Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΣΤΑΜΠΟΥΛΗ (Από τη Σκοπιά Φλώρινας)

ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΑΜΠΟΥΛΗΣ
Ξημέρωνε η Κυριακή 18 του Σεπτέμβρη. Δυστυχώς δεν ήταν σαν τις συνηθισμένες μέρες στο χωριό. Ο Παπακώστας το βράδυ στον ύπνο του είδε κακό όνειρο και τον έβαλε σε σκέψεις. Σηκώθηκε και πριν πάει να λειτουργήσει στην εκκλησία αποφάσισε να πάει στο σπίτι της αδερφής του Ευδοκίας Αβραάμ, να την καλημερίσει και να της ειπεί τα καθέκαστα. Αυτή τον ορμήνεψε να μην πάει στην εκκλησία και να ειδοποιήσει τον Παπαναστάση. Ο Παπακώστας όμως σκέφτηκε τους πιστούς του. Αν φοβόταν αυτός τι θα έκαμαν οι άλλοι; Πήρε την απόφασή του και μέριασε το φόβο και τις κακές σκέψεις που τριγυρνούσαν στο μυαλό του. Κίνησε για τη μικρή βυζαντινή εκκλησούλα με βήμα βιαστικό να προφτάσει την καμπάνα που θα χτυπούσε σε λίγο. Στο δρόμο χαιρετιόνταν με τους χωριανούς , που ασπάζονταν το χέρι του. Οι άνθρωποι τότε ήταν ταπεινοί και αγαπούσαν τους παπάδες περισσότερο από σήμερα, αγαπούσαν το θεό, γιατί το σκουλήκι της περηφάνιας και του εγωισμού δεν είχε μπει ακόμα στην καρδιά τους. Εκείνη την ώρα άρχισαν να βαράνε και τύμπανα, γιατί το χωριό είχε γάμο. Ήταν ημέρα χαράς… Σε λίγο έφτασε. Ένα περίεργο συναίσθημα τον κυρίεψε και το μυαλό του πήγε πάλι στο κακό. Τα τύμπανα είχαν σωπάσει και μια περίεργη σιωπή απλώθηκε παντού. Τα πρώτα φθινοπωριάτικα φύλλα είχαν πέσει καταγής και οι σταγόνες της πρωινής δροσιάς που τα ’χε μουσκέψει, λάμπανε σαν μαργαριτάρια. Προχώρησε και κοίταξε ψηλά, έκανε το σταυρό του και έπιασε το χερούλι της πόρτας της ξύλινης, για να ανοίξει. Ξαφνικά ακούγεται ένα “μπαμ” και τα τύμπανα άρχισαν να παίζουν δυνατά λες και ήταν συνεννοημένα. Ποιος ξέρει… Το βόλι του θανάτου τον βρίσκει στο κεφάλι και τον γκρεμίζει. Αμέσως βγαίνει από την εκκλησία ο επίτροπος, τον σηκώνει στα χέρια του και τον ρωτάει:
-Τι έγινε παπά μου; Η απάντηση ήταν:
-Γιατί; και αμέσως ένα “Ααχ” μαζί με τον επιθανάτιο ρόγχο. Ο κομιτατζής κρυμμένος πίσω από το μνήμα τρέχει, σπρώχνει τον επίτροπο μέσα στην εκκλησία, κλειδώνει την πόρτα και γίνεται άφαντος. Αργότερα θα ομολογήσει το έγκλημά του στο εξωτερικό όπου βρισκόταν και θα μιλήσει σε συγχωριανούς για τις τύψεις και το κρίμα που κουβαλούσε.
Το τελευταίο “γιατί” του Παπακώστα θα ανοίξει έναν κύκλο αίματος στο χωριό, που θα κλείσει με το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Απάντηση στο γιατί θα δώσει σίγουρα η ιστορία. Αυτό που είναι σίγουρο, είναι ότι η βία και το αίμα έφεραν το διχασμό και αποκλειστικά υπεύθυνοι είναι αυτοί που άρχισαν πρώτοι.
Ζ.Λ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου