Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2018

Εμπρός δια της λόγχης Η μεγάλη εξόρμηση 1912-1913/ Τετάρτη 7 του Νοέμβρη 1912 - Απελευθέρωση της Φλώρινας


Τετάρτη 7 του Νοέμβρη 1912 - Απελευθέρωση της Φλώρινας (Ιστοριογράφημα)
(Διήγηση του Νικόλα)1

Η Ταξιαρχία Ιππικού είχε διαταχθεί στις 17 Οκτωβρίου να μεταβεί στον Γιδά και να έρθει σε επαφή με την 7η Μεραρχία, ώστε από κοινού να απειλούμε τα νώτα των Τούρκων που ήταν στα Γιαννιτσά. Στην συνέχεια, μετά την πτώση των Γιαννιτσών, το πρωί της 24ης Οκτωβρίου, περάσαμε τη γέφυρα που φτιάχτηκε στην Χαλάστρα, ακολουθώντας τους Προσκόπους της 7ης Μεραρχίας και τους Ευζώνους του Κωνσταντινόπουλου. Το βράδυ της 25ης είχαμε πάρει θέσεις κοντά στην 2η Μεραρχία και την 4η που ήταν στον Βαθύλακκο.
Το πρωί της 26ης η Στρατιά ήταν έτοιμη για την ολομέτωπη έφοδο και την βίαιη κατάληψη της Θεσσαλονίκης, αν οι Τούρκοι αντέτασσαν άμυνα. Στην Ταξιαρχία Ιππικού δόθηκε η εντολή να κατευθυνθεί προς την Άσσηρο για να ολοκληρώσει την καταστροφή του εχθρού, αν αυτός υπο-χωρούσε. Φυσικά οι Τούρκοι δεν τόλμησαν να αντιπαρατεθούν στους 100.000 άνδρες και τα 110 κανόνια της Στρατιάς μας. Η Άσσηρος, που τότε λεγόταν Γιουβέσνα, ήταν στον δρόμο των Σερρών και ο ρόλος μας ήταν διπλός: Αφ’ ενός να ολοκληρώσουμε την κύκλωση της Θεσσαλονίκης και να εμποδίσουμε την Τουρκική υποχώρηση, και αφ’ ετέρου να εμποδίσουμε την προώθηση των Σερβοβουλγάρων προς την πόλη. Όχι βέβαια συγκρουόμενοι με αυτούς, αν και ήμασταν έτοιμοι και γι’ αυτό αν χρειαζόταν, αλλά δείχνοντάς τους ότι οι Έλληνες «σύμμαχοί» τους έφτασαν πρώτοι
Μετά τα μεσάνυχτα της 26ης προς 27η Οκτωβρίου, με το που ειδοποιηθήκαμε για την Τουρκική παράδοση, μία Ίλη του 1ου Συντάγματός μας, διατάχθηκε να σπεύσει αμέσως προς την Θεσσαλονίκη. Η τύχη ευνόησε την Ίλη του Ίλαρχου Βερύκιου να έχει αυτή την τιμητική αποστολή. Η Ίλη εισήλθε στην πόλη μέσα στη νύχτα και έφτασε ως την πλατεία Ελευθερίας. Στις 29, τότε που έφτασε στην πόλη και ο Βασιλέας, διαταχθήκαμε κι εμείς να επιστρέψουμε στη Θεσσαλονίκη και από εκεί, το Σύνταγμά μας, το 1ο, να μεταβεί στο Σανδάλι2.
Αναχωρήσαμε από τον Λαγκαδά την 1η Νοεμβρίου. Περάσαμε από την ελεύθερη Θεσσαλονίκη, και την επομένη συνεχίσαμε προς το δρόμο της Έδεσσας. Καθ’ οδόν μάθαμε ότι το Μοναστήρι καταλήφθηκε από τους Σέρβους που αιχμαλώτισαν ολόκληρη τη στρατιά του Τζαβήτ Πασά, δυνάμεως 40.000 ανδρών. Η είδηση της αιχμαλωσίας διαψεύστηκε την επόμενη μέρα και συνεχίσαμε την πορεία προς Φλώρινα. Την 6η Νοεμβρίου διανυκτερεύσαμε στο Γκορνίτσοβο, που είχε καταληφθεί από την 6η Μεραρχία.
Αρχείο Λέσχης Πολιτισμού Φλώρινας


Το πρωί της Τετάρτης 7 Νοεμβρίου συνεχίσαμε προς Φλώρινα. Σαν Εμπροσθοφυλακή, ως «Ανεξάρτητον Ιππικόν Ερεύνης» του Συντάγματος, ορίστηκε η 7η Ίλη, δυνάμεως 160 Ιππέων, με επί κεφαλής τον ίδιο τον Επίλαρχο Ιωάννη Άρτη. Φτάνοντας στα υψώματα της Ρόσνας3 παρατηρήσαμε ότι στο Σταθμό της Φλώρινας στάθμευαν πολλές αμαξοστοιχίες με τις μηχανές «υπ’ ατμόν» και κατεύθυνση προς Μοναστήρι. Ο Επίλαρχος σκέφτηκε ότι αμαξοστοιχίες αυτές θα ήταν πολύτιμο λάφυρο για το Στρατό μας, που αντιμετώπιζε μεγάλες δυσκολίες στις μεταφορές. Γι’ αυτό, άφησε στο πόστο του τον Ίλαρχο και με εμένα και 9 ακόμη Ιππείς, κατεβήκαμε καλπάζοντας στο Σταθμό, που τον καταλάβαμε εύκολα. Από τους υπαλλήλους του Σταθμού μάθαμε ότι Τουρκικός Στρατός κατέβαινε προς τη Φλώρινα. Αφήσαμε τρεις Ιππείς για φρουρά και γυρίσαμε γρήγορα πίσω να συναντήσουμε την υπόλοιπη εμπροσθοφυλακή και να ειδοποιήσουμε το Διοικητή του Συντάγματος, Αντισυνταγματάρχη Ιππικού Κωνσταντίνο Ζαχαρακόπουλο.
Σαν φτάσαμε στο Αρμενοχώρι4 διαπιστώσαμε με έκπληξη ότι όσο λείπαμε, το Σύνταγμα είχε φτάσει πίσω από το χωριό και δεν κουνούσε βήμα από εκεί, ενώ και η εμπροσθοφυλακή ήταν κι αυτή λίγο πιο πέρα. Ο Άρτης ρώτησε τον Ίλαρχο γιατί σταμάτησαν, και αυτός, έδειξε με μια κίνηση της κεφαλής τον δρόμο Φλώρινας Μοναστηρίου, λέγοντας ότι ανέφερε στον Διοικητή του Συντάγματος, την παρουσία και τις κινήσεις του εχθρού, και αυτός με τη σειρά του ανέφερε στο Γενικό Στρατηγείο. Τα πράγματα ήταν σοβαρά. Κατά τους κανονισμούς, ο ρόλος του Ιππικού τελείωνε με την αναφορά που υπέβαλε ο Διοικητής, σύμφωνα με την οποία 70.000 εχθρών με πολλά τηλεβόλα περνούσαν μέσα από την Φλώρινα, έχοντας πιάσει τα υψώματα γύρω από το Πισοδέρι. Οι πληροφορίες βασίζονταν σε χωρικούς της περιοχής. Ο Άρτης ρώτησε τότε τον Ίλαρχο «αυτός ο Στρατός σας έφερεν καμία αντίσταση; σας πυροβόλησε;» και αυτός του απάντησε αρνητικά.
Ο Άρτης ήταν γενναίος και ριψοκίνδυνος. Πήρε την απόφαση «να δοκιμάσει το ηθικό του εχθρού». Και επειδή η επιχείρηση θα ήταν πολύ επικίνδυνη, δεν πήρε μαζί μου όλη την εμπροσθοφυλακή, φοβούμενος παγίδα, αλλά πήρε μόνο τις πρώτες γραμμές των Ιππέων, μεταξύ αυτών κι εμένα, και διέταξε τον Ίλαρχο να ακολουθήσει από κοντά, με τα όπλα έτοιμα, ώστε να μας καλύψουν αν πέσουμε πάνω σε εχθρούς και χρειαστεί να υποχωρήσουμε. Και ξεκινήσαμε «ξιφήρεις», με τον Άρτη μπροστά. Σαν μας βλέπανε ο χωρικοί προσπαθούσαν να μας σταματήσουν:
«Που πάτε, είναι χιλιάδες στρατός Τουρκικός στην πόλη …»
Πλησιάσαμε στην είσοδο της πόλης και μόλις απαντήσαμε τους πρώτους Τούρκους, ο Επίλαρχος τους διέταξε με ύφος σοβαρό «να σταθούν και να καταθέσουν τα όπλα». Και αυτοί το έκαναν με χαρά!!! Αφού άφησαν τα όπλα, τους διέταξε να φύγουν και να πάνε όπου θέλουν … άλλο που δεν ήθελαν … Το ίδιο έγινε και με τους επόμενους που συναντήσαμε και τους μεθεπόμενους … Τότε ο Άρτης με έστειλε με έναν Ιππέα να αναφέρω επειγόντως στο Διοικητή μας τον Ζαχαρακόπουλο ότι «η πόλη της Φλώρινας είναι γεμάτη Τούρκους χωρίς ηθικό» και ότι «θα επιτεθεί για να καταλάβει την πόλη πριν τους Σέρβους που σίγουρα θα εμφανίζονταν από στιγμή σε στιγμή». Και ότι για την επιτυχία της επιχείρησης έχουμε «ανάγκη ενίσχυσης από έναν Ουλαμό» Ο Ζαχαρόπουλος, όχι μόνο αρνήθηκε αλλά μου είπε να του μεταφέρω τη Διαταγή να επιστρέψει με την εμπροσθοφυλακή, θεωρώντας την Φλώρινα χαμένη … Μόλις τα μετέφερα αυτά στον Άρτη, αυτός έφυγε καλπάζοντας να βρει τον Διοικητή. Και ζήτησε από τον επί κεφαλής Αξιωματικό μας, τον Υπίλαρχο Παναγιώτη Νικολαΐδη, να συνεχίσει το έργο του αφοπλισμού. Αλλά λίγο μετά που έφυγε ο Άρτης, ο Υπίλαρχος φοβήθηκε, καθώς οι Τούρκοι ήταν πολλαπλάσιοι από εμάς, και μας πήρε και γυρίσαμε πίσω.
Βρήκαμε τον Άρτη, που δεν είχε πείσει τον Ζαχαρακόπουλο αλλά ούτε είχε σκοπό να αφήσει το παράτολμο σχέδιό του. Μας μάζεψε γύρω του, εμάς τους 15 Ιππείς της κεφαλής, και άρχισε να μιλάει με ενθουσιασμό, ζητώντας τη βοήθειά μας. Πριν πει καθαρά τι είχε στο μυαλό του, τον διέκοψε ο Υπίλαρχος:
«Κύριε Επίλαρχε, μην πονοκεφαλιάζεις γιατί όλοι είμαστε σύμφωνοι με εσένα και μην αργείς … Μπες μπροστά και εμείς κοντά σου, όπου μας πας … Και στη φωτιά θα πέσουμε μαζί σου». Είχε μετανοιώσει που παράκουσε νωρίτερα την εντολή του …
Αλλά ήμασταν πολύ λίγοι, έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε τέχνασμα. Με διέταξε να πάρω μαζί μου δύο Ιππείς, να μπούμε στην πόλη ξιφήρεις και σοβαροί, και να πάμε στον Μητροπολίτη, να του αναγγείλουμε ότι «Αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού τον αναμένουν στην είσοδο της πόλης να τους την παραδώσει». Φύγαμε καλπάζοντας. Αλλά ο Μητροπολίτης, βλέποντας την Τουρκοπλημμύρα μπροστά στη Μητρόπολη, δείλιασε και μου απάντησε να μεταφέρω την παράκλησή του «να αναβληθεί η παράδοση για την επομένη, όταν θα είχαν φύγει οι Τούρκοι, για να μην προκληθεί σύρραξη και σφαγές». Η απάντηση δεν ικανοποίησε τον Άρτη, που θεωρούσε ότι από στιγμή σε στιγμή θα φαινόταν το Σερβικό Ιππικό και θα χάναμε τη Φλώρινα. Έτσι σκέφτηκε μια απάτη. Κάλεσε δύο Υπαξιωματικούς, τον Επιλοχία Δήμο Δήμου που τώρα είναι Υποστράτηγος ε.α. και τον Λοχία Γεώργιο Ριζόπουλο, και τους διέταξε να σπεύσουν ξανά στο Μητροπολίτη και του μεταδώσουν την παράκλησή του, ότι «εάν δεν σπεύσει να εξέλθει θα αναγκασθούμε να φύγουμε με τον Στρατό μας και για ότι συμβεί θα ήταν αυτός ο υπαίτιος».
Πράγματι, η μπλόφα έπιασε, και όπως έλεγε την επόμενη μέρα ο Μητροπολίτης, «όταν από το παράθυρό του είδε τους Στρατιώτες μας ξιφήρεις να διέρχονται σοβαροί μέσω των Τούρκων και αυτούς να παραμερίζουν και να ανοίγουν δρόμο, χαμηλώνοντας τις κάννες των όπλων τους, τότε πήρε θάρρος και μίλησε και στο Μουφτή ο οποίος ακούγοντας ότι Έλληνας Αξιωματικός μας καλούσε να του παραδώσωμε την πόλη είπε “Αμάν” και έπεσε λιπόθυμος και γι’ αυτό αργήσανε …».
Πράγματι, είχαν αργήσει πάνω από ώρα κι εμείς φοβόμασταν μη φανούν οι Σέρβοι. Αλλά η μοίρα της Ελλάδας και της Φλώρινας βοήθησε και τελικά ήλθαν οι θρησκευτικοί αρχηγοί μαζί με άλλα 5 άτομα, χωρίς λευκή σημαία και περνώντας κρυφά από τα σοκάκια5. Και όπως περνούσαν από ένα σοκάκι, βρήκαν ένα παράθυρο ανοικτό και αφαίρεσαν τον λευκό του μπερντέ, και ο γραμματέας της Δημαρχίας τον κρέμασε στο μπαστούνι του ως σύμβολο ειρήνης. Στο μεταξύ, τα νέα για την εμφάνιση Ελληνικού Στρατού κυκλοφόρησαν, και οι κάτοικοι κρύφτηκαν, έχοντας ακούσει για τις σφαγές των Σερβίων.
Όταν λοιπόν ήρθαν οι θρησκευτικοί Αρχηγοί, τους μίλησε ο Άρτης λέγοντας:
«Εν ονόματι του Βασιλέως Γεωργίου του Α΄ καταλαμβάνω την πόλιν της Φλωρίνης μετά της περιοχής αυτής, πάντες δε οι κάτοικοι αυτών έσονται ίσοι απέναντι των Ελληνικών νόμων».
Όπως μας εξομολογήθηκε αργότερα, δεν γνώριζε ότι έπρεπε να κηρύξει και Στρατιωτικό Νόμο … Μετά είπε λίγα λόγια ο Μητροπολίτης, ότι παραδίδει την πόλη και δοξάζει τον Θεό που η Φλώρινα γίνεται Ελληνική και υπόσχεται υποταγή στους Νόμους και τον Βασιλέα, ζητωκραυγάζοντας με τόσο χαμηλή φωνή, που μας έκανε εντύπωση. Και μετά μίλησε ο Μουφτής, έναν εμπνευσμένο λόγο, λέγοντας τα εξής:
«Εμείς οι Τούρκοι ευνοηθήκαμε από τον Κύριο και εδεσπόσαμε του κόσμου όλου. Αλλά παρεκκλίναμε και θελήσαμε να γίνουμε κατακτητές και τύραννοι. Και ο Θεός οργίσθηκε εναντίον μας. Αλλά και πάλι με πολλή επιείκεια μας έκρινε και μας δίνει σε καλά χέρια. Ας είναι ευλογημένον το όνομά Του. Γι’ αυτό δηλώνουμε ότι θα είμαστε οι πιστότεροι υπήκοοι του Βασιλέως Γεωργίου.
Ζήτω ο Βασιλεύς Γεώργιος ο Α΄»6. Ο Μουφτής ήταν απόφοιτος του Γυμνασίου της Λάρισας.
Αφού έγιναν αυτά, ο Άρτης έστειλε αναφορά στον Ζαχαρακόπουλο:
«Η επιχείρησίς μου επέτυχεν και ήδη εξακολουθών την πορείαν μου σπεύδω εις καταδίωξιν του εχθρού προς ολοκλήρωσιν της νίκης μου ευελπιζόμενος ως και εκ της καταστάσεως των οδών την κυρίευσιν του πυροβολικού του και την διασποράν του εχθρού».
Και αμέσως ίππευσε, δίνοντάς μας σήμα να ξεκινήσουμε, αλλά έντρομος του κράτησε τα γκέμια ο Μητροπολίτης:
«Που πας; Είναι χιλιάδες στρατός μέσα».
«Το ξέρω αλλά αυτό αφορά εμένα … Εσείς μεταβείτε στην Μητρόπολη και υψώστε την Ελληνική σημαία» του απάντησε. Και κεντρίζοντας τον ίππο του έφυγε μπροστά μας κι εμείς τον ακολουθήσαμε στην πόλη.
Οι πρώτοι εχθροί που συναντήσαμε ήταν τρεις έφιπποι Αξιωματικοί. Ένας Συνταγματάρχης με τον Υπασπιστή του, τον Διαχειριστή του και τους έφιππους Ιπποκόμους τους. Παραδόθηκαν μάλλον εύκολα, και ο Άρτης διέταξε τον Υπίλαρχο Νικολαΐδη να πάρει 3 Ιππείς και να φυλακίσει τους αιχμαλώτους. Και μετά, αρχίσαμε να αφοπλίζουμε όλους τους ενόπλους που περιφέρονταν, ώστε να μπορούν να βγουν ελεύθερα οι κάτοικοι στην πλατεία και τους δρόμους. Και επειδή ούτε ο Ζαχαρακόπουλος ούτε το Σύνταγμα ερχόντουσαν, ο Άρτης μας διαίρεσε σε δυο ομάδες, λέγοντάς μας να μην κάνουμε χρήση των όπλων μας, παρά μόνον σε εσχάτη ανάγκη, για να μην τρομάξουν οι Τούρκοι και αντιδράσουν άσχημα. Οι δύο ομάδες, με έξι Ιππείς η κάθε μία, προχωρούσαμε αραιά, δεξιά και αριστερά στις άκρες του δρόμου, με τον Άρτη στη μέση, και γυρίζαμε τους δρόμους αφοπλίζοντας και διώχνοντας τους Τούρκους Στρατιώτες.
Αλλά ο Άρτης είχε στο μυαλό του και τα εχθρικά πυροβόλα, και βιαζόταν να τελειώνει με τον αφοπλισμό, ελπίζοντας ότι θα τα προλάβει καθώς θα ερχόντουσαν αργά, λόγω της κακής κατάστασης των δρόμων.
Πλησιάζοντας στη γέφυρα που είναι πάνω από το χωριό Αρμένσκο7, είδαμε πράγματι αρκετά τηλεβόλα και άλλα τροχοφόρα μαζεμένα πριν τη γέφυρα. Πλησιάζοντας, είδαμε ότι οι πυροβολητές έσπρωχναν με τα χέρια τα τηλεβόλα πάνω στη γέφυρα και από κει τα γκρέμιζαν κάτω στη χαράδρα. Είχαν ήδη γκρεμίσει δύο, και μόλις μας είδαν καβάλησαν τα άλογα «ελάσεως» και έφυγαν καλπάζοντας. Δεν τους καταδιώξαμε γιατί πριν κινηθούμε, είδαμε έναν Τούρκο Αξιωματικό που κρατούσε μαστίγιο και κτυπούσε τους Στρατιώτες του. Ο Άρτης του φώναξε να παραδοθεί και εκείνος θυμωμένος του απάντησε Γαλλικά:
«Πουρκουά;»
Και ταυτόχρονα έκανε να βγάλει το περίστροφό του. Αλλά ευτυχώς, η θήκη ήταν κουμπωμένη και πρόλαβε να τον αρπάξει ο Άρτης από το γιακά του επενδύτη του. Και καθώς ήταν πολύ κοντός και λεπτός, τον σήκωσε και τον τίναξε, διατάζοντας τον Ιπποκόμο του να του πάρει το πιστόλι. Ο Τούρκος φώναζε τους Στρατιώτες του να τον βοηθήσουν, λέγοντάς τους να μας ρίξουν, αλλά αυτοί προσπερνούσαν αδιαφορώντας, ενώ ο Άρτης συνέχισε να τον τινάζει και να χτυπάει το πρόσωπό του στην μπροστινή αψίδα της σέλλας, ματώνοντάς τον. Και καθώς ο Ιπποκόμος απέσπασε το περίστροφό του, ο Τούρκος άρχισε να βρίζει:
«Άει σικτίρ … Κεσ’ κε βουλεβού;»
«Τεσλίμ» του απήντησε ο Άρτης …
«Έ… Τεσλίμ, Τεσλίμ, Τεσλίμ» είπε ο Τούρκος. Και έτσι τελικά παραδόθηκε. Σαν τον άφησε ο Επίλαρχος από το γιακά, ήταν τόσο ζαλισμένος που παραπάτησε και τον βάστηξε ο Ιπποκόμος.
Το επεισόδιο αυτό έκοψε την ορμή μας για καταδίωξη, είχε άλλωστε αρχίσει να βραδιάζει. Και ο αιχμάλωτος αυτός ήταν πολύ επικίνδυνος και δεν μπορούσαμε να τον αφήσουμε ελεύθερο, καθώς ο δρόμος ήταν γεμάτος όπλα και οι Τούρκοι μένανε κοντά στα όπλα, περπατώντας πάνω κάτω ή καθισμένοι στις όχθες του Λίγκου ποταμού. Ο Επίλαρχος διέταξε τον Ιπποκόμο του να πάει στην πόλη για να βρει το Σύνταγμα και να ζητήσει από τον Διοικητή να στείλει τάχιστα άντρες να μαζέψουν τα πεταμένα όπλα. Αν πάλι βρει στους δρόμους Έλληνες κατοίκους, να πει σε αυτούς να μαζέψουν τα όπλα.
Αλλά το Σύνταγμα δεν είχε μπει ακόμη στην πόλη. Αντίθετα είχαν φανεί οι πρώτοι Σέρβοι. Ο Άρτης φρόντισε να αφοπλιστεί ο Τουρκικός πληθυσμός της πόλης, καθώς δεν γνώριζε τις προθέσεις τους. Και είναι αλήθεια ότι κινδύνεψε από πέτρα που του ρίξανε από ένα παράθυρο. Ευτυχώς η πέτρα δεν χτύπησε αυτόν αλλά το άλογό του. Το κακόμοιρο κούτσαινε και το άλλαξε με το άλογο του Τούρκου Συνταγματάρχη. Καμιά δεκαριά Ιππείς στάλθηκαν κοντά στη γέφυρα, σαν πρόχειρη προφυλακή και για να φυλάνε τα τηλεβόλα, τα προόλκαια και τα βλητοφόρα. Ήρθανε και πολίτες «οπλοσυλλέκτες» και ο Άρτης τους είπε να μαζέψουν όσο γίνεται περισσότερους Τούρκους και να τους πάνε στην πόλη να τους κλειδώσουν. Με τον αφοπλισμό των κατοίκων μαζεύτηκαν 10.000 όπλα «Μαρτίνι»8 που γέμισαν δύο μεγάλες αποθήκες στον περίβολο της Μητρόπολης.
Μετά τον αφοπλισμό κάλεσε με Κήρυκα εθελοντική επιστράτευση για να ασφαλίσει την πόλη από τυχόν κακοποιούς και να θέσει προφυλακές. Σε μια ώρα μέσα, ήρθαν πάνω από 150 φιλότιμοι και φιλοπάτριδες νέοι. Ο Επίλαρχος τους συνεχάρηκε, λέγοντάς τους ότι ήταν «οι πρώτοι Μακεδόνες Στρατιώτες», τους έβαλε σε γραμμή και τους μίλησε για να αναπτερώσει το φρόνημά τους. Τους δίδαξε μερικές στρατιωτικές κινήσεις και μετά, άλλους έστειλε να περιπολούν στην πόλη και άλλους πήρε στις προφυλακές. Όλοι έκαναν το καθήκον τους ευσυνείδητα.
Και αυτός, με μένα και τον Ιπποκόμο του, πήρε τον αιχμάλωτο και όλοι μαζί βαδίσαμε προς την πόλη. Στο δρόμο ο Τούρκος έλεγε δικαιολογίες για τα χάλια του Στρατού τους: «Ερχόμαστε από το Κουμάνοβο και τα Μπάμπουνα, ύστερα από πενθήμερη σκληρή μάχη, νηστικοί και χωρίς να σταματήσουμε πουθενά …» Ύστερα ρώτησε: «Εσείς δεν είστε Έλληνες;»
Και όταν του είπαμε ότι ήρθαμε από τη Θεσσαλονίκη, ταράχτηκε και φώναξε:
«Ώστε τόσο μας κορόιδευαν; … Εμείς είχαμε Διαταγή να έρθουμε να σας στριμώξουμε ανάμεσα σε μας και το Σώμα Στρατού Θεσσαλονίκης … Και ο Ταχσίν; Που βρίσκεται;»
Και όταν τον βεβαιώσαμε ότι ο Ταχσίν είναι προ πολλού αιχμάλωτος, τον πήραν τα δάκρυα. Σαν φτάσαμε στην πόλη και συναντήσαμε τους άλλους αιχμαλώτους, το πρώτο που τους είπε ήταν ότι η Θεσσαλονίκη είναι Ελληνική και ο Ταχσίν αιχμάλωτος. Όλοι ταράχτηκαν και το δέχονταν με πολλή δυσπιστία. Τους είχαν γεμίσει στα ψέματα τόσον καιρό οι δικοί τους …
Στην πόλη ψάξαμε το Σύνταγμα και μάθαμε ότι ο Διοικητής μαζί με τους Αξιωματικούς του Συντάγματος ήταν στην Μητρόπολη, αδιαφορώντας για όσα είχαν γίνει. Ο Άρτης τότε εκνευρίστηκε και αποφάσισε να στείλει αναφορά απ’ ευθείας στο Γενικό Στρατηγείο, παραμερίζοντας τον Διοικητή, ως «μη αναμιχθέντα καθόλου». Η Αναφορά, που την παρέδωσα εγώ ο ίδιος στο Διάδοχο, έλεγε τα εξής:
«Ώρα 5 μ.μ.
Προ μίας ώρας κατέλαβον επισήμως πόλιν και περίχωρα Φλωρίνης συνέλαβον χιλιάδας αιχμαλώτων, Αξιωματικούς και Οπλίτας, εκυρίευσα τηλεβόλα πολλά του εχθρού, διεσκόρπισα χιλιάδας εχθρών. Έχω ανάγκην επείγουσαν ενισχύσεώς μου δια μίας Διλοχίας, όπως εγκαταστήσω προφυλακάς και εξασφαλίσω το έργον μου.
Εχθρός κατέχει υψώματα Πισοδερίου όπερ εκ των πολλών πυρών παρουσιάζει πελωρίαν Μαρκίζαν. Διατάξατε
Επίλαρχος Άρτης»
Η χαρά του Διαδόχου σαν διάβασε την αναφορά, ξεπερνούσε κάθε όριο. Κρατώντας την στο χέρι, φώναζε συνεχώς «Μπράβο Άρτη, μπράβο Άρτη». Ο Επιτελάρχης Δούσμανης σαν έμαθε ότι «ο Άρτης κατέλαβε την Φλώρινα» δήλωσε με απορία:
«Πως την κατέλαβεν ο Άρτης και όχι ο Ζαχαρακόπουλος;»
Ο Διάδοχος του έδωσε την αναφορά, όπου υπήρχαν και οι φράσεις περί Πισοδερίου, που σήμαναν συναγερμό στον Διάδοχο. Και είπε στον Δούσμανη:
«Φαίνεται ότι πρόκειται περί μπραβούρας9»
Και γυρίζοντας προς τον παριστάμενο Υπίλαρχο Στάικο τον διέταξε:
«Στάικο τρέξε αμέσως, σκάσε το άλογό σου, και όποια μονάδα συναντήσεις στη Φλώρινα, διάταξε να σταλεί αμέσως στον Άρτη μια Διλοχία και να επιβλέψεις ο ίδιος την ταχείαν εκτέλεση.»

Ο Δούσμανης πρότεινε να διαταχθεί η 4η Μεραρχία που ήταν καθ’ οδόν. Αλλά ο Διάδοχος το απέρριψε:
«Θα βραδύνει, μία Διλοχία ζητείται, να του δοθεί … Τρέξε».
Ο Στάικος πήρε μαζί του εμένα και τρέξαμε πράγματι και συναντήσαμε το 8ο Σύνταγμα του Καμπάνη, στον οποίο δώσαμε τη Διαταγή.
«Μόλις έφθασαν και ακόμη δεν τους διανεμήθηκε ο άρτος. Να διανεμηθεί ο άρτος και να πάμε όλο το Σύνταγμα» είπε ο Καμπάνης.
«Να αναχωρήσει αμέσως η Διλοχία και να αρτοδοτηθεί στη Φλώρινα» απάντησε ο Στάικος. Και έτσι έγινε.
Η Διλοχία έφτασε στη Φλώρινα την 12.30 τη νύχτα και μαζί με τον Διλοχιάρχη Λοχαγό Αντώνιο Πραντούνα ειδοποιήσαμε να ετοιμάσουν αμέσως άρτο τον οποίο μοιράσαμε στις προφυλακές στις 3 μετά τα μεσάνυχτα. Σαν ήρθε η Διλοχία, ο Άρτης απάλλαξε τους εθελοντές από τα καθήκοντά τους, λέγοντας να κρατήσουν τα όπλα τους «εις ανάμνησιν». Ο Καμπάνης έφτασε κι αυτός την άλλη μέρα στις 9 το πρωί και μέχρι να του παραδώσουμε τους αιχμαλώτους, τα τηλεβόλα, τα όπλα και την πόλη, καθυστερήσαμε να ξεκινήσουμε για την Καστοριά και χάσαμε μια μέρα. Θα πρέπει να προσθέσω ότι όλη την νύχτα της 7ης Νοεμβρίου ο Άρτης ήταν πολύ ανήσυχος, καθώς οι Τούρκοι ήταν στο Πισοδέρι και ο αιχμάλωτος Αξιωματικός του είχε πει ότι ερχόντουσαν για να δώσουν μάχη. Αλλά και ο Διάδοχος ανησυχούσε, γι’ αυτό έστειλε ταχύτατα τη Διλοχία που ζητήθηκε. Κατάλαβε τον σκοπό για τον οποίο του έγραφε ο Άρτης περί «πελωρίας Μαρκίζας». Πάντως, το γεγονός ότι οι Τούρκοι πετούσαν τα τηλεβόλα τους από τη γέφυρα στο Αρμένσκο, σήμαινε ότι δεν σκόπευαν να δώσουν μάχη.
Λίγα λόγια για τον Διοικητή μας τον Αντισυνταγματάρχη Ζαχαρακόπουλο. Η συμπεριφορά του μέχρι τη στιγμή της κατάληψης της Φλώρινας υπήρξε σύμφωνη προς τους κανόνες του «Ιππικού Ερεύνης». Ανέφερε την ανακάλυψη της δύναμης και των υπόπτων προθέσεων του εχθρού. Και ανέμενε διαταγές του Γενικού Στρατηγείου. Αλλά από τη στιγμή που καταλήφθηκε η Φλώρινα, και αφού του ανέφερε ο Άρτης ότι «η πόλις κατελήφθη και σπεύδω προς καταδίωξιν και διασκόρπισιν του εχθρού», έπρεπε να επανέλθει στον προορισμό του και έπρεπε να ακολουθήσει την εμπροσθοφυλακή, σύμφωνα με τον κανονισμό και τον προορισμό του Ιππικού. Αλλά αυτός θεώρησε τον Άρτη ως ανυπάκουο και εξακολούθησε να μένει πίσω από το Αρμενοχώρι, μέχρις ότου φάνηκε το Σερβικό Ιππικό και διαλυόταν πλέον η Τουρκική Στρατιά. Τότε, αποφάσισε να βγει από την κρυψώνα του και να βαδίσει προς την Φλώρινα. Ένας Σέρβος Ίλαρχος τον σταμάτησε στο δρόμο λέγοντας «εμείς καταδιώκουμε και εμείς θα μπούμε πρώτοι». Ο Διοικητής του δήλωσε ότι προ πολλού βρίσκεται μέσα στη Φλώρινα ο Ελληνικός Στρατός. Ο Σέρβος δεν πείσθηκε, καθώς δεν έβλεπε Ελληνικές σημαίες και πρότεινε να σταματήσουν και οι δύο και να στείλουν πρόσκληση στον Μητροπολίτη και τον Μουφτή, να έρθουν να παραδώσουν την πόλη. Και οι δύο θρησκευτικοί αρχηγοί ήταν εκείνη την ώρα στο Ναό του Αγίου Γεωργίου και απάντησαν ότι «την πόλιν της Φλωρίνης προ πολλής ώρας παρεδώσαμεν και ευρίσκεται ήδη υπό την διοίκησιν του Ελληνικού Στρατού». Τότε ο Σέρβος πείσθηκε και είπε:
«Ως σύμμαχός σας θα εισέλθω κι εγώ»
«Βεβαίως, θα σας φιλοξενήσωμεν» του απάντησε ο Διοικητής, όπως μας τα διηγήθηκε αργότερα ο Μητροπολίτης Πολύκαρπος.
Αλλά η αδράνεια του Διοικητή προκάλεσε και άλλο σοβαρότερο επεισόδιο: Μετά τη συνάντηση με τους θρησκευτικούς αρχηγούς, ο Διοικητής δεν εισήλθε πρώτος και αμέσως στην πόλη, αλλά έμεινε έξω, αφήνοντας τον Σέρβο Ίλαρχο να εισέλθει. Αυτός, δεν συνάντησε Ελληνικό Στρατό, αφού και εμείς είχαμε πάει στη γέφυρα, ούτε σημαίες, και υποψιάστηκε απάτη. Πήγε λοιπόν στο Τηλεγραφείο και ανέφερε στους  προϊσταμένους του ότι «κατέλαβε την Φλώρινα» και έτσι οι Σέρβοι θεωρούσαν την Φλώρινα Σερβική. Ο δε    Πρίγκηπος Αρσένιος δεν ήλθε με την Μεραρχία του για να μας προσφέρει βοήθεια αλλά με σκοπό να εγκατασταθεί στην Φλώρινα. Πλην όμως, σαν έφτασε, τον υποδέχτηκε ο ίδιος ο Διάδοχος και όλα τα σπίτια είχαν Ελληνικές σημαίες και ούτε μία Σερβική. Και θεωρήθηκε ότι έγινε κάποια παρεξήγηση και έτσι εισήλθε με το πρόσχημα του «συμμάχου κράτους» και στην πρώτη ευκαιρία, παρεκάλεσε τον Κωνσταντίνο να διορίσουν από κοινού μία Επιτροπή που να καθορίσει προχείρως τα σύνορα. Μέσα σε ελάχιστες μέρες ορίστηκε η Επιτροπή και Πρόεδρος από Ελληνικής πλευράς διορίστηκε ο Συνταγματάρχης Γεώργιος Χατζηανέστης και μέλος ο Ταγματάρχης Πεζικού Γεώργιος Νικολαΐδης. Και στην πρώτη συνάντηση ο Χατζηανέστης πρότεινε τα εξής:
«Τα σύνορα αυτά θα είναι προσωρινά και προτείνω για να τελειώνουμε να λάβουμε τη εξής απόφαση: Η Φλώρινα είναι ελληνική, το Μοναστήρι Σερβικό, να φέρωμεν μίαν γραμμήν εις το μέσον των δύο πόλεων».
Οι Σέρβοι διαμαρτυρήθηκαν ότι η Φλώρινα ήταν Σερβική. Και την παρεξήγηση αυτή ευτυχώς έσωσε η επίσημη κατάληψη της Φλώρινας. Διακόπηκε η συζήτηση και κλήθηκαν οι θρησκευτικοί αρχηγοί και οι πρόκριτοι, Τούρκοι και Βούλγαροι, οι οποίοι βεβαίωσαν ότι πολλή ώραν προτού εμφανισθεί το Σερβικό Ιππικό, η πόλη είχε καταληφθεί από τον Ελληνικό Στρατό και έτσι έληξε το θέμα10.
1 Πηγή: Επιστολή του Ιωάννη Άρτη που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα της Φλωρίνης «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΩΝΗ» το 1954 σε έντεκα συνέχειες και αναδημοσιεύθηκε από την εφημερίδα «ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΗΣ», φύλλο 2162/4-11-2005.
Το κείμενο είναι επιστολή - απάντηση του ε.α. τότε Στρατηγού Ιωάννη Άρτη στα όσα είχε γράψει σχετικά με την απελευθέρωση της Φλώρινας ο πρώτος Δήμαρχος Φλώρινας Τέγος Σαπουντζής στο εκδοθέν εκείνο το έτος «Λεύκωμα Φλωρίνης». Συγχρόνως, απαντά και στον Γεώργιο Μόδη για όσα είχε πει σε λόγο που εκφώνησε το 1953.
2 (πρώην Σεντέλ, χωριό στο δρόμο Θεσσαλονίκης Έδεσσας, δυτικά της Καλλίπολης)
3 (Σιταριά, ανατολικά της Φλώρινας)
4 (χωριό λίγο έξω από τη Φλώρινα)
5 (και όχι συνοδευόμενοι από όχλο με σημαίες και θούρια και ψαλμωδίες «Χριστός ανέστη», όπως λέει ο κ. Σαπουντζής, γράφει ο Άρτης, τονίζοντας ότι ο Σαπουντζής δεν ήταν ένας από τους 5 συνοδούς και κατηγορώντας τον ότι φάνηκε την επόμενη μέρα, εν αναμονή της αφίξεως του Διαδόχου)
6 Στο ίδιο πνεύμα μίλησε και ο Ραβίνος, εκ μέρους των λίγων Εβραίων της Φλώρινας. Ο σχισματικός παπάς δεν παραβρέθηκε στην παράδοση της πόλης. Μετά τις προσφωνήσεις όλοι μαζί διέσχισαν την πόλη και κατέληξαν στην Μητρόπολη, όπου και υψώθηκε η Ελληνική σημαία.
7 (σημερινά Άλωνα)
8 (παλαιά μονόσφαιρα, αντίστοιχα του «γκρα»)
9 (μπραβούρα: δεξιοτεχνική και γενναία εκτέλεση)
10 «Ελπίζω, αξιότιμε κ. Σαπουντζή, ότι το ανωτέρω επεισόδιον να σας είναι γνωστόν και σας διέφυγε της μνήμης να το δημοσιεύσετε εις το δημοσίευμά σας. Εις εμέ το δεύτερον επεισόδιον μου το εγνώρισεν ο τότε ταγματάρχης Γ. Νικολαΐδης, που ήτο μέλος της επιτροπής.» αναφέρει στο άρθρο του σκωπτικά ο Άρτης … Αλλά τι είχε γράψει ο Τέγος Σαπουντζής; Για την πλήρη ενημέρωση των αναγνωστών, μεταφέρω τα βασικά σημεία της διήγησής του: «Η Φλώρινα και τα περίχωρά της ήταν ανάστατα. Ο χριστιανικός πληθυσμός διέτρεχε κινδύνους να υποστεί βιαιοπραγίες όχι μόνο από τις ορδές των Γκέγκηδων Τουρκαλβανών, που είχαν κάνει την επικίνδυνη εμφάνισή τους, αλλά και από τους υποχωρούντας Τούρκους στρατιώτες. Ακόμη κινδύνευαν κι από τους αλλόφρονες Τούρκους των Καϊλαρίων, οι οποίοι μόλις άρχισε η νέα επίθεση και προέλαση της 6ης Μεραρχίας, εγκατέλειψαν τα Καϊλάρια και τα γύρω χωριά και σε θλιβερές μεν αλλά ανά πάσα στιγμή επικίνδυνες φάλαγγες, με τις βοϊδάμαξες και τα κοπάδια τους κατέκλυζαν την Φλώρινα, σαν πρώτο σταθμό, με κατεύθυνση την Κορυτσά. Ευτυχώς, όμως, δεν σημειώθηκαν αξιόλογα επεισόδια, χάρις στους νουνεχείς Τούρκους άρχοντες της Φλώρινας. Εν όψει όλων αυτών των γεγονότων είχε γίνει πια σε όλους αντιληπτό ότι το τέλος της Τουρκικής κυριαρχίας είχε φθάσει. Φυσικά αυτό δεν διέφυγε από την προσοχή των Τούρκων αρχόντων της Φλώρινας. Οι οποίοι για να προλάβουν δυσάρεστα ενδεχόμενα σε βάρος τους και των πολυπληθών Τούρκων της πόλης – υπολογίζονταν τότε σε 6.500, έναντι 3.000 Ελλήνων – αλλά και γιατί ήθελαν να παραδοθεί η Φλώρινα στους προελαύνοντες Έλληνες, από τους οποίους, όπως έλεγαν, την είχαν πάρει. Έτσι στις 6 Νοεμβρίου 1912 το πρωί, οι Μωαμεθανοί προεστοί της πόλης, συνήλθαν σε κοινή σύσκεψη στον Τεκέ, που βρίσκονταν, όπου είναι σήμερα το κτίριο της Τραπέζης της Ελλάδος, για να συζητήσουν και αποφασίσουν τι θα πράξουν, εν όψει των επερχόμενων ραγδαίων πολεμικών γεγονότων. Τα γεγονότα τους πίεζαν. Έτσι δεν άργησαν να συμφωνήσουν ότι πρέπει να καλέσουν στην σύσκεψη τον Μητροπολίτη Πολύκαρπο και μερικούς έλληνες προκρίτους. Έστειλαν, λοιπόν, αντιπροσωπεία από τους Χατζή Τζοφέρ Χαφίζ και Κιουτσούφ Αμέτ Αγά στον Μητροπολίτη. Οι απεσταλμένοι ανεχώρησαν αμέσως για την Μητρόπολη. Συνάντησαν τον Μητροπολίτη κι ύστερα από εδαφιαίους τεμενάδες, του εζήτησαν να πάει στον Τεκέ, όπου ήσαν μαζεμένοι ο Μουφτής, οι Μπέηδες και οι Αγάδες, ογδόντα τον αριθμό και τον περίμεναν. Ο Πολύκαρπος αρχικά φάνηκε διστακτικός. Μα ύστερα από την επιμονή των δύο απεσταλμένων δέχθηκε. Πήρε μαζί του τον Τέγο Σαπουντζή και τον γιατρό Μενέλαο Βαλάση και πήγαν στον Τεκέ. Μέσα σε τέτοια ατμόσφαιρα ο Μουφτής Μεχμέτ Χουλουσή εφέντης, ενημέρωσε αμέσως τον Μητροπολίτη και του είπε ξεκάθαρα ότι ήθελαν να παραδώσουν την Φλώρινα στους Έλληνες και να γίνουν για τον σκοπό αυτό οι σχετικές ενέργειες. Χωρίς καμμιά χρονοτριβή αποφασίστηκε η αποστολή επιτροπής στον στρατηγό Γεννάδη, που βρισκόταν στο Αμύνταιο. Την επιτροπή απετέλεσαν ο Έλληνας Αρχιμανδρίτης Παπαθανάσης, ο σχισματικός παπάς Παπαναστάσης, ο γιατρός Μενέλαος Βαλάσης και ο Τούρκος εμπορευόμενος Μεχμέτ Ζαϊνέλ. Η συμμετοχή του σχισματικού παπά στην επιτροπή είχε την έννοια, κατά τον Μητροπολίτη Πολύκαρπο, της αποδοχής και εκ μέρους των σχισματικών, της καταλήψεως της Φλώρινας από τον Ελληνικό Στρατό. Η Επιτροπή εφοδιάστηκε, κατ’ αίτηση των Τούρκων, για το εγκυρότερο της αποστολής της και με την κατωτέρω σύντομη επιστολή του Μητροπολίτη Πολύκαρπου: «Κύριε Διοικητά των Ελληνικών στρατευμάτων, σας γνωστοποιώ ότι οι φίλοι και σύμμαχοι Σέρβοι κατέλαβαν το Μοναστήρι και προχωρούν προς την Φλώριναν. Οι Τούρκοι της Φλωρίνης παρακαλούν να σπεύση ο Ελληνικός στρατός να καταλάβη την πόλιν μετά των συμμάχων Σέρβων και δεν θα φέρουν ουδεμίαν αντίστασιν, ούτε τον υποχωρούντα Τουρκικόν στρατόν θα αφήσουν να αντισταθή». Η επιτροπή, με οδηγό τον Νικόλαο Έξαρχο, ανεχώρησε αμέσως για το Αμύνταιο. Το μήνυμα του Μητροπολίτη παραδόθηκε στον στρατηγό Γεννάδη, ο οποίος το μεταβίβασε με οπτικό τηλέγραφο στον Αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο, που βρίσκονταν στην Άρνισσα, απ’ όπου διατάχθηκε, η επίσπευση της απελευθερώσεως της Φλώρινας.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου