Ο καιρός της Φλώρινας

Δευτέρα 18 Απριλίου 2011

Η Ιστορία της Δροσοπηγής (Μπελκαμένης) Φλώρινας

Στις 10 του Σεβάλ του 1260, (Μωαμεθανική χρονολογία), που σε Χριστιανική αντιστοιχεί κατά προσέγγιση στον Οκτώβριο του 1842, από τον Δ/ντή του Κτηματολογίου Ρούμελης, Μεχμέτ Αεμπίτ, εκδίδεται τίτλος κυριότητας (ταπί) στο όνομα των αδελφών Γεωργίου και Μήτρου γιών του Στέλιου (σημερινοί Στυλιάδηδες) κατοίκων του Πληκατιού - Κονίτσης της Ηπείρου.
Πωλητής ο Οσμάν Ισμαήλ Πάσιο, κάτοικος της υποδιοίκησης Φλώρινας και ιδιοκτήτης του ημίσεως 42/84, ενός θερινού βοσκοτόπου ( όπως αναφέρεται στο ταπί) γνωστού με το όνομα Μπελκαμένη. Συνολικό κόστος αγοράς (5.000) γρόσια.
Οι αγοραστές πλήρωσαν επιπλέον στον υποδιοικητή της υποδιοίκησης Φλώρινας Ελμά Μπέη, εκατόν πενήντα γρόσια που αντιστοιχούν στο 3% της συνολικής αγοράς κι αποδέχθηκαν να καταβάλλουν τα νόμιμα δέκατα εις τους κυρίους της γης (Τούρκους).
Το άλλο ήμισυ ήτοι 42/84 αγοράστηκαν από τους Κώστα Κοματσούλη ή Τσούλη και Μιχαήλ Κώτε. Στο Αρχείο του Συνεταιρισμού Δασοκτημόνων Δροσοπηγής δεν βρίσκεται το ταπί αγοράς κι ως εκ τούτου δεν γνωρίζουμε ούτε τον πωλητή ούτε το ποσόν αγοράς. Πάντως, από άλλους τίτλους προκύπτει ότι και οι δύο ανωτέρω ήσαν κάτοικοι του Πληκατίου Κονίτσης.
Και οι τέσσερις αυτοί αρχικοί αγοραστές, ενήργησαν για λογαριασμό όλων των άλλων οικογενειών που δεν ήσαν μόνο κάτοικοι του Πληκατίου αλλά και της ευρύτερης περιοχής της Κολώνιας που ανήκε στο Σαντζάκι (επαρχία) Κορυτσάς και στο βιλαέτι (νομό) των Βιτωλίων.
Οι λόγοι που ανάγκασαν τους προπάτορες να μεταναστεύσουν από την 'Ήπειρο στην Μακεδονία ήταν κατ' αρχήν οι παντοειδείς αυθαιρεσίες μίας άδικης και τυραννικής εξουσίας, τα γνωστά δεινοπαθήματα των Ελλήνων στους δίσεκτους χρόνους της Τουρκοκρατίας.
Εξαιτίας αυτής της δεινής κατάστασης, πολλές φορές οι καταπιεζόμενοι Έλληνες αναζητούσαν σε άλλα μέρη καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Τις συνθήκες αυτές τις παρείχαν Τούρκοι γαιοκτήμονες, οι οποίοι υπάγονταν στον κανόνα της εξαίρεσης, ως προς την συμπεριφορά, αλλά συνάμα επιζητούσαν να έχουν υπό την προστασία τους υπηκόους με οικονομική ευρωστία για την αύξηση των εσόδων τους.
Στο μεταξύ, είχε αρχίσει η παρακμή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και πολλοί τσιφλικάδες Τούρκοι άρχισαν να πουλούν τα τσιφλίκια τους είτε στους Εβραίους είτε στους Έλληνες που είχαν κάποια οικονομική επιφάνεια.
Είναι πιθανό κάποιο ρόλο στην αγορά της έκτασης αυτής, να διαδραμάτισε το Ελληνικό Προξενείο στο Μοναστήρι, πιθανόν για την δημιουργία ενός νοητού άξονα στον ορεινό όγκο της Μακεδονίας που αρχίζει από την Κλεισούρα-Λέχοβο-Νυμφαίο-Δροσοπηγή-Πισοδέρι, για να ελέγχει όλες τις ορεινές διαβάσεις της περιοχής.
Σύμφωνα με την παράδοση, η οποία αποτελεί μόνιμη ιστορική δύναμη, οι Τσουλαίοι μία από τις φάρες της Δροσοπηγής, ήσαν αγωγιάτες. Μετέφεραν από την Ήπειρο την πραμάτεια τους στην Μακεδονία κι έπαιρναν από την Φλώρινα σιτηρά. Παράλληλα όμως εκτελούσαν και παραγγελίες των μπέηδων και για τον λόγο αυτόν η τάξη των αγωγιατών στους χρόνους της Τουρκοκρατίας, έχαιρε κάποιας εκτιμήσεως εκ μέρους τους.
Φιλοξενούμενοι σε κάποιο ταξίδι τους, στο σαράι του Μπέη της Κότορης (Υδρούσας) κι ενώ συζητούσαν για διάφορα πράγματα -πάντα στα αρβανίτικα- ο Μπέης τους λέει:

-"Γιατί κάνετε τόσο μακρινά ταξίδια για να πάρετε ψωμί και να το πάτε στα στόματα των παιδιών σας και δεν φέρνετε τα στόματα των παιδιών σας εδώ; Ελάτε να σας δώσουμε αυτό το Μπαλκανλήκι", κι έδειξε με το χέρι του προς το μέρος της Μπελκαμένης.
Οι Τσουλαίοι, φαίνεται, μεταφέρανε την πρόταση αυτή του μπέη στους άλλους κι άρχισαν οι διαπραγματεύσεις, οι οποίες και κατάληξαν σε θετικό αποτέλεσμα.
Η ετυμολογία του ονόματος Μπελκαμένη δεν προέρχεται από την σύνθετη σλαβική λέξη Μπελ-Κάμεν δηλαδή άσπρη πέτρα γιατί σε καμιά περιοχή του τόπου δεν υπάρχει άσπρη πέτρα που να εντυπωσιάζει με τον όγκο τη αλλά από τη λέξη Μπαλκάν-ληκ, που δένει και με την παράδοση και σημαίνει δασώδης και ορεινή περιοχή, σύμφωνα με την ερμηνεία, από το Τουρκο-Ελληνικό Λεξικό του I. Χλώρου, καθηγητή της Οθωμανικής στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και Δ/ντού του Πατριαρχικού Οθωμανικού Γραφείου.
Και η Μπελκαμένη είναι και ορεινή (το υψόμετρό της κυμαίνεται από 800 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας μέχρι 1.600 ) και δασώδης, αφού το μεγαλύτερο τμήμα της καλύπτεται από δάσος οξιάς και δρυός.
Με τον ερχομό τους στην ιδιόκτητη πλέον περιοχή τους, εγκαταστάθηκαν σε κάποιο σημείο που ακόμα και σήμερα φέρει την ονομασία Τέντα (από το λατινικό tentum σκηνή).
Εκεί έστησαν τις σκηνές από γιδόμαλλα, κιλίμια και τις στάνες για τα ποίμνιά τους. Στην συνέχεια με την διορατικότητά τους και την κοφτερή τους σκέψη επέλεξαν την τοποθεσία στην οποία θα έχτιζαν το νέο τους χωριό. H επιλογή της τοποθεσίας ήταν συνάρτηση πολλών παραγόντων. Διέθετε νερό, νταμάρια για την εξόρυξη της πέτρας, πανύψηλα δέντρα για την ξυλεία των σπιτιών και προπαντός φυσική οχύρωση. Καραούλια για βιγλάτορες, δύσβατα μονοπάτια, πυκνά δασοσκεπή βουνά που όλα μαζί καθιστούσαν δύσκολη κάθε επιχειρησιακή ενέργεια του εχθρού.
Πριν από την ανέγερση των κατοικιών χάραξαν τους δρόμους. Οριζόντιους με άψογη ρυμοτομία και κάθετους μικρού μήκους για να μην συγκεντρώνονται πολλά όμβρια ύδατα. Και όλοι οι δρόμοι το ίδιο πλάτος. Τέσσερα μέτρα. Και κάτι το πρωτόγνωρο ακόμα και για τη σημερινή εποχή μας. Πλήρες αποχετευτικό δίκτυο, το οποίο διασώζεται ακόμα και σήμερα και ας έχουν περάσει εκατόν πενήντα χρόνια.
Τα σπίτια λιθόκτιστα και ως επί το πλείστον διώροφα και τριώροφα σκεπασμένα με πέτρινες πλάκες (ντράσσες), διέθεταν άνεση κι ευρυχωρία, με πλακόστρωτες αυλές και κήπους κλιμακωτούς στηριγμένους και διαχωρισμένους με ξερολιθιές.
H πλατεία του χωριού στο κέντρο, μεγάλη κι άνετη για όλες τις εκδηλώσεις. O περίλαμπρος Ναός της Αγίας Τριάδας, κτίστηκε το 1853, ήταν εικονογραφημένος από Δροσοπηγιώτες αγιογράφους οι οποίοι είχαν θητεύσει στο Άγιο Όρος απ' όπου είχε μεταφερθεί και η εικόνα της Αγίας Τριάδας.
Τρεις οι λειτουργοί του Υψίστου και εννέα οι ψάλτες. O καθένας με την ενορία του και με τους αγώνες του. Στους τοίχους αντιστήριξης, ανατολικά του Ναού κρύπτες για τη διαφύλαξη των όπλων και των πυρομαχικών του Μακεδονικού Αγώνα.
H δε Εκκλησιαστική Επιτροπή είχε προβεί στην κοπή χάλκινων νομισμάτων, τα οποία είχαν αγοραστική δύναμη και στα εμπορικά καταστήματα της Φλώρινας.
Oικογένεια Αρβανιτόβλαχων από τη Δροσοπηγή.
Το σχολείο επίσης στην πλατεία του χωριού στηριγμένο σε θολωτή καμάρα, κάτω από την οποία περνούσε ο κεντρικός δρόμος του χωριού. Το σχολείο αυτό λειτούργησε μέχρι το 1926, τότε με δαπάνες του Συνεταιρισμού Διαχείρησης Συνδιοκτησίας Δάσους Μπελκαμένης-Ελόβου, κτίστηκε καινούργιο διώροφο με 4 αίθουσες διδασκαλίας, 2 γραφεία και υπόγειο.
Με ανεπτυγμένη τη συνεταιριστική συνείδηση, αφού μοίρασαν τα χωράφια τους κήπους και τα λιβάδια, ανάλογα με το μερίδιο τους καθενός, άφησαν κοινά κι αδιαίρετα τη βοσκήσιμη έκταση και το δάσος.
Τη διαχείριση των εξ αδιαιρέτου τούτων μεριδίων ασκούσε ιδιωτική επιτροπή μέχρι του έτους 1926, μετά  συνεστήθη ο συν/σμός διαχείρισης συνιδιοκτησίας δάσους Μπελκαμένης-Ελόβου.
Το 1943 ο συν/σμός πήρε την επωνυμία "Αναγκαστικός Συν/σμός διαχειρίσεως συνιδιοκτησίας του εξ αδιαιρέτου δάσους Δροσοπηγής".
Ο Συνεταιρισμός και οι κάτοικοι του χωριού, εκτός του Σχολείου, κατασκεύασαν την πέτρινη θολωτή γέφυρα, το καγκελωτό δρόμο από τη γέφυρα μέχρι το χωριό πλάτους 4 μέτρων επιστρωμένο με πέτρα (καλντερίμι),την εγκατάσταση πριονιών σε περιοχή που φέρει και σήμερα την ονομασία "Σιάρα" τα οποία κινούνταν με τη δύναμη του νερού.
H απέναντι δασοσκεπής τώρα βουνοπλαγιά ήταν χωρισμένη σε αγροτεμάχια στα οποία καλλιεργούνταν η σίκαλη και η άμπελος.
H γυναίκα η Δροσοπηγιώτισσα ήταν πρωταγωνίστρια. Οι ευθύνες όλες στις πλάτες της, καθώς ο κύρης της βρίσκονταν στα ξένα, όπου θεμέλιωνε σπίτια, γιοφύρια, καταστήματα, τράπεζες. Φημισμένοι τεχνίτες οι Δροσοπηγιώτες άριστοι πελεκητές της πέτρας.
Τα Βαλκάνια γνωστή περιοχή τους, ιδίως η Ρουμανία. Ακόμα και στην Τσαρική Ρουσία έχυσαν ιδρώτα στις σκαλωσιές. H μονή "Σίμωνος Πέτρα" στο Άγιο Όρος κτίστηκε από την κομπανία του Ιωάννη Στυλιάδη.
Σχολεία, Τράπεζες, Ιεροί Ναοί, γιοφύρια, σπίτια στην περιοχή της Φλώρινας είναι κτισμένα από Δροσοπηγιώτες μαστόρους.
Το Νυμφαίο δίκαια θαυμάζεται για την αρχιτεκτονική των κτιρίων του, όμως οι αρχιτέκτονες κτιστάδες ήταν άνθρω¬ποι από τη Δροσοπηγή.
Το Δικαστήριο των εν Φλωρίνη Πρωτοδικών με την αριθμ. 36/19.. απόφασή του εγκρίνει το καταστατικό τον Φιλανθρωπικού Συλλόγου Βελκαμένης "Η ΠΡΟΟΔΟΣ". Ιδέες πρωτοποριακές, όχι μόνο για την εποχή εκείνη αλλά και για την σημερινή διαπνέουν τα άρθρα του καταστατικού. Συγκεκριμένα το άρθρο 3 αναφέρει:
"Μέλη του Συλλόγου γίνονται οι δηλούντες ότι αποδέχονται το καταστατικό αυτό, αδιακρίτως φύλου, έχοντες πάντοτε συμπληρώσει το 16ο έτος της ηλικίας των".
Oικογένεια Αρβανιτόβλαχων από τη Δροσοπηγή.
Αλλά και οι δίαυλοι επικοινωνίας με τους απόδημους Δροσοπηγιώτες της Αμερικής και της Ρουμανίας δεν μένουν κλειστοί. Ιδρύονται κι εκεί παραρτήματα του Συλλόγου.
Και το άρθρο 24 αναφέρει: "Εν περιπτώσει διαλύσεως του Συλλόγου άπαν το υπάρχον χρηματικό ποσόν διατίθεται υπέρ της Ελληνικής Δημοτικής Σχολης Βελκαμένης". Κι εδώ πρωταρχικός στόχος η Παιδεία.
Κατά την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα και της Εθνικής Αντιστάσεως η Δροσοπηγή ήταν πρωτοπόρα και λόγω της φυσικής της οχύρωσης και λόγω του πλήθους των κρυψάνων που είχαν κατασκευασθεί για την προστασία των ανταρτών.
Η μεγάλη προσφορά της Δροσοπηγής στα χρόνια εκείνα φαίνεται στο ακόλουθο αποσπάσματα από το σκεπτικό της αριθ. 12/29 Ιουνίου 1921 απόφαση, του Διοικητικού Δικαστηρίου του Υπουργείου Γεωργίας σύμφωνα με την οποία το δάσος της Δροσοπηγής και του Ελόβου περιήλθε στην Κοινότητα Δροσοπηγής. "ως και την κατάθεσαν των μαρτύρων και ιδίως του Γεωργίου Τσόντου Συνταγματάρχου του Πυροβολικού δράσοντος κατά τον Μακεδονικό Αγώνα υπό το ψευδώνυμο Καπετάν Βάρδας, ως και του Νίκου Συδάκη, Γενικού Προξένου της Ελλάδος τότε εν Μοναστηρίω, αποδεικνύεται ότι εν τη περιοχή εκείνη η Μπελκαμένη διαδραμάτιζε σπουδαίο ρόλο και ουσιωδώς ενδιέφερε την πολεμικήν οργάνωσιν η υπό της Μπελκαμένης απόκτησις του δάσους της Ελατιάς, ίνα χρησιμεύσει ως ασφαλές καταφύγιον των Ελληνικών σωμάτων.
Ως προς τούτο οι μνηθέντες μάρτυρες υπό την ιδιότητά των ειργάσθησαν παράτη Ελληνική Κυβερνήσει, ίνα υποβοηθήση την Κοινότητα εις αγοράν του δάσους, όπερ και επευεύχθη δια δανείου χορηγηθέντος εις αυτήν (επ' ονόματι διαφόρων κατοίκων) επί ενεχύρω των εκδοθέντων ταπίων υπό της Τραπέζης της Ανατολής".
Το Ελοβόν ή Ελατιά ήταν συνοικισμός της Δροσοπηγής με κατοίκους προερχόμενους από την Ήπειρο. Το δάσος του Ελόβου αγοράστηκε το 1906 από επιτροπή Δροσοπηγιωτών, από τους αδελφούς Φατήλ και Αμέτ Μπέηδες που κατοικούσαν στην Καστοριά. Έχει ίχνη παλιού χωριού, ίσως της Βυζαντινής ακόμα εποχής και καταστράφηκε προ πολλών ετών, πριν ακόμα και από τη θεμελίωση της Μπελκαμένης.
Η Δροσοπηγή όμως, είχε και το θλιβερό προνόμιο να βιώσει το δικό της ολοκαύτωμα κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής. Ήταν η 3η του Απρίλη 1944.
Η Δροσοπηγή, το κάστρο κι ορμητήριο των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, ζούσε λεύτερη κι ετοιμάζονταν για τα Θεία Πάθη και την ένδοξη του Χριστού Ανάσταση. Κανένα σημάδι δεν προμήνυε το μελλούμενο, ώσπου μία ασυνήθιστη κίνηση των ανταρτών αναστάτωσε το χωριό. Το νέο διαδόθηκε αστραπιαία.
-'Έρχονται οι Γερμανοί!
Οι αντάρτες που παρακολουθούσαν τις κινήσεις ενός Γερμανικού λόχου, ο οποίος είχε στρατοπεδεύσει στην Άνω Υδρούσα, λάβανε θέσεις μάχης, ακριβώς κάτω από το σημερινό χωριό. 'Όταν η Γερμανική διμοιρία έφθασε στο σημείο της ενέδρας, που είχαν στήσει οι αντάρτες, δέχθηκαν τα αιφνιδιαστικά πυρά. Η ανταλλαγή των πυρών ολιγόωρη. Πέντε Γερμανοί πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Οι άλλοι κατόρθωσαν να διαφύγουν, ακολουθώντας την κοίτη του ποταμού, που τους παρείχε πλήρη προστασία. Οι αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν στο χωριό όπου και εκτελέστηκαν. Όμως και οι αντάρτες είχαν το θύμα τους. Το θάψαμε, όπως θάβουνε τους ήρωες, στο έμπα του νεκροταφείου.
Το βράδυ της ίδιας μέρας, ύστερα από αλλεπάλληλες συσκέψεις, πάρθηκε η απόφαση να εγκαταλείψουνε το χωριό. Συνάξανε τα χρειαζούμενά τους, τα φορτώσανε στα γαϊδουράκια και ξεκινήσανε για το βουνό.
Μικροί και μεγάλοι φορτωμένοι με ό,τι μπορούσανε οδεύανε στον δρόμο του πεπρωμένου αδιαμαρτύρητα.
Αφήνανε πίσω τους ό,τι με κόπους και Θυσίες είχανε κτίσει. Αφήνανε πίσω την καμπάνα για την οποία ήταν περήφανοι, γιατί ήταν η μεγαλύτερη καμπάνα σε όλη τη γη. Αφήνανε πίσω τους το Σχολείο, τα όνειρά τους, τις αναμνήσεις τους.
Στο χωριό είχανε μείνει ανήμποροι γέροι και γριές. Είχανε μείνει όμως πιο πίσω και μερικοί Δροσοπηγιώτες, οι οποίοι με σύνεση, λογική και ωριμότητα, φρόντισαν για την εκταφή των εκτελεσθέντων Γερμανών και την επαναταφή τους σε άλλο μέρος, μη τυχόν από τους απομείναντες γέρους κάποιος μετά από βασανιστήρια ομολογούσε για την εκτέλεση των Γερμανών και υποδείκνυε και το σημείο ταφής τους. Παράλληλα στο σημείο της πρώτης ταφής, γκρέμισαν τον παρακείμενο τοίχο για να χαθούν πλήρως τα ίχνη του αίματος.
Όταν ξημέρωσε η 4η του Απρίλη του 1944, ο Γερμανικός στρατός είχε κυκλώσει το χωριό και αφού δεν συνάντησε καμία αντίσταση, μπήκε μέσα. Λεηλάτησε τα σπίτια και την Εκκλησία και στην συνέχεια τα παράδωσε στις φλόγες.
Σχολείο, Εκκλησία, σπίτια και στάβλοι, κόποι και ποτάμια ιδρώτας μιας ζωής, όλα σωριάστηκαν χάμω. Έμεινε μόνο ορθό το καμπαναριό και ελάχιστα σπίτια, για να μηνάει πως κάποτε υπήρχε χωριό και το εξαφάνισε η μάνητα του πολέμου.
Όμως η γη, η Δροσοπηγιώτικη γη, πέρα από την υλική καταστροφή, βάφτηκε και με το αίμα δύο συγχωριανών μας. Του Μηνά του Γκίνου και της Σοφίας Κυριαζή. O θάνατος όμως του παλικαριού της, του αξέχαστου Θωμάκη Σταθόπουλου, συγκλόνισε τις καρδιές όλων. Στ' ανθό της νιότης του γνώρισε το πιο φρικτό, το πιο αργό θάνατο στην Άνω Υδρούσα.
Το βράδυ της ίδιας μέρας, αφού οι Γερμανοί φύγανε, άρχισε η επιστροφή στο χωριό. Αυτό που αντικρίσανε ήταν Χαλασμός.
Και τα πουλιά δεν είχαν που να κουρνιάσουν. Πάνω από μήνα κάπνιζε το χωριό. Οι συνθήκες διαβίωσης γίνονταν μέρα με την μέρα αβάσταχτες.
Εκείνη την χρονιά δεν στολίσανε τον Επιτάφιο. Δεν ψάλλανε το " H Ζωή εν τάφω". Δεν τσουγκρίσανε τα κόκκινα αβγά. Δεν αναστήθηκε για αυτούς ο Χριστός. Φρόντισαν οι κατακτητές να τον Σταυρώσουν πριν την ώρα.
Δεν το βάλανε όμως κάτω. "Με χαλασμένα σύνεργα" αρχίσανε το έργο της ανοικοδόμησης. Βρήκανε το κουράγιο και τη δύναμη να αντέξουνε, να παλέψουνε και να αποδείξουνε πως η Δροσοπηγιώτικη ψυχή είναι μπολιασμένη με το μπόλι του λεύτερου φτερουγίσματος, της αισιοδοξίας και της δύναμης να παράγει έργο δημιουργικό κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες. Ζώντας σαν τους Σουλιώτες εκεί που οι αετοί κτίζουν φωλιές και οι αστραπές ψηλαφίζουν τις κορφές, επόμενο ήταν να διαμορφώσουν έναν τέτοιον χαρακτήρα.
Κι εκεί που πιστεύανε πως όλα είχαν τελειώσει, μετά την αποχώρηση των Γερμανών και την απελευθέρωση της Ελλάδας, πάλι τον Απρίλη του 1947 πήρανε την διαταγή να εγκαταλείψουνε και πάλι το χωριό.
Τούτη τη φορά όμως για πάντα. Τους πήραν και τους πήγαν στην Σκοπιά. Μοιραστήκαν με τους φιλόξενους Σκοπιώτες τα σπίτια τους. Ζήσανε αδελφωμένοι μέχρι το 1950.
Το 1950 και πάλι με διαταγή μετακινηθήκανε στην Κάτω Υδρούσα. Ζήσανε κι εκεί δύο χρόνια, πάντα αδελφωμένοι. Το 1952 αρχίσανε να κτίζουνε και πάλι το χωριό κάτω από τις πιο δύσκολες κι αντίξοες συνθήκες.
Μία νέα σελίδα άρχισε να γράφεται.

Διαμορφωμένο άρθρο που περιέχει μεγάλο μέρος από την  ομιλία του Νεδέλκου Δημητρίου που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της εργασίας Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, του Δημοτικού Σχολείου Δροσοπηγής με Θέμα: «Περπατώντας Γνωρίζουμε καλύτερα τον τόπο μας», Σχολικό έτος 1995-96.

Παρασκευή 8 Απριλίου 2011

HISTORY OF AGIA PARSKEVI FLORINAS

AGIA PARSKEVI
Located 12 kilometres north of Florina, Agia Paraskevi is a borderland village with land that makes the Greek and former Yugoslav borders. The village is a flat agricultural village at an elevation of 612 metres. Agia Paraskevi is neighboured by Dragos across the border, Ethniko, Parori, Kato Kleines, Polyplatanos and Niki.
The village received its name from an old and holy chapel dedicated to the Saint Paraskevi. The village was formerly known as Sfeta Petka but once it was liberated from the Ottoman Turks in 1912 and incorporated into the Kingdom of Greece it was renamed its Greek equivalent of Agia Paraskevi on December 21, 1918. The village settlement was known to have existed from the 15th Century and grew out of the lands that were previously of Ethikon (Opsirina) and Dragos.
Agia Paraskevi has three churches, the oldest house of worship was the chapel of Agia Paraskevi (Sfeta Petka) built in 1570 and was a Holy church of the area. In 1827 it was torched and destroyed by Ottoman Turks. In 1886 a small chapel was rebuilt and enlarged later by the 25th Army of Epiros.
The church of Saint Nikola(s) was built in 1856 and for a short time provided a graveyard for the dead however the churchyard was subject to flooding from the wet and melting snow and relocated to the churchyard of Saint Dimitrios which was erected in 1859. Here the graves of the ancestors of the village can be found.
The village has a small school that existed during the time of the Turks and still stands today and Agia Paraskevi also has a kindergarten which has recently become used as a school.
The village was populated by local families and had no refugee admixtures. Before the villagers were freed from the Turks in 1912 the village had three Turkish families who spoke the local dialect and one Albanian family. The local inhabitant were an industrious people who farmed large flat farmlands. Crops grown included various grains, corns, beans and potatoes. On the nearby hillside named Chaliga was the village vineyards and here on this hillock was the rock named Marko kamen. In local folklore it was believed that the Serbian King Kraljevic Marko sliced the rock with his sword leaving a large gash in the rock, a gash that is still seen today.
The people of Agia Paraskevi migrated for work in the early 1900's to North America and some even made way to South America where they perished. After the turbulence of World War Two and the Greek Civil War many families began to close their doors to their houses and make way to Australia, America and Canada for a better life where they created proud communities that still carry the pride of their village in their hearts.
Today, Agia Paraskevi the old Sfeta Petka is populated by over 120 inhabitants and visited and spoken about with great sentimentality by its children abroad.

Τετάρτη 6 Απριλίου 2011

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΑΝΩ ΚΛΕΙΝΕΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ

΄Ανω Κλεινές , ένα από τα πιο όμορφα χωριά του νομού Φλώρινας, χτισμένο σε υψόμετρο 630μ. μόλις 8 χλμ. από την πόλη της Φλώρινας, ανάμεσα στις καταπράσινες κορυφές Στόμα και Μοναστηράκι,όπου λέγεται από παλιά πως υπήρχε και Μοναστήρι στη θέση αυτή,μάλλον με το όνομα Προφήτης Ηλίας και λίγο παραπάνω η κορυφή του Καλέ που κι εκεί υποστηρίζεται πως υπήρχε παλιό κάστρο, το χωριό μας το διασχίζει ο Γεροπόταμος ποταμός,το μεγαλύτερο ποτάμι της περιοχής, προσδίδοντάς του μια επιπλέον ομορφιά!!


Τα πολύτιμα στοιχεία που παραθέτω παρακάτω, είναι από τις μαρτυρίες που είχα πάρει από τον Παπαστεργίου Χρήστο, κάτοικο ΄Ανω Κλεινών το 1993, ο οποίος τότε ήταν 95 χρονών και τα είχαμε εκδόσει σε τοπική εφημερίδα του Κοινωνικού Κέντρου του χωριού μας, όπου Διευθύντρια ήταν η Χριστίνα Ανδρεάδου.
Το χωριό μας ονομαζόταν Καβακλί,το οποίο όνομα όμως, δεν έχει σχέση με το γνωστό Καβακλί Ανατολικής Ρωμυλίας, το χωριό μας ήταν κάπου απέναντι από το Σουφλί, στην περιοχή Μακρά Γέφυρα(Uzoun Kioprou) περιοχή Ανατολικής Θράκης. Βέβαια κανείς δεν αποκλείει να έχουμε κάποια σχέση με το Καβακλί Ανατολικής Ρωμυλίας,αυτό δεν μπορώ να το πω με βεβαιότητα και ο Χρήστος ο Παπαστεργίου δε μου είχε πει κάτι γι αυτό.
Όλα ξεκίνησαν με την υποχώρηση των Ελληνικών στρατευμάτων από την Μ. Ασία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα και τον ξεσηκωμό των Ελλήνων από τις μέχρι τότε φυσικές τους πατρίδες μπροστά στο φόβο της εκδίκησης των Κεμαλικών στρατευμάτων.΄Ετσι και στο χωριό Καβακλί που μέχρι τότε κατοικούσαν 135 οικογένειες Ελλήνων θρακιωτών, ξεκίνησαν για την Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1922 παίρνοντας μαζί τoυς όλο τους το βιος.
Περνώντας τον ΄Εβρο ποταμό, 42 οικογένειες χώρισαν και πήγαν στο Διδυμότειχο και οι υπόλοιπες στο Σουφλί της σημερινής Θράκης. Επειδή οι Καβακλιώτες είχαν μαζί τους και τα κοπάδια τους,οι Σουφλιώτες τους έδιωξαν το 1923, γιατί αυτοί καλλιεργούσαν το μετάξι και φοβόταν για τα κουκούλια τους.
΄Ετσι, φεύγουν πάλι και έρχονται στο χωριό Δερβένι Αλεξανδρουπόλεως, στο χωριό αυτό κατοικούσαν Βούλγαροι,τους οποίους όμως το ελληνικό κράτος τους είχε στείλει εξορία σε ελληνικά νησιά. Τον Ιούλιο όμως του 1923 οι Βούλγαροι επιστρέφουν. Αυτό είχε ως συνέπεια τη δημιουργία μίσους μεταξύ των Βουλγάρων και Καβακλιωτών.
Οι Βούλγαροι σκοτώνουν πέντε παιδιά Καβακλιωτών που βοσκούσαν τα κοπάδια τους και κλέβουν και τα ζώα τους, αυτό είχε ως αποτέλεσμα τον εκφοβισμό τους κι έτσι αυτοί το 1923 στέλνουν στη Θεσ-νίκη τον παπά του χωριού Τσιλιμπάκη Παπα-Στέργιο και τον Δημήτρη Πολυμέρη ως εκπροσώπους του χωριού τους, να συναντήσουν τον Υπουργό Γεωργίας Σιδέρη, για να τους πει εάν υπάρχει άλλο μέρος να πάνε.
Πραγματικά αυτός τους προτείνει τη Φλώρινα,όπου υπήρχαν τρία χωριά για να πάνε,αυτά ήταν : η ΄Ανω Κλεινές,η Μελίτη και ο Τροπαιούχος.
Τον Αύγουστο του 1923 ξεκινούν από το Δερβένι με το τρένο για τη Φλώρινα που πραγματικά δεν ξέρουν πού είναι. ΄Ολοι οι κάτοικοι μαζί με το βιος τους ήταν 30 βαγόνια.
Μετά από πολύ μεγάλη διαδρομή φτάνουν στο σημερινό Αρμενοχώρι όπου και κατεβαίνουν. Καθώς ερχόταν στο σημερινό μας χωριό, στο δρόμο βρίσκουν το Δεσπότη της περιοχής που ερχόταν από το Μοναστήρι-Μπίτολα και ήταν ο Δεσπότης Πολύκαρπου,ο Δεσπότης θέλοντας να τους εξυπηρετήσει, παίρνει μια αντιπροσωπεία από τους χωριανούς και πηγαίνει στο Νομάρχη, ο οποίος ήταν γνωστός στους χωριανούς μου από το Σουφλί και ήταν ο κύριος Παπάζογλου.
Ο Νομάρχης τους συστήνει να πάνε να κατοικήσουν στο σημερινό χωριό μας,το χωριό ΄Ανω Κλεινές, αφού πρώτα τους έδωσε τρόφιμα για τα γυναικόπαιδα.

Ναθαναήλ Βαρσαμάκης και Βαϊανή
 Βαρσαμάκη,  ίσως στο γάμο τους το 1931.
Στο χωριό, οι ΄Ελληνες της Ανατολικής Θράκης βρήκαν Τούρκους, οι οποίοι δεν είχαν φύγει και έζησαν μαζί τους γύρω στις δυο βδομάδες,τις ημέρες αυτές οι τούρκοι πουλούσαν στους συγχωριανούς μου οτιδήποτε δεν μπορούσαν να πάρουν μαζί τους, κυρίως σκεύη που τα χρησιμοποιούσαν για τις καθημερινές τους ανάγκες,σπίτια και χωράφια δεν μπορούσαν να τους πουλήσουν, γιατί υπήρχε το ζήτημα της ανταλλαγής πληθυσμών, όπου αργότερα το ελληνικό κράτος έδωσε στους συγχωριανούς μου τίτλους κυριότητας για τα σπίτια και μοίρασε κλήρο σε κάθε οικογένεια για τα χωράφια τους, πρέπει να πούμε ότι το χωριό μας ήταν αμιγώς Τούρκικο κι εδώ έμεναν Αγάδες της περιοχής, τρεις από τους οποίους είχε σκοτώσει ο Καπετάν Κώττας, επειδή είχαν επιβάλει βαρύτατα πρόστιμα στο χωριό Ακρίτας(Μπούφι),σύμφωνα με το βιβλίο ΄΄Κώττας΄΄του κ. Ανδρέου και ο κάμπος του χωριού μου που συνορεύει με τον κάμπο του χωριού του Παρορίου, ήταν το όριο ανάμεσα στον Καζά Μοναστηρίου και στον Καζά Φλώρινας. Μαζί με τους Καβακλιώτες είχαν έρθει και αρκετές οικογένειες από την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Θράκης και περιοχές κοντά στην Κων-πολη, επίσης στο χωριό μας ήρθαν και μείναν τρεις οικογένειες ποντίων και αυτές ήταν οι οικογένειες Διλαβερίδη , Ματσκαλίδη και Ανδρεάδη. Η πρώτη οικογένεια Ελλήνων που ήρθε και κατοίκησε πέρα από τους Καβακλιώτες, ήταν η οικογένεια Φερμάνη, που είχε κατέβει από το χωριό Ακρίτας(Μπούφι). Αργότερα ήρθαν και άλλοι ΄Ελληνες από τα χωριά Παρόρι και Κρατερό.
Το 1925 πολλές οικογένειες από το χωριό μας έφυγαν πίσω στη Θράκη και κατοικούν ακόμη και σήμερα στο χωριό Πέπλο του Ν.΄Εβρου.
Πρέπει να τονίσουμε ότι το 1926 άρχισε να χτίζεται η εκκλησία του χωριού μας που πανηγυρίζει την Αγία Τριάδα, στο χτίσιμο της οποίας συμμετείχαν όλοι οι χωριανοί και τα εγκαίνιά της έγιναν το 1927,μέχρι τότε οι ΄Ελληνες προσευχόταν στο τζαμί του χωριού που ήταν στο σημερινό παλιό σχολείο.
Μετά λοιπόν από αυτήν την πολύχρονη πορεία προς το άγνωστο,οι ΄Ελληνες της Ανατολικής Θράκης φτάνουν στον τόπο που θα αποτελέσει πλέον τη νέα τους πατρίδα,το νέο τους χωριό,όπου ενωμένοι με τους συμπαγείς εδώ ελληνικούς πληθυσμούς, θα προσπαθήσουν ο καθένας μόνος του και όλοι μαζί για την τακτοποίηση των οικογενειών τους πρώτα απ΄ όλα και αργότερα με το να συμβάλλει ο καθένας με τον τρόπο του στη δημιουργία και στο χτίσιμο της Νέας Ελλάδας!!
Ευχαριστώ το Δημήτρη Σταύρου κάτοικο του χωριού μας, που φύλαξε την εφημερίδα την οποία είχαμε εκδόσει το Φεβρουάριο του 1993, για να έχουμε σήμερα τα πολύτιμα αυτά στοιχεία!!

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥ ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ (Δάσκαλος)

Σίμος Ιωαννίδης Γκράτσος ή Στογιάννης ή Αρμενσκιώτης, οπλαρχηγός Μακεδονομάχος από τα Άλωνα (Αρμένσκο) Φλώρινας.



Αρχικά διατέλεσε υπασπιστής του Κώττα Χρήστου. Μετά τον απαγχονισμό του καπετάν Κώττα αναγκάστηκε να καταφύγει στην Αθήνα. Επανήλθε μετά από λίγο καιρό συνεργαζόμενος με τον Ευθύμιο Καούδη, δρώντας στην περιοχή του Περιστερίου. Το 1904 συμμετείχε στην επιχείρηση του Ζελενιτσίου (Σκλήθρου), όπου εξοντώθηκαν 19 Βούλγαροι κομιτατζήδες. Στη συνέχεια συνεργάστηκε με τον Γεώργιο Τσόντο επίσης, στις περιοχές Φλώρινας, Βαρνούντα και Πελαγονίας. Μετά το 1906 συγκρότησε δική του ομάδα, στην οποία τέθηκε επικεφαλής και συνεργάστηκε με το σώμα του Παύλου Ρακοβίτη. Στις 24 Οκτωβρίου 1906 η ομάδα του οπλαρχηγού Σίμου Στογιάννη σκότωσε τρεις βουλγαρίζοντες άντρες και μια γυναίκα από την Τύρσια (Τρίβουνο) Φλώρινας που πήγαιναν στο παζάρι της Φλώρινας. Το σώμα του έδρασε στην ανατολική και νότια πλευρά του Βέρνου έως το 1908. Του ανατέθηκε η αποστολή της εξόντωσης του Βασίλ Τσακαλάρωφ αλλά δεν κατάφερε να την φέρει εις πέρας.
 Πήρε μέρος στις εορταστικές εκδηλώσεις των Νεοτούρκων μετά την ανακήρυξη του συντάγματος και τη λήξη των εχθροπραξιών.
Προς τιμήν του μετονομάστηκε το χωριό Μοτέσνιτσα της Φλώρινας σε Σίμος Ιωαννίδης, το 1957.

Γενικό Επιτελείο Στρατού, Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, Αθήνα 1979, σσ. 133, 301.

Ιωάννης Σ. Κολιόπουλος (επιστημονική επιμέλεια), Αφανείς, γηγενείς Μακεδονομάχοι, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2008, σ. 162

Παρασκευή 1 Απριλίου 2011

Ο Μακεδονομάχος Ιωάννης Ιωαννίδης, από την Κιουτάχεια Μικράς Ασίας


Ο Ιωάννης Ιωαννίδης, είναι γέννημα της Κιουτάχειας. Τα λιγοστά ιστορικά στοιχεία δεν μας επιτρέπουν να γνωρίζουμε λεπτομέρειες για τη ζωή του, γνωρίζουμε όμως ότι είχε την τύχη να μεγαλώσει σε μια περίοδο μεγάλης οικονομικής προόδου της Ελληνικής κοινότητας της Κιουτάχειας και εντυπωσιακής ανάπτυξης των εκπαιδευτηρίων της. Υπήρξε μαθητής του άξιου δάσκαλου του Γένους Χρήστου Τουργούτη, στον οποίο οφείλει πολλά η Κιουτάχεια. Το 1902, ο Ιωαννίδης ήταν ακόμη μαθητής στην αστική σχολή, όταν για πρώτη φορά επισκέφθηκε την Κιουτάχεια προσκεκλημένος από τον Φουάτ  Πασά, (που ήταν Τουρκοκρητικός και μιλούσε άπταιστα την Ελληνική) ο Γενικός Πρόξενος της Ελλάδας στη Σμύρνη, Αντωνόπουλος συνοδευόμενος από τον καβάση του - έναν εύζωνα με αθλητικό παράστημα-. Οι Κιουταχειώτες δεν είχαν ξαναδεί εύζωνα και εντυπωσιάστηκαν. Γράφει ο Σάββας Εφραιμίδης: «Πανζουρλισμόν προεκάλεσεν εις τους μαθητάς της αστικής σχολής η παρουσία του καβάση με την ευζωνικήν του στολήν ως εκπροσώπου των αγωνιστών του 1821».
Τον Αύγουστο του 1904, η Δημογεροντία της Ελληνορθόδοξης κοινότητας Κιουτάχειας, αποφάσισε να στείλει 10 άριστους απόφοιτους της αστικής Σχολής, να συνεχίσουν τις σπουδές τους σε ονομαστά σχολεία της εποχής, με σκοπό να επιστρέψουν ως δάσκαλοι στα εκπαιδευτήρια της κοινότητας. Μεταξύ αυτών, ήταν και ο Ιωάννης Ιωαννίδης, που εστάλη στο τετρατάξιο Γυμνάσιο Τσοτυλίου. Στη Μακεδονία ο Ιωαννίδης έζησε όλα τα συγκλονιστικά γεγονότα του Μακεδονικού αγώνα, που είχε πια φουντώσει και ενθουσιάστηκε. Έτσι τον Σεπτέμβρη του 1905, σε ηλικία μόλις 17 ετών, εγκαταλείπει τα μαθητικά θρανία και κατατάσσεται στην ανταρτική ομάδα του Κρητικού οπλαρχηγού Γεώργιου Σκαλίδη. Το σώμα του Σκαλίδη έδρασε στην περιοχή του Μοριχόβου, που ανήκει σήμερα στη FYROM και είναι η περιοχή βόρεια από τον Σκοπό και το Καϊμακτσαλάν. O Σκαλίδης υπήρξε εξαιρετικά γενναίος, παράτολμος, φιλότιμος αλλά και απείθαρχος, με αποτέλεσμα το Κέντρο Μοναστηρίου που ήταν υπεύθυνο για την περιοχή, να τον αποκηρύξει, μαζί με τον επίσης Κρητικό οπλαρχηγό Νικολούδη. Τότε ο Σκαλίδης έστειλε την παρακάτω επιστολή :

« Προς το Εθνικό Κέντρο Μοναστηρίου.
Κύριε Καλαμαρά, γαλονά, κολοκύθα, που μας δίνεις διαταγές από το γραφείο σου και το κρεβάτι σου και μας διώχνεις από του μπαμπά σου το τσιφλίκι το Μορίχοβο και μας αποκηρύπεις και επικηρύττεις. Έλαβα το έγγραφό σου. Θα λάβεις την απάντησή μου.

O στασιαστής Γ Σκαλίδης, οπλαρχηγός»

Να ποια ήταν η απάντηση του Σκαλίδη όπως την καταγράφει στα απομνημονεύματά του ο Ιωάννης Καραβίτης : «Κατέβηκε με το σώμα του στον κάμπο του Μοναστηρίου, που δεν είχε πατήσει ποτέ το πόδι του αντάρτης και σαν να πηγαίνανε σε γάμο με τη γκάιντα και χορεύοντας, πήραν σβάρνα τα χωριά ζητώντας από τους κομιτατζήδες να βγούνε να πολεμήσουνε. Τα πατριαρχικά χωριά αναθαρρήσανε και πήγαιναν στη Μητρόπολη και ζητούσαν να επιστρέφουν και πάλι στο Πατριαρχείο. Οι εξαρχικοί πάλι ζητούσαν από τους Τούρκους προστασία. Όταν το προξενείο είδε την απήχηση που είχε η δράση του σώματος, έστειλε επιστολή και ανακαλούσε την αποκήρυξη και έλεγε στον Σκαλίδη να τραβηχτεί στα βουνά του Μοριχόβου, γιατί οι Τούρκοι εξαγριώθηκαν με το τόλμημά του και ετοίμαζαν μεγάλη επιχείρηση εναντίον του. O Νικολούδης θεώρησε την αλλαγή στάσης του κέντρου επαρκή και συμμορφώθηκε, αλλά ο Σκαλίδης δεν ήθελε να ακούσει πλέον τίποτα και επέμενε να στείλει στο κέντρο την απάντηση που υποσχέθηκε. Ζήτησε από τους άντρες του να φύγουν όσοι θέλουν με τον Νικολούδη στα βουνά αλλά κανείς δεν δέχθηκε να φύγει.»
Στις 23 Μαρτίου του 1906, το σώμα συγκρούσθηκε με δύναμη 250 Τούρκων και πολέμησαν μέχρις εσχάτων στην τοποθεσία Κράπα του χωριού 'Ιβενι (17 χιλιόμετρα βόρεια του χωριού Σκοπός) και έπεσαν για τη Μακεδονία μας, ο Γεώργιος Σκαλίδης και οι 15 από τους 16 άνδρες του, ενώ ένας τραυματισμένος πιάστηκε ζωντανός από τους Τούρκους. Τα παλικάρια του Σκαλίδη που έπεσαν πολεμώντας για τη Μακεδονία μας ήταν:
7 Μακεδόνες: Γιοβάν Κορμούζης, Τράικος Σοβίτσε, Νικόλαος Καρανικόλας, Στόικο Μήτρε, Γεώργιος Χρήστου, Στόιαν Ζλάτε Δημήτριος Τσίτσιρας,
4 Κρητικοί: Αντώνιος Μπουντουράκης, Μιχαήλ Χατζηδάκης, Κωνσταντίνος Κροκίδης, Γεώργιος Σαραφάκης,
3 από την Ελεύθερη Ελλάδα: Ιωάννης Ντέμπαρης, Βασίλειος Κωστόπουλος, Δημήτριος Μανδώρος και
1 Μικρασιάτης, ο 18χρονος Κιουταχειώτης Ιωάννης Ιωαννίδης .
Ο Ιωάννης Ιωαννίδης δεν γύρισε ποτέ πίσω στην Κιουτάχεια για να διδάξει τα παιδιά της. Έμεινε για πάντα στη Μακεδονική γη προπομπός και λαμπαδηφόρος όλης της Ελληνικής κοινότητας της Κιου-τάχειας που τον ακολούθησε, αλίμονο 17 χρόνια αργότερα με τον ξεριζωμό από τις πατρογονικές εστίες και εγκαταστάθηκε στη γη της Μακεδονίας, που ο Ιωαννίδης πότισε με το αίμα του. Ας είναι αιωνία η μνήμη του.

Πηγή: Δελτίο τύπου του συλλόγου Κιουταχειωτών και Μικρασιατών Φλώρινας "Ο Αγ. Μηνάς"

Αντίγραφο επιστολής όπου περιγράφονται τα γεγονότα
Κύριε 'Υπουργέ

Συμπληρών δε την ύπ. άριθ. 273 έκθεσίν του Β. τούτου Προξενείου, λαμβάνω την τιμήν ν' αναφέρω τη  Υμετέρα Εξοχότητι τας λεπτομερείας της καταστροφής του σώματος τούτου.
Την δεκάτην π.μ. της 21ης Μαρτίου ευρέθη κυκλωμένον παρά το χωρίον Ίβεν το σώμα Σκαλίδη, υπό διακοσίων περίπου στρατιωτών. Μετά εξάωρον μάχην επτά των ημετέρων έκειντο νεκροί και έξ τραυματίαι. Ο Γεώργιος Σκαλίδης μετά των πέντε περισωθέντων οπαδών του επιχειρεί τότε έφοδον, διασπά τον στρατόν και διευθύνεται παρά την Θέσιν Κράπα, ένθα υπήρχε πόρος, ίνα διαβή τον Εριγώνα και διασωθή εις κυρίως Μορίχοβον. Ότε εις το έναντι μέρος του ποταμού κατέφθασεν ικανός αριθμός στρατιωτών, οίτινες ήρξαντο πυροβολούντες.
Μετ' ου πολύ κατέφθασαν και νέαι επικουρικαί δυνάμεις εκ του Ίβεν και άλλων σημείων και απέκλεισαν τον Σκαλίδην εις τούς βράχους της θέσεως Κράπα. Οι ημέτεροι, εξαντλήσαντες τα πυρομαχικά των, έρριψαν εις τον ποταμόν τον οπλισμόν των και έπεσαν βληθέντες υπό των τουρκικών σφαιρών. Ο αρχηγός εξαντλήσας τα φυσίγγια του έθραυσε το όπλον του εις τους βράχους και είτα δια του περιστρόφου του εξηκολούθει να μάχηται μέχρις ότου εξαντλήσας τα φυσίγγιά του έρριψε τούτο εις τον ποταμόν. Μεθ’ ο ώρμησε κρατών την μάχαιράν του κατά του τουρκικού στρατού, ότε πληγείς καιρίως εφονεύθη.
Και αυτός ούτος ο ηρωικός θάνατος του αρχηγού Σκαλίδου συνετέλεσεν εις το να εμψυχώση τους χωρικούς, οίτινες δεν παύονται μετ' ευλαβείας ν’ αναφέρωσι το όνομα αυτού και να εγκωμιάζωσι το ατρόμητον και τον ηρωισμόν του φονευθέντος.
Τα ονόματα των φονευθέντων ανδρών του σώματος Σκαλίδου εισί τα’ ακόλουθα: Αντώνιος Μπουντουράκης, Μιχαήλ Χατζηδάκης, Κωνστ. Κροκίδης, Γεώργιος Σαραφάκης, άπαντες Κρήτες. Νικόλαος Καρανικόλας, Δημήτριος Τσίτσιρας, Γιοβάν Κορμούζης, Τράικος Σοβίτσε, Στόικο Μήτρε, Γεώργιος Χρήστου και Στωιάν Ζλάτε, άπαντες Μακεδόνες. Εξ Ελλάδος ήσαν οι: Ιωάννης Νέμπαρης (επαρχία Βάλτου), Βασίλειος Κωστόπουλος και Δημήτριος Μανδώρος (Μαλακάσι). Εις ανατολίτης: ό Ιωάννης Ιωαννίδης.
[Χαλκιόπουλου, βλ. σελ. 980 αρ. 88]