Ο καιρός της Φλώρινας

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2012

ΜΝΗΜΕΣ KAI MAPTYPIEΣ MAKEΔONIKΩN XΩPIΩN (Πέρασμα και Αρμενοχώρι Φλωρίνας)

Πέρασμα και Αρμενοχώρι Φλωρίνης:

έρανοι για
τον Ιερά Αγώνα
της Εθνεγερσίας
και διαρκής αγώνας για την εθνική ταυτότητα
Του
Κίμωνος Κοεμτζόπουλου
Περιοδικό ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΖΩΗ, Μάρτιος 1991, Τεύχος 298. σελ 46-47.

Οι Μακεδόνες ύστερα από την αποτυχία της Επαναστάσεως του 1821 στην περιοχή αυτή της Δυτικής Μακεδονίας, μη νομισθεί ότι έμειναν με σταυρωμένα τα χέρια. Εξακολούθησαν να βοηθούν τον Αγώνα, όπως και κάθε αγώνα που γινόταν σ' οποιοδήποτε μέρος της Ελλάδος, κάθε φορά που ένα τμήμα της ξεσηκωνόταν, όπως αποδεικνύεται και από όσα βρίσκονται γραμμένα από τα χρόνια εκείνα, σε διάφορα εκκλησιαστικά βιβλία.
Από ένα «Τριώδιο», που έχει εκδοθεί το 1770 στη Βενετία και βρίσκεται στο χωριό Πέρασμα Φλωρίνης, αντιγράφουμε με την ορθογραφία όπως έχει:
«1824 μαρτήον 8 για τα αδέλφια ολα 182 χρισα εκ χηρος τον πανοσιωτατου βεσρηου».
Στο ίδιο βιβλίο, σε άλλη σελίδα, είναι γραμμένο:
«1824 Μάρτιος 8. Ετούτο το βιβλιον είναι από χωρίον  Κουτσκουβένη εφκιασθηκεν εκ χειρος του πανοσιωτατου Βεσαρηου, οποίος το διαβαση να έχη την ευχή τον αγίου Ανάργυρου».
Απ' αυτά βγαίνει καθαρά ότι το βιβλίο αυτό ανήκε στους Αγίους Αναργύρους.
Κατά την παράδοση η Εκκλησία των Αγίων Αναργύρων της Κουτσκουβένης, ήταν «μετόχι» του μοναστηριού Αγίων Αναργύρων Καστοριάς.
Στο ίδιο χωριό, το Πέρασμα, σε Ευαγγέλιο εκδόσεως Βενετίας πάλι, του 1780, βρίσκουμε γραμμένα, 22 χρόνια αργότερα, από το χέρι άλλου παπά:
«1846 αυγουστος 18, εδοσα εις αγιον ηγούμενον αγίων αναργηρων Καστορίας δια τον Χριστού την πίστη και τον αγονα 118 χρισα γραφο εγο ο Παπαστογιαννης».

Το Πέρασμα λεγόταν τότε Κουτσκουβένη και παλαιότερα ακόμα Κρούσοβο. Πρέπει να ευημερούσε την εποχή εκείνη το χωριό αυτό για να διαθέτει «ιερά βιβλία» που εκδίδονταν στην Βενετία και κόστιζαν πανάκριβα, και για να έχει συγκεντρώνει το 1824, με έρανο έστω, 182 χρυσά και το 1846 άλλα 118 χρυσά ναπολεόνια, ποσό τεράστιο για την εποχή εκείνη.
Έρανοι «δηα τον αγόνα και τον Χριστού την πίστη», έγιναν και σ' άλλα χωριά της περιοχής Φλωρίνης, όπως φαίνεται από άλλο, τρίτο βιβλίο «Πεντηκοστάριον» (εκδ. Βενετία παρά Νικολάω Γλυκεί τον εξ Ιωαννίνων 1820), που βρίσκεται πάλι στο Πέρασμα και στο οποίο διαβάζουμε:
«1878 μαηον 20 δηα τον αγονα και τον Χριστού την πίστη, ο παπαιοανις προυσαλκας από αρμενορη 40 χρισα 24 ασπρα λαξενι 18 χρισα παπαξενη 70 χρισα εις αγιον Καστοριας εγω ο Παπαθανασης γραφο».

O «παπαιοανις προυσαλκας απο αρμενορη» (Παπαϊωάννης Προυσάλκας) ήταν παπάς στο Αρμενοχώρι Φλωρίνης. Είχε χειροτονηθεί παπάς πολύ νέος, παιδί αμούστακο σχεδόν, το 1857. 'Ήταν μεγάλος πατριώτης; και συνεργαζόταν με το ελληνικό Προξενείο Μοναστηρίου για την προστασία τον «ποιμνίου» τον από τις τουρκικές αυθαιρεσίες.

Αρχείο Ιωάννη Παπαϊωάννου.
Όταν ύστερα από το Σχίσμα, άρχισε η βουλγαρική προπαγάνδα, ο Προυσάλκας δεν καθοδηγούσε μόνο και εμψύχωνε το «ποίμνιό του», μα συνεργάζονταν και με τους άλλους παπάδες και δασκάλους της περιοχής, για την αντιμετώπιση της προπαγάνδας των Σχισματικών. Η Βουλγαρία είχε αρχίσει να στέλνει στην Μακεδονία Σχισματικούς παπάδες, για να προσηλυτίσουν τους κατοίκους στην Εξαρχία.

Το καλοκαίρι τον 1880 ένας Βούλγαρος παπάς εγκαταστάθηκε στη Μποσταράνη (Μελίτη). Με άφθονο χρήμα και περισσότερες υποσχέσεις προσηλύτισε λίγους δικούς μας στο χωριό αυτό, καθώς και σε μερικά άλλα χωριά τον κάμπου Φλωρίνης, στα οποία άρχισε να λειτουργεί βουλγαρικά.
Στο Αρμενοχώρι έπεισε 4-5 δικούς μας, που δεν τολμούσαν όμως να εκδηλωθούν φανερά ως Εξαρχικοί γιατί ντρέπονταν, ώσπου κατάφερε ο Βουλγαρόπαπας με πολύ χρυσάφι να κάνει υποστηρικτή τον έναν Τούρκο Αρμενοχωρίτη, τον Αχμέτ Αγά, πλούσιο, μα φιλοχρήματο πολύ και σκληρό «δεκατιστή» τον χωριού.
Την εποχή εκείνη στο Αρμενοχώρι, μαζί. με τον Παπαϊωάννη Προυσάλκα που ήταν ένας ψηλός άντρακλας - σωστός γίγαντας -με ψαρά γένια και μαλλιά, υπηρετούσε και ο Παπαγιάννης Πρόϊτσης, που ήταν πολύ γέρος με κάτασπρα γένια και μαλλιά και ασθενικός. H λειτουργία εκείνα τα χρόνια γινόταν στην εκκλησία «Γέννησις της Θεοτόκου», που σήμερα είναι νεκροταφείο του χωριού.
Οι δύο παπάδες πήγαιναν κάθε Κυριακή και στο γειτονικό χωριό Μεσονήσι, πότε ο ένας και πότε ο άλλος και λειτουργούσαν, γιατί το χωριό εκείνο δεν είχε δικό τον παπά.
Τον Παπαϊωάννη Προυσάλκα που ήταν γενναίο παλληκάρι, κι ας είχε περάσει τα 50, τον φοβούνταν και αυτοί οι Τούρκοι. Και αυτός ακόμη ο Αχμέτ Αγάς.
O Βουλγαρόπαπας αφού συνεννοήθηκε με τους λίγους που είχε προσηλυτίσει στο Αρμενοχώρι και με τον Αχμέτ Αγά, τη δεύτερη Κυριακή τον Ιουλίου 14-7-1880, που ήξερε ότι ο λεβεντοπαπάς μας βρισκόταν στο Μεσονήσι, πήγε από βαθειά χαράματα στο Αρμενοχώρι και άρχισε τη λειτουργία στην εκκλησία, βουλγαρικά.
O γερο-παπάς Γιάννης Πρόϊτσης, καθώς πήγαινε στην εκκλησία τη μέρα εκείνη να ιερουργήσει, πρωί βέβαια, μα όχι χαράματα, γιατί τον είχαν πειράξει και οι «θέρμες», είδε εκεί κοντά τον Αχμέτ Αγά με λίγους από τους υποτακτικούς του, να κάθεται σε ένα πεζούλι, καπνίζοντας τον ναργιλέ του και να τον κοιτάζει κάπως περίεργα.
Σαν έφθασε στην εκκλησία είδε έναν ξένο παπά να λειτουργεί στα βουλγαρικά και 4-5 από τούς χωριανούς τους, άλλος να ψάλλει... ελληνικά, γιατί βουλγαρικά δεν ήξερε κανένας, και άλλοι να βρίσκονται στο παγκάρι, χωρίς να είναι εκεί οι επίτροποι. Παρά λίγο ο γέροντας να πέσει κάτω. O Βουλγαρόπαπας και οι άλλοι, όχι μόνον δεν τον άφησαν να ιερουργήσει, μα και τον πέταξαν έξω, χωρίς να σεβασθούν ούτε την ηλικία του.
Μερικοί γέροι που ήλθαν την ώρα εκείνη στην εκκλησία και αντελήφθηκαν τι έγινε, σαν είδαν τον Αχμέτ Αγά, δεν τόλμησαν να κάνουν τίποτα. Πήραν μόνο τον παπά και τον συνόδεψαν στο σπίτι τον. Αυτός έστειλε αμέσως ένα εγγονάκι του στο Μεσονήσι, να ειπεί στον Παπαϊωάννη Προυσάλκα τι έγινε στο χωριό τους. Μόλις άκουσε τα καθέκαστα στο Μεσονήσι ο Παπαϊωάννης συντόμευσε τη λειτουργία, δεν στάθηκε να δώσει στους χωριανούς το αντίδωρο με το χέρι, όπως έκαμνε κάθε φορά που λειτουργούσε, πήρε τη μαγκούρα τον και αντί να πάει στο Αρμενοχώρι, έτρεξε στον κάμπο. Έκανε καρτέρι ανάμεσα Αρμενοχώρι - Τριπόταμος.
Σαν έφθασε εκεί ο Βουλγαρόπαπας στο γάιδαρο καβάλα, ο Παπαϊωάννης βγήκε μπροστά του και τον είπε:
- Πώς πήγες και λειτούργησες στο Αρμενοχώρι, αφού υπάρχον εκεί δύο παπάδες τον χωριού; Δεν ξέρεις ότι αυτό απαγορεύεται;
- Μου είπαν πως ο ένας είναι γέρος και άρρωστος και ο άλλος είναι στο Μεσονήσι και είπα γιατί να μείνουν οι χωριανοί χωρίς λειτουργία; απάντησε ο Βουλγαρόπαπας μισοκακόμοιρα και κουτοπόνηρα. Λάθος έκαμνα, δεν το ξανακάνω.
- Κοίταξε καλά. Όχι μόνο δεν Θα ξαναπατήσεις στο Αρμενοχώρι, μα θα φύγεις το γρηγορότερο, να πας εκεί από όπου ήλθες. Αλλιώς δεν θα καλοπεράσεις μαζί μου. Εδώ για σένα είναι ξένα αμπελοχώραφα. Ακούς;
- Όχι αδελφέ μου, δεν ξαναέρχομαι, στ' ορκίζομαι. Δεν ξεγελιέμαι.
Μα σε λίγες μέρες ο Βουλγαρόπαπας ξαναπήγε. Παραφύλαξε πότε έλειπε πάλι ο Παπαϊωάννης στο Μεσονήσι και λειτούργησε και δεύτερη φορά στο Αρμενοχώρι. Φυσικά πάλι μπροστά στην εκκλησία καθόταν ο Αχμέτ Αγάς, μη τυχόν ξεσηκωθούν οι Αρμενοχωρίτες.
Τη φορά αυτή ο παπα-Πρόϊτσης τράβηξε ο ίδιος για το Μεσονήσι και ειδοποίησε τον Προυσάλκα. Ο λεβεντόπαπας αυτός σαν άκουσε για το καινούργιο «ανοσιούργημα», άφησε τον Πρόϊτση να αποπερατώσει τη λειτουργία και, φουρκισμένος, τράβηξε με τη μαγκούρα στο χέρι κατά τον κάμπο.
Σαν έφτασε ο Βουλγαρόπαπας σε κάποια ρεματιά, παρουσιάσθηκε μπροστά του ο Προυσάλκας και αγριεμένος τούπε:
- Δεν ορκίσθηκες πως δεν θα ξαναέλθεις; Παπάς επίορκος γίνεται;
- Με συγχωρείς αδελφέ μου, με γέλασαν, δεν θα την πάθω άλλη φορά.
- Και βέβαια δεν θα την ξαναπάθεις, απάντησε ο Παπαϊωάννης και σήκωσε τη μαγκούρα του, του έδωσε μ' αυτή τόσες στο κεφάλι και τον έστειλε καταγής. Δεν ήξερε αν τον άφησε ζωντανό ή πεθαμένο και τράβηξε για τη Φλώρινα. Πήγε κατευθείαν στον Δεσπότη και του τα διηγήθηκε όλα.
- Μήπως τον σκότωσες;
- Δεν ξέρω αν ζει ή πέθανε, απάντησε ο παπάς μας στον Δεσπότη.
Αυτός ξέροντας ότι θα έλθουν οι αρχές να του αναφέρουν σχετικά, τον κατέβασε στο υπόγειο της Μητροπόλεως, όπου τον... κλείδωσε.
Ύστερα από λίγο πραγματικά ήλθε στην Μητρόπολη, ένας Τούρκος αξιωματικός, ο οποίος είπε στον Μητροπολίτη.
- Ντεσπότ' Εφέντη, ξέρετε τι έγινε στο Αρμενοχώρι;
- Ναι ξέρω και τον φυλάκισα. Έλα να τον ιδείς.
Απόδειξη γεωργικής παραγωγής του Γεωργίου Παπαϊωάννου
με ημερ. 10/10/1924. Αρχείο Ιωάννη Παπαϊωάννου.
Όταν ο Τούρκος είδε τον παπά στο υπόγειο ...κλειδωμένο, έφυγε ικανοποιημένος ότι ο «Ντεσπότ' Εφέντης» έκανε πραγματικά το καθήκον του.
Ο Βουλγαρόπαπας δεν πέθανε φυσικά. Αλλά έφυγε και χάθηκε από προσώπου της γης.
Επί ένα εξάμηνο ο Παπαϊωάννης Προυσάλκας... «λειτουργούσε» στη Μητρόπολη Φλωρίνης κλειδωμένος στο υπόγειο, και έπειτα, σαν ξεχάστηκε κάπως το πράγμα, γύρισε στο χωριό του. Ο Αχμέτ Αγά; δεν τόλμησε να του κάνει τίποτα, γιατί τον φοβόνταν. Αφού μάλιστα ο Βουλγαρόπαπας είχε εξαφανισθεί και το μπαχτσίς» κόπηκε οριστικά, σκέφθηκε ότι μόνον θα κινδύνευε χωρίς όφελος αν τα έβαζε με έναν τέτοιο παπά.
Ο Παπαϊάννης Προυσάλκας πέθανε στο Αρμενοχώρι το 1883 και άφησε δύο παιδιά: τον Βασίλη και τον Γιώργο. Εγγονός του Βασίλη είναι ο σημερινός (1979) εξαιρετικός παπάς του Περάσματος Παπα-Αχίλλειος Προυσάλκας που χειροτονήθηκε το 1952 (δηλαδή ένα πάνω - κάτω αιώνα αφού χειροτονήθηκε ο προπαππούς του). Μένει και αυτός στο Αρμενοχώρι, με μεγάλη εκτίμηση σε όλη την περιοχή.
ΚΙΜ. Γ. ΚΟΕΜΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2012

Μια ανθρωποθυσία κοντά στη Λύγκο, το 335 π.Χ.. Άρθρο του Δημήτρη Μεκάση

Ο άνθρωπος στην εξέλιξη του, πρώτα έριξε ένα ζώο στη φωτιά για να φάει η ίδια η φωτιά, που την θεωρούσε ζώο ή θεότητα, και μετά έμαθε να τρώει ψημένο κρέας. Αργότερα θυσίαζε ζώα στους Θεούς, αλλά και ανθρώπους, για να έχει την εύνοια των θεών. Ακόμη και οι εβραίοι, σε κάποιο πρώιμο στάδιο, Θυσίαζαν ανθρώπους στον Θεό. Για παράδειγμα η προσπάθεια του Αβραάμ να θυσιάσει τον Ισαάκ. Οι ανθρωποθυσίες υπήρχαν σε όλες σχεδόν τις αρχαίες Θρησκείες. Ακόμη και στην θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων.

Δημήτρης Μεκάσης
Μια ανθρωποθυσία αναφέρει και ο Όμηρος στην Ιλιάδα, που έγινε τον12ο αιώνα π.Χ., τότε που ενωμένοι οι Έλληνες ξεκινούσαν από την Αυλίδα για να κυριεύσουν την Τροία. Κάτι όμως δεν πήγαινε καλά. O άνεμος δεν φυσούσε για να αποπλεύσει ο στόλος. Έτσι η Ιφιγένεια, κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας, θυσιάστηκε από τον πατέρα της στη Θεά Άρτεμη, για να εξευμενιστούν οι Θεοί και να επιτρέψουν τον απόπλου του ελληνικού στόλου από την Αυλίδα προς την Τροία.
Οι Έλληνες όμως, νωρίς σταμάτησαν να κάνουν ανθρωποθυσίες και περιορίστηκαν στις θυσίες κατοικίδιων ζώων. Μετά την θυσία έτρωγαν το ψημένο κρέας του θυσιασμένου ζώου, καθώς οι ιερείς έψαχναν τα σπλάχνα του θυσιασμένου ζώου, για να προβλέψουν το μέλλον. Σήμερα στη Φλώρινα, και παρόλο που ο χριστιανισμός δεν δέχεται τις θυσίες, το αρχαιοελληνικό αυτό έθιμο διαιωνίζεται μόνο στη θεμελίωση του σπιτιού. Συνηθίζεται να σφάζουν ένα ζώο, πετεινό ή πρόβατο, και να ραντίζουν με το αίμα του τα θεμέλια. Μετά ψήνουν το ζώο και ακολουθεί γλέντι.
Είναι άγνωστο πότε οι αρχαίοι Έλληνες σταμάτησαν τις ανθρωποθυσίες, αλλά μάλλον νωρίς, κάτι που οφείλεται στην ανάπτυξη της φιλοσοφίας, της δημοκρατίας και του πολιτισμού τους. Δεν συνέβη όμως το ίδιο και στους υπόλοιπους λαούς της χερσονήσου του Αίμου. Μια ανθρωποθυσία αναφέρει ο Αρριανός στο έργο του "Αλεξάνδρου Ανάβασις". Το 335 π.Χ. ο Μέγας Αλέξανδρος έκανε την πρώτη του εκστρατεία εναντίων των Ορακών, Τριβαλλών, Γετών, Σαυροματών και Σκυθών. Νικώντας έφτασε μέχρι τον 'Ιστρο ποταμό, τον σημερινό Δούναβη, στην περιοχή της σημερινής Ρουμανίας. Εκεί έμαθε ότι οι Ιλλυριοί και οι Αυταριάτες και οι Ταυλέιντιοι αποστάτησαν και αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω. O Αλέξανδρος κινήθηκε γρήγορα και οδήγησε τον στρατό του στον Αξιό ποταμό και μετά πέρασε κατά μήκος του Εριγώνα ποταμού και έφτασε στην πόλη Πέλλιο, που την είχε καταλάβει ο Κλείτος ο βασιλιάς των Ιλλυριών, επειδή η πόλη αυτή ήταν καλά οχυρωμένη από την εποχή του Φιλίππου. Οι ιστορικοί τοποθετούν αυτήν την αρχαία πόλη μεταξύ της Κρυσταλλοπηγής και της Κορυτσάς.
Γράφει λοιπόν ο Αρριανός για την μάχη στη Πέλλιο: "Οι άνδρες του Κλείτου είχαν πιάσει τα βουνά που έκλειναν την πόλη. Τα βουνά πρόσφεραν στρατηγικές θέσεις και ήταν σκεπασμένα με πυκνό δάσος. Σκόπευαν να επιτεθούν στους Μακεδόνες από παντού, αν τυχόν χτυπούσαν την περιοχή. O Γλαυκίας όμως, ο βασιλιάς των Ταυλαντίων, δεν είχε φανεί ακόμα. O Αλέξανδρος πλησίασε στην πόλη. Οι Ιλλυριοί, αφού θυσίασαν τρία αγόρια, τρία κορίτσια και τρία μαύρα κριάρια, όρμησαν για να πολεμήσουν με τους Μακεδόνες σώμα με σώμα. Μoλις συνεπλάκησαν όμως, οι Ιλλυριοί εγκατέλειψαν τις οχυρές Θέσεις που κατείχαν και τράπηκαν σε φυγή. Οι στρατιώτες του Αλέξανδρου βρήκαν τπ σφάγια της θυσίας να κείτονται στο έδαφος".
O βάρβαρος αυτός λαός της Βαλκανικής έκαμνε ανθρωποθυσίες και στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τότε που ο ελληνικός πολιτισμός βρισκόταν σε ψηλό επίπεδο. Φαίνεται πως δεν τους άγγιξε ο πολιτισμός των Ελλήνων και συνέχιζαν να ζουν με τις δικές τους παραδόσεις. Πίστευαν πως θυσιάζοντας τρία αγόρια, τρία κορίτσια και τρία κριάρια θα νικούσαν τον Αλέξανδρο. Έγινε όμως το αντίθετο, επειδή ο Αλέξανδρος γνώριζε καλά την πολεμική τέχνη.
Οι Ιλλυριοί ήταν γειτονικός λαός με τους Λυγκηστές, αλλά διέφεραν και φυλετικά και πολιτισμικά. Οι Λυγκηστές πίστευαν στους Δώδεκα θεούς και θυσίαζαν κατοικίδια ζώα, όταν οι Ιλλυριοί έκαμναν ανθρωποθυσίες.
Οι ανθρωποθυσίες, των λοιπών βαλκανικών λαών της αρχαιότητας, περιορίστηκαν από τη νομοθεσία των μεγάλων αυτοκρατοριών (Μεγάλου Αλεξάνδρου και Διαδόχων, Ρωμαίων και Βυζαντινών) και σταμάτησαν με την εμφάνιση της νέας θρησκείας, του χριστιανισμού.

Φουρούν ή Φλώρινα. Άρθρο του Δημήτρη Μεκάση

Οι περισσότερες βαλκανικές πόλεις έχουν περισσότερα από δυο ονόματα. Αυτό οφείλεται στο γλωσσικό πλούτο της βαλκανικής χερσονήσου, αλλά και στις μεγάλες αυτοκρατορίες που άρχισαν από τα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου και κράτησαν μέχρι το 1912.
H Φλώρινα, από τους τούρκους ονομαζόταν Φλωρίνε, από τους ντόπιους χωρικούς Λέριν, από τους βλάχους Χλέρνου και από τους αλβανούς Φολορίνα. Κοντά σε αυτές τις ονομασίες ας προστεθεί και η ονομασία "Φουρούν". Έτσι την ονόμαζαν οι Τάταροι, που ήταν στην υπηρεσία του Αλή Πασά.
Φωτογραφία από το αρχείο της Λέσχης Πολιτισμού Φλώρινας
Οι Τάταροι, στα χρόνια της τουρκοκρατίας, εργαζόταν ως ταχυδρόμοι του τουρκικού κρά-τους, πριν ακόμη ιδρυθούν τα ταχυδρομεία. Αυτοί, καβάλα σε γρήγορα άλογα, μετάφεραν μόνο τα μηνύματα της εξουσίας (πασάδων, αγάδων και μπέηδων), από την μια άκρη της βαλκανικής μέχρι την άλλη. Πολλές φορές οδηγούσαν και τους ξένους περιηγητές με εντολή του εκάστοτε τοπικού πασά. Ένας τέτοιος περιηγητής ήταν και ο γάλλος Ούγκο Πουκεβίλ, ο οποίος πέρασε από την Φλώρινα την άνοιξη του 1807. Στο κείμενο αναφέρει την πόλη μας "Φλώρινα ή Φουρούν". H επίσημη ονομασία της ήταν Φλώρινα. H ονομασία Φουρούν ήταν στην γλώσσα των Τατάρων οδηγών του.
H ονομασία Φουρούν όμως ήταν περιορισμένη τις συνθηματικές λέξεις των Τατάρων ταχυδρόμων και δεν ήταν γνωστή στους κατοίκους της Φλώρινας. Μόνο στο βιβλίο του Πουκεβίλ αναφέρεται, ο οποίος ερχόμενος από την Βοσνία με οδηγούς Τατάρους ταχυδρόμους πέρασε από το Μοναστήρι ή Βιτώλια και την Φλώρινα και κατευθύνθηκε προς την Πτολεμαΐδα. Τότε η επίσημη ονομασία της Πτολεμαΐδας ήταν Καϊλάρια. Οι Τάταροι ταχυδρόμοι όμως την ονόμαζαν Σαριγκιορλά και Καραγιάνινα.
"Φουρούν" λοιπόν, άλλη μια ονομασία της Φλώρινας, στην συνθηματική - επαγγελματική γλώσσα των Τατάρων ταχυδρόμων του Αλή Πασά στις αρχές του 19ου αιώνα.