Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2023

Συνέντευξη του Θεοφύλακτου Σεχίδη για τα γεγονότα του εμφυλίου

  Με αφορμή της επετείου απελευθέρωσης της Φλώρινας από τους Τούρκους στις 7/11/1912, σκέφτηκα να δημοσιεύω μια συνέντευξη που έδωσε ο πατέρας μου Θεοφύλακτος Σεχίδης σε φοιτητή του Παιδαγωγικού Τμήματος της Φλώρινας, που αφορά μια άλλη ιστορική περίοδο, αυτή του εμφύλιου πολέμου 1947-1949. (Ιωάννης Σεχίδης)

Η δεύτερη συνέντευξη πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 2017 και συγκεκριμένα την 31 του μηνός. Περατώθηκε στο γραφείο του παραρτήματος Φλώρινας, της Πανελλήνιας Οργάνωσης Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης (Π.Ο.Α.Ε.Α.) καθώς ο συνεντευξιαζόμενος είναι πρόεδρος του σωματίου αυτού και περνά αρκετές ώρες στο γραφείο αυτό. Η διαδικασία ήταν αρκετά δύσκολη και χρονοβόρα καθώς ο ερωτώμενος, αν και έχαιρε άκρας νοητικής διαύγειας, αρκετές φορές ξέφευγε από το προβλεπόμενο θέμα και η διήγηση του αφορούσε άλλου είδους θέματα, ενδιαφέροντα μεν. Αν και έγιναν από μέρους μου κάποιες κατευθυντήριες ερωτήσεις, ο συνεντευξιαζόμενος προτίμησε να διηγηθεί τα γεγονότα του Εμφυλίου που ήθελε (μην ξεχνάμε πως οι πληγές των ανθρώπων αυτών, που έζησαν στον εμφύλιο δεν έκλεισαν ποτέ). Ωστόσο , η διήγηση των γεγονότων αυτών είναι πλούσια και διαφωτιστική ως προς την ενημέρωση, για τις ημέρες εκείνες. (Σχόλια του φοιτητή)
 
 
Θεοφύλακτος Σεχίδης

 Θεοφύλακτος Σεχίδης, ετών 86 (όταν παραχωρήθηκε η συνέντευξη), κάτοικος Φλώρινας
<<Ο εμφύλιος είναι ένα γεγονός που αποτελεί ντροπή για κάθε Έλληνα. Ήταν η καταστροφή μας και δυστυχώς τα αποτελέσματα του Εμφυλίου τα ζούμε ακόμη και σήμερα διότι δυστυχώς συνέχεια αναπολούμε όλα αυτά τα δυσάρεστα που έχουμε υποστεί. Ήμουν νέο παιδί, 18 ετών, όταν τέλειωσε ο εμφύλιος το 1949.
Σκοτώθηκαν σε αυτόν τον πόλεμο και αριστεροί και δεξιοί και ανεξάρτητοι - που δεν ανήκαν πουθενά-.
Το βράδυ της μάχης της Φλώρινας καθόμουν στην κουζίνα του σπιτιού μου και έβλεπα το βουνό το 1033, όπου έγινε η σκληρή μάχη. Έπεφταν οι οβίδες και σκέφτηκα: Θεοφύλακτε, είσαι 18 χρονών, τώρα θα έρθουν οι αντάρτες, τι θα κάνεις; Είχα και έναν θείο ( τον Ιωάννη Σεχίδη ) αδελφο του πατέρα μου, που ήταν καπετάνιος του ΕΛΑΣ, αλλά στο 2ο αντάρτικο δεν συμμετείχε. Ήταν από τους λίγους που αντέδρασε. Ίσως να ήταν ο μόνος καπετάνιος, ο Καπετάν Βοριάς -έτσι τον λέγανε-, ο οποίος αντέδρασε διότι τον καλούσαν να αναλάβει τη διοίκηση στο Βίτσι και αρνήθηκε - νέο παλικάρι ήταν τότε 33 ετών,( άδικα θα σκοτωθεί τόσος κόσμος, έλεγε, εγώ στο βουνό δεν ανεβαίνω. Διότι εάν
ανέβω στο Βίτσι τι θα κάνω; Ποιους θα σκοτώνω; τα αδέρφια μου, τα ξαδέρφια μου, δεν αναβαίνω.) Εξαιτίας λοιπόν αυτού του θείου μου, φοβόμουν την πιθανή κακομεταχείριση μου από τους αντάρτες.
Σκέφτηκα λοιπόν: Άμα έρθουν οι αντάρτες και πάρουν την Φλώρινα θα σε πάρουν και θα σε βάλουν στην πρώτη γραμμή και θα σκοτωθείς. Τότε έφυγα από το σπίτι μου και πήρα ένα άσπρο σεντόνι το οποίο έκοψα σε λωρίδες. Παίρνω νερομπογιές και κάνω το σήμα του ερυθρού σταυρού και το βάζω στο μπράτσο μου. Έξω με βλέπει ένας στρατιώτης, ο οποίος ήταν έτοιμος για οδομαχία και με μαλώνει να πάω στο σπίτι μου. Το δάσος από το σπίτι μου ήταν 15 μέτρα.
-Πού πας νεαρέ; Εδώ γίνεται μάχη!
-(Εγώ είπα ψέματα) Είμαι από τον Ερυθρό σταυρό και θα πάω να προσφέρω τις υπηρεσίες μου.
-Α, εντάξει, πήγαινε, αλλά τοίχο - τοίχο για να μην σε πάρει κανένα βόλι!
Φεύγω λοιπόν από το σπίτι μου, πηγαίνω σε συγγενικά σπίτια και δίνω σε γνωστούς μου να φορέσουν στο μπράτσο υφάσματα με το έμβλημα του ερυθρού σταυρού και τους λέω να πάμε να βοηθήσουμε, όπου υπάρχει ανάγκη. Πάω πάνω από το γήπεδο, στα σημερινά γραφεία των ΚΤΕΛ Φλώρινας. Εκεί υπήρχε ένα κτήριο όπου ήταν η διεύθυνση γεωργίας και είχαν βάλει έναν κόκκινο σταυρό για να φαίνεται ότι είναι νοσοκομείο. Πάμε εκεί με τους γνωστούς μου και παρουσιαζόμαστε με τα σήματα μας. Μας βλέπουν μικρούς και μας ρωτάνε:
-Tι γυρεύετε εδώ;
-Ήρθαμε να προσφέρουμε τις υπηρεσίες μας.
-Μετά χαράς να μας βοηθήσετε!
[...] Περίμενα μια ώρα και δεν έκανα τίποτα... Πηγαίνω στον υπεύθυνο και του λέω: -Κύριε υπίατρε τι θα κάνω , έτσι θα κάθομαι;
-Περίμενε, αγόρι μου, μου απαντάει.
Μετά από μισή ώρα έρχεται το πρώτο Ντόιτς, στρατιωτικό όχημα, και κατεβαίνουν δύο παλικάρια, σαν να το βλέπω μπροστά μου , ο οδηγός και ο συνοδηγός, στρατιώτες και οι δυο, κατεβαίνουν κάτω και μου λένε:
-Άνοιξε τον μουσαμά.
Ανοίγω τον μουσαμά του πίσω μέρους του αυτοκινήτου και τι να δω; Υπήρχαν μέσα του σκοτωμένοι του εθνικού στρατού, ο ένας πάνω στον άλλο, και πολλοί που πέθαναν από μέρες και άργησαν να τους μαζέψουν (αυτοί είχαν πεθάνει στους πρόποδες του υψώματος 1033, ή πέθαναν στην Βίγλα). Τους είχαν φέρει για αναγνώριση.
Τραβήχτηκα πίσω μόλις είδα τα πτώματα στον μουσαμά. Αίματα, παντού αίματα... Τρομοκρατήθηκα... Φέραμε κουβάδες από τα διπλανά γραφεία και μου είπαν να πλύνω τα πτώματα για να τους βγάλουνε φωτογραφίες και για να τους θάψουνε. Έτσι εγώ έπλενα τα πτώματα και έρχονταν μετά ο φωτογράφος. Στη συνέχεια για να γίνει η αναγνώριση, μου είπαν να ψάχνω στις τσέπες τους για να βρω τι είχαν μαζί τους, πορτοφόλια και λοιπά για να τους αναγνωρίσουμε. Αχ Έλληνες, Έλληνες τι πάθαμε!
Φαντάσου την εικόνα... Μπορείς; Δεν μπορείς αγόρι μου!
Δεν προλαβαίναμε να καθαρίσουμε τα αρχικά πτώματα, μας έφερναν και άλλους για αναγνώριση. Έρχονταν και άλλο Ντόιτς με πεθαμένους, τους παρατάγανε και έφευγαν για να φέρουν και άλλους νεκρούς. Εν τω μεταξύ είχαν γεμίσει έως την αυλή νεκροί. Άλλο δεν χωρούσε . Επίσης οι θάλαμοι μύριζαν διότι τα σώματα μέχρι την αναγνώριση άρχισαν να αποσυντίθενται. Δεν μπορούσα να πάρω ανάσα.
Έβγαζα τα προσωπικά τους αντικείμενα από τα ρούχα τους όπως κλειδιά, πορτοφόλια, λεφτά και τους... ετοίμαζα. Έπαιρνα τα αντικείμενα τους και τα έστελνα στους οικείους τους, οι οποίοι περίμεναν τους ήρωες να γυρίσουν... Ποιους ήρωες; Τα κορόιδα, τα νιάτα που έδωσαν το σώμα τους και την ψυχή τους για την πατρίδα... για τα συμφέροντα των άλλων. Οι Μακεδόνες, οι ντόπιοι να είναι στην 1η γραμμή, στο 1ο και στο 2ο σύνταγμα και να σκοτώνονται. Και από την άλλη οι εθνικόφρονες εδώ, στη Φλώρινα, πουλούσαν εθνικοφροσύνη και τους έλεγαν Βουλγάρους και Σέρβους, και τους κορόιδευαν τους γνήσιους, τους ντόπιους, τους Μακεδόνες.
Πολλοί νεκροί δεν είχαν ταυτότητες, ή στοιχεία. Ερχόταν όλοι με στολές ίδιες, επειδή οι Άγγλοι είχαν προηγουμένως ρίξει από τα αεροπλάνα τους πολεμοφόδια και
ρουχισμό και τα παίρναν και του εθνικού στρατού και του δημοκρατικού και έτσι δεν μπορούσες να καταλάβεις τίνος στρατιώτη ήταν το πτώμα (του εθνικού στρατού ή αν ήταν αντάρτης). Για όσους δεν γνωρίζαμε πληροφορίες, τους θάβαμε έτσι .
Ανέβαινα στα δένδρα, -αχ ήμουν πατριώτης- έκοβα κλωνάρια πράσινα και στόλιζα τους νεκρούς μέσα στις κάσες -γινόμουν ένα με τους νεκρούς-, τους έδιδα τον τελευταίο ασπασμό. Το πιστεύεις;
Ένα χρόνο κρέας δεν έβαλα στο στόμα μου, όλα τα κρέατα με μύριζαν ανθρώπινη σάρκα!
Πάνω στους στρατιώτες του δημοκρατικού στρατού δεν βρίσκαμε στοιχεία. Έρχονταν γυμνοί σε εμάς... σε κακό χάλι και δεν μπορούσαμε να τους κάνουμε αναγνώριση. Ε, αυτούς τους έθαβαν στο στρατιωτικό νεκροταφείο αλλά τους βάζαν σε μια γωνία με την δικαιολογία των αγνώστων στοιχείων και όχι μαζί με τους υπόλοιπους στρατιώτες. Βρε παιδί μου στα βουνά πέθαιναν οι περισσότεροι και τους έτρωγαν τα σκυλιά... Αμ πώς; πατριώτες σου λέει...[...] Αλλά τους περισσότερους που έφερναν σε εμάς ήταν του εθνικού στρατού. Τους στρατιώτες του δημοκρατικού στρατού, τους έπαιρνε μπουλντόζα του κράτους και τους αράδιαζε στον ομαδικό τάφο - λάκκο.
Εγώ έκανα, λοιπόν, την αναγνώριση , ως εθελοντής στον ερυθρό σταυρό. Ήμουν, όπως καταλαβαίνεις, ο άνθρωπος ο οποίος έδιδε το τελευταίο στερνό φιλί στους αγωνιστές και στους δεξιούς και στους αριστερούς και έστελνα στις μάνες τους τα προσωπικά τους αντικείμενα ενώ εκείνες περιμέναν τα παιδιά τους. Τι περιμένουν οι μάνες και τι εντέλει θα πάρουν, συλλογιζόμουν κάθε φορά.
Αχ να μην έρθουν ξανά εκείνα τα χρόνια. Δεν υπήρχε εκείνο το αίσχος που ζήσαμε τότε! Δύο αγάλματα έπρεπε να στήσουν στη Φλώρινα: ένα άγαλμα στρατιώτη του εθνικού και ένα του δημοκρατικού στρατού. Να αγκαλιάζονται, να απλώνουν τα χέρια ( διότι εκείνα τι ήταν; παιδαρέλια που τα πήραν από τα παιδομαζώματα και τα έβαζαν να πολεμούν με φρονήματα στην πρώτη γραμμή και έφευγαν από τη ζωή για το τίποτα...για συμφέροντα ανθρώπων ξένων...όπως γίνεται δυστυχώς και σήμερα) και να λένε νοητά << Μην ξανακάνετε τα λάθη μας>>.
[...]Ήταν όμως πολλά και τα εγκλήματα των εθνικόφρονων. Ορισμένοι πετούσαν στα σπίτια προκηρύξεις, επίτηδες, πήγαιναν την επομένη να ελέγξουν και συνελάμβαναν
τα άτομα με ψευδείς κατηγορίες και τους έστελναν στην φυλακή. Επίσης ο ντόπιος Μακεδονικός - ο Ελληνικότατος εδώ λαός- δεν ήξερε να μιλήσει ελληνικά αλλά μιλούσε τα εντόπια, σλαβομακεδονικά. Από πού να τα ξέρουν, τα ελληνικά; Πήγαν σχολείο; Απελευθερωθήκαμε το 1912, πριν το 12 μακελειό γινόταν στη Φλώρινα. Αυτούς λοιπόν τους ανθρώπους τους κατηγορούσαν οι εθνικόφρονες ως δήθεν αριστερούς και τους κακοποιούσαν και τους ανάγκαζαν εμμέσως πλην σαφώς να παν με το μέρος των ανταρτών καθώς σε αυτούς ένιωθαν περισσότερη ασφάλεια.
Επίσης, πολλοί χαφιέδες, μετά τον εμφύλιο, λέγοντας ψέματα και ψευδορκώντας για όσους δεν συμπαθούσαν -ότι δήθεν ήταν αριστεροί-, τους αναγκάσαν να φύγουν στις Ευρωπαϊκές χώρες, για να γλιτώσουν τις φυλακές και τις κακώσεις εις βάρος τους από τους εθνικόφρονες. Υπήρχαν βέβαια και ελάχιστοι Βουλγαρίζοντες, οι οποίοι ήταν βαλτοί και έπαιρναν χρήματα για να δημιουργούν καταστάσεις και να θίγουν απλούς ανθρώπους. Αυτοί δικαίως διώχτηκαν. Επίσης κάποιοι εθνικόφρονες, χρησιμοποιώντας το ψευδές επιχείρημα ότι οι εντόπιοι ήταν αριστεροί επειδή δεν μιλούσαν ελληνικά, αλλά την εντόπια Σλαβομακεδονική διάλεκτο, τους οδηγούσαν σε εκούσια ( ακουσίως) φυγή σε βαλκανικές χώρες γιατί δεν άντεχαν άλλο, αυτή την ταπείνωση και την υποτίμηση.
[...]Μην πας μακριά. Θα σου πω για εμένα... Στη στρατολογία είχα πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων ότι δήθεν εμπνέομαι από ‘’αριστεράς ιδέας’’ (διότι είχα θείο τον στρατηγό Βοριά. Τον οποίο σκότωσαν μέσα στο πολυβολείο, τον σκότωσε ο διμοιρίτης του πολυβολείου, ένας αντάρτης δηλαδή) και εξαιτίας αυτό του πιστοποιητικού ήμουν αποκλεισμένος από την ανάληψη καίριων δημοσίων θέσεων στην καριέρα μου. Κατάλαβες; Μόνο επειδή ήμουν συγγενής με τον Βοριά, ο οποίος στο κάτω – κάτω όπως σου είπα δεν συμμετείχε στο 2ο αντάρτικο και για αυτόν τον λόγο τον ‘’έφαγαν ‘’, μου στέρησαν πολλά από τα όνειρά μου. Όχι μόνο εμένα. Πολύ κόσμο έκαψαν αδίκως με αυτό το αναθεματισμένο, το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, που εν τέλει ήταν ψευδές!>>
 
Η συνέντευξη αναδημοσιεύτηκε   μετά από άδεια του γιου του, Ιωάννη Σεχίδη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου