Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2013

Κάτω Κλειναί (Κάτω Κλέστινα)



 Οχτακόσια πάνω κάτω μέτρα ανατολικά από τις ΄Ανω Κλεινές και δεξιά του δρόμου που τραβάει για το σημερινό φυλάκιο της Αγίας Παρασκευής και συνδέει τη Φλώρινα με το Ελληνικό, αλλά υπόδουλο Μοναστήρι, βρίσκεται το χωριό Κάτω Κλειναί.
Το χωριό αυτό απέχει από τη Φλώρινα 8 περίπου χλμ. από τα δε Ελληνοσερβικά σύνορα 4 χλμ. και έχει απέναντί του τα υψώματα της Μπρεσδοβίτσας ύψους 900μ. και κάστρου του Παρορίου ύψους 750μ.
Και το χωριό αυτό και οι Άνω Κλεινές, που παραπάνω αναφέραμε και που λεγότανε κάποτε Άνω Κλέστινα και Κάτω Κλέστινα, πήραν τόσο το τωρινό όνομά τους όσο και το παλιό, από κάποιο σπουδαίο ιστορικό γεγονός που έγινε στον τόπο αυτό και τον έκαμε ζηλευτό και ξακουστό.Το γεγονός αυτό η παράδοση το φέρνει ως εξής :
Στην κορυφή του βουνού του Παρορίου και κάτω από τη νότια πλευρά του, που στρέφεται προς τα δύο χωριά Άνω και Κάτω Κλεινές, υπήρχε κάστρο που δέσποζε σε όλη την περιφέρεια.
Στην πλαγιά του βουνού αυτού υπήρχε αξιόλογη πόλη που έπιανε όλη την κοιλάδα, από τους μύλους του Δράγια, που βρίσκονται δυτικά, ως την τοποθεσία Βοδενιτσίστε ανατολικά κ.λ.π. Την πόλη αυτήν προέβαλαν ξαφνικά βάρβαροι λαοί, πιθανώς Σλαύοι, που ήρθαν από το Βορρά και οι κάτοικοι κατέφυγαν στο κάστρο της.
Αφού όμως πολέμησαν αρκετά έκαμαν έφοδο και έδιωξαν τους βαρβάρους ως την Καλλινίκη, όπου τους κατετρόπωσαν. Νικημένοι οι βάρβαροι έφευγαν προς Βορρά, αλλά πάλι οι κάτοικοι της ηρωικής πόλεως τους πρόφθασαν στο χωριό που σήμερα λέγεται Νίκη και τους διέλυσαν τελείως. Έτσι σώθηκε η πόλη και δοξάστηκε ο τόπος. Το κατόρθωμα αυτό, που στην αρχαία γλώσσα μας λέγεται κλέος, οφείλεται στην τέχνη και ανδρεία κάποιου. Γι’ αυτό ο τόπος ονομάσθηκε Κλέος-τινί ή Κλέστινα, τώρα δε Κλεινές δηλαδή δοξασμένες. Για τους παραπάνω λόγους πήρε και το χωριό που πρωτονίκησαν αυτοί το όνομα Καλλινίκη και Νίκη το άλλο όπου τελειωτικά νικήθηκαν οι επιδρομείς.Τα ερείπια του κάστρο αυτού σώζονται ακόμα και σήμερα, φαίνεται δε ότι χτίσθηκε επί Βυζαντινής εποχής.
Επίσης υπάρχουν ακόμα ερείπια της πόλεως όπως γκρεμισμένα σπίτια, φούρνοι, μαγαζιά, εκκλησίες και νεκροταφεία. Πολλά από τα ερείπια της παλιάς εκείνης πόλης βρίσκει κανείς σήμερα στην κεντρική πλατεία του χωριού, όπου υπάρχει μια κούφια και γηραλαία μουριά και γύρω από αυτήν πλάκες νεκροταφείου, στο μέρος όπου βρίσκεται σήμερα το Ηρώο της κοινότητας και στις τοποθεσίες Τόπιλα, Κλένικα, Μέρτζο κ.λ.π
Εκτός από τα παραπάνω βρέθηκε προ διετίας στη θέση Απιδιά, που βρίσκεται προς την κατεύθυνση Καλλινίκης και σε απόσταση 3 χλμ. από αυτήν τάφος σκεπασμένος με πλάκα και μέσα σ’ αυτόν θυμιατήρι.
Οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού αυτού όπως και των άλλων χωριών ήταν Έλληνες και μάλιστα χριστιανοί. Επειδή όμως ταχτικά προσεβάλλονταν και ενοχλούνταν από τους Τούρκους και τους άλλους κακοποιούς, ζήτησαν από την Τουρκική Κυβέρνηση, Τούρκους αγροφύλακες για να τους προστατεύουν από τους ληστές και τους άλλους.
Έστειλε η Τουρκική Κυβέρνηση αγροφύλακες αλλά αυτοί κουβάλησαν μαζί τους φίλους και συγγενείς κι εγκαταστάθηκαν στο χωριό μόνιμα.
Δυστυχώς έπειτα με διάφορες προφάσεις άρπαξαν και τα κτήματα των κατοίκων κι έγιναν αυτοί μπέηδες, οι δε χριστιανοί ραγιάδες.Από την παραπάνω αιτία και επειδή σχεδόν όλοι οι Τούρκοι οπλοφορούσαν, ταχτικά γινόταν πολλές φασαρίες σαν τις παρακάτω:
Το 1899, όταν ο συνταξιούχος δάσκαλος Ρακοβαλής Χρήστος ήταν μαθητής στο Γυμνάσιο Μοναστηρίου, ήρθε στο χωριό του να γιορτάσει τα Χριστούγεννα με ένα φίλο του, την παραμονή και πριν ακόμα φέξει βγήκε μαζί μ’ αυτόν στην πλατεία όπου τα άλλα παιδιά είχαν ανάψει μια μεγάλη φωτιά και τραγουδούσαν τα κάλαντα, «Καλήν ημέρα άρχοντες κ.λ.π. και κάλαντα, κάλαντα γιαγιά κ.λ.π.» προτού όμως φέξει κι ενώ ήταν συμμαζεμένοι γύρω από τη φωτιά, ο Τούρκος Χουσεϊν Αχμέτ έριξε τρεις πυροβολισμούς επάνω στο σωρό και τραυμάτισε τον Παυλίδη.
Ο ίδιος Τούρκος πολλές φορές έδειρε στην πλατεία τους Ηλία Μήρτση και τρεις άλλους χωρικούς.
Το 1902 και κατά το τέλος Αυγούστου ο Πέτκος Γκότσε από την Κλαδορράχη, βοηθούμενος και από ένα λιποτάκτη Τούρκο από τις Άνω Κλεινές, σκότωσε έξω από το σπίτι του το Στέφανο Νίκλη.
Δυο επίσης Τούρκοι σκότωσαν τον Σαλή Κισσαβέλη. Και στο χωριό αυτό όπως και στα άλλα, από το 1903 και δώθε άρχισε η βουλγαρική προπαγάνδα να φροντίζει να πάρει με το μέρος της, δίνοντας πολλές φορές άφθονα χρήματα, τους κατοίκους του.
Κανείς όμως δε γελάστηκε! Γι’ αυτό το 1906 στο δάσος Κλαδορράχης οι κομιτατζήδες σκότωσαν τους: Θεμέλκο Ναούμ, Ρακοβαλή Νικόλαο, Στώιτση Γεώργιο, Γκέκα Ιωάννη και Γκέκα Δημήτριο.
Αργότερα όταν έφτασαν τα ελληνικά αντάρτικα σώματα του Βάρδα, του Καραβίτη, του Μπολάνη, του Δοξογιάννη κ.λ.π. τιμώρησαν τους κατοίκους της Κλαδορράχης φονεύοντας 19 από αυτούς.
Συνεργάτες των ανταρτών ήταν τότε ο παπάς του χωριού Οικονόμος Παπακωνσταντίνου και ο δημοδιδάσκαλος Χρήστος Ρακοβαλής, ο πατέρας του Δημήτριος Ρακοβαλής, ο Τάγκας Τράικος, ο Τάγκας Σωτήριος και άλλοι.
Το 1908, όταν έγινε το Τουρκικό Σύνταγμα, έγινε και η απογραφή του χωριού και βρέθηκαν 580 κάτοικοι, από αυτούς 325 ήταν Έλληνες χριστιανοί και 255 Τούρκοι.
Σχολείο ελληνικό λειτουργούσε από πολύ παλιά στο χωριό, λειτουργούσε όμως και τουρκικό μέχρι το 1912.Η εκκλησία του χωριού «Γέννησις της Θεοτόκου» χτίσθηκε το 1820, στην είσοδο της εκκλησίας είναι γραμμένο το εξής:
«Όσοι ράθυμοι και βέβηλοι τη καρδία μηδόλως εισελθείν εν τω Θείω και ιερώ τούτω κατοικητηρίω, ο γαρ πάλαι φύλαξ του παραδείσου, νυν της νέας ταύτης Εδέμ, προσετάχθην και τώδε τω τεταμένω ξίφει τας ψυχάς πάντων ανηλεώς αφαιρώ».
Στο υπόστεγο υπήρχαν και πλάκες μαρμάρινες με σώματα Θεών. Μια από αυτές διατηρήθηκε μέχρι το 1912, είχε μήκος ένα μέτρο και πλάτος 0,80 του μέτρου και πάνω ήταν σκαλισμένη πενταμελής οικογένεια. Κάτω από την οικογένεια υπήρχαν κεφαλαία ελληνικά γράμματα, που λέγαν «Δώρον Δωροθέω κ.λ.π.». Δυστυχώς τα περισσότερα ήσαν κατεστραμμένα. Η πλάκα αυτή μετά το 1912 πάρθηκε από κάποιον και μεταφέρθηκε στη Φλώρινα, αλλά κανείς δε γνωρίζει πού.
Εκτός όμως από αυτά Β. της εκκλησίας του χωριού και σε απόσταση 100μ. περίπου βρέθηκε στο χωράφι του Δήμου Θεμέλκου πήλινο δοχείο χωρητικότητας μισής οκάς γεμάτο με διάφορα ελληνικά νομίσματα της εποχής του Μ. Αλέξανδρου.
Από αυτά σώζονται μέχρι σήμερα μερικά. Επίσης βρέθηκαν γύρω από το χωριό πιθάρια(κιούπια) χωρητικότητας 150-200 οκάδες καθώς και επιτύμβιες πλάκες με ελληνικά γράμματα οι οποίες μαρτυρούν ότι ο τόπος αυτός ήταν ελληνικός από αρχαιοτάτων χρόνων.
Και στα γράμματα οι Κάτω Κλεινές δεν υστερούσαν. Λειτουργούσε σχολείο, όπως αναφέραμε, από τα παλιά χρόνια συντηρούμενο από τους κατοίκους.
Το 1884 χτίστηκε και διώροφο διδακτήριο. Αργότερα, επειδή αυτό δεν μπορούσε να χωρέσει όλα τα παιδιά του σχολείου, πουλήθηκε για 150 λίρες και αγοράστηκε άλλο.
Από το 1860 έως το 1884 υπηρέτησε στο σχολείο ένας δάσκαλος από την Κόνιτσα. Αργότερα υπηρέτησαν ο Ανδρέας Παυλίδης από το ίδιο το χωριό, ο Κων/νος Σταμπουλής, ο Γιαννάκης ή Νάκης από το Μεγάροβο, ο Πέτρος Βίκας επίσης από το Μεγάροβο, ο Ρακοβαλής Χρήστος του Λαζάρου ντόπιος, ο Νικόλαος Δανάμπασης από το Μοναστήρι, ο Οικονομίδης Χρήστος κ.α.
Όλοι αυτοί διορίζονταν και πληρώνονταν από το Ελληνικό Προξενείο Μοναστηρίου.
Το 1912 το χωριό είχε καταληφθεί από τους Σέρβους, αλλά κατά τη χάραξη των ελληνοσερβικών συνόρων λευτερώθηκε και περιήλθε στην Ελλάδα. Πολλές υπηρεσίες πρόσφερε στην εκπαίδευση και γενικά στο χωριό ο δάσκαλος Ρακοβαλής Χρήστος. Το σημερινό σχολείο είναι πεντατάξιο και υπηρετούν σε αυτό οι : Παπασιδέρης Γεώργιος, Ηλιάδου Μερόπη, Μπάρμπα Μαρία, Σιδέρης Αθανάσιος και οι νηπιαγωγοί Χάσου Θεοδώρα, και Γαρδάνη Περσεφόνη.
Ο πληθυσμός του χωριού σήμερα ανέρχεται σε 1.170 κατοίκους. Όλοι οι κάτοικοι ασχολούνται με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και τη δενδροκαλλιέργεια. Χάρις σ’ αυτήν ολόκληρο το χωριό πλέει μέσα στο πράσινο και μαγεύει τους επισκέπτες.
Είναι το πρώτο χωριό στη δενδροφυτεία και παράγει τα καλύτερα και περισσότερα μήλα.
Στο χωριό έχει την έδρα του και αστυνομικός σταθμάρχης.
Το χωριό παράγει κάθε χρόνο 200-250.000 οκάδες σιτάρι, 40.000 οκάδες κριθάρι, 120.000 οκάδες σίκαλη, 18.000 οκάδες αραβόσιτο, 100.000 οκάδες πατάτες, 200.000 οκάδες μήλα και 5.000 οκάδες άλλα φρούτα. Τα καλλιεργούμενα δένδρα ανέρχονται σε 2.500 περίπου.
Τα παραπάνω στοιχεία είναι από ένα πολύ παλιό βιβλίο το οποίο μου έδωσε ο φίλος Μάρκος Γιάντσης κάτοικος Μελβούρνης Αυστραλίας με καταγωγή από το χωριό Κρατερό και Αγία Παρασκευή και τον οποίο πρέπει να ευχαριστήσω, δυστυχώς δε φαίνεται ποιος είναι ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου με το οποίο αναφέρεται στην ιστορία πολλών χωριών της Φλώρινας.

Επιμέλεια Νάσος Στ. Παπαδάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου