Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2010

Παπανάστασης Στόικος – Χρήστου ένας φωτισμένος ιερέας από τη Σκοπιά Φλώρινας

Ήταν ένας φλογερός και δυναμικός πατριώτης. Ήταν ο κύριος μοχλός αντίστασης των ελλήνων κατά του εκβουλγαρισμού τα δύσκολα χρόνια που προηγήθηκαν από το μακεδονικό αγώνα, αλλά και κατά τη διάρκειά του μέχρι τη δολοφονία του το 1906.
Γεννήθηκε το 1821 στη Νεβολιάνη (Σκοπιά) και η καταγωγή του πατέρα του ήταν από το Κονοπλάτι της Β. Ηπείρου. Σε νεαρή ηλικία πήγε στην Πόλη και εκεί απέκτησε κάποια θεολογική μόρφωση σπουδάζοντας για ένα μικρό διάστημα. Οι γονείς του πουλούσαν όλο το γάλα και τα άλλα κτηνοτροφικά προϊόντα για να μπορέσουν να τον συντηρήσουν κατά το διάστημα της εκεί παραμονής του. Στην ηλικία των 40 περίπου χρονών έγινε κληρικός και τα τελευταία χρόνια της ζωής του εκτελεί και χρέη αρχιερατικού επιτρόπου της Μητρόπολης Μογλενών. Είχε άλλα τρία αδέρφια και όλοι τους ήταν νοικοκυραίοι και ζούσαν μαζί με τις οικογένειες τους και τη γριά μάνα τους. Γύρω στα 1860 μια ομάδα Τουρκαλβανών γκέκηδων μπαίνει ένα βράδυ στο σπίτι τους και καθώς κατορθώνουν όλοι να ξεφύγουν εκτός από τη μάνα τους, τη βασανίζουν για να τους αποκαλύψει αυτά που ζητούσαν . Από τότε τα αδέρφια χωρίζουν και ο καθένας κάνει το δικό του νοικοκυριό.
Ήταν δραστήριος και με απεριόριστες ποιμαντικές ικανότητες. Ενδιαφερόταν για την τιμή και την αγιοπρέπεια των κατοίκων του χωριού συμβουλεύοντάς τους κατά περίσταση. Τους έλεγε να προσέχουν τη συμπεριφορά και το ντύσιμό τους: “Να ντύνεστε καλά να μη μας πατάνε στην τιμή οι Τούρκοι”. Βοηθούσε στην επίλυση των ατομικών διαφορών μεταξύ των κατοίκων και φρόντιζε ώστε η φορολογία προς τη τουρκική διοίκηση να είναι δίκαιη και ανάλογη με τη δυνατότητα του καθενός. Έχαιρε της ιδιαίτερης εκτίμησης και από το τούρκικο στοιχείο, γιατί οι Τούρκοι αναγνώριζαν ένα σοφό και συνετό ιερέα, ώστε να δέχονται με ευχαρίστηση τα πρόσφορα που τους πρόσφερε και να τον καλούν για ευχέλαιο στα άρρωστα παιδιά τους.
Συνέβαλε στο κτίσιμο του παλιού σχολείου, γιατί πίστευε ότι τα γράμματα είναι απαραίτητα για τους νέους, όταν θα ελευθερωνόταν η πατρίδα. Πολλές φορές αφότου είχε αρχίσει να λειτουργεί το σχολειό έμπαινε μέσα στην τάξη και συνιστούσε στους μαθητές εκτός του ότι έπρεπε να διαβάζουν να είναι και ενάρετοι: " Τα καλά μου τα παιδιά, να διαβάζετε " έλεγε στα ελληνόπουλα. Αρωγός των φτωχών και γενικά των αναξιοπαθούντων βοηθώντας τους με οποιοδήποτε τρόπο. Μοίραζε στάρι και καλαμπόκι και έδινε συνέχεια συμβουλές. Προς το τέλος της ζωής του παρόλο που ήταν πολύ γέροντας συλλειτουργούσε με τον Παπακώστα Σταμπουλή και μετά τη δολοφονία τον Παπακώστα εκτελούσε μόνος του τη θεία λειτουργία και στα κηρύγματά του δε σταματούσε να υπενθυμίζει στους κατοίκους την εθνική τους ταυτότητα και να εμψυχώνει λέγοντας: “ Αυτά τα μέρη θα πάνε με το χωριό, ήταν πάντα Ελληνικά”. Οι βουλγαρίζοντες του χωριού τον φοβούνται για το θάρρος της γνώμης και τη μεγάλη αφοσίωση των πιστών. Οι προσπάθειές τους δεν φέρνουν αποτέλεσμα καθώς όλοι επικαλούνται τo όνομά του, “ Δε φεύγουμε από τον παπά μας , τον Παπαναστάση”. Ήταν λοιπόν μεγάλο εμπόδιο και έπρεπε να φύγει από τη μέση. Ο ίδιος είχε πέσει στην ενέδρα τους αρκετές φορές, αλλά χάρη στην επέμβαση των πιστών κατάφερνε να ξεφύγει. “ Αποφάσισαν να με σκοτώσουν δύσκολα να ξεφύγω” τον άκουσαν οι δικοί του να λέει. Άλλες φορές η πίκρα ξεχείλιζε και στενοχωρημένος ξανάλεγε: “ Εγώ τους έδωσα ψωμί, βοήθεια και αυτοί με κυνηγούν με πέτρες να με σκοτώσουν. Μία φορά ένας κομιτατζής (ίσως και κάτοικος του χωριού), τον επισκέφτηκε στο σπίτι του που ήταν στο ποτάμι. Ο παπάς τον καλοδέχτηκε και καταλαβαίνοντας από προαίσθηση και τον σκοπό της επίσκεψης είπε στο γιό του Γιάννη: “ Αυτός δεν ήρθε για καλό, τράβα όμως να φέρεις ρακί να τον κεράσουμε”. Μέσα στον οντά που κάθονταν ήταν και ο μικρός γιος και μονάκριβος εγγονός του Στογιάννης, αφού πήγε για το ρακί ο Γιάννης, ο κομιτατζής τράβηξε το πιστόλι του και χτύπησε θανάσιμα τον παπά και αμέσως κίνησε να φύγει. Ο Γιάννης τρέχει πρώτα για το μονάκριβό του, βλέποντας ότι είναι καλά και ο παπάς νεκρός, κυνηγάει το δολοφόνο, συμπλέκεται μαζί του στις σκάλες χωρίς να κατορθώσει να τον πιάσει. Έτσι ο φονιάς ξεφεύγει μέσα από το ποτάμι για το βουνό. Στην κηδεία του Παπαναστάση ο κόσμος ήταν τόσος που έφτανε από το σπίτι του μέχρι την εκκλησία. Τόσο αγαπούσε το σπουδαίο παπά που έγινε θρήνος και οδυρμός .

Η θέση του πατριαρχικού ιερέα παραμένει κενή μέχρι το 1908 που αναλαμβάνει ο παπαγιώργης Γροσδάνης ενώ οι εξαρχικοί αλωνίζουν τα δύο αυτά χρόνια πιέζοντας τον παπαθόδωρα Γροσδάνη, αδερφό του παπαγιώργη, να εκτελεί χρέη εξαρχικού ιερέα. Τώρα αφού “καθάρισαν” την κατάσταση όπως σχεδίαζαν τα ξένα κέντρα αποφάσεων, “ το γκόσποντι πομόζι” ήταν ελεύθερο να ακούγεται στις εκκλησίες της Νεβολιάνης. Η βουλγαρική λέσχη ξεπερνά και το άλλο μεγάλο εμπόδιο δείχνοντας πρωτοφανή αγριότητα και το πραγματικό της πρόσωπο.
Το επίθετο του Παπαναστάση ήταν Στόικος, αλλά λέγονταν και Χρήστου από το όνομα του πατέρα του κατά τη συνήθεια της εποχής. Οι απόγονοι του προς τιμή του άλλαξαν επίθετο και ονομάστηκαν Παπαναστασίου. Αυτοί και όλοι όσοι κρατάνε και από κορίτσια του γένους Παπαναστάση συνεχίζουν να τιμούν με την εθνική τους δράση τη μνήμη του προπάππου τους.
Ζ.Λ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου