Κυριακή 7 Μαρτίου 2010

H αργυροχρυσοχοΐα στο Νυμφαίο

H περιοχή του Νυμφαίου γνώρισε μεγάλη ακμή άξιοι μάστοροι, τεχνίτες και έμποροι. Κάτοικοι του Μεγάροβου, Τίρναβου και Μηλόβιτσας της περιοχής του Μοναστηρίου, ασχολήθηκαν ιδιαίτερα
με την τέχνη της αργυροχρυσοχοΐας. Σκορπισμένοι στις πύλες της Δ. Μακεδονίας διατήρησαν εργαστήρια αργυροχρυσοχοΐας. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, οι τεχνίτες που έφτιαχναν κοσμήματα ονομάζονταν «κουγιουμτζήδες» αλλά και «χρυσικοί». Συχνά με το κασελάκι τους στον ώμο πήγαιναν στα πανηγύρια και τα παζάρια των χωριών, αναζητώντας πελατεία. Καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της αργυροχρυσοχοΐας έπαιξε n ανάπτυξη του εμπορίου και της ναυτιλίας. Πολλοί τεχνίτες εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο εξωτερικό, συνεχίζοντας εκεί την παραδοσιακή τους τέχνη. Όσοι έμειναν στην Ελλάδα, από νωρίς οργανώθηκαν σε συντεχνίες και επέκτειναν τις δραστηριότητές τους σ’ όλη την Βαλκανική, την Ιταλία, την Αίγυπτο και την
Κωνσταντινούπολη.
Στη Φλώρινα υπήρχαν αρκετοί μόνιμοι και πλανόδιοι χρυσικοί από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και έγιναν περισσότεροι όταν ήρθαν οι πρόσφυγες από το Μοναστήρι και άνοιξαν μικρά μαγαζιά στο κέντρο της πόλης. Πολύ γρήγορα οργάνωσαν πλήρως εξοπλισμένα εργαστήρια και δέχονταν παραγγελίες από το λαό, τα μοναστήρια και τις εκκλησίες. H ποιότητα και n ποσότητα των έργων τους ήταν ανάλογη των οικονομικών παροχών. Απέφευγαν συστηματικά να αναγράφουν την ταυτότητά τους πάνω στα έργα τους, προσπαθώντας έτσι να γλιτώσουν από τη βαρύτατη τούρκικη φορολογία.
Οι πλανόδιοι χρυσικοί άρχιζαν τις περιοδείες τους την άνοιξη από την Πτολεμαΐδα και κατέληγαν στα Γρεβενά. Οι εμποροπανηγύρεις διαρκούσαν 9 μέρες. Μέσα στο κασελάκι τους μετέφεραν εκτός από τα εργαλεία της δουλειάς τους και κρυμμένα πατριωτικά μηνύματα. Γι' αυτή τους τη δραστηριότητα αποκαλούνταν από τη Φιλική Εταιρεία, «Βλάμηδες». Για τη γρήγορη και αρτιότερη εξυπηρέτηση των πελατών τους, είχαν τους βοηθούς τους, τα «τσιράκια». Κάθε τεχνίτης είχε το δικό του καλλιτεχνικό ύφος και τα μυστικά που κληρονομούσε από την οικογένειά του, καθώς διαδεχόταν το γονιό στο επάγγελμα.
Τα εργαλεία τους ήταν το φυσερό με τα κάρβουνα, όπου έλιωναν τα μέταλλα, το μικρό αμόνι, n μέγγενη, διάφορα σφυράκια και τανάλιες, μυτερό καλέμι για σχέδιο, τρυπάνι, χωνιά και καλούπια, μια μικρή χειροκίνητη μηχανή με κυλίνδρους, με την οποία έκαναν το λιωμένο χρυσό και το ασημί σύρμα. Υπήρχαν και τα πανιά και το μπράσο για το γυάλισμα των κοσμημάτων. Αλλά και το γκεζάπι για το καθάρισμα του χρυσού, και το θειάφι για το καθάρισμα των χρυσών νομισμάτων. Ένα ειδικό καμινέτο που το ονόμαζαν Κανδήλα και το χρησιμοποιούσαν στις συγκολλήσεις, καθώς φυσούσαν με το καλαμάκι τη φλόγα της κανδήλας για να βγάλει λεπτή φλόγα που ήταν κατάλληλη για συγκολλήσεις με βόρακα.
Οι πιο γνωστές και συνηθισμένες τεχνικές των χρυσικών ήταν n
«χυτευτή», n «σφυρήλατη», η εγχάρακτη», η «συρματερή» και n «διάτρητη». Στη «χυτευτή» χρησιμοποιούσαν καλούπια από μπρούντζο, κόκκαλα σουπιάς και παντέφτια, ενώ στη «σφυρήλατη» το σκάλισμα γινόταν με ειδικά ατσάλινα καρφιά, τα σπιτσούνια. Στην «εγχάρακτη» χρησιμοποιούσαν ειδικά καλέμια και στα «συρματερά» χρησιμοποιούσαν ασημένιο σύρμα διαφορετικού πάχους, τα οποία κολλούσαν μεταξύ τους με ασημοκόλληση. Μια ιδιόμορφη τεχνική ήταν το «σαβάτι», που αποτελούσε μίξη ασημιού, χαλκού, μολυβιού και κεριού από θειάφι, χτυπημένα σε γουδί. Αυτό που πρόσδιδε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της εργασίας του καθενός ήταν ο τρόπος με τον οποίο αναμείγνυαν τα υλικά. Τις «συνταγές» αυτές τις είχαν γραμμένες στα τεφτέρια τους και τα υλικά τους τα προμηθεύονταν κυρίως από την Ευρώπη. Σπάνια χρησιμοποιούσαν πολύτιμες πέτρες, γιατί ανέβαινε κατακόρυφα n τιμή του έργου. Το σμάλτο το χρησιμοποιούσαν περισσότερο για να τονίσουν χρωματικά κάποια κενά των δημιουργημάτων τους, ενώ συχνή ήταν ή χρήση του χαλκού και του ορείχαλκου. Τον τελευταίο τον ονόμαζαν και «παφόνι» και τα ορειχάλκινα αντικείμενα, «πάφτες». Όταν ήταν έτοιμο το έργο και ψημένο, οι τεχνίτες έβαζαν όλη τους το μεράκι για να το χαράξουν, δημιουργώντας διάφορες παραστάσεις, πραγματικά αριστουργήματα δεξιοτεχνίας. Από τα πιο αγαπημένα μοτίβα ήταν οι παραστάσεις ζώων, οι δικέφαλοι αετοί, τα γεωμετρικά σχήματα κ.ά.
Ορισμένοι τεχνίτες ασχολήθηκαν συστηματικά με τη χάραξη παρασήμων και άλλων σημάτων, όπως ήταν το χρυσό μετάλλιο για την 9n Διεθνή Έκθεση Θεσ/νίκης, κατασκευασμένο από το Μιχάλη Νιέρο.

Ο χρυσός και το ασήμι ήταν τα κύρια υλικά των κοσμημάτων.
Έλιωναν χρυσά και ασημένια νομίσματα για να κάνουν κοσμήματα.

Χρησιμοποιούσαν καλούπια και έφτιαχναν σταυρουδάκια από ασήμι σε ένα σχέδιο Επίσης με το καλούπι έφτιαχναν δαχτυλίδια σε δύο σχέδια. Το ένα ονόμαζαν «πλάκα με μονόγραμμα» και το άλλο το γυναικείο που το ονόμαζαν «καμπούρα με πέτρα». Τα δαχτυλίδια αυτά ήταν οι βέρες των χωρικών. H συνήθεια αυτή των κατοίκων των χωριών να χρησιμοποιούν δαχτυλίδια αντί για βέρες, κράτησε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του "50. Τα «συρματερά» κοσμήματα ήταν δημιουργήματα με σύρμα ασημιού ή χρυσού. Αφού έλιωναν το υλικό, το έριχναν στη χειροκίνητη μηχανή των κυλίνδρων και γινόταν σύρμα. Με χοντρό χρυσό σύρμα έφτιαχναν βέρες για τους κατοίκους της πόλης και με λεπτό σύρ¬μα έφτιαχναν χρυσές αλυσίδες. Επίσης με λεπτό ασημένιο σύρμα έπλεκαν τσαντάκια και πορτοφόλια για της γυναίκες της πόλης, οι οποίες φορούσαν και μενταγιόν με πεντόλιρο και δαχτυλίδια που αντί για πέτρα είχαν μια μικρή χρυσή λίρα. Οι χρυσικοί έφτιαχναν και βραχιόλια από ασήμι ή χρυσό που τα ονόμαζαν «μπιλιζιέ» και «μπελεζία». Οι γυναίκες των χωριών φορούσαν στο στήθος τα «γιορντάνια», τα οποία ήταν φτιαγμένα με πολλές χρυσές λίρες, κολλημένες σε αλυσίδες που κάλυπταν το στήθος. Επίσης τα «φλορίνια» και n «ναπολιόνια» ήταν σειρές μικρών χρυσών λιρών που στόλιζαν τις μαντήλες των γυναικών του χωριού. Αντίθετα οι γυναίκες της πόλης φορούσαν τις χρυσές καρφίτσες στερεωμένες στη σκέπα στο κρόταφο. H πιάστρα στη γραβάτα με τρεις λίρες κολ¬λημένες πάνω στην καρφίτσα, ήταν στολίδι των αντρών της πόλης. Μια φορά το χρόνο όλες οι γυναίκες πλούσιες και φτωχές έδιναν τα κοσμήματά τους στους χρυσικούς για καθάρισμα και γυάλισμα. Αυτοί τα καθάριζαν με θειάφι και τα γυάλιζαν με μπράσο.
Οι κύριες επιδράσεις που παρατηρούμε στην τεχνική της αργυροχρυσοχοΐας προέρχονται από τη βυζαντινή παράδοση και από τα καλλιτεχνικά μηνύματα της Δύσης, Ιταλίας και Κεντρικής Ευρώπης. Οι χρυσικοί της Φλώρινας που έφτιαχναν, σε λιγοστά σχέδια, κοσμήματα από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, υπήρχαν μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του "50. Μετά κυκλοφόρησαν τα εισαγόμενα και βιομηχανοποιημένα κοσμήματα σε διάφορα σχέδια και προσιτές τιμές. Οι χρυσικοί δεν μπόρεσαν να τα συναγωνιστούν και εγκατέλειψαν της τέχνη τους. Έτσι χάθηκε n τέχνη του αργυροχρυσοχόου παραδοσιακών κοσμημάτων. Σήμερα στο Μουσείο του Νυμφαίου υπάρχουν πολλά δείγματα της τέχνης της αργυροχρυσοχοΐας, μάρτυρες της παράδοσης και της δεξιοτεχνίας των χρυσικών της περιοχής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου