Ο καιρός της Φλώρινας

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2010

Μακεδονικός Αγώνας. Σκοπιά Φλώρινας


Ο Άγιος Δημήτριος σκοτώνει τον
 Βούλγαρο ηγεμόνα Ιωάννη Ασσάνη,
αποκαλούμενο και ως Σκυλογιάννη, το 1207.
Συμβολίζει την νίκη των Ελλήνων
επί των Βουλγάρων
 Η περίοδος του μακεδονικού αγώνα διαρκεί τέσσερα χρόνια (Ι904–1908). Τότε έγιναν οι περισσότερες επιχειρήσεις και συγκρούσεις που σκοπό είχαν να ενισχύσουν το ελληνικό στοιχείο στην περιοχή της Μακεδονίας, που δοκιμάζονταν από οργανωμένους πυρήνες Βούλγαρων κομιτατζήδων και ντόπιων συνεργατών τους. Οι προκλήσεις από τους Βουλγάρους είχαν αρχίσει από πιο παλιά και σιγά σιγά αυτές πολλαπλασιάζονταν. Έτσι ιδιαίτερα μετά τον άτυχο πόλεμο του Ι897 και καθώς οι ελληνικές κυβερνήσεις φοβόντουσαν, για να μη δώσουν αφορμές στην Τουρκία, η Μακεδονία ζει το μεγάλο της δράμα. Οι κομιτατζήδες έχοντας τη δυνατότητα να κινούνται ανενόχλητοι, δημιουργούν με την προπαγάνδα τους εκβιασμούς και τις σφαγές ιερέων, δασκάλων και λαϊκών ένα κλίμα τρόμου για τους ελληνικούς πληθυσμούς. Προσπαθούν να εξαφανίσουν κάθε τι ελληνικό καίγοντας εκκλησίες, σπίτια, βιβλία και εξαγοράζοντας συνειδήσεις. Εκμεταλλευόμενοι τη δεινή θέση των κατοίκων εξ αιτίας του αφόρητου ζυγού των Τούρκων, αλλά και την απογοήτευση από τη χλιαρή στάση του Ελληνικού κράτους, άρχισαν μετά το Ι897 να προσεγγίζουν σλαβόφωνους πληθυσμούς και να τους μυούν με το πρόσχημα της μελλοντικής απελευθέρωσης όλου του χριστιανικού πληθυσμού. Και αυτό γιατί χωρίς τη σύμπραξη του ελληνικού στοιχείου που ήταν η πλειοψηφία, ήταν αδύνατη η προώθηση των σχεδίων του κομιτάτου των Βουλγάρων.
Ευτυχώς για τη Μακεδονία την κρίσιμη αυτή περίοδο έρχεται στην Καστοριά ο Γερμανός Καραβαγγέλης ως δεσπότης και παίρνει στα στιβαρά του χέρια τον αγώνα. Ο Κώτας από τη Ρούλια, ο Βαγγέλης από το Στρέμπενο, ο Πύρζας από τη Φλώρινα, ο καπετάν Στέφος, ο Τέγος Σαπουντζής, ο παπα-Ηλίας από το Πισοδέρι και πολλοί άλλοι ντόπιοι, μαζί με τους Νοτιοελλαδίτες που σιγά σιγά αρχίζουν να μπαίνουν στη Μακεδονία, όπως ο Παύλος Μελάς, ο Ευθύμιος Καούδης, ο Τέλος Αγαπηνός, ο Βάρδας και άλλοι, αρχίζουν το σκληρό και αδυσώπητο αγώνα για μια Μακεδονία με την Ελλάδα στη θέση που της ανήκει και της αξίζει. Ο Καστοριάς Καραβαγγέλης κρατάει το φρόνημα ψηλά με το πιστόλι στο χέρι ή κρυμμένο κάτω από το σάκο μπαίνει στις εκκλησίες για να λειτουργήσει, να τον ιδούν οι φοβισμένοι να αναθαρρήσουν. Οι συμμορίες του Τσακαλάρωφ, του Μήτρε Βλάχου και των άλλων αρχίζουν να χάνουν τη ψυχραιμία τους, αρχίζουν τις φρικαλεότητες και τα βασανιστήρια. Η Νεβολιάνη(Σκοπιά Φλώρινας) είναι ίσως το μοναδικό χωριό που έχει τρείς ιερείς θύματα των κομιτατζήδων. O παπα-Κώστας Σταμπουλής, 0 παπα-Αναστάσης και αργότερα το Ι943 ο παπα-Δημήτρης Σταμπουλής κρεμιέται στην Κλαδοράχη από τους Γερμανούς, αφού τον πρόδωσαν οι συνεργάτες των Γερμανών την εποχή εκείνη, οι Βούλγαροι για να πάρουν εκδίκηση.
Το Ι907 απαγχονίζεται από το Βουλγαρικό κομιτάτο και ο δάσκαλος Αναστάσιος Κουσμάνης, γιατί δίδασκε τα ελληνικά γράμματα. Τον κρέμασαν στον κάμπο τον χωριού μια μέρα που πήγαινε να κόψει χόρτα για τα ζώα του. Σήμερα η περιοχή ονομάζεται προς τιμήν του "Δασκάλου Κουσμάνη " .
Εκτός από τους προαναφερθέντες, την περίοδο του μακεδονικού αγώνα δολοφονούνται πάλι από τους Βουλγάρους, ο Ιορδάνου Χαράλαμπος και Νάνος Γιαννάκης. Στην περίοδο της γερμανικής κατοχής συλλαμβάνεται και φυλακίζεται, πάλι από στρατό των Βουλγάρων, ο Τράιτσης Στογιάννης, που κάτω από περίεργες συνθήκες σκοτώνεται μέσα στις φυλακές της Θεσ/κης. Όλοι σχεδόν έχαναν το λάθος να έχουν ελληνική συνείδηση και να μην υποκύπτουν στους εκβιασμούς. Σήμερα το ηρώο στην είσοδο του χωριού θυμίζει την πρόσφορά τους στη πατρίδα, την προσφορά που επισφραγίστηκε με το αίμα τους το μαρτυρικό. Ο μακεδονικός αγώνας συνεχίστηκε μέχρι το Β' παγκόσμιο πόλεμο και ακόμη και σήμερα δεν τελείωσε γιατί μπορεί να μην είναι ένοπλος, είναι όμως πιο δύσκολος και υπάρχουν και τα μεγάλα συμφέροντα. Θα συνεχιστεί είτε με το όπλο, είτε με τη γραφίδα, είτε με το σταυρό και τη ρομφαία.
Z.L.

Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010

ΤΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΚΑΙ Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

Το οικουμενικό Πατριαρχείο είναι το κέντρο της Ορθοδοξίας. Από αυτό αιώνες τώρα οι ορθόδοξοι αντλούν τη δύναμη της παράδοσης και έχουν την καθοδήγηση τα όλα σχετικά με την πίστη τους. Φυσικά το πάν δεν είναι το Πατριαρχείο του οποίου η δραστηριότητα του εξαντλείται στην πρωτοκαθεδρία και τον ηγεμονικό ρόλο, γιατί η ορθοδοξία είναι πολλά μαζί. Είναι το μυστικό καντηλάκι που φέγγει διαρκώς με τη σάρκωση του θείου λόγου. Είναι η παράδοση, είναι η στρατευμένη και θριαμβεύουσα εκκλησία, η ορθή-δόξα της αρχαίας Χριστιανικής εκκλησίας που συνεχίζει να υπάρχει αταλάντευτη και αμόλυντη μέχρι σήμερα. Είναι ο μοναδικός δρόμος και το λιμάνι σωτηρίας.
Αυτήν την Ορθοδοξία πολέμησαν από την αρχή και την πολεμούν μέχρι σήμερα πολλοί και για διάφορους λόγους, Άλλοι απ’ έξω και άλλοι από μέσα από την ίδια. Τούτο το τελευταίο έκαναν οι εξαρχικοί όταν προσπαθώντας να ικανοποιήσουν τις εθνικιστικές τους βλέψεις, χρησιμοποίησαν την ίδια τους τη θρησκεία. Τρομοκράτησαν και δολοφόνησαν με σκοπό να εκβιάσουν συνειδήσεις, για να προσχωρήσουν στην Εξαρχία, αλλά πως μπορούσε μια τέτοια στηριγμένη στη βία και το αίμα να επιβιώσει; Έσβησε μετά από λίγα χρόνια.
Το ίδιο ακριβώς θα συμβεί και με τη λεγόμενη “ Μακεδονική εκκλησία” των Σκοπιών. Δεν μπορείς να είσαι αποκομμένος από αυτό που λέγεται Ορθοδοξία και να είσαι ορθόδοξος. Είναι ασυνταίριαστο πράμα κάτι ερμαφρόδιτο, που δε μπορεί να σταθεί πουθενά.
L.Z.

Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2010

Η ΕΞΑΡΧΙΑ

Η ίδρυση της βουλγαρικής εξαρχικής εκκλησίας, έγινε στις 27 Φεβρουαρίου του 1870. Σκοπός ή αστυνόμευση με ομάδες οργανωμένων Κομιτατζήδων και η απόσχισή από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τελικά αυτό που ένιωσαν οι μακεδόνες στο πετσί τους ήταν η ανατριχίλα από τη θέα των κατακρεουργημένων και σφαγμένων θυμάτων του Βουλγαροφασισμού. Η εξαρχία έχοντας καλές σχέσεις με τους κατακτητές Τούρκους, αλλά και τους Ρώσους, πέτυχε το διορισμό Βούλγαρων επισκόπων, για να πραγματοποιήσει τη μεταστροφή των Ελληνόφωνων, Βλαχόφωνων, και Σλαβόφωνων πληθυσμών, για να αποκτήσουν βουλγαρική συνείδηση.
Η Οθωμανική αυτοκρατορία με διάφορα μέτρα που πήρε, διευκόλυνε την προσπάθεια για εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας. Τέτοια μέτρα ήταν τα φιρμάνια με τα οποία ιδρύθηκαν οι βουλγαρικές επισκοπικές έδρες της Αχρίδος και των Σκοπίων το 1890 και το έτος 1894 των Βελασσών και Νευροκοπίου. Παράλληλα δίνει τη συγκατάθεσή της για διορισμό και άλλων εκπροσώπων της εξαρχίας σε επαρχίες που υπάγονταν αποκλειστικά στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου . Έτσι το 1897 ιδρύονται νέες επισκοπικές έδρες στη Δίβρα, στη Στρώμνιτσα και το Μοναστήρι. Αμέσως καθιερώνονται από τη Βουλγαρία και οι θεσμοί των εμπορικών πρακτόρων για καλύτερα αποτελέσματα. Από τη μια οι Τούρκοι από την άλλη οι Βούλγαροι το αποτέλεσμα είναι να παραλύσουν οι εκκλησιαστικοί και οι κοινοτικοί φορείς και να καταδιώκεται το ελληνικό στοιχείο που υπερείχε.
Στη Νεβαλιάνη (Σκοπιά Φλώρινας) οι εξαρχικοί, για όσο χρονικό διάστημα αποτελούσαν μια μικρή μειοψηφία, δεν μπορούσαν να έχουν επιτυχία στις προσπάθειές τους, γιατί αντιμετώπιζαν τη σκληρή αντίσταση των προσηλωμένων στο Πατριαρχείο με επικεφαλείς τους ιερείς του χωριού. Εκκλησιάζονται στη μικρή εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου(Μοναστήρ) και από το 1902 μέχρι το 1906 θάβουν τους νεκρούς τους στο προαύλιο της ίδιας εκκλησίας. Οι λίγοι εξαρχικοί επιστρέφουν αμέσως μετά από λίγο στο Πατριαρχείο.
Μετά το θάνατο του τελευταίου έξαρχου Ιωσήφ στην Κωνσταντινούπολη, η εξαρχία σβήνει το 1915. Κάτι παρόμοιο είναι σήμερα η λεγόμενη” Αυτοκέφαλη εκκλησία της Μακεδονίας” που παραμένει αποσχισμένη μετά την απόφαση της Α΄προσυνοδιακής διάσκεψης, το Νοέμβρη του 1976 στο CHAMBESH Γενεύης.
Z.L.

Παπανάστασης Στόικος – Χρήστου ένας φωτισμένος ιερέας από τη Σκοπιά Φλώρινας

Ήταν ένας φλογερός και δυναμικός πατριώτης. Ήταν ο κύριος μοχλός αντίστασης των ελλήνων κατά του εκβουλγαρισμού τα δύσκολα χρόνια που προηγήθηκαν από το μακεδονικό αγώνα, αλλά και κατά τη διάρκειά του μέχρι τη δολοφονία του το 1906.
Γεννήθηκε το 1821 στη Νεβολιάνη (Σκοπιά) και η καταγωγή του πατέρα του ήταν από το Κονοπλάτι της Β. Ηπείρου. Σε νεαρή ηλικία πήγε στην Πόλη και εκεί απέκτησε κάποια θεολογική μόρφωση σπουδάζοντας για ένα μικρό διάστημα. Οι γονείς του πουλούσαν όλο το γάλα και τα άλλα κτηνοτροφικά προϊόντα για να μπορέσουν να τον συντηρήσουν κατά το διάστημα της εκεί παραμονής του. Στην ηλικία των 40 περίπου χρονών έγινε κληρικός και τα τελευταία χρόνια της ζωής του εκτελεί και χρέη αρχιερατικού επιτρόπου της Μητρόπολης Μογλενών. Είχε άλλα τρία αδέρφια και όλοι τους ήταν νοικοκυραίοι και ζούσαν μαζί με τις οικογένειες τους και τη γριά μάνα τους. Γύρω στα 1860 μια ομάδα Τουρκαλβανών γκέκηδων μπαίνει ένα βράδυ στο σπίτι τους και καθώς κατορθώνουν όλοι να ξεφύγουν εκτός από τη μάνα τους, τη βασανίζουν για να τους αποκαλύψει αυτά που ζητούσαν . Από τότε τα αδέρφια χωρίζουν και ο καθένας κάνει το δικό του νοικοκυριό.
Ήταν δραστήριος και με απεριόριστες ποιμαντικές ικανότητες. Ενδιαφερόταν για την τιμή και την αγιοπρέπεια των κατοίκων του χωριού συμβουλεύοντάς τους κατά περίσταση. Τους έλεγε να προσέχουν τη συμπεριφορά και το ντύσιμό τους: “Να ντύνεστε καλά να μη μας πατάνε στην τιμή οι Τούρκοι”. Βοηθούσε στην επίλυση των ατομικών διαφορών μεταξύ των κατοίκων και φρόντιζε ώστε η φορολογία προς τη τουρκική διοίκηση να είναι δίκαιη και ανάλογη με τη δυνατότητα του καθενός. Έχαιρε της ιδιαίτερης εκτίμησης και από το τούρκικο στοιχείο, γιατί οι Τούρκοι αναγνώριζαν ένα σοφό και συνετό ιερέα, ώστε να δέχονται με ευχαρίστηση τα πρόσφορα που τους πρόσφερε και να τον καλούν για ευχέλαιο στα άρρωστα παιδιά τους.
Συνέβαλε στο κτίσιμο του παλιού σχολείου, γιατί πίστευε ότι τα γράμματα είναι απαραίτητα για τους νέους, όταν θα ελευθερωνόταν η πατρίδα. Πολλές φορές αφότου είχε αρχίσει να λειτουργεί το σχολειό έμπαινε μέσα στην τάξη και συνιστούσε στους μαθητές εκτός του ότι έπρεπε να διαβάζουν να είναι και ενάρετοι: " Τα καλά μου τα παιδιά, να διαβάζετε " έλεγε στα ελληνόπουλα. Αρωγός των φτωχών και γενικά των αναξιοπαθούντων βοηθώντας τους με οποιοδήποτε τρόπο. Μοίραζε στάρι και καλαμπόκι και έδινε συνέχεια συμβουλές. Προς το τέλος της ζωής του παρόλο που ήταν πολύ γέροντας συλλειτουργούσε με τον Παπακώστα Σταμπουλή και μετά τη δολοφονία τον Παπακώστα εκτελούσε μόνος του τη θεία λειτουργία και στα κηρύγματά του δε σταματούσε να υπενθυμίζει στους κατοίκους την εθνική τους ταυτότητα και να εμψυχώνει λέγοντας: “ Αυτά τα μέρη θα πάνε με το χωριό, ήταν πάντα Ελληνικά”. Οι βουλγαρίζοντες του χωριού τον φοβούνται για το θάρρος της γνώμης και τη μεγάλη αφοσίωση των πιστών. Οι προσπάθειές τους δεν φέρνουν αποτέλεσμα καθώς όλοι επικαλούνται τo όνομά του, “ Δε φεύγουμε από τον παπά μας , τον Παπαναστάση”. Ήταν λοιπόν μεγάλο εμπόδιο και έπρεπε να φύγει από τη μέση. Ο ίδιος είχε πέσει στην ενέδρα τους αρκετές φορές, αλλά χάρη στην επέμβαση των πιστών κατάφερνε να ξεφύγει. “ Αποφάσισαν να με σκοτώσουν δύσκολα να ξεφύγω” τον άκουσαν οι δικοί του να λέει. Άλλες φορές η πίκρα ξεχείλιζε και στενοχωρημένος ξανάλεγε: “ Εγώ τους έδωσα ψωμί, βοήθεια και αυτοί με κυνηγούν με πέτρες να με σκοτώσουν. Μία φορά ένας κομιτατζής (ίσως και κάτοικος του χωριού), τον επισκέφτηκε στο σπίτι του που ήταν στο ποτάμι. Ο παπάς τον καλοδέχτηκε και καταλαβαίνοντας από προαίσθηση και τον σκοπό της επίσκεψης είπε στο γιό του Γιάννη: “ Αυτός δεν ήρθε για καλό, τράβα όμως να φέρεις ρακί να τον κεράσουμε”. Μέσα στον οντά που κάθονταν ήταν και ο μικρός γιος και μονάκριβος εγγονός του Στογιάννης, αφού πήγε για το ρακί ο Γιάννης, ο κομιτατζής τράβηξε το πιστόλι του και χτύπησε θανάσιμα τον παπά και αμέσως κίνησε να φύγει. Ο Γιάννης τρέχει πρώτα για το μονάκριβό του, βλέποντας ότι είναι καλά και ο παπάς νεκρός, κυνηγάει το δολοφόνο, συμπλέκεται μαζί του στις σκάλες χωρίς να κατορθώσει να τον πιάσει. Έτσι ο φονιάς ξεφεύγει μέσα από το ποτάμι για το βουνό. Στην κηδεία του Παπαναστάση ο κόσμος ήταν τόσος που έφτανε από το σπίτι του μέχρι την εκκλησία. Τόσο αγαπούσε το σπουδαίο παπά που έγινε θρήνος και οδυρμός .

Η θέση του πατριαρχικού ιερέα παραμένει κενή μέχρι το 1908 που αναλαμβάνει ο παπαγιώργης Γροσδάνης ενώ οι εξαρχικοί αλωνίζουν τα δύο αυτά χρόνια πιέζοντας τον παπαθόδωρα Γροσδάνη, αδερφό του παπαγιώργη, να εκτελεί χρέη εξαρχικού ιερέα. Τώρα αφού “καθάρισαν” την κατάσταση όπως σχεδίαζαν τα ξένα κέντρα αποφάσεων, “ το γκόσποντι πομόζι” ήταν ελεύθερο να ακούγεται στις εκκλησίες της Νεβολιάνης. Η βουλγαρική λέσχη ξεπερνά και το άλλο μεγάλο εμπόδιο δείχνοντας πρωτοφανή αγριότητα και το πραγματικό της πρόσωπο.
Το επίθετο του Παπαναστάση ήταν Στόικος, αλλά λέγονταν και Χρήστου από το όνομα του πατέρα του κατά τη συνήθεια της εποχής. Οι απόγονοι του προς τιμή του άλλαξαν επίθετο και ονομάστηκαν Παπαναστασίου. Αυτοί και όλοι όσοι κρατάνε και από κορίτσια του γένους Παπαναστάση συνεχίζουν να τιμούν με την εθνική τους δράση τη μνήμη του προπάππου τους.
Ζ.Λ.

Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΣΤΑΜΠΟΥΛΗ (Από τη Σκοπιά Φλώρινας)

ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΑΜΠΟΥΛΗΣ
Ξημέρωνε η Κυριακή 18 του Σεπτέμβρη. Δυστυχώς δεν ήταν σαν τις συνηθισμένες μέρες στο χωριό. Ο Παπακώστας το βράδυ στον ύπνο του είδε κακό όνειρο και τον έβαλε σε σκέψεις. Σηκώθηκε και πριν πάει να λειτουργήσει στην εκκλησία αποφάσισε να πάει στο σπίτι της αδερφής του Ευδοκίας Αβραάμ, να την καλημερίσει και να της ειπεί τα καθέκαστα. Αυτή τον ορμήνεψε να μην πάει στην εκκλησία και να ειδοποιήσει τον Παπαναστάση. Ο Παπακώστας όμως σκέφτηκε τους πιστούς του. Αν φοβόταν αυτός τι θα έκαμαν οι άλλοι; Πήρε την απόφασή του και μέριασε το φόβο και τις κακές σκέψεις που τριγυρνούσαν στο μυαλό του. Κίνησε για τη μικρή βυζαντινή εκκλησούλα με βήμα βιαστικό να προφτάσει την καμπάνα που θα χτυπούσε σε λίγο. Στο δρόμο χαιρετιόνταν με τους χωριανούς , που ασπάζονταν το χέρι του. Οι άνθρωποι τότε ήταν ταπεινοί και αγαπούσαν τους παπάδες περισσότερο από σήμερα, αγαπούσαν το θεό, γιατί το σκουλήκι της περηφάνιας και του εγωισμού δεν είχε μπει ακόμα στην καρδιά τους. Εκείνη την ώρα άρχισαν να βαράνε και τύμπανα, γιατί το χωριό είχε γάμο. Ήταν ημέρα χαράς… Σε λίγο έφτασε. Ένα περίεργο συναίσθημα τον κυρίεψε και το μυαλό του πήγε πάλι στο κακό. Τα τύμπανα είχαν σωπάσει και μια περίεργη σιωπή απλώθηκε παντού. Τα πρώτα φθινοπωριάτικα φύλλα είχαν πέσει καταγής και οι σταγόνες της πρωινής δροσιάς που τα ’χε μουσκέψει, λάμπανε σαν μαργαριτάρια. Προχώρησε και κοίταξε ψηλά, έκανε το σταυρό του και έπιασε το χερούλι της πόρτας της ξύλινης, για να ανοίξει. Ξαφνικά ακούγεται ένα “μπαμ” και τα τύμπανα άρχισαν να παίζουν δυνατά λες και ήταν συνεννοημένα. Ποιος ξέρει… Το βόλι του θανάτου τον βρίσκει στο κεφάλι και τον γκρεμίζει. Αμέσως βγαίνει από την εκκλησία ο επίτροπος, τον σηκώνει στα χέρια του και τον ρωτάει:
-Τι έγινε παπά μου; Η απάντηση ήταν:
-Γιατί; και αμέσως ένα “Ααχ” μαζί με τον επιθανάτιο ρόγχο. Ο κομιτατζής κρυμμένος πίσω από το μνήμα τρέχει, σπρώχνει τον επίτροπο μέσα στην εκκλησία, κλειδώνει την πόρτα και γίνεται άφαντος. Αργότερα θα ομολογήσει το έγκλημά του στο εξωτερικό όπου βρισκόταν και θα μιλήσει σε συγχωριανούς για τις τύψεις και το κρίμα που κουβαλούσε.
Το τελευταίο “γιατί” του Παπακώστα θα ανοίξει έναν κύκλο αίματος στο χωριό, που θα κλείσει με το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Απάντηση στο γιατί θα δώσει σίγουρα η ιστορία. Αυτό που είναι σίγουρο, είναι ότι η βία και το αίμα έφεραν το διχασμό και αποκλειστικά υπεύθυνοι είναι αυτοί που άρχισαν πρώτοι.
Ζ.Λ.

Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010

Ο ΠΑΠΑ-ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΑΜΠΟΥΛΗΣ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΑΓΧΟΝΗ

Νεότερος αδερφός του παπα-Κώστα Σταμπουλή , που δολοφόνησαν οι κομιτατζήδες το 1905. Γεννήθηκε το 1874 στη Σκοπιά και σπούδασε δάσκαλος στο Μοναστήρι, επάγγελμα που εξάσκησε σε διάφορα χωριά της περιφέρειας Φλώρινας μέχρι που έγινε κληρικός. Εκάρη κατά το έτος 1927. Πριν γίνει κληρικός ταξίδεψε και παρέμεινε για μεγαλο χρονικό διάστημα στην Κων/πουλη, όπου έμαθε βυζαντινή μουσική. Αργότερα έφυγε για την Αμερική και όταν γύρισε έγινε μέλος της εθνικής οργάνωσης “Παύλος Μελάς” στο παράρτημα της Φλώρινας ως αγγελιοφόρος ή τροφοδότης και όργανο κατασκοπίας σύμφωνα με το ατομικό βιβλιάριο που σώζεται. Σκοπός της οργάνωσης βάσει του άρθρου 2 ήταν: α) η υπεράσπιση των συμφερόντων των μελών , η αδελφική συνένωση αυτών ανεξαρτήτως πολιτικής αποχρώσεως για την εξυπηρέτηση της ηθικής και οικονομικής αυτών καταστάσεως. Β) η επαύξηση και κραταίωση των πατριωτικών γνώσεων και της αγάπης προς την πατρίδα με διαλέξεις και λοιπά μέσα. Ο εσωτερικός κανονισμός υποχρέωνε τα μέλη να είναι αλληλένδετα. Η οργάνωση για τα μέλη, και τα μέλη για την οργάνωση. Αν κάποιο μέλος επληροφορείτο οτιδήποτε με αντεθνική μορφή, έπρεπε να το αναφέρει στην οργάνωση. Δεν πρέπει το μέλος να έχει ανάρμοστη συμπεριφορά, να είναι αλκοολικός, συκοφάντης, ραδιούργος κ.λ. Τη δραστηριότητα του παπα-Δημήτρη τη γνώριζαν οι βουλγαρίζοντες και ως συνεργάτες των Γερμανών που ήσαν, τον καταδίδουν. Η τριπλή κατοχή του 41, τον βρίσκει παπά στην εκκλησία που μαρτύρησε ο αδελφός του. Δε δειλιάζει, περιφρονεί τους προδότες και ποτίζει την ψυχή των κατατρεγμένων με την αγάπη για την Ελλάδα. Τους μιλάει για λευτεριά που δε θα αργήσει να ’ρθει, τους δυναμώνει την πίστη. Τον καταδίδουν λοιπόν και με πρόφαση την ανάκριση για ένα ζευγάρι κιάλια, που βρήκαν στο σπίτι του, πριν λίγες μέρες, ένα πρωινό του Αυγούστου, μια γερμανική κούρσα σταματά έξω από το σπίτι και τον παίρνει μαζί της, μαζί με τον πρόεδρο του χωριού Στογιάννηη Ζώλη και από κει στα κρατητήρια. Δύο μέρες μετά η θλιβερή είδηση έφτασε στο χωριό. Ο παπάς, ο μουσικός του “Αριστοτέλη” Θωμαΐδης, και δεκαπέντε άλλοι έλληνες πατριώτες, κρεμάστηκαν στο δημόσιος δρόμο μεταξύ Πρώτης και Κλαδοράχης σαν αντίποινα για σαμποτάζ και φόνους Γερμανών στρατιωτών.

-Θα με στείλουν να συναντήσω τον αδελφό μου, έλεγε. Ίδιοι έστειλαν και αυτόν αφήνοντας τέσσερα ορφανά και τους Σταμπουλήδες να κλαίνε το δεύτερο θύμα μάσα σε λίγα χρόνια, χωρίς παρηγοριά και το γένος το λευιτικό να προσθέσει στο βωμό του νέα θύματα, γιατί οι ακατάλυτες αξίες που υπηρετούσε, τότε πληρώνονταν με αίμα.
L.Z.

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010

Σκλήθρο Φλώρινας Sklithro florinas

Το Σκλήθρο βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά τον Νομού Φλώρινας μόλις 6 χμ. από τον Αετό και 50 χμ. από τη Φλώρινα. Είναι χτισμένο σε υψ 680 μ και ο πληθυσμός του ανέρχεται στους 500 κατοίκους το χειμώνα και 700 το καλοκαίρι. 
Η παλιά ονομασία του χωριού Ζέλενιτς, σήμαινε πράσινος τόπος και υποδήλωνε το καταπράσινο τοπίο της περιοχής, ενώ η νέα ονομασία που επικράτησε μετά το 1927 οφείλεται στο ομώνυμο δέντρο (Αlnus glutinοsa), που το συναντάμε δίπλα στα ρέματα της περιοχής.
Πρόκειται για ένα παλαιό οικισμό, πληροφορίες για τον οποίο βρίσκουμε σε οθωμανικό κατάστιχο του 15ου αιώνα. Στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν ένας μικτός οικισμός χριστιανών και Τούρκων. Ο αριθμός των πρώτων υπολογίζεται τότε σε 1.200 άτομα και σε άλλα τόσα ο αριθμός των δεύτερων.
Το Σκλήθρο υπήρξε κάποτε κεφαλοχώρι της περιοχής. Στις αρχές του περασμένου αιώνα κατοικούσαν στο χωριό 4.500 κάτοικοι. Μπορούσε κάποιος να συναντήσει εμπόρους, βιοτέχνες, σιδεράδες, μαραγκούς καλαθοπλέκτες, σαμαρτζήδες, πεταλωτές, κρεοπωλεία, χάνια, Αστυνομία, Ταχυδρομείο. Κάθε Παρασκευή λειτουργούσε στο χωριό λαϊκή αγορά.
Η ανέχεια όμως οδήγησε πολλούς από τους κατοίκους του χωριού, στα τέλη του 19ου αιώνα, να εγκαταλείψουν μαζικά το χωριό για να βρουν την τύχη τους στα ξένα. Άλλοι έφυγαν για την Ρουμανία την Αίγυπτο, τη Βάρνα και κάποιοι άλλοι έφτασαν στην Αργεντινή και την Αμερική. Εκεί δούλεψαν σαν βιομηχανικοί εργάτες, στα ορυχεία αλλά και σε εστιατόρια. Πολλοί από αυτούς επέστρεφαν στο χωριό και έκαναν διάφορες επενδύσεις με τα χρήματα που είχαν κερδίσει, αγοράζοντας χωράφια, οικόπεδα και χτίζοντας υπέροχα νεοκλασικά σπίτια. Ύστερα ξανάφευγαν με την προοπτική να επιστρέψουν στον τόπο τους, οι περισσότεροι όμως έμειναν για πάντα στα ξένα.
Το 1891 έγιναν βίαια επεισόδια στο χωριό, μεταξύ των εξαρχικών και πατριαρχικών κατοίκων, για την χρήση των δύο εκκλησιών [Πηχεών, 310-311].
Την 30η Ιουνίου του 1903 τελεί θεία λειτουργία στο χωριό, ο νέος Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, την οποία παρακολουθούν και οι κάτοικοι του χωριού.
Την 12η Νοεμβρίου 1904 πραγματοποιήθηκε επιδρομή σε σπίτι στο χωριό από τα αντάρτικα σώματα των Μακεδονομάχων Κατεχάκη και Καούδη.
Το 1912 το Σκλήθρο ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος. Στους πολέμους που ακλούθησαν συμμετείχαν ενεργά και πολλοί Σκληθριώτες, μάλιστα κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία πήραν μέρος τουλάχιστον 20 άτομα πολλά εκ των οποίων σκοτώθηκαν. Το 1922 και με την ανταλλαγή των πληθυσμών , έφυγαν από το χωριό 1.000 περίπου Τούρκοι και εγκαταστάθηκαν στο χωριό περίπου 200 με 300 Έλληνες από την Μ. Ασία (Αρτάκη, Σαρίκειο) και την Ανατολική Θράκη (περιοχή της Κων/πολης). Αργότερα και με την λήξη του εμφυλίου πολέμου και ενώ ο τόπος είχε υποστεί μεγάλες καταστροφές και συμφορές και καθώς δεν υπήρχαν δουλειές, οι άνθρωποι ξανάρχισαν να μεταναστεύουν κυρίως προς τον Καναδά την Αυστραλία και πολλοί λιγότεροι προς την Ευρώπη. Υπολογίζεται πως μόνο στην περιοχή τον Τορόντο ζούνε περίπου 1500 άτομα καταγόμενα από το Σκλήθρο. Έχουν ιδρύσει μάλιστα και ένα πολύ δραστήριο σύλλογο με την επωνυμία "Αγία Παρασκευή", και προβαίνουν σε πολλές δραστηριότητες και δωρεές τόσο στον Καναδά όσο και στο χωριό. Στο χωρίο γεννήθηκε και η μητέρα του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας, Χρήστου Σαρτζετάκη, ο οποίος επισκέπτεται συχνά το χωριό, και έχει χριστεί μάλιστα το 2000 επίτιμος δημότης του Σκλήθρου.
Το 1970 μια εταιρεία θέλησε να δημιουργήσει, στη θέση που είναι χτισμένο το χωριό, μια τεχνητή λίμνη. Πολλοί κάτοικοί του χωριού τότε, φοβήθηκαν ότι θα έχαναν τις περιουσίες τους και δε θα είχαν με τι να ζήσουν, και έτσι έφυγαν πολλοί στο εξωτερικό αλλά και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας. Ευτυχώς οι εργασίες σταμάτησαν, η ζημιά για το χωριό όμως είχε γίνει.
Γιορτή πατάτας
Έτσι το Σκλήθρο μετρά σήμερα περίπου 600 κατοίκους οι οποίοι ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Είναι γνωστά σε όλη τη γύρω περιοχή τα αγνά κτηνοτροφικά προϊόντα, ονομαστή είναι όμως και η πατάτα Σκλήθρου (Αgriα), για την πλούσια γεύση της. Τον Αύγουστο πραγματοποιείται η γιορτή της πατάτας. Εκείνη τη μέρα οι γυναίκες του χωριού μαγειρεύουν διάφορα φαγητά με πατάτες και τα παρουσιάζουν, πάνω σ’ ένα τραπέζι, στους καλεσμένους. Στο τέλος της εκδήλωσης όλοι, κάτοικοι και καλεσμένοι, κάθονται στο τραπέζι και δοκιμάζουν τα φαγητά.
Στον εορτασμό της Ζωοδόχου Πηγής, μετά τη λειτουργία, ακολουθεί πανηγύρι στο χωριό με δημοτική ορχήστρα. Το Σκλήθρο είναι ένας γραφικός οικισμός, με πολλά ενδιαφέροντα. Πάνω από το χωριό βρίσκεται το δάσος Κουρί με δρύες και Δ. υψώνονται τα βουνά του Λέχοβου με την κορυφή Γκολίνα, ενώ Ν. προβάλλει το όρος Σινιάτσικο. Αξιόλογες είναι οι εκκλησίες του χωριού: του Αγ. Γεωργίου (1867), της Ζωοδόχου Πηγής και της Αγ. Παρασκευής. Β του Σκλήθρου, στην τοποθεσία Ίσβορος σχηματίζεται καταρράκτης. Στα ρέματα της περιοχής κολυμπούν ψάρια που ονομάζονται «μυλωνάδες», λίγοι κάτοικοι όμως ασχολούνται σήμερα με το ψάρεμα.


Ζελενίτσι  ή Σελενίτς Φλωρίνης, 1.540 χριστιανοί και 1.000 οθωμανοί (μουσουλμάνοι) κάτοικοι: «κωμόπολις οικουμένη υπό 400 οικογενειών ων το 1/3 εισίν Οθωμανικαί, ευάριθμοι δε οικογένειαι φανατικών σχισματικών Βουλγάρων. Η κωμόπολις αύτη κειμένη εις το μέσον σχεδόν της πεδιάδος, κέκτηται 2 εκκλησίας, 2 τεμένη, 3 χάνια, σχολείον αρρένων και άφθονα ύδατα, προς δε ένεκεν της ανωτέρω θέσεώς της αφθονεί τροφίμων ιδίως δε σίτου, κριθής και αραβοσίτου» [Σχινάς 1886].


Zelenich, λειτουργία τόσο πατριαρχικού σχολείου και εκκλησίας, όσο και εξαρχικού σχολείου [Χάρτης Κοντογιάννη].

Ζέλενιτς, μικτό χωριό (εξαρχικών και πατριαρχικών) προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και μικτό μετά. Υπήρχαν 15 πατριαρχικές οικογένειες [Προξενείο Μοναστηρίου 1908].

Ζελενήτσι: «Εκ των δύο εκκλησιών η μία κατελήφθη υπό των Βουλγάρων τω 1894» [Εκκλησιαστική Αλήθεια 1909].

Ζελενήτσι Φλωρίνης, 400 ορθόδοξοι Έλληνες (πατριαρχικοί), 1.120 σχισματικοί βουλγαρίζοντες (εξαρχικοί ) και 500 μουσουλμάνοι [Χαλκιόπουλος 1910].



Ζελενήτσιον Σόροβιτς, 2. 232 άτομα (1.139 άρρενες και 1.003 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].


Ζελενίτσιον ή Ζέλενιτς Φλωρίνης, αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα μαζί με τους οικισμούς Ρούδνικ και Άγιοι Θεόδωροι ή Τσερκέζ Κιόι [ΦΕΚ 259 / 21.12. 1918].


Ζελενίτσιον Φλωρίνης, 2. 219 άτομα (1.038 άρρενες και 1.181 θήλεις) [Απογραφή 1920].


Μετονομασία του οικισμού από Ζέλενιτς σε Σκλήθρον [ΦΕΚ 179 / 30. 8. 1927].


Ζέλενιτς (Σκλήθρον) γραφείου Φλωρίνης, έγινε μικτός οικισμός γηγενών και προσφύγων. Μέχρι το 1926 εγκαταστάθηκαν 87 προσφυγικές οικογένειες (379 άτομα) [ΕΑΠ].


Ζέλενιτς, μικτός οικισμός μουσουλμάνων και χριστιανών, έφυγαν 170 οικογένειες μουσουλμάνων (1.100 άτομα) και ήρθαν 89 οικογένειες προσφύγων: 23 από τη Θράκη, 53 από τη Μικρά Ασία, 10 από τον Καύκασο και 3 από αλλού [Πελαγίδης].


Σκλήθρον (Ζελενίτσιον) Φλωρίνης, 1.347 άτομα (643 άρρενες και 704 θήλεις), εκ των οποίων 346 ήταν πρόσφυγες πού ήρθαν μετά το 1922 (172 άρρενες και 174 θήλεις). Ομοδημότες ήταν 1.145, ετεροδημότες 179 και αλλοδαποί 23 [Απογραφή 1928].


Σκλήθρον Φλωρίνης, 1.342 άτομα (405 άρρενες και 400 θήλεις) [Απογραφή 1940].


Στις μεταπολεμικές απογραφές ο πραγματικός πληθυσμός ήταν: 1951 (1.153), 1961 (1.084), 1971(853), 1981(623), 1991 (553), 2001 (609).

 


Οι εκκλησίες του χωριού
Στο χωριό υπάρχουν τρεις παλιές εκκλησίες, οι οποίες έχουν υποστεί μάλιστα πολλές άστοχες εξωτερικές και εσωτερικές επεμβάσεις .
Η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου είναι χτισμένη από το 1864 και βρίσκεται στο χώρο των νεκροταφείων. Η εκκλησία του Αϊ-Γιώργη Σκλήθρου δεν είναι χτισμένη στο κέντρο του χωριού, όπως συνηθίζεται, αλλά στην είσοδο του χωριού. Η παλιά εκκλησία του χωριού βρισκόταν εκεί που σήμερα είναι το εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής και της Αγίας Παρασκευής, στην πλαγιά του χωριού πάνω απ' το Σκλήθρο. Γύρω στα μέσα του 19ο αιώνα, ξέσπασε μια φοβερή θεομηνία, οι χείμαρροι πάνω στο βουνό υπερχείλισαν και παρέσυραν την παλιά εκείνη εκκλησία του χωριού. Όταν λίγο αργότερα καταλάγιασε η πλημμύρα και τραβήχτηκαν τα νερά, κάποιοι Σκληθριώτες βρήκαν σε κεντρικό σημείο του χωριού την εικόνα του Αϊ-Γιώργη που είχε παρασυρθεί από την εκκλησία. Το μέρος που βρέθηκε η εικόνα ανήκε στην οικογένεια Σίκλη, η οποία θεώρησε την εύρεση της εικόνας σημαδιακό γεγονός και παραχώρησε το οικόπεδο για την ανέγερση του ναού προς τιμήν του Αγίου Γεωργίου.
Έτσι στα 1 867 χτίστηκε η εκκλησία με προσωπική εργασία των κατοίκων τού χωριού και με την επίβλεψη Ηπειρωτών μαστόρων, αρχιμάστορας των οποίων ήταν ο μαστορο-Κώστας.
Στα μέσα της πλαγιάς Προσήλιο βρίσκεται χτισμένο το εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής . Στη ίδια θέση παλαιότερα ήταν χτισμένο το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής. Το χωριό πανηγυρίζει της Ζωοδόχο Πηγής και κάθε χρόνο διοργανώνονται εκδηλώσεις μετά την τέλεση της θείας λειτουργίας , στον ανοικτό χώρο μπροστά από το ξωκλήσι .