παύλο Μελά

Σαν τέτοια ώρα στο βουνό ο Παύλος πληγωμένος
μες στο νερό του αυλακιού ήτανε ξαπλωμένος.
-Για σύρε Δήμο μου πιστέ, στην ποθητή πηγή μου
και φέρε μου κρύο νερό να πλύνω την πηγή μου.
Σταλαγματιά το αίμα μου για σε πατρίς το χύνω,
για να ’χεις δόξα και τιμή, να λάμπεις σαν το κρίνο.
Δεν κλαίω τη λαβωματιά, δεν κλαίω και το βόλι,
μον' κλαίω που με άφησε η συντροφιά μου όλη.
Παύλου Μελά το όνειρο κι η μόνη του μανία
ήταν μη μείνει Βούλγαρος μες τη Μακεδονία.
Παύλος Μελάς κι αν πέθανε τ' αδέρφια του θα ζήσουν
αυτά θα πολεμήσουν τη Βουλγαριά να σφήσουν.

Δημοτικό (Σοφία Χατζηπανταζή, χήρα του καπετάν Χατζηπανταζή, από τη Σκοτούσα Σερρών)






Σαν τέτοια ώρα στο βουνό, ο Παύλος πληγωμένος,
μες στα νερά του αυλακιού ήτανε ξαπλωμένος.

Δεν κλαίω τη λαβωματιά, δεν κλαίω για το βόλι,
μoν’ κλαίω που αφήνω γεια τη συντροφιά μου όλη.
….
Σταλαγματιά το αίμα μου, για σε πατρίς το δίνω,
για να ’χεις δόξα και τιμή, να λάμπεις σαν το κρίνο
….
Δημοτικό της Δυτικής Μακεδονίας

Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2011

Ο ΒΑΓΓΕΛΗΣ. Του Γεωργίου Μόδη

Ο Βαγγέλης Νάτσης,
από τα Ασπρόγεια Φλωρίνης.
Υψηλός, ωραίος, επιβλητικός άνδρας, ολόισος και κυπαρισσένιος, όπως ολόισια, μονοκόμματη και χωρίς συμβιβασμούς ήταν και ή ζωή τον. Γι' αυτόν ο εχθρός ήταν εχθρός και ο εχθρός του εχθρού σύμμαχος και φίλος. Μια που οι Βούλγαροι του κομιτάτου μας είχαν κηρύξει τον πόλεμο και σκότωναν όποιον προλάμβαναν, έπρεπε και εμείς, αν θέλαμε να ζήσουμε, να τους αντιμετωπίσουμε με όλα τα όπλα και όλα τα μέσα. Η σωτηρία ήταν μαζί με τον μωσαϊκό ο υπέρτατός μας νόμος και κάθε βοηθός και σύμμαχος ευπρόσδεκτος και πολύτιμος.
Δούλευε κτίστης, γαλατάς κάπου στην Πόλη. Οι Τούρκοι τον έδιωξαν για δεύτερη φορά και τον έστειλαν εξορία στο χωριό του το Στρέμπενο (Ασπρόγεια), που (βρίσκεται στα ριζά του Βίτσι και πάνω στο δρόμο Αμυνταίου -Λεχόβου - Καστοριάς και όπου είχε γεννηθεί το 1876. Οι κάτοικοί του, σλαβόφωνοι τώρα κατάγονται όλοι σχεδόν από την Ήπειρο τ' Άγραφα και την Τσαμουριά. Τον πήραν για άνθρωπο του Βουλγαρικού κομιτάτου (κομιτατζή). Καταγινόταν, φαίνεται, ο Βαγγέλης στην Πόλη με τα όπλα και εκγύμναζε άλλους συμπατριώτες του. Αρκετά χρόνια ύστερα απ' τον θάνατό του έδειχναν στο Παπάσκιοϊ τη φουστανέλα, που φορούσε στα καρναβάλια.
Είτε είχε «οργανωθεί» στο κομιτάτο είτε όχι ο Βαγγέλης στην τούρκικη πρωτεύουσα, έπεσε με τα μούτρα, θέλοντας και μη, στην δουλειά του κομιτάτου, μόλις γύρισε στο χωριό του. Μα γρήγορα του μπήκαν ψύλλοι στ' αυτιά: Έβλεπε να σκοτώνονται μονάχα Έλληνες παπάδες και πρόκριτοι, γιατί ήσαν Έλληνες, και να μιλούν μεταξύ τους οι αρχηγοί μονάχα για Βουλγαρία και Βουλγαρισμό. Ένα απ’ τα θύματα ήταν και ο γηραιός Παπαδημήτρης, εφημέριος του χωριού του. Τον διόρισαν ωστόσο μια μέρα αρχηγό «υπεύθυνο» στο χωριό του και άλλα βορεινότερα χωριά ίσα με τις Πέτρες και τον Άγιο Παντελεήμονα. Τους είπε να πάρει στην δικαιοδοσία του και τα γειτονικά, Λέχοβο, Κλεισούρα, Γέρμαν, Λόσνιτσα, Κωσταράζι, που θα τα οργάνωνε επίσης και θα τα ετοίμαζα για την επανάσταση.
-Αυτά... Χμ.... άστα, του αποκρίθηκαν.
-Γιατί ;
-Δεν μας κάνουν. Πώς να στο πούμε.
-Μα γιατί δεν μας κάνουν; Αναλαμβάνω εγώ να τα οργανώσω. Ξέρω, θέλουν να πολεμήσουν κι έχουν καλά παλληκάρια.
-Δεν μας κάνουν, βρε αδελφέ. Δεν μας χρειάζονται, πώς το λένε. Δέν το καταλαβαίνεις ;
-Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν μας χρειάζονται και άλλοι χριστιανοί και Μακεδόνες, σκλάβοι σαν κι εμάς, που θέλουν να πολεμήσουν τους Τούρκους. Πήρε τότε το λόγο ο ανώτερος αρχηγός Ποπώφ.
-Κουτός είσαι ή τον κουτό μας παρασταίνεις; Τι τα θέλομε τα ελληνικά και γκραικομάνικα χωριά;
-Μα... μα... πώς; Για σταθείτε. Θ’ αποκλείσουμε τους Γραικούς απ' τον κοινό αγώνα; Δεν είναι και αυτοί σκλάβοι και εχθροί των Τούρκων;
-Είναι εχθροί μας, όσο και οι Τούρκοι.
-Χειρότεροι απ’ τους Τούρκους, διόρθωσε ο Κόλης ο Μακρανιώτης.
-Μα απ’ την Ελλάδα παίρνομε τα όπλα και λέμε στον κόσμο πως πολεμάμε σαν χριστιανοί για τον σταυρό και την ελευθερία χωρίς να ξεχωρίζουμε Γραικούς και Βουλγάρους και ν' ανακατώνουμε Ελλάδα και Βουλγαρία.
-Κάμνομε την δουλειά μας.
-Εγώ δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα πράγματα.
-Δεν είναι ανάγκη να τα καταλαβαίνεις. Πρέπει μονάχα να υπακούς.
-Θα σκεφθώ.
Το κεφάλι, που σκέπτεται έτσι πολύ, δεν στέκεται πολύ καιρό στον ώμο του.
-Θα σκεφθώ, ξαναείπε με πείσμα.
Ο Βαγγέλης ωστόσο σκέφθηκε και αφιερώθηκε στο σπίτι και τα λίγα χωράφια του. Το αξίωμα και την οργάνωση τα ’στειλε περίπατο.
Δεν έπαψαν όμως να τον σκέπτονται και οι άλλοι. Μια μέρα, που καθόταν μαζί με τον Παπαδημήτρη το νεώτερο σ’ ένα μύλο, επρόβαλαν ξαφνικά οι Ποπώφ, Μάρκωφ και Σία.
-Ε, τι λες; τον ρώτησαν. Το σκέφτεσαι ακόμα;
Ξανάρχισε η συζήτησις εντονότερη. Οι αρχικομιτατζήδες επέμειναν να παρά το «πόστο» του αρχηγού των Κορεστίων. 0 Βαγγέλης αρνήθηκε. Του επρότειναν να εκλέξει άλλη περιφέρεια, όπου θα ήτο αρχηγός, αλλά ασφαλέστατα κάτω απ' τη γη. Ο Βαγγέλης σηκώθηκε κι έφυγε χωρίς να τους χαιρετίσει.
Για τη φοβερή και τρομερή αυτή «προδοσία» ήλθαν να τον συγυρίσουν μια απ' εκείνες τις νύχτες οι σύντροφοι και συναγωνιστές του κομιτατζήδες. Τον κάλεσαν σε σύσκεψη, εζήτησαν έπειτα να τους δηχθεί στο σπίτι. Εκινητοποίησαν και τους πιο σεβαστούς προύχοντες του χωριού. Ο Βαγγέλης όμως ούτε έβγαινε έξω απ’ το σπίτι ούτε τους δεχόταν μέσα. Όταν είδαν και αποείδαν ότι δεν έπιανε κανένα απ' τα κλασσικά για την εύκολη δολοφονία κόλπα, κατέφυγαν στη βία. Αλλά και ό Βαγγέλης αντέταξε βία. Πολέμησε τη νύχτα με μόνο βοηθό την αδελφή του Σοφία και ένα άλλο σύντροφο. Κοντά τα μεσάνυχτα μια παρέα κομιτατζήδες πλησίασαν και άρχισαν ν' ανεβαίνουν με μια σκάλα απ' το πίσω μέρος του σπιτιού. Η Σοφία τότε άφησε το τουφέκι και τους πέταξε στα μάτια μια οκά πιπέρι! Μέσα σ' αυτή την σύγχυση βγήκε ο Βαγγέλης και τους κυνήγησε σ' αρκετή απόσταση μακριά απ’ το χωριό.
Ο Βαγγέλης Νάτσης - Στρεμπενιώτης από τα Ασπρόγεια
Φλώρινας (στο κέντρο). Στα αριστερά του εικονίζεται
η κόρη του σε παιδική ηλικία,  ενώ στα δεξιά του
εμφανίζεται ένας συγγενής του.
Το πρωί έγινε κρυφά μια πραγματική σύσκεψη του Παπαδημήτρη και των προκρίτων Νικολ. Νικολαΐδη, Αστερ. Βολιώτη, Βαγγέλη Σίσκου και άλλων. Τον γέρο Παπαδημήτρη, τον πρεσβύτερο, είχαν ψήσει οι κομιτατζήδες ένα χρόνο ενωρίτερα. Ο γιός του χειροτονήθηκε νέος ακόμα, για να συνεχίσει το λειτούργημα και τ' όνομά του, καθώς και την παράδοση και το μαρτύριό του. Τον Νικολαΐδη ένα χρόνο αργότερα τον κομμάτιασαν στο αμπέλι του, όπου δούλευε. Η κόρη του, που αντίκρισε την σκηνή, έπαθε παράλυση των ποδιών της και ο γιός του ακράτεια της κύστεως. Αποφάσισαν να φύγουν αμέσως οι Βαγγέλης και Παπαδημήτρης για την Καστοριά, αφού περάσουν απ' το μοναστήρι των Αγίων 'Αναργύρων της Χόλιστας, όπου ηγούμενος ήταν ο χωριανός των ιερομόναχος Παπαγρηγόριος Νικολαΐδης. Πέρασαν την νύχτα στο μοναστήρι και το πρωί παρουσιάστηκαν με τον ηγούμενο μπροστά στον μητροπολίτη Καραβαγγέλη. Ο Βαγγέλης του τα είπε όλα. O ενθουσιώδης δεσπότης βρήκε τον άνθρωπο, που ζητούσε. Τον όρκισε και του έδωκε θάρρος μπόλικο «εκ του περισσεύματος της καρδέας του» και ολίγα εφόδια απ' το γλίσχρο υστέρημά του. Ο Βαγγέλης γύρισε στ’ Ασπρόγεια με το κεφάλι και την σημαία ψηλά. Συγκέντρωσε ολόγυρα του άλλα οκτώ παιδιά απ' το χωριό του και το Λέχοβο και εκήρυξε πια απροκάλυπτο τον πόλεμο στο κομιτάτο και τα όργανά του.
Μια μέρα ο βοεβόδας Κόλε του έστησε ενέδρα. Το αποτέλεσμα όμως ήταν να σκοτωθούν δύο κομιτατζήδες. Την ίδια την βραδιά, που παντρευόταν η μονάκριβη και ηρωική αδελφή τον Σοφία, άφηκε τον γάμο και πήγε στα πουρνάρια, ψηλά στο Πάδος, για κομιτατζήδες. Σκότωσε εκεί τον αρχικομιτατζή Κύρτσε.
Οι Τούρκοι δεν είχαν κανένα λόγο να μην κλείνουν τα μάτια. Στην αρχή δυσπιστούσαν, έπειτα και βοηθούσαν. Ο Βαγγέλης επίσης δεν είχε κανένα λόγο ν' αποκρούσει τη βοήθειά των. Του έφθανε ότι ήσαν εχθροί των Βουλγάρων με τον σατανά εναντίον εκείνων, που ήθελαν και αυτόν να δολοφονήσουν και την πατρίδα του να εξανδραποδίσουν.
Tον Ιούνιο τον 1903 επήρε και την πρώτη ενίσχυση απ' το ελεύθερο κράτος. Ήσαν οι Ευθύμιος Καούδης, Δικώνυμος Μακρής, Περάκης, Λαμπρινός, Βρανάς, Μπουνάτος, Ζουρίδης, Καντουνάτος, Γεώργ. Σεϊμένης, όλοι Κρητικοί και μάλιστα Σφακιανοί. Τους έστειλε ο Παύλος Μελάς. Τους είχε συστήσει ο Τσόντος Βάρδας, Σφακιανός και ο ίδιος. 'Ήσαν οι πρώτοι Κρητικοί, που άνοιξαν τον δρόμο προς την Μακεδονία, με τόσο κρητικό αίμα βαμμένο. Απλοϊκοί άνθρωποι του βουνού, με δουλειές μερικοί στην Αθήνα, δεν ήξεραν καλά καλά τι θα έκαμναν εδώ πάνω ούτε ίσως τι ήταν και πού βρισκόταν η Μακεδονία. Τους είπαν ότι πήγαιναν σε πατριωτική αποστολή, που χρειάζονταν άνδρες μπαρουτοκαπνισμένους και αποφασιστικούς. Και έτρεξαν. Στη μάχη του Βαφέ της Κρήτης το 1866 έπεσαν και τρείς Μοναστηριώτες φοιτητές. Η Κρήτη ανταπόδιδε τώρα εκατονταπλάσια την θυσία τους.
Οι πρώτοι 10 τον Βαγγέλη υπήρξαν η πρωτοπορία της σταυροφορίας, που έριξε με αλλεπάλληλα κύματα τα παιδιά του ωραίου νησιού στ' άγρια και αχόρταγα σαν τον κρητικό Μινώταυρο βουνά μας. Όλοι έπαιξαν το κεφάλι τους στα μακεδονικά βουνά με αφελή γενναιότητα και μια κρυφή λαχτάρα α για αγώνες, περιπέτειες και δόξα, σπρωγμένοι απ' την ορμή μιας γενναίας ράτσας και τις παραδόσεις ατελείωτων επαναστάσεων και πατριωτικών πολέμων. Απ' την πρώτη δεκάδα μερικοί έπεσαν στη Μακεδονία, άλλοι απέθαναν. Ζει αποτραβηγμένος και πτωχός στη Θεσσαλονίκη ο Καούδης, υπέργηρος τώρα και σχεδόν τυφλός, που διατηρεί όλη την παλιά σεμνότητα και ορθοφροσύνη του.
Δεν είναι δύσκολο να φαντασθεί κανείς τας εντυπώσεις των, όταν έφθασαν στα Ασπρόγεια. Στην Κρήτη είχαν γνωρίσει μονάχα αγώνες εναντίον απίστων, που δεν ήξεραν παρά μόνον ελληνικά. Στο Στρέμπενο βρέθηκαν ξαφνικά μέσα στο περιπλεγμένο και μπερδεμένο μακεδονικό σύμπλεγμα της εποχής εκείνης. Έβλεπαν ότι τον παλιό και γνώριμο εχθρό, τον Τούρκο, θα είχαν εδώ, προσωρινά τουλάχιστον, σαν φίλο και κύριο εχθρό τον Βούλγαρο, που παρίστανε τον πρωταγωνιστή του σταυρού και της ελευθερίας εναντίον των Τούρκων. Η σύγχυσης και ο κλονισμός ήταν τόσο μεγάλος, ώστε έγινε αργότερα κάτι, που εξηγεί και πώς τόσοι καλοί Έλληνες είχαν στην αρχή παρασυρθεί απ' τα απατηλά συνθήματα του βουλγαρικού κομιτάτου. Ένας απ' τους 10, ο Γιώργης Σεϊμένης, αφήκε κρυφά τους συντρόφους του και πέρασε στο αντίθετο στρατόπεδο, όπως διηγείται ο Ευθύμιος Καούδης, όπου και βρήκε τον θάνατο απ' το μαχαίρι του Τσακαλάρωφ κοντά στον Ζαγορίτσανη. H επίθεση του 1905 εναντίον του χωριού αυτού απ' το σώμα Βάρδα δεν είναι ολότελα άσχετη και με το τραγικό, όσο και χαρακτηριστικό επεισόδιο.
Ευτυχώς οι 10 Σφακιανοί, που ήσαν όλοι καπεταναίοι η υποψήφιοι καπεταναίοι και δεν αναγνώριζαν κανένα μεταξύ τους ανώτερο, βρήκαν στο πρόσωπο του Βαγγέλη αληθινό και φυσικό αρχηγό, που τους επιβλήθηκε απ' την πρώτη στιγμή. Τους παρουσίαζε για Κοζανίτες, Σιατιστινούς, Τσοτυλιώτες. Τους είχε εφοδιάσει και με τις σχετικές ταυτότητες (νοφούζια). Μα την άλλη μέρα απ’ το πρωί βλέπουν να μπαίνει στο σπίτι του Βαγγέλη, όπου βρίσκονταν, τον επιλοχία (μπας τσιαούς) Ρουστέμ βέη και να τους χαιρετάει ξαφνικά με το «Ε, κοπέλια! Είντα χαμπάρια;» Ενόμισαν πως άνοιξε η γη να τους καταπιεί. Άρχισαν να ετοιμάζονται κιόλας, για να του δίνουν. 'Έφτασε όμως σε λίγη ώρα ο μητροπολίτης, που τους καθησύχασε, αφού τους ευλόγησε και εφίλησε. Πέρασαν τη νύχτα Όλοι μαζί στο γειτονικό μοναστήρι της Παναγιάς. Ο Ρουστέμ σηκώνεται ξαφνικά ύστερα απ' το δείπνο και τραγουδάει το «Σε γνωρίζω απ' την κόψη» κ.λ.π.
-Τρελάθηκες, Ρουστέμ; Του φώναξε ο μητροπολίτης. Θα μας πάρεις όλους στο λαιμό σου.
-Μήπως, δεσπότη μου, δεν ξέρω την καταγωγή μου; Είμαι κι εγώ 'Έλληνας, όσο και σεις.
Ο Ρουστέμ βέης, γιός και ανεψιός πασάδων απ' τα μέρη του Λεσκοβίκι είχε τελειώσει αθηναϊκό γυμνάσιο. Ήταν επικεφαλής σ’ ένα απόσπασμα από στρατιώτες Λεσκοβικιώτες, που τον είχαν σαν Θεό. Στενός φίλος με τον Βαγγέλη, έγινε στενότερος με τους Κρητικούς.
Την άλλη μέρα Βαγγέλης πήρε τους παλιούς και νέους, όλους όλους 20 άνδρες του και τράβηξε για το Φλάμπουρο, το Νυμφαίο, την Περικοπή και απ' εκεί στις κορυφές του Βίτσι. Αλώνισε πολλές μέρες τα βουνά και τα δάση. Μα οι κομιτατζήδες, που παρίσταναν το θηρίο και δάγκωναν σίδερο, είχαν εξαφανιστεί. Όχι μόνο δεν τόλμησαν να τον κτυπήσουν, μα εφρόντιζαν να χαθούν ολότελα τα ίχνη τους. Περιορίστηκαν να τον παρουσιάζουν με τους ανθρώπους των στα τουρκικά αποσπάσματα για συμμορία κομιτατζήδων, για να έχει μπερδέματα μαζί τους. Επισκέπτονταν τότε συχνά οι κομιτατζήδες το Φλάμπουρο (Νεγόβανη) και ιδιαίτερα ο βοεβόδας Τάνε, που «φιλικά» έδινε στους κατοίκους του να καταλάβουν ότι το συμφέρον τους ήταν να γίνουν Βούλγαροι, έστω και αν δεν ήξεραν βουλγαρικά.
Τώρα ο Βαγγέλης έστησε μαζί με μερικούς Φλαμπουριώτες ενέδρα σε μια μεγάλη συμμορία κομιτατζήδων, που θα περνούσε έξω απ' το Φλάμπουρο. Σκότωσαν τρείς και αιχμαλώτισαν ένα. Θα είχαν ξεκάμει περισσοτέρους, εάν δεν εφοβόνταν στην αρχή μήπως είχαν να κάμουν με τουρκικό στρατό. Λίγο έλειψε να σκοτωθεί εκείνη τη νύχτα κατά λάθος και ο Καούδης. Οι Φλαμπουριώτες έκρυψαν το πρωί τα όπλα. Πήρε όλο το βάρος και την τιμή ο Βαγγέλης. Είχε όμως φασαρίες με τους αξιωματικούς μιας διλοχίας, που έδρευε στο Φλάμπουρο. Αγρίεψαν, γιατί δεν τους ειδοποίησε να πάρουν μέρος και αυτοί στην ενέδρα. Παρ' ολίγο να πληρώσει πολύ ακριβά την νυκτερινή προσπάθειά του και να στραφεί εναντίον του στο τέλος η παγίδα, που έστησε στους άλλους.
Την ημέρα της 20ής Ιουλίου 1903 (Ήλιντεν) ο Βαγγέλης πήγε έξω από ένα χωριό κοντά στην Κλεισούρα και έβαλε τους άνδρες του να φωνάζουν με όλη τη δύναμη τους «Ούρρα... ούρραα». Εβούιξε όλος ο τόπος. Οι συγκεντρωμένοι κομιτατζήδες, που είχαν τρυπώσει στη φτέρη και τα χαμόκλαδα, νόμισαν τότε ότι τους δίδονταν το σύνθημα του κινήματος. Αφήκαν τα κρησφύγετα και πετάχτηκαν με ζητωκραυγές και «ούρρα» και αυτοί. Ο Βαγγέλης θέρισε περισσότερος από μια δωδεκάδα.

Όπως γράφει ο Ίων Δραγούμης στο «Μαρτύρων και ηρώων αίμα», μονάχα αυτός πολέμησε καλά τους κομιτατζήδες, που όρμησαν να καταλάβουν την Κλεισούρα. Δεν υποχώρησε παρά αφού είδε ότι κινδύνευε να κυκλωθεί απ' το μεγάλο πλήθος των και κόντευαν να σωθούν τα φυσέκια του. Ύστερα όμως από λίγες ημέρες τους κυνήγησε με τον Ρουστέμ ίσια με την Βίγλιστα. Την σύγκρουση της Κλεισούρας αναγράφει και η Αγγλική Κυανή Βίβλος του 1904. Τονίζει μάλιστα ότι η φρουρά από 200 στρατιώτες της Κλεισούρας τα ’βαλε αισχρά, άνανδρα και προδοτικά στα πόδια για τα Καϊλάρια (Πτολεμαΐδα).
Μέσα στον κατακλυσμό του φανατισμένου απ' το κίνημα τουρκικού στρατού, που δεν έκαμνε καμιά διάκριση μεταξύ των γκιαούρηδων, πήρε όλα τα μέτρα, ώστε να μην πάθουν τίποτε τα δικά του χωριά, Ασπρόγεια, Λέχοβο, Κλεισούρα, Φλάμπουρο, Σκλήθρο κ.λ.π.
Τον χειμώνα οι Κρητικοί έφυγαν στην Αθήνα. Έμεινε ο Βαγγέλης με τα παλιά παλληκάρια του απ' τ' Ασπρόγεια και το Λέχοβο.
Η επιτροπή των αξιωματικών είχε στο πρόγραμμά της την άνοιξη του 1904 να τον επισκεφτεί και αυτόν και να δει από κοντά την κατάσταση και στην δική του περιοχή. Η απότομη ανάκλησης του Μελά μας στέρησε και από τα γράμματά του που θα ήσαν ο καλύτερος οδηγός μιας.
Μπορεί όμως να θεωρηθεί βέβαιο ότι πέρασαν απ' τ' Ασπρόγεια τα λοιπά μέλη της επιτροπής είτε όλα είτε μόνος ο Κοντούλης. Αναφέρεται μάλιστα ότι απ' το σπίτι του Βαγγέλη παρακολούθησε ο Κοντούλης με τα κιάλια κινήσεις ή ασκήσεις τουρκικού τάγματος, που γίνονταν λίγα χιλιόμετρα κάτω απ' τ' Ασπρόγεια.
Γεμάτος ενθουσιασμό και ελπίδες ο Βαγγέλης ετοιμάσθηκε να βγει στο κλαρί, και ν' αρχίσει τον διμέτωπο κατά Βουλγάρων και Τούρκων αγώνα. Πετάχτηκε για τις τελευταίες συνεννοήσεις και στο Μοναστήρι. Μα την 5η Μαΐου 1904, εκεί που γύριζε απ' το Μοναστήρι και το Αμύνταιο στο χωριό του, έπεσε σ’ ενέδρα κομιτατζήδων. Λέγεται ότι και ο ίδιος o Μητροβλάχος πήρε μέρος στην ενέδρα. Τόση ήταν η αυτοπεποίθησης και αφοβία του Βαγγέλη, ώστε δεν δέχθηκε καμιά συνοδεία ούτε σκέφθηκε καμιά προφύλαξη. Κομιτατζήδες, κρυμμένοι στη ψηλή βρίζα κοντά στο Πεδινό, τον γκρέμισαν απ' το άλογό του νεκρό.
Ένα τραγούδι της εποχής εκείνης έλεγε :
«Μη λησμονείτε, βρε παιδιά, τον θάνατο του Μόδη,
του Παπαπέτρου τον σφαγμό, το άτιμο το βόλι,
που έφαγε τον Βαγγέλη μας, τ' ατίμητο παλληκάρι,
τον καπετάν Βαγγέλη μας, τ' ατρόμητο λιοντάρι».
Ο Μελάς στο γράμμα του απ' το Στρέμπενο της 16ης Σεπτεμβρίου γράφει : «Ήλθε να με επισκεφτεί και η χήρα του Βαγγέλη, ωραιοτάτη νέα, με το κοριτσάκι της μόλις 2 ετών. Είναι απαρηγόρητη, διότι χθες το βράδυ έμαθεν ότι οι κομιτατζήδες εφόνευσαν τον αδελφό της, διδάσκαλον εις την Μηλόβισταν του Μοναστηρίου. Ήλθεν και η καημένη η αδελφή του καπετάν Βαγγέλη. Με συγκίνησε πολύ η συγκίνησής της, όταν μας είδε... Είδα και τον τάφο του μακαρίτου Βαγγέλη. Είναι χωρίς σταυρόν. Θα παραγγείλω μαρμάρινον εις το Μοναστήρι».

Η κόρη του Βαγγέλη Νάτση από τα
Ασπρόγεια Φλώρινας

Όπως λέγει και ο γέρο Καούδης, θα ήταν άλλη η κατάστασης, αν τα σώματα, το δικό του, του Μελά και τ' άλλα, είχαν προλάβει τον Βαγγέλη και τον Κώτα, προτού δολοφονηθεί ο ένας και φυλακιστεί ο άλλος.
Τον θάνατο του Βαγγέλη αναφέρει και η Αγγλική Κυανή Βίβλος του 1904. Τον ονομάζει notorious, δηλ. σπουδαίο, σημαντικό. Προσθέτει ο Άγγλος πρόξενος Μοναστηρίου Μάκ Γκρέγκορ ότι τη μοίρα του, θα ακολουθήσει πιθανότατα και ο Κώτας, ο τελευταίος με λίγους άνδρες υπερασπιστής των ελληνικών δικαίων. Υπήρξε άδικος πολλές φορές για μας ο Μακ Γκρέγκορ. Αλλά στο σημείο αυτό υπήρξε προφητικός. Δεν πέρασαν πολλές εβδομάδες και ο Κώτας οδηγήθηκε σιδηροδέσμιος στις τουρκικές φυλακές, για να οδηγηθεί και στην κρεμάλα.
Ο Ντραγκάνωφ αναφέρει ως απόδειξη της χρεωκοπίας των « μεταρρυθμίσεων» και της κακοδικίας των δικαστηρίων την καταδίκη απ' το έκτακτο δικαστήριο Μοναστηρίου την 13ην Ιουλίου 1905 δύο οργάνων του κομιτάτου, που είχαν πάρει μέρος στην δολοφονία του Βαγγέλη, στην υπέρ αυστηρή και δρακόντεια γι' αυτόν ποινή των 10 χρόνων φυλακής, ίσως γιατί τον χαρακτηρίζει «περίφημο κατάσκοπο» (Famcu espion). Μια αμνηστία απ' τις συνηθισμένες μπορούσε, εννοείται, να περιορίσει ουσιαστικά την βαριά» ποινή στο ένα δέκατο αυτής.

Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011

ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ «Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ»

Με πολλή αγάπη, πίστη και πάθος στα πατροπαράδοτα, οι παλιοί χορευτές σε πολλούς Συλλόγους του δασκάλου των δασκάλων του παραδοσιακού χορού Βασίλη Παπαχρήστου,
ίδρυσαν στις αρχές τον 1998 δικό τους Σύλλογο, την «ΠΑΡΑΔΟΣΗ», με την ελπίδα ότι, μέσα από τους χορούς και τα τραγούδια θα μπορέσουν να παρουσιάσουν στα πέρατα της γης την πλούσια Ελληνική Πολιτιστική Κληρονομιά και ιδιαίτερα της περιοχής Μακεδονίας.
Μικρά παιδιά τότε, σαραντάρηδες οι περισσότεροι σήμερα, μαζί με τα παιδιά τους προσπαθούν με πείσμα να μας μπολιάσουν όλους με το πνεύμα της παράδοσης.
Γιατί γνωρίζουν καλά πως η ιστορία ενός 'Έθνους ξεκινά από τη λαϊκή παράδοση και πως το τρίπτυχο χορός-τραγούδι-φορεσιά δίνουν την ταυτότητα ενός λαού.
Την κληρονομιά των προγόνων μας, οι χορευτές της «ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ» μετέφεραν και παρουσίασαν μέχρι σήμερα μέσα από φεστιβάλ, σε πολλές χώρες, όπως: Στην Ολλανδία,
στο Βέλγιο, στη Γαλλία, στην Ισπανία, στη Δανία, στη Ρουμανία, στην Αλβανία, στον Καναδά, στην Αυστραλία και Κίνα (Ταϊβάν).

Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2011

Τα Θεοφάνια στην Ελλάδα.

Τα Θεοφάνια αποτελούν την ολοκλήρωση του Δωδεκαήμερου εορτασμού, και πλαισιώνονται σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση από πλουσιότατη εθιμολογία που προσδίδει έναν ιδιαίτερο πανηγυρικό τόνο, τόσο στην ημέρα των Φώτων όσο και στις ημέρες πριν από αυτή.

Σε κάθε γωνιά της Ελλάδας τηρούνται μέχρι σήμερα εκατοντάδες έθιμα της εορτής των Θεοφανίων έχουν τις ρίζες τους πολλούς αιώνες πριν. Αυτά τα έθιμα σηματοδοτούν και το τέλος των δώδεκα ημερών του εορτασμού που ξεκινά με τη Γέννηση του Χριστού.
Το κύριο στοιχείο της εορτής των Θεοφανίων, με το οποίο συνδέονται και τα περισσότερα έθιμα, είναι ο αγιασμός των υδάτων. Πραγματοποιείται για πρώτη φορά την παραμονή στην εκκλησία και λέγεται πρωτάγιαση, φώτιση, πρώτος αγιασμός ή μικρός αγιασμός. Αντίστοιχα η ημέρα της εορτής λέγεται και Ολόφωτα ή Άγιαση.
Την παραμονή ή ανήμερα της εορτής ο ιερέας γυρίζει στα σπίτια ραντίζοντάς τα με αγιασμό και διώχνοντας μακριά κάθε κακό. Παλαιότερα, λόγω δεισιδαιμονικών αντιλήψεων, n πράξη αυτή στα χωριά συνδεόταν με την εξαφάνιση των καλικαντζάρων, τους οποίους φαντάζονταν να φεύγουν περίτρομοι στη θέα του ιερέα. Σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα έριχναν και στάχτη από τη δωδεκαμερίτικη φωτιά που έκαιγε από τα Χριστούγεννα σε όλα τα σημεία του σπιτιού.
Ανήμερα των Φώτων, ένα από τα πιο διαδεδομένα έθιμα είναι n πλειοδοσία μεταξύ των πιστών για το σήκωμα της εικόνας της Βάπτισης και του Σταυρού, καθώς και των άλλων εικονισμάτων, προτού ξεκινήσει n πομπή για το σημείο στο οποίο θα γίνει n τελετή του μεγάλου αγιασμού.
Στα παραθαλάσσια μέρη, μάλιστα, οι νέοι συναγωνίζονται ποιος θα ανασύρει πρώτος το Σταυρό από τη Θάλασσα όταν τον ρίξει ο παπάς, και αυτός που το καταφέρνει έχει το προνόμιο να τον περιφέρει πάνω σε στολισμένο δίσκο και να δεχθεί τις τιμές και τις ευχές των ομοχωρίων του. Την περιοχή στην οποία πραγματοποιείται n τελετή κυκλώνουν με τις στολισμένες βάρκες τους οι ψαράδες, που προσεύχονται να τους προστατεύει στη θάλασσα ο άγιος.

Το χρυσό φλουρί

Σε πολλές περιοχές, οι αρραβωνιασμένες κοπέλες κρατούσαν τα παλαιότερα χρόνια λαμπάδες με κορδέλα και χρυσό φλουρί που είχαν σταλθεί από τα πεθερικά τους. Κάτι που πολλοί από εμάς ίσως δεν ξέρουμε και σχετίζεται με την κατάδυση του Σταυρού είναι ότι σε πολλά μέρη συνηθίζεται το πλύσιμο των εικόνων ή των γεωργικών εργαλείων. Στη Λήμνο, για παράδειγμα, όταν ο παπάς ρίξει το σταυρό στη θάλασσα, οι γυναίκες παίρνουν νερό από σαράντα κύματα και πλένουν με αυτό τη εικονίσματα του σπιτιού τους, χωρίς να μιλούν. Μετά, επειδή το νερό αυτό θεωρείται αγιασμένο, το χύνουν στην εκκλησία σε μέρος που να μην πατιέται.
Όπως συμβαίνει τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, έτσι και τα Φώτα συνηθίζεται να φουρνίζονται ειδικά ψωμιά. Για παράδειγμα, στην Κεφαλονιά πλάθεται n λεγόμενη «φωτίτσα», που στολίζεται με σταυρό και σχέδια που θυμίζουν αγιασμό, όπως το κουβαδάκι. Παρόμοια ψωμιά φτιάχνονται και για τα ζώα του σπιτιού, όπως στη Νάξο όπου τα βόδια τρώνε το λεγόμενο «βουδόψωμο».
Σε πολλά μέρη της πατρίδας μας επιβιώνει μέχρι σήμερα η δοξασία ότι το βράδυ της παραμονής των Φώτων τα ζώα μιλούν, και για αυτό το λόγο οι γεωργοί φροντίζουν να τα περιποιούνται όσο μπορούν καλύτερα ώστε να είναι ευχαριστημένα και να μην παραπονεθούν στο Θεό για κακοπέραση. Από αυτήν τη δοξασία φαίνεται να ξεκινά και ένα άλλο έθιμο που παρατηρείται κυρίως σε νησιά όπως n Κρήτη, τα Κύθηρα κ.α. Το βράδυ της παραμονής των Φώτων, οι γεωργοί βράζουν ένα μίγμα από όσπρια και δημητριακά και τα προσφέρουν στα ζώα τους. Τα πολύσπορα αυτά, που ονομάζονται παλικάρια, φωτοπάπουδα, φωτοκόλυβα κ.α., ρίχνονται και στις στέγες των σπιτιών ή στα σπαρμένα χωράφια για να χορτάσουν και τα πετεινά του ουρανού, ενώ παράλληλα ο νοικοκύρης τραγουδά «Φάτε, πουλιά, χορτάσετε και το ζευγά σχωρνάτε».
Παράλληλα, σε ορισμένες περιοχές όπου παράγεται κρασί τα βαρέλια ανοίγουν ανήμερα των Φώτων, και ρίχνεται μέσα αγίασμα. Σε αρκετά μέρη της πατρίδας μας συνηθίζεται, εκτός από το ράντισμα όλων των σπιτιών με αγίασμα για ευλογία, να μασκαρεύονται οι πιστοί ως «Αράπηδες» και να μαζεύουν από τα σπίτια κρέας, λουκάνικα και άλλα φαγώσιμα που τα τρώνε σε γλέντι που στήνεται στο κέντρο του χωριού.
Ο εθιμικός κύκλος του Δωδεκαήμερου κλείνει ουσιαστικά την επομένη των Θεοφανίων, με την εορτή του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου και Βαπτιστού. Χαρακτηριστική είναι μάλιστα n έκφραση «Τρεις τα Γέννα, τρεις τα Φώτα και έξι την Ανάσταση» που καθορίζει παροιμιακά τη διάρκεια του πανηγυρισμού (και των εθιμικών αργιών παλαιότερα) για τις τρεις αυτές μεγάλες δεσποτικές εορτές.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, όλα τα έθιμα που διασώζονται μέχρι τις ημέρες μας εκφράζουν τις ευχές όλων για καλή χρονιά, γεμάτη υγεία, καρποφορία και ευδαιμονία και μακριά από οποιοδήποτε κακό.


Η Επιφάνεια των Θεών και το καθαρτήριο ύδωρ, ΤΟΥ ΦΩΤΗ Χρονόπουλου

H πίστη στην εμφάνιση του Θείου στους ανθρώπους, προκειμένου να τους βοηθήσει ή να τους νουθετήσει, ανήκει στις δοξασίες όλων των λαών. Ομοίως, και το νερό ως μέσο καθαρμού και εξαγνισμού απαντάται στη λατρευτική ζωή πολλών Θρησκειών. Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχε n Επιφάνεια, n πεποίθηση για την εμφάνιση της θεϊκής δύναμης.


Η Επιφάνεια είναι n αποκάλυψη της θεότητας στα μάτια των θνητών με σκοπό την προστασία ή την καθοδήγηση των τελευταίων. H εδραία πίστη του αρχαίου ανθρώπου στην ύπαρξη της θεότητας τον οδήγησε στην απεικόνιση του Θείου με ποικίλες μορφές. Για το λόγο αυτό τα στοιχεία τα οποία διαθέτουμε για την Επιφάνεια προέρχονται κατά κανόνα από το χώρο της τέχνης, n οποία αρχικώς ανεπτύχθη για να απαθανατίσει τις Θρησκευτικές δοξασίες και τις λατρευτικές συνήθειες, όχι μόνον στην αρχαία Ελλάδα, αλλά σε ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο.
Το δακτυλίδι του "Μίνωα"που έχει ως
 θέμα του  τα μινωικά Θεοφάνεια.
H χρήση της λέξης Επιφάνεια καθιερώθηκε κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. αλλά η δοξασία γι' αυτήν ανάγεται ήδη στη νεολιθική περίοδο. Τα σχετικά ευρήματα απεικονίζουν το Θείο, τη Μητέρα Θεά, αλλά προφανώς θεοποιούν την ανθρώπινο ιδιότητα της γονιμότητας. Με την πάροδο του χρόνου και τη σύμπηξη κοινωνικών ομάδων με κεντρική εξουσία, n θρησκεία συστηματοποιείται με την ύπαρξη του ιερατείου και την ανάπτυξη της θρησκευτικής ζωής. H τέχνη καλείται πλέον να εξυπηρετήσει τις λατρευτικές ανάγκες των πιστών.
 Το δακτυλίδι της Τίρυνθας.
Εν Ελλάδι το πρώτο ίσως παράδειγμα Επιφάνειας απαντάται στη μινωική Κρήτη. O πρώτος κατά σειράν εμφανίσεως πολιτισμός στην Ευρώπη προσφέρει και το πρώτο δείγμα οργανωμένης λατρευτικής ζωής. H εν λόγω Επιφάνεια απεικονίζεται σε δακτυλίδια, σφραγιδόλιθους και σφραγίσματα πάνω σε πηλό. Πρόκειται για μια γυναικεία μορφή, γυμνή από τη μέση και πάνω με πλουμιστή μινωική φούστα.
Στο μυκηναϊκό πολιτισμό πλούσια σε Θρησκευτικά στοιχεία είναι n σκηνή που κοσμεί το περίφημο χρυσό δακτυλίδι της Τίρυνθας: η ένθρονη Θεά υψώνει το κωνικό ποτήρι της «ιερής κοινωνίας» προς τους τέσσερις δαίμονες (n λέξη με την αρχαία σημασία της), οι οποίοι κατευθύνονται σ' αυτήν κρατώντας σπονδικές πρόχους.

Αντιστοιχίες

Στην κρητομηκυναϊκή τέχνη το φίδι και το πτηνό – συνήθως  περιστερά – αποτελούν συχνότατες μορφές επιφάνειας της θεότητας. Εν προκειμένω n ομοιότητα των απεικονίσεων αυτών με περιστατικά που αναφέρονται στην Παλαιά Διαθήκη και στην Καινή Διαθήκη αντιστοίχως είναι πρόδηλες.
Για τους αρχαίους αγγειογράφους, εξάλλου, προσφιλέστατο Θέμα ήταν n εμφάνιση, n Επιφάνεια του Διονύσου στις πιστές ακόλουθές του, τις Μαινάδες.

Διόνυσος και Μαινάδες,
αμφορέας από τον Άμαση,
γύρω στα 540 π.Χ.

Ο κατάλογος είναι ανεξάντλητος: Θέμα πολλών αμφορέων και κυλίκων είναι n παρουσίαση της Δήμητρας, Θέας της γεωργίας, στον Τριπτόλεμο, τον ηγεμόνα της Ελευσίνας στον οποίο δίνει τους σπό-ρους και του αποκαλύπτει τα μυστικό της καλλιέργειας της Γης. Αυτό το δώρο του δίνει για τη φιλοξενία που της προσέφερε ο πατέρας του, όταν n θεά αναζητούσε την Περσεφόνη. Αλλά εάν όλα αυτά είναι ευρέως άγνωστα είναι πασίγνωστες οι «κάθοδοι» των θεών στα πεδία των μαχών του Τρωικού πολέμου για να βοηθήσουν τους πολεμιστές, τους οποίους ο καθένας προστάτευε.
H επιστημονική Θεωρία, την οποία διατύπωσε πριν από λίγα χρόνια n Χέλγκα Πόις ενισχύει την άποψη της μαζικής πίστης στην εμφάνιση της Θεότητας και προσθέτει έναν ακόμη κλάδο, πέραν της τέχνης, σας πηγές από τις οποίες μπορούμε να αντλήσουμε στοιχεία για να προσεγγίσουμε το εν λόγω θέμα. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη Θεωρία αυτή, n οποία είναι n επικρατούσα, η «Αίθουσα του Θρόνου» στο ανάκτορο της Κνωσού στην Κρήτη δεν κατασκευάσθηκε προκειμένου να φιλοξενεί τον εκάστοτε άρχοντα αλλά για να στεγάζει τελετουργίες κατά τη διάρκεια των οποίων επιτελείτο n Επιφάνεια της θεότητας στους Παριστάμενους πιστούς.

Τα 4 στοιχεία

«Των δε δη τεττάρων εν όλον έκαστον
είληφεν η του
κόσμου σύστασις.  εκ γαρ πυρός παντός
 ύδατός τε και
αέρος και γης συνέστησεν αυτόν ο συνιστάς. »

Πλάτων, Τίμαιος 32 c 5-7

Στο χωρίο αυτό ο Τίμαιος στον φερώνυμο πλατωνικό διάλογο αναφέρει – σε ελεύθερη απόδοση – ότι n δημιουργία του σύμπαντος απαίτησε την ολότητα και των τεσσάρων στοιχείων, γιατί ο Δημιουργός το έπλασε από όλη τη φωτιά, όλο το νερό, όλον τον αέρα και όλη τη γη.
H λειτουργία του νερού ως συστατικού στοιχείου της δημιουργίας του κόσμου ήταν επικρατούσα άποψη μεταξύ των φιλοσόφων στην αρχαία Ελλάδα. Πέραν της πλατωνικής Θεωρίας ανάλογη είναι και n διδασκαλία του Εμπεδοκλή για τέσσερα «ριζώματα» που αντιστοιχούν στα τέσσερα προαναφερθέντα στοιχεία.
Επόμενο ήταν λοιπόν να αναγνωρισθούν στο ύδωρ υπερφυσικές ιδιότητες και οι άνθρωποι να το συνδέσουν με διάφορες δοξασίες και τελετουργίες.
Στην πρώιμη αρχαιότητα το νερό αξιοποιήθηκε ως «εγγυητής» για την τήρηση των όρκων. Σταδιακά όμως εξελίχθηκε σε μέσο καθαρμού και μύησης στα διάφορα μυστήρια και συνδέθηκε κυρίως με τις τρεις σημαντικές στιγμές στη ζωή του ανθρώπου: τη γέννηση, το γάμο και το θάνατο.
Στην Ιλιάδα κύρια θέση κατέχουν οι αναφορές, οι οποίες αφορούν το λουτρό των νεκρών και τον καθαρμό των πολεμιστών, επιτιθεμένων και αμυνομένων, πριν από διάφορες τελετουργικές ή λατρευτικές πράξεις.
O καθαρμός κατά τη γέννηση αποτελούσε κατ' ουσίαν αναπαράσταση του μύθου, σύμφωνα με τον οποίο, μόλις γεννήθηκε ο Δίας τον έλουσαν στον ποταμό Γορτύνιο, ο οποίος μετονομάσθηκε σε Λούσιο. Το λουτρό αυτό του νεογέννητου ανθρώπου συνιστά και τον πρώτο θρησκευτικό καθαρμό του.
Και εδώ οι ομοιότητες με τη χριστιανική βάπτιση, κατά τη διάρκεια της οποίας δίδεται n άφεση το προπατορικού αμαρτήματος, είναι εμφανείς.
Πριν από το γάμο το λουτρό της νύμφης σε καθορισμένες πηγές γινόταν xάριν της γονιμότητας. Η παλαιότερη λατρεία της Ρέας, της Μητέρας Γης, n οποία κάρπιζε από τη βροχή είχε αφήσει το κατάλοιπό της.
Ως προς το Θάνατο το μεγαλειώδες έργο των τριών τραγικών ποιητών γέμει σχετικών καταγραφών. Ενδεικτικά αναφέρεται n αισχύλειος τραγωδία «Οιδίπους επί Κολωνώ».
O τυφλός πια Οιδίπους προαισθανόμενος την τελευτή του βίου ζητεί από τις κόρες του, την Αντιγόνη και την Ισμήνη, να του φέρουν νερό για να λουσθεί. Αλλά το νερό επιτελούσε την καθαρτήρια λειτουργία του και μετά Θάνατον.
O νεκρός περνά από την Αχερουσία λίμνη για να βρεθεί στο βασίλειο του Άδη, όπου πίνει από το νερό της Λήθης, για να ξεχάσει τα επίγεια. Τέλος, το ύδωρ ήταν το μέσο μύησης σε διάφορα μυστήρια, όπως στα Καβείρια.
Στα Ελευσίνια κατά τη λήξη τους γέμιζαν δύο κρατήρες με νερό. Τον έναν τον άδειαζαν προς την Ανατολή ζητώντας από τον ουρανό να βρέξει και τον άλλο προς τη Δύση ζητώντας από τη γη νη «συλλάβει».

ΤΟΥ ΦΩΤΗ Χρονόπουλου  από αρθρο του στην Εφημερίδα Έθνος, 4 Ιανουαρίου 2004

Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2011

Μπαμπάρια Παπαγιάννης Φλώρινας

H προετοιμασία των εφήβων αρχίζει από το καλοκαίρι που στεγνώνουν και επεξεργάζονται τα δέρματα από τα πρόβατα (προβιές).
Φτιάχνουν τα «σουράτια» προσωπίδες από προβιές, βάζουν φούντες και πιπεριές στεγνές κόκκινες, φασόλια για δόντια, φτιάχνουν τις «παλίτσες» μαγκούρες από σκληρό και ροζιασμένο ξύλο. Ράβουν τα γιλέκα από προβιές και συγκεντρώνουν τα κουδούνια που ζώνουν στην μέση.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τα μικρά παιδιά πρωί-πρωί λένε τα «σούρβα» τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς. Το βράδυ τα μεσάνυχτα, ανάβουμε μεγάλη φωτιά και ο Σύλλογος προσφέρει κόκκινο κρασί και χωριάτικο λουκάνικο.
Την Πρωτοχρονιά από τα ξημερώματα βγαίνουν οι παρέες των εφήβων «Τα Μπαμπάρια» στους δρόμους του χωριού και γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι.
Κάθε παρέα αποτελείται από 10-15 άτομα, απαραίτητα έχει το γαμπρό και τη νύφη, τον παππού και τη γιαγιά, τον καμπούρη και ίσως ένα γιατρό και έναν παπά. Επίσης έχει δυο ομάδες μάχιμες την εμπροσθοφυλακή και την οπισθοφυλακή, που λέγονται «ουτάτσοι». H νύφη είναι το αξιοπρόσεχτο πρόσωπο της παρέας έχει καλυμμένο το πρόσωπό της για να μην αναγνωρίζεται, κρατεί στο χέρι της μαστίγιο για να, προφυλάγεται, στον λαιμό φοράει γιρλάντα αλόγου με κουδούνια και πολλά στολίδια, διάφορα χαϊμαλιά, πιπεριές και ότι μπορείτε να φανταστείτε. Με τις κινήσεις και το περπάτημά της, προκαλεί τους θεατές.
O γαμπρός είναι καλοντυμένος όμως με προσωπίδα προβιάς και γιλέκο άσπρο, στο χέρι κρατεί μια μαγκούρα καλοφτιαγμένη και σκαλιστή ή ένα καμπυλωτό σανίδι μέρος τον αλετριού, στολισμένο με φούντες πολύχρωμες και κουδουνάκια, σαν χαντζάρα.

Χαρακτηριστικό γνώρισμα του παππού και της γιαγιάς, είναι η μεγάλη καμπούρα και το μπαστούνι αλλά και το βαρύ περπάτημα, ο παππούς φοράει προσωπίδα από προβιά, ενώ η γιαγιά έχει καλυμμένο το πρόσωπό της μ' ένα μαύρο μαντήλι.
O καμπούρης «γκάρμπατς» είναι κακοντυμένος, κουρελιάρης, άσχημος με καμπούρα και είναι ο κακός της παρέας, ο ζαβολιάρης, ο κακομαθημένος, ο κουτοπόνηρος.
Συχνά πειράζει τη νύφη, την τσιμπάει τη φιλάει, και όταν τον τσακώνει ο γαμπρός τον χτυπά στην καμπούρα. Τότε ο καμπούρης πέφτει κάτω, προσποιείται τον ανήμπορο και ότι αδυνατεί να σηκωθεί. Τρέχει ο γιατρός τον προσφέρει τις πρώτες βοήθειες, ο παπάς τον θυμιατίζει αλλά αυτός δεν το κουνάει, ζητάει από τον οικοδεσπότη, να τάξει το ένα δέκατο από τα αγαθά του στα Μπαμπάρια για να σηκωθεί αλλά και να φύγει το κακό από το σπιτικό τους. Ίσως μ' αυτό τον τρόπο θέλει να σατιρίσει τον Τούρκο δυνάστη που εισέπραττε τη δεκάτη από τη σοδειά του γεωργού (ραγιά).
Όλοι οι φύλακες της παρέας «Ουτάτσοι» φορούν στο πρόσωπο τη μάσκα από προβιά, στα πόδια άσπρες περικνημίδες, πουκαμίσα άσπρη και υφαντή μέχρι το γόνατο και γιλέκο από προβιά, στη μέση είναι ζωσμένοι με κουδούνια και στα χέρια κρατούν την «παλίτσα».
Η παρέα συνοδεύεται από οργανοπαίχτες, συνήθως μια γκάιντα, μια φλογέρα, ένα τουμπερλέκι επίσης έχουν και ένα βοηθό που οδηγεί το γαϊδούρι και μαζεύει τα καλούδια.
Σε κάθε σπίτι που επισκέπτονται μπροστά πηγαίνει η εμπροσθοφυλακή για αναγνώριση μήπως είναι κανένας κρυμμένος και προσπαθήσει ν' απαγάγει τη νύφη. Ακολουθούν η νύφη με τον γαμπρό, την γιαγιά με τον παππού και τον καμπούρη.
Τέλος στέκεται φύλακας στην αυλόπορτα η οπισθοφυλακή μην τυχόν και επιχειρήσει κανείς να μπει στην αυλή.
Κάνουν ένα χορό σε κάθε σπίτι, με τον ίδιο χαρακτηριστικό σκοπό την «μπαμπάρτσκα» πιασμένοι από τον ώμο χορεύουν σε αργό ρυθμό την γκάιντα.
Στο τέλος η νύφη φιλάει το χέρι του σπιτονοικοκύρη και αυτός της δωρίζει χρήματα. H δε νοικοκυρά τους δίνει τσίπουρο ή κρασί, ένα κρεμμύδι, ένα λουκάνικο, χοιρινό κρέας και λίγο ψωμί. Έξω ο κόσμος περιμένει στο δρόμο και προσπαθεί με ζαβολιά να τους κλέψει τη νύφη. Οι φύλακες αντιδρούν άμεσα, απομακρύνουν τους μνηστήρες με τις μαγκούρες στο στήθος ψηλά και οριζόντια σπρώχνοντάς τους ήπια ή χτυπώντας τους στα πόδια και στην πλάτη όταν αγριεύουν, αυτό γίνεται καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας, βρίσκονται πάντα σε ετοιμότητα, αντιδρούν άμεσα και είναι σε υπερένταση, έως ότου γυρίσουν σ' όλα τα σπίτια του χωριού και κουραστούν.
Κατευθύνονται στην πλατεία όπου γίνεται τελευταία προσπάθεια να τους απαγάγουν τη νύφη ή να τους αποκαλύψουν τα πρόσωπα.

Τέλος χορεύουν στην πλατεία μπαίνει και ο κόσμος στο χορό και βγάζουν τότε τις προσωπίδες τους.

Παλιότερα γίνονταν πολλές παρέες και όταν τύχαινε να ανταμώσουν γινόταν σωστή μάχη, ποια παρέα Θα κλέψει τη νύφη της άλλης ή ακόμα να βγάλουν τις προσωπίδες των άλλων. Ακόμα και με τα γειτονικά χωριά δημιουργούνταν επεισόδια όπως λένε οι γέροι την ημέρα της Πρωτοχρονιάς.
Την επόμενη μέρα γίνεται τρικούβερτο γλέντι στην πλατεία με λαϊκά όργανα, τρώνε και πίνουν από τα καλούδια που συγκέντρωσαν.
O λαός μας πιστεύει και ιδιαίτερα οι γεωργοί ότι το έθιμο τα Μπαμπάρια έχει σχέση με τη γονιμότητα της γης, την καλλιέργεια και καρποφορία των αγρών. Με το θόρυβο των κουδουνιών ξυπνούν τη γη και ότι αυτά έχουν μαγικές ιδιότητες ώστε να διώχνουν το κακό. Γι αυτό είναι επιθυμία κάθε οικογένειας να φιλοξενήσει στην αυλή τα Μπαμπάρια για να χορέψουν, να τούς δώσει καλούδια να τούς ευχηθεί χρόνια πολλά, καλή χρονιά και πλούσια σοδειά.

Κοινότητα Παπαγιάννης

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010

Οι Φωτιές της Φλώρινας. Πλατεία Ηρώων

Το έθιμο με τις χριστουγεννιάτικες φωτιές, αναβίωσε και φέτος στη Φλώρινα. Τα μεσάνυχτα της παραμονής των Χριστουγέννων, δεκάδες φωτιές άναψαν σ' όλες τις γειτονιές της πόλης. Το θέαμα ήταν συναρπαστικό, η νύχτα μετατράπηκε σε μέρα και χιλιάδες Φλωρινιώτες, αλλά και επισκέπτες από τους γειτονικούς νομούς και απ' όλη τη χώρα ξεχύθηκαν στους δρόμους. Το ξεφάντωμα κράτησε μέχρι το πρωί και γύρω από τη φωτιά της κάθε γειτονιάς, στήθηκε τρικούβερτο γλέντι και χορός, ενώ τοπικά μουσικά συγκροτήματα, έπαιζαν παραδοσιακούς σκοπούς και ο νυχτερινός αέρας μετέφερε τις μελωδίες σε κάθε γωνιά. Σε κάθε φωτιά, προσφέρονταν φασολάδα και άλλοι πατροπαράδοτοι μεζέδες, ενώ το κρασί έρρεε άφθονο.

Η προετοιμασία της φωτιάς είναι ολόκληρη ιεροτελεστία, που διαρκεί πάνω από ένα μήνα και είναι θέμα γοήτρου για τη γειτονιά που θα έχει τη μεγαλύτερη φωτιά γιατί θα συγκεντρώσει τους περισσότερους επισκέπτες και θα χαρίσει περισσότερο κέφι.
Έτσι οι γειτονιές μεταξύ τους επιδίδονται σε μια ευγενή άμιλλα. Το μάζεμα των ξύλων και των άλλων εύφλεκτων υλικών αρχίζει από πολύ νωρίς. Στην προσπάθεια αυτή επιτρέπεται ακόμη και το "κλέψιμο". Μέχρι και τα παλούκια από τους φράχτες "εξαφανίζονται".
Στις 12 τα μεσάνυχτα της παραμονής των Χριστουγέννων, μπαίνει το προσάναμμα σε μια τρύπα που ανοίχτηκε στην παγωμένη γη. Τα παιδιά ρίχνουν ξύλα, για να θεριέψει η φωτιά και να φτάσει μέχρι τον ουρανό.
Είναι η στιγμή, σύμφωνα με τους γεροντότερους, που "κατεβαίνουν τα πνεύματα ενθουσιασμένα από τις φωνές, το γλέντι και τα πειράγματα".
Το έθιμο των φωτιών της Φλώρινας, συμβολίζει τη φωτιά που άναψαν οι ποιμένες της Βηθλεέμ, για να ζεσταθεί ο νεογέννητος Χριστός. Δεν διακόπηκε ούτε τα χρόνια της τουρκοκρατίας, τότε που οι τουρκικές αρχές έβαζαν αστυνομική περίπολο, ώστε να μη βρεθούν κάποιοι που θα επιχειρούσαν να "μαγαρίσουν" το έθιμο.
Οι φωτιές της Φλώρινας, επαναλαμβάνονται σε ορισμένα χωριά του νομού και τα μεσάνυχτα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς.