Καταγωγή
Για την καταγωγή των Τσιγγάνων διατυπώθηκαν ως τώρα πολλές θεωρίες και απόψεις. Παλιότερα θεωρούσαν σχεδόν βέβαιο ότι οι Τσιγγάνοι προήλθαν από την Αίγυπτο, γι’ αυτό και ονομάστηκαν Αιγύπτιοι ή Γύφτοι. Μελετώντας όμως αργότερα τη γλώσσα τους διαπίστωσαν ότι έμοιαζε πολύ περισσότερο με τη γλώσσα ορισμένων φυλών της Ινδίας. Κατά τον Άγγλο Εθνολόγο Τζ. Μπάροου (1843) και τον Έλληνα I. Πασπάτη (1870) οι Τσιγγάνοι ή Αθίγγανοι είναι καθαρά Ινδική φυλή και καμιά σχέση δεν έχει με τους Αιγύπτιους.
Κατά τον Γάλλο καθηγητή Α. Βαγιάν (1857) είναι Φοίνικες, που κατάγονται από τη φυλή Ρώμνια των Ινδιών.
Κατά την άποψη του Έλληνα ερευνητή Κων. Μπίρη (1942 και 1954) με το όνομα Τσιγγάνοι και τα ομόσημα: Ατσίγγανοι, Γύφτοι, Κατσίβελοι, Γαντζάοι, Νετότσι, Ρώοι Σίντηδες, Ζαπαρόδες κ.λπ., υποδηλώνονται δύο φυλές μελαμψών ανθρώπων, τις οποίες ένωσε η Ιστορία σε μια τύχη: οι Ρωμ, που έχουν καταγωγή Ινδική και αποτελούν κατά πλειονότητα τους καθαυτό Τσιγγάνους και οι Γύφτοι, που είναι αυτόχθονες Αιγύπτιοι. Έτσι, σύμφωνα με τον Κ. Μπίρη, οι Ρωμ εμφανίζονται στην Αίγυπτο περίπου τον 10ο π.Χ. αιώνα σαν επιδρομείς, αλλά πολύ αργότερα (μετά τον 5ο αιώνα) άρχισαν να αφομοιώνονται με τους εξαθλιωμένους Αιγύπτιους (Γύφτους), που μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού στην πατρίδα τους, ήταν αδύνατο να εξακολουθούν να ζουν εκεί, για το ρόλο που είχαν παίξει σε βάρος των Χριστιανών, κατά την περίοδο των διωγμών.
Ο Κ. Φαλτάιτς διατύπωσε μια άλλη θεωρία, ίσως κάπως παρακινδυνευμένη και τολμηρή. Αναρωτιέται αν οι Τσιγγάνοι είναι γηγενής φυλή στην Ευρώπη (σύμφωνα με άλλη θεωρία σκορπίστηκαν στην Ευρώπη κατά την εποχή του Μογγόλου κατακτητή Τσεγγίς Χαν) και αν οι σημερινοί εκπρόσωποί της, τα υπολείμματα παλαιοτάτων λαών, που πριν από χιλιάδες χρόνια κατείχαν την Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική, κυριαρχώντας στις ηπείρους αυτές με τον πολιτισμό τους.
Σύμφωνα με άλλη θεωρία οι Αθίγγανοι ήταν Χριστιανική αίρεση, που πίστευε στον Χριστό, αλλά θεωρούσαν τον βιβλικό βασιλιά της Ιερουσαλήμ Μελχισεδέκ (πρόδρομο του Αβραάμ) σαν ανώτερο από Αυτόν. Έτσι ονομάστηκαν Μελχισεδεκίτες.
Παραδέχονταν το βάπτισμα αλλά όχι και την περιτομή. Το όνομα Αθίγγανοι ή Άθικτοι
το πήραν, γιατί δεν ανέχονταν να τους θίξουν οι αλλόθρησκοι. Σήμερα η αίρεση αυτή δεν υπάρχει.
Επίσης, σαν Χριστιανική αίρεση, αναφέρονται και με το όνομα Καθάρειοι ή Καθαροί, με χώρα προέλευσης την Περσία, αλλά που στην συνέχεια εγκαταστάθηκαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Μετά όμως την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) η αίρεση αυτή διαλύθηκε με συνέπεια πολλοί από αυτούς να συγχωνευτούν με τους Ορθόδοξους, ενώ άλλοι έγιναν Μωαμεθανοί. Σαν υπολείμματα αυτών θεωρούνται οι κρυπτοχριστιανοί Τούρκοι Απτάληδες και οι Πόντιοι Χριστιανοί Αναστενάρηδες, που σήμερα είναι εγκατεστημένοι στη Θράκη.
O ιστορικός Π. Καρολίδης Θεωρεί ότι, τα λόγια του Απόστολου Παύλου που υπάρχουν στην προς Κολασσαείς επιστολή του, αφορούν τους αιρετικούς Αθίγγανους. Γράφει ο Απ. Παύλος: «ει ουν’ αποθάνετε συν τω Χριστώ από των στοιχείων του κόσμου, τι ως ζώντες εν τω κόσμω δογματίζεσθε; Μη άψη, μηδέ ζεύση, μηδέ θίξης». Έτσι φαίνεται πως το όνομα προέρχεται από το στερητικό α και από το ρήμα θιγγάνω, που σημαίνει τον μη θιγγάνοντα, αυτόν δηλαδή που έχει σαν δόγμα το «μη θίγεις».
Ακόμα και στην Παλαιά Διαθήκη μπορεί να αναζητήσει κανείς την αρχική καταγωγή των Τσιγγάνων. Ο πρωτότοκος γιος του Αδάμ, ο Κάιν, ο πλανόδιος αυτός τεχνίτης και γεωργός, ο σκούρος αυτός άνθρωπος, όπως περιγράφεται, θεωρείται μαζί με τους απογόνους του ο δημιουργός κάθε ανθρώπινης τέχνης. Στο δ΄ κεφάλαιο της «Γενέσεως» καθορίζεται η επαγγελματική πορεία των απογόνων του Κάιν. Από τους τρεις αναφερόμενους δισέγγονούς του ο Ιαβάλ, είναι ο γενάρχης των σκηνιτών που τρέφουν ζώα, ο Θουβάλ, ο γενάρχης των χαλκουργών και σιδηρουργών και ο Ιουθάλ, ο γενάρχης των οργανοπαιχτών.
Οι επαγγελματικές αυτές ιδιότητες του Κάιν και των απογόνων του, το καταραμένο και διωκόμενο της φυλής του, το μελαχρινό χρώμα του Κάιν και η κλίση του προς τη μαγεία και μάλιστα τη μαύρη, μας δείχνουν ότι πρέπει να αναζητήσουμε πολλούς δεσμούς μεταξύ των απογόνων του Κάιν και των σημερινών Τσιγγάνων.
Για τον πολύ κόσμο οι Τσιγγάνοι θεωρούνται ότι αποτελούν μία φυλή, πράγμα που δεν είναι καθόλου σωστό.
Μέχρι τις αρχές του περασμένου αιώνα, το πρόβλημα της καταγωγής των Τσιγγάνων ήταν ένα από τα λεγόμενα αινίγματα της Ιστορίας. Μια καινούργια όμως επιστήμη που άρχισε να αναπτύσσεται, η συγκριτική γλωσσολογία, μελέτησε την αργκό, δηλ την συνθηματική γλώσσα που χρησιμοποιούσαν στην καθημερινή ομιλία τους και οδήγησε στο συμπέρασμα η γλώσσα τους αυτή είναι μια γλώσσα που ανήκει στην οικογένεια της λεγόμενης Ινδοευρωπαϊκής ομογλωσσίας και την μιλούσαν κάποτε λαοί, που κατοικούσαν στις Ινδίες.
Επομένως το πιθανότερο είναι ο λαός των Τσιγγάνων να ζούσε για πολλά χρόνια στις χώρες του σημερινού Ινδοστάν, αλλά για άγνωστους μέχρι τώρα λόγους, ξεριζώθηκε κάποια εποχή και έφυγε από τη χώρα καταγωγής του.
Οι μεταναστεύσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν σε διάφορες εποχές και άλλα κύματα κατευθύνθηκαν προς το Αφγανιστάν και την Περσία, άλλα προς τη Νότια Ρωσία, την Μικρά Ασία και τις παραδουναβικές χώρες. Άλλες ομάδες αργότερα εγκαταστάθηκαν στη Συρία, στην Αίγυπτο και σε όλη τη Βόρεια Αφρική και από εκεί πέρασαν στην Ιβηρική χερσόνησο. Στη συνέχεια εμφανίζονται στη Γαλλία, στη Γερμανία και στη Μεγάλη Βρετανία.
H ταξινόμηση των Τσιγγάνων της Ευρώπης, ανάλογα με την ιδιαίτερη κοινωνική δομή τους και τις αλλεπάλληλες διασταυρώσεις είναι η παρακάτω:
1) Τσιγγάνοι Ευρωασιάτες (Ελλάδα - Τουρκία) που περιλαμβάνουν και τους Τσιγγάνους της Περσίας.
2) Τσιγγάνοι των Νότιων Βαλκανίων (που περιλαμβάνουν και τους Ρωμ της Νότιας Ιταλίας).
3) Σύνθοι (που έχουν οπουδήποτε στην Ευρώπη και στους οποίους ανήκουν οι Λομβαρδοί, οι Πιεμοντέζοι και οι Γάλλοι Μανούς).
4) Χιτάνος (Νότια Γαλλία, Ισπανία, Πορτογαλία).
5) Βλαξ (ομάδες που έζησαν πιο πολύ στη Ρουμανία).
Από την Τουρκία τους δόθηκε το όνομα TSINCHIAN, από την Αγγλία GYPSIES, από τη Βουλγαρία, Σερβία, Ρουμανία και Ουγγαρία TSIGAN και από την Ιταλία ZINGARI.
Σύμφωνα με στατιστικές κατοικούν σήμερα στην Ευρώπη περίπου 3.000.000 Τσιγγάνοι. Από αυτούς, 540.000 στην Ισπανία, 220.000 στη Αγγλία και Σκωτία, 400.000 στην Αυστρία και Ουγγαρία, 800.000 στη Ρουμανία και 800.000 στην Τουρκία
Στη χώρα μας, παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχουν ακριβή στατιστικά στοιχεία, ο αριθμός τους πρέπει να ξεπερνάει τις 120.000 άτομα, από τους οποίους πολύ λίγοι έχουν την Ελληνική υπηκοότητα. Η εγκατάστασή τους στην Ελλάδα, αναφέρεται αρχικά από τον φραγκισκανό μοναχό Συμεών, που όταν επισκέφτηκε το 1322 μ.Χ. την Κρήτη, περιέγραψε ένα λαό που βρήκε εκεί, του οποίου η περιγραφή μοιάζει καταπληκτικά με αυτή των Τσιγγάνων.
Περίπου στο τέλος του 14ου αιώνα εγκαταστάθηκαν στην Κέρκυρα, την Ήπειρο και την Πελοπόννησο, προερχόμενοι από την Βλαχία.
Σήμερα, μεγάλα κέντρα Τσιγγάνων στην Ελλάδα είναι: η Λαμία, η Καρδίτσα, τα Τρίκαλα, ο Βόλος, η Κατερίνη, ο Τύρναβος, η Κοζάνη, η Φλώρινα, τα Γιάννενα, η Πρέβεζα, η Άρτα, η Κάτω Αχαϊά, όλη σχεδόν η Μακεδονία και η Θράκη, καθώς και πολλές περιοχές της Πελοποννήσου.
Οι Τσιγγάνοι τηr Ελλάδας ανήκουν στις παρακάτω επί μέρους φυλές:
1. Στους Τζαμπάσηδες που είναι πλανόδιοι έμποροι ζώων.
2. Στους Χαντούρα, που είναι γνωστοί σαν Τουρκόγυφτοι, έχουν έλθει από τη Μικρά Ασία και κατοικούν στη Βόρεια Ελλάδα.
3. Στους Φιλιππιτζαίους που είναι έμποροι κουβερτών, κιλιμιών, χαλιών κ.λ.π., διατηρούν αρκετοί καταστήματα και μένουν σε σπίτια, σε διάφορες πόλεις.
4. Στους Τουνουζλία, που είναι εγκατεστημένοι σε χωριά και ασχολούνται με γεωργικές εργασίες.
5. Στους φιτσίρα, που ασχολούνται με την κατασκευή καλαθιών (ονομάζονται και καλαθόγυφτοι) και είναι ζητιάνοι - επαγγελματίες.
6. Στους Αϊζία, τους γνωστούς αρκουδόγυφτους, που περιφέρονται με ειδικά εκπαιδευμένες αρκούδες και πιθήκους.
Στην περιοχή της Απικής βρίσκονται κυρίως στις περιοχές: "Ανω Λιόσια, Αχαρνές, Αγία Βαρβάρα, Αιγάλεω, Πετράλωνα, όπου είναι εγκατεστημένοι σε ιδιόκτητα σπίτια.
Χαρακτηριστικά
Ήθη και Έθιμα
Τα χαρακτηριστικά της φυλής αυτής μοιάζουν με τον τύπο των Ινδών. Είναι μελαμψοί, έχουν μαύρα σπινθηροβόλα μάτια, μαύρα μαλλιά, λεπτό πρόσωπο ωοειδές, λεπτή και ίσια μύτη, λεπτά χείλη και μέτριο ανάστημα.
Παρουσιάζουν εξαιρετική ζωτικότητα, που οφείλεται στη φυσική επιλογή, γιατί οι σκληρές συνθήκες της ζωής τους, εξαφανίζουν τους ασθενέστερους οργανισμούς.
H ελεύθερη ζωή των Τσιγγάνων είχε σαν αποτέλεσμα να νοθευτεί ο ανθρωπολογικός τύπος τους. H ιδιότυπη αυτή φυλή με την καταπληκτική αντοχή, την αναρχική ιδιοσυγκρασία και τη γραφικότητα των επιδόσεων, χωρίς την παρουσία ηθικών αναστολών, εξακολουθεί για την επιστήμη να αποτελεί μυστήριο, που η πειστική του διαλεύκανση δεν πραγματοποιήθηκε ακόμα.
Είναι αλήθεια ότι αποστρέφονται κάθε τακτική εργασία και κανονική απασχόληση. Μη μου πείτε ότι έχετε δει γύφτο δημόσιο υπάλληλο ή εργαζόμενο στον ιδιωτικό τομέα. H αργία είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της φυλής τους. Διακρίνονται όμως για την εξυπνάδα τους και σχεδόν πάντοτε κατορθώνουν να «ρίξουν» αυτόν με τον οποίο συναλλάσσονται, είτε πουλώντας είτε αγοράζοντας.
Δύο είναι οι κυρίαρχες αξίες, στις οποίες και πιστεύουν: α) η ελευθερία και β) η οικογένεια.
Σίγουρα ο τρόπος ζωής τους, λίγο διαφέρει από αυτόν των πρωτογόνων, κι αυτό γιατί η ιδέα της ιδιοκτησίας και της μόνιμης εγκατάστασης δεν τους ενδιέφερε ποτέ. Επειδή η αντίληψή τους για τη ζωή είναι μοιρολατρική φροντίζουν μόνο για τα απαραίτητα.
Για τους Τσιγγάνους δεν υπάρχουν κοινωνικές τάξεις και ιεραρχικές διαβαθμίσεις: απόδειξη αυτού ότι ουδέποτε είχαν βασιλιάδες ή βασίλισσες. Τα πάντα υπάγονται στον αρχηγό της οικογένειας, που είναι ο πατέρας, ο οποίος είναι η ανώτατη αρχή. Μόνον όταν ο γιος γίνει με τη σειρά του πατέρας έχει δικαίωμα να δημιουργήσει νέα οικογένεια, που όμως θα παραμείνει δεμένη με την αρχική οικογένεια, της οποίας σέβεται τον ρόλο. H συνοχή αυτή εξασφαλίζει υποστήριξη και βοήθεια σε περίπτωση ανάγκης, προστασία ή εκδίκηση στους ανταγωνισμούς με τις άλλες ομάδες.
Ο αρχηγός της οικογένειας αποφασίζει: 1) για όλες τις μετακινήσεις της ομάδας του, 2) για τις σχέσεις της ομάδας του με άλλες ομάδες Τσιγγάνων, 3) για την εξεύρεση κατοικίας, 4) για την εκπροσώπηση και εξυπηρέτηση των Τσιγγάνων στις Κρατικές Αρχές και Δημόσιες Υπηρεσίες.
Στις Τσιγγάνες αρέσουν ιδιαίτερα τα κοσμήματα, ακόμα και τα φτηνά, έχουν ιδιαίτερη κλίση στα ζωηρά χρώματα και ξοδεύουν πολλά χρήματα για την εμφάνισή τους, παρά το γεγονός ότι η σύγχρονη μόδα τις βρίσκει αδιάφορες. Προσπαθούν να ασκούν γοητεία, όχι μόνο στους Τσιγγάνους αλλά και στους ξένους και εμφανής είναι η ανυπαρξία ηθικών φραγμών και κοινωνικού ελέγχου στις, μεταξύ τους σχέσεις. Το τελευταίο αυτό γεγονός δημιουργεί μια ανεύθυνη αύξηση της γεννητικότητας, σε ποσοστό πολύ ανώτερο του αντίστοιχου του ελληνικού πληθυσμού. Υπάρχει βέβαια μεγάλος βαθμός παιδικής θνησιμότητας, που οφείλεται κύρια στις άθλιες συνθήκες διαβίωσης, διατροφής, προληπτικής και κατασταλτικής ιατρικής.
Ιδιαίτερη θέση σε κάθε φυλή κατέχει η πιο ηλικιωμένη Τσιγγάνα, που αποκαλείται « Γριά Μητέρα», «προμάμη» ή «μάμη» και θεωρείται θεματοφύλακας των ηθών και εθίμων της κοινότητας. Όχι σπάνια διοικεί από τα παρασκήνια, χωρίς να κάνει δημόσια
εμφάνιση.
Σε περίπτωση που κάποιος Τσιγγάνος παραβιάσει την ηθική της ομάδας επεμβαίνει το Κρις (μια μορφή δικαστηρίου) που αποτελείται από το συμβούλιο των αρχηγών των οικογενειών. H δίκη γίνεται δημόσια, η απόφαση δεν εφεσιβάλλεται, και η ποινή είναι συνήθως χρηματική, ενώ σπάνια επιβάλλεται η απέλαση από την ομάδα.
H πιο απλή μορφή τσιγγάνικης παροικίας είναι ο κινητός καταυλισμός με σκηνές (τσαντήρια). Υπάρχουν τρία είδη σκηνών: α) η υψηλή κωνική, που χρησιμοποιείται αποκλειστικά από τους νομάδες και τους χαλκουργούς, β) η χαμηλή χωρίς κορυφή και γ) η ημικυκλική. Στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη χρησιμοποιείται το αμαξόσπιτο. Οι νομάδες χρησιμοποιούν για κατοικία και φυσικά σπήλαια, τεχνητές τρώγλες, ακόμα και καλύβες από χόρτα και λάσπη.
Έχουν καταργήσει τα τραπέζια και τα πιάτα και συνηθίζουν να τρώνε καθισμένοι στο έδαφος. Τα φαγητά τοποθετούν σε ένα στρογγυλό ξύλο, που το λένε σοφρά. Τα αγαπημένα τους μενού είναι το ψητό κοτόπουλο, ο σκαντζόχοιρος και οι τρυφερές τσουκνίδες την Άνοιξη. Έχουν ιδιαίτερη ροπή στα οινοπνευματώδη και στον καπνό.
Τα παιδιά μέχρι ηλικίας 10 ετών κάνουν «γυμνισμό», σε όσες περιοχές το επιτρέπουν οι κλιματολογικές συνθήκες και δεν πέφτουν στην αντίληψη των αστυνομικών αρχών. Κάτι που δεν συνηθίζεται ιδιαίτερα είναι το πλύσιμο των ρούχων τους.
Οι Τσιγγάνοι δεν έχουν παντού τα ίδια έθιμα, γιατί ανάλογα με τις περιοχές που ζουν δέχτηκαν τις επιδράσεις των ντόπιων λαών. Όσον αφορά το γάμο, θεωρούν περιττή κάθε ιεροτελεστία ή νομική διατύπωση. Συνηθίζεται επίσης και η ανταλλαγή των συζύγων. Ηλικιωμένες και άσχημες ανταλλάσσονται με νεαρές και ωραίες αντί χρημάτων, αλόγων κ.λπ. Παντρεύονται σε νεαρή ηλικία και ο άντρας με το γάμο του εντάσσεται στην ομάδα της γυναί¬κας του, όπου μπαίνουν και τα παιδιά του αργότερα. Τώρα, όσον αφορά την προίκα σε πολλά μέρη δίνεται και αυτή συνίσταται στα απαραίτητα για την οικογένεια, δηλαδή σκηνή, έπιπλα, εργαλεία και άλλα. Σε άλλα όμως μέρη όχι μόνο δεν δίνεται προίκα, αλλά ο γαμπρός δίνει χρήματα στον πεθερό, ανάλογα με την ομορφιά και τα προσόντα της νύφης. H νύφη πρέπει να είναι παρθένα, γιατί σε διαφορετική περίπτωση ο άντρας της τη διώχνει και αυτή γίνεται «λούμι», δηλαδή πόρνη.
Όταν πεθάνει ένας Τσιγγάνος, τον πλένουν, του φορούν καινούργια ρούχα και τον θάβουν στο μέρος όπου πέθανε. Στο φέρετρό του βάζουν μαζί και όλα τα προσωπικά του αντικείμενα, ακόμα και λίγα χρήματα για το μακρύ ταξίδι!
Η Γλώσσα
H γλώσσα των Τσιγγάνων λέγεται ROMANI (Ρομάνι) και έχει ρίζες από ορισμένες Ινδικές γλώσσες. Άλλοι ιστορικοί ισχυρίζονται ότι η γλώσσα τους ανήκει στη βορειοδυτική συστάδα των αριοϊνδικών γλωσσών με τα ιδιώματα των Δάρδων, Καφίρων και άλλων φυλών των βουνών της Ινδίας. Οι λέξεις τους έχουν σανσκριτικές ρίζες και η γραμματική τους οκτώ πτώσεις.
Ο Άγγλος Τσιγγανολόγος Μπέρναρ Γκιγιό-Σμιθ χώρισε τις τσιγγάνικες γλώσσες σύμφωνα με κάποια μοντέρνα ταξινόμηση σε βλάχικες (γλώσσα με Ρουμάνικη επίδραση) και σε μη βλάχικες. Πολλά γλωσσικά στοιχεία έχουν δανειστεί από την Ελληνική γλώσσα.
Με βάση τις γλώσσες που μιλάνε οι Τσιγγάνοι της Ευρώπης, ο ιστοριογράφος Μίκλοσιτς, έχει χωρίσει αυτούς σε 13 ομάδες, αντίστοιχες με τις χώρες που ζούνε. Οι γλωσσικές διαφορές είναι τόσο μεγάλες, σε τρόπο ώστε πολλές φορές να αποκλείεται η συνεννόη¬ση ανάμεσα σε δυο ομάδες. Η αρχική ενότητα της γλώσσας τους δεν μπορεί όμως να αμφισβητηθεί.
Θρησκεία
Οι Τσιγγάνοι έχουν μάλλον άτονο το θρησκευτικό τους συναίσθημα. Διατηρούν όμως τους εξορκισμούς, τους ύμνους και τα μαγικά ρητά με τα οποία εξυμνείται η παντοδυναμία του ήλιου και της φωτιάς, πράγμα που ενισχύει την άποψη ότι παλιότερα ήταν Ηλιολάτρες και Πυρολάτρες. Αυτό βέβαια εξηγείται από το γεγονός ότι οι Τσιγγάνοι διέμειναν ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στην Περσία, όπου λατρευόταν ο ήλιος και η φωτιά, πριν εγκατασταθούν στην Ευρώπη.
Μερικές φυλές Τσιγγάνων πιστεύουν σε ένα μεγάλο και θείο πνεύμα, που ρυθμίζει τα μετεωρολογικά φαινόμενα και που μπορούν να επικαλεστούν σε ώρα ανάγκης. Το πνεύμα αυτό το σέβονται και το φοβούνται, αλλά δεν του δίνουν συγκεκριμένη μορφή. Επίσης πιστεύουν ότι υπάρχουν νεράιδες και πνεύματα σε όλο τον κόσμο.
Όλοι σχεδόν οι Τσιγγάνοι της Ευρώπης έχουν γίνει Χριστιανοί (Ορθόδοξοι, Καθολικοί, Ευαγγελιστές), διατηρώντας όμως μερικές παγανιστικές (ειδωλολατρικές) μορφές της κουλτούρας τους. Στην Τουρκία είναι Μουσουλμάνοι, ενώ στην Ελλάδα είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι, εκτός από τους λεγόμενους Τουρκόγυφτους, που κατοικούν στη Θράκη και είναι Μουσουλμάνοι.
Οι Τσιγγάνοι δεν έχουν και μεγάλες σχέσεις με την εκκλησία αλλά βαφτίζουν τα παιδιά τους όπως και οι άλλοι Χριστιανοί. Είναι πολύ σπάνιο, μάλλον απίθανο να συναντήσετε γύφτο παπά. Χαρακτηριστικές είναι και οι παροιμίες: «Ο γύφτος παπάς δεν γίνεται, κι αν γίνει δεν βλογάει», «Γύφτος παπάς κι αν γενεί, χέρι μη του φιλήσεις».
Καλλιτεχνικές τάσεις
Από το γεγονός ότι στο σύνολό τους είναι αναλφάβητοι, ουδέποτε επιδόθηκαν στη λογοτεχνία. Ο τρόπος ζωής τους και η αινιγματική τους προέλευση έχουν δώσει άφθονο υλικό στη λογοτεχνία των άλλων εθνών. Έτσι ο Θερβάντες έγραψε τη "GITANELLA" («Γυφτοπούλα»), ο Μεριμέ την «ΚΑΡΜΕΝ», ο Πούσκιν τους «Ατσίγγανους», ο Παπαδιαμάντης τη «Γυφτοπούλα», ο Παλαμάς το «Δωδεκάλογο του Γύφτου» και ο Δροσίνης το «Βοτάνι της αγάπης».
Εκεί όμως που επέδειξαν ιδιαίτερη κλίση ήταν η μουσική. Πολλοί τσιγγάνοι είναι αληθινά ταλέντα. Παίζουν βιολί και κλαρίνο, νταούλι και πίπιζα. Ο θρύλος λέει ότι ο πατέρας του βιολιού είναι ο γύφτος. Διάσημοι μουσικοί αναδείχτηκαν ο Μπαρλέα, ο Σουζόρ, ο Σαρκόζο, ο Κάουαν και η τσιγγάνα Πάννα, μεγάλη βιολονίστρια.
Πολλοί διάσημοι μουσουργοί εμπνεύστηκαν από τους Τσιγγάνους και ειδικά ο Λιστ, ο οποίος αφού έγραψε τις περίφημες «Ουγγρικές Ραψωδίες», έφθασε να υποστηρίζει ότι η ουγγρική μουσική είναι συνύπαρξη της τσιγγάνικης και της ουγγρικής. H πιο σπουδαία ίσως σύνθεση με τσιγγάνικο θέμα είναι η «Κάρμεν» του Τζωρτζ Μπιζέ. Επίσης έγραψαν πολλά έργα με αφορμή τους Τσιγγάνους ο Γιόχαν Στράους (γιος), ο Γιόχαν Μπραμς, ο Ντβόρτζακ, ο Μπετόβεν, α Βάγκνερ και άλλοι.
Επαγγέλματα
Για ολόκληρους αιώνες οι Τσιγγάνοι κάνουν τα ίδια επαγγέλματα, που τους επιτρέπουν δύο βασικές επιδιώξεις: σπάνιες και περιορισμένες επαφές με τον κόσμο και μη εξαρτημένη εργασία, που τους εγγυάται την ελευθερία και την ανεξαρτησία. Τα πατροπαράδοτα επαγγέλματά τους είναι: σιδηρουργοί, χαλκουργοί, πεταλωτήδες, έμποροι αλόγων, μουσικοί, αστρολόγοι, εξηγητές ονείρων, γοητευτές φιδιών, χειρομάντεις, αρκουδιάρηδες, κατασκευαστές καλαθιών και φίλτρων, πωλητές χαλιών, χορευτές κ.λπ.
Με την εξέλιξη της ζωής και της επιστήμης και κύρια με την βιομηχανοποίηση, πολλά επαγγέλματα των τσιγγάνων δέχτηκαν καίρια πλήγματα, όπως η πώληση αλόγων (ακόμα και οι γεωργοί χρησιμοποιούν αγροτικά αυτοκίνητα), η κατασκευή κατσαρολών (στοιχίζει πιο ακριβά από τη βιομηχανική) και αρκετά άλλα.
Όμως, αυτό με το οποίο αντιμετωπίζουν μεγάλα προβλήματα, είναι η γραφειοκρατία. Ποτέ δεν τα πήγαιναν καλά με τις βεβαιώσεις, τα τιμολόγια, τα στοιχεία, τις ταυτότητες και τα πιστοποιητικά. Είναι κάτι που πάντα τους τρόμαζε, ενώ ποτέ δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν τη χρησιμότητά τους! Οι περισσότεροι οδηγούν χωρίς άδεια ικανότητας οδηγού ή έχουν πλαστές άδειες κυκλοφορίας και οδήγησης.
Συμπεράσματα
Τώρα, αν θελήσουμε να επιχειρήσουμε έναν απολογισμό της χρησιμότητας και της προσφοράς τους ή όχι, στην οικονομική και στην κοινωνική ζωή των εθνών, μεταξύ των οποίων συνυπάρχουν και ειδικά στη χώρα μας, θα διαπιστώσουμε ότι οι απόψεις είναι διιστάμενες.
Από τη μια μεριά οι αστυνομικές στατιστικές αποδεικνύουν ότι ο ένας στους τρεις τσιγγάνους βαρύνεται ή διώκεται με ερήμην καταδικαστικές αποφάσεις για αδικήματα, όπως: κλοπές διαφόρων ειδών και χρημάτων, αγορανομικές και φορολογικές παραβάσεις, τροχαίες παραβάσεις, εξυβρίσεις, επαιτεία, αλητεία, μαγεία, χειρομαντεία, χαρτομαντεία, ανυποταξία, λιποταξία, παράνομη άσκηση επαγγέλματος και διάφορα άλλα.
Επίσης εδώ έρχονται να προστεθούν τα δίκαια ή άδικα πολλές φορές παράπονα των εμπόρων ή καταστηματαρχών ότι οι Τσιγγάνοι πουλάνε φθηνότερα γιατί δεν πληρώνουν εφορία, νοίκια, φόρους κ.λπ.
Εδώ που τα λέμε γιατί να πληρώσουν εφορία; Τι «κοινωνικό μισθό» έχουν από το κράτος; Μήπως έχουν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη; Μήπως τους παρέχεται κάποιας μορφής παιδεία; Μήπως τους χορηγούνται δάνεια να αποκτήσουν σπίτια ή τροχόσπιτα;
Κι όμως, αν έλειπαν από τις περιοχές παραγωγής γεωργικών προϊόντων, ποιοί θα ασχολούνταν με το μάζεμα του βαμβακιού, της ελιάς, της πατάτας, των κρεμμυδιών;
Νομίζω ότι θα έπρεπε να ασχοληθούμε σοβαρότερα μαζί τους. Ας εισχωρήσουμε στην ιδιότυπη κλειστή κοινωνία τους, που έχει τεράστιες ανάγκες και ας προσπαθήσουμε να βελτιώσουμε τις συνθήκες διαβίωσής τους που, πέρα από κάθε αμφισβήτηση, είναι
τραγικές.
Ας γίνει το πρώτο βήμα από μας, γιατί για τον νέο Τσιγγάνο το παρελθόν ζει μέσα στο παρόν, άλλοτε δημιουργώντας κρίση ταυτότητας και άλλοτε έντονα και ζωντανά. Δεν μπορεί να ξεχάσει το στίγμα που του άφησε μια χρόνια καταπίεση. H σχέση του με τους μη Τσιγγάνους διέπεται από μια διάχυτη καχυποψία. Εμείς πρώτοι πρέπει να επιδιώξουμε να τον κατανοήσουμε και να αποκαταστήσουμε μαζί του ένα νέο ισότιμο διάλογο, ώστε να μπορεί με υπερηφάνεια να λέει: "SEM ROM" (=Είμαι Τσιγγάνος).
Επιμέλεια Αρτόπουλος Ελισσαίος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου